ΥΓΡΟ ΠΥΡ

 
Το υγρό πυρ επινοήθηκε ή τελειοποιήθηκε από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Καλλίνικο (από την Ηλιούπολη της Συρίας) και η χρήση του αναφέρεται για πρώτη φορά τον 7ο μ.Χ. αιώνα εναντίον του Αραβικού στόλου που πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη.
Υπήρξε ένα από τα φοβερότερα όπλα του μεσαίωνα και επανειλημμένα έσωσε το Βυζάντιο από εχθρικές επιθέσεις.
Γενικά
    Η χρήση της φωτιάς για πολεμικούς σκοπούς είναι τόσο παλιά όσο και η πολεμική τέχνη. Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Τρώες κατέστρεφαν τα πλοία των Αχαιών με φωτιά «...και οι Τρώες ακούραστη φωτιά στο σπαθωτό καθίζουν σκαρφί και φλόγα απάνω ευθύς του χύθηκε ρημάχτρα...». Κατά την Βυζαντινή περίοδο εμπρηστικά μείγματα χρησιμοποιούντο ήδη από τους πρώτους αιώνες. 
    Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφοράς χρήσης του υγρού πυρός (ή Ελληνικού πυρός) υπάρχει στον χρονογράφο Θεοφάνη και αναφέρεται στα χρόνια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ' Πωγωνάτου (665~685 μ.Χ.) ο οποίος το χρησιμοποίησε με επιτυχία στην απόκρουση των Αράβων κατά την πρώτη απόπειρά τους να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη (674~678 μ.Χ.).
    Η επόμενη αναφορά στην χρησιμοποίηση του υγρού πυρός γίνεται πάλι από τον Θεοφάνη, ο οποίος λέει ότι κατά την δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (717~718 μ.Χ.) ο Αυτοκράτορας Λέων ο Γ' κατόρθωσε σε δύο περιπτώσεις να κάψει με υγρό πυρ τον στόλο των εισβολέων και να ματαιώσει την απόπειρά τους να εισβάλουν στον ευρωπαϊκό χώρο καταλαμβάνοντας την Βασιλεύουσα.
     Έκτοτε το υγρό πυρ αποτέλεσε το σημαντικότερο και το πλέον αποτελεσματικό όπλο των Βυζαντινών σε όλους τους πολέμους τους.
    Όμως παρά την ευρεία χρήση του, η σύνθεσή του παρέμεινε μυστική στους κατοίκους της Αυτοκρατορίας μέχρι την κατάρρευση του κράτους, ενώ ταυτόχρονα καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφευχθεί η διαρροή της σε άλλους λαούς. Διακηρύχθηκε από πολύ νωρίς ότι οποιοσδήποτε τολμούσε να αποκαλύψει τον τρόπο προετοιμασίας του υγρού πυρός θα αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου.
    Τα αυστηρά μέτρα που κατά καιρούς ελήφθησαν πέτυχαν ώστε η σύνθεση του υγρού πυρός να παραμείνει μυστική, τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο το εμπρηστικό μείγμα περιβλήθηκε από μυστήριο, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα να αποδίδονται σε αυτό κάποιες υπερφυσικές ιδιότητες και να υπάρχουν βασικά ερωτήματα αναφορικά με τα συστατικά του στοιχεία και τις μεθόδους εκτόξευσής του.
    Οι μαρτυρίες για την χρήση του υγρού πυρός από τους Βυζαντινούς εκτείνονται μέχρι και τα τέλη του 12ου και πιθανώς τις αρχές του 13ου αιώνα. Η τελευταία χρησιμοποίησή του πιθανώς να έγινε το 1203, κατά την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους φράγκους, όταν οι Βυζαντινοί γέμισαν 18 παλαιά καράβια με εμπρηστικές ύλες, πιθανώς και με υγρό πύρ, και προσπάθησαν ανεπιτυχώς να κάψουν τον ενετικό στόλο που ναυλοχούσε στον Γαλατά.
     Έκτοτε και για περισσότερο από δύο αιώνες δεν γίνεται λόγος για υγρό πύρ, ούτε κατά τους πολέμους της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (1204-1261), ούτε μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (25 Ιουλίου 1261) και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι λόγοι που πιθανά ανάγκασαν τους Βυζαντινούς να εγκαταλείψουν το υγρό πύρ ήταν βασικά τρεις:
    α) Η παντελής έλλειψη των πρώτων υλών λόγω της απώλειας των Ασιατικών επαρχιών και ειδικότερα της περιοχής μεταξύ Κασπίας και Μαύρης θάλασσας, από την οποία τις προμηθεύονταν.
    β) Η εξάλειψη των τεχνιτών οι οποίοι ετοίμαζαν το υγρό πύρ, που οφειλόταν στην διάλυση της Αυτοκρατορίας και κυρίως στην κατάληψή της από τους φράγκους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας και τους ενετούς συμμάχους τους στις 13 Απριλίου 1204, καθώς και στην εν συνεχεία κατοχή της Πόλης από τους κατακτητές για 57 χρόνια.
    γ) Η σταδιακή παρακμή του Βυζαντινού στόλου, ο οποίος από το τέλος του 13ου αιώνα έπαψε σχεδόν να υπάρχει.
    Το υγρό πύρ (ή κάποιο παρεμφερές του είδος) εμφανίζεται και πάλι κατά τον 15ο αιώνα, τόσο κατά την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως το 1422 από τον σουλτάνο Μουράτ Β' και την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430 από τον ίδιο, όσο και κατά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 από τον Μωάμεθ Β'. Έγινε χρήση από τους αντιπάλους ενός είδους υγρού πυρός το οποίο πιθανώς να περιελάμβανε ως βασικό του συστατικό την μαύρη πυρίτιδα. Στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και στον Κεράτιο κόλπο χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για τελευταία φορά είδος υγρού πυρός σε μία ύστατη προσπάθεια να αντιστρέψουν την πορεία προς την καταστροφή.
Σύνθεση του υγρού πυρός
    Κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος για την ακριβή σύνθεση του υγρού πυρός. Παρόλα αυτά οι αναφορές που υπάρχουν από ιστορικούς μας δίνουν κάποιες ενδείξεις για το ποια μπορεί να ήταν η σύνθεσή του.
    Οι πρώτη ιστορική αναφορά για την κατασκευή εμπρηστικού μίγματος προέρχεται από τον χρονικογράφο Μαλάλα (6ος αιώνας), ο οποίος αναφέρει ότι οο Αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α' (491-518 μ.Χ.) προκειμένου να αντιμετωπίσει την επανάσταση του κόμη των Φοιδεράτων Βιταλιανού, κάλεσε από την Αθήνα κάποιο φιλόσοφο ονόματι Πρόκλο, ο οποίος φαίνεται ότι ασχολείτο με την παρασκευή εύφλεκτων υλών. Ο Πρόκλος κατασκεύασε από "
ΘΕΙΟΝ ΑΠΥΡΟΝ" (άκαυτο θειάφι) μία πολύ ψιλή σκόνη την οποία παρέδωσε στον αρχηγό του Βασιλικού Πλωίμου (στόλου) Μαρίνο, λέγοντάς του "όπου και αν τη ρίξεις, είτε σε κτίρια, είτε σε πλοία, η σκόνη με την ανατολή του ηλίου αναφλέγεται και καίει τα πάντα.". Έτσι και έγινε. Αυτή λοιπόν πρέπει να είναι η πρώτη αναφορά για την κατασκευή εμπρηστικού μίγματος το οποίο υπήρξε ο πρόγονος του Ελληνικού υγρού πυρός.
    Υπάρχουν αρκετές αναφορές που μιλάνε για την αυτανάφλεξη του υγρού πυρός μόλις αυτό ερχόταν σε επαφή με το νερό (ιδιότητα που το καθιστούσε πρακτικώς άσβεστο σε επιθέσεις εναντίον πλοίων) ιδιότητα που σύμφωνα με μερικούς ερευνητές πρέπει να οφείλεται στην παρουσία ασβέστη ή φωσφορούχου ασβεστίου. Άλλα συστατικά του σύμφωνα με τους ερευνητές πρέπει να ήταν η νάφθα, σε μορφή αργού ή αποσταγμένου πετρελαίου και στερεά συστατικά όπως νίτρο, θείο, ρητίνη ή και άλλες εύφλεκτες ύλες. Σύμφωνα με κάποιους άλλους ερευνητές δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το υγρό πύρ να ήταν και κάποιας μορφής πυρίτιδα (συμπέρασμα που προέρχεται από τις αναφορές για καπνούς και βροντές κατά την διάρκεια εκτόξευσής του).
Μέθοδοι και μέσα εκτόξευσης του υγρού πυρός
    Οι μέθοδοι και τα μέσα εκτόξευσης του υγρού πυρός παραμένουν, παρά τις προσπάθειες των ερευνητών, στην σφαίρα των υποθέσεων. Όπως για την σύνθεση του υγρού πυρός, έτσι και για τα μέσα εκτόξευσής του τα Βυζαντινά κείμενα που αναφέρουν σχετικές πληροφορίες είναι ελάχιστα και ασαφή, με αποτέλεσμα συχνά να αναγκάζουν την ευρηματικότητα των ερευνητών να αγγίζει τα όρια της φαντασίας.
    Οι Βυζαντινοί συγγραφείς ως βασικό μέσο εκτόξευσή του πυρός αναφέρουν τον σίφωνα, ο οποίος έπρεπε πάντοτε να είναι επενδυμένος στο στόμιό του με χαλκό. Με βάση λοιπόν τις αναφορές οι νεότεροι ερευνητές δέχθηκαν ότι ο όρος "σιφών" σημαίνει "σωλήνας εκτόξευσης", ενώ υπήρξαν μερικοί που υποστήριξαν ότι ο όρος "σιφών" σημαίνει "καταθλιπτική αντλία", συνδεδεμένη όμως με σωλήνα εκτόξευσης. Η εκτόξευσή του γινόταν σίγουρα με μηχανικό τρόπο.

     Σύμφωνα με μερικούς ερευνητές ο "σιφών" ήταν κάποιο καζάνι στο οποίο θερμαινόταν το υγρό πύρ και οι "σιφωνάριοι" (εκπαιδευμένοι χειριστές πυροτεχνουργοί) σημάδευαν με το ακροφύσιο (το οποίο πολλές φορές είχε την μορφή προτομής λέοντα ή άλλου αγρίου ζώου με το στόμα ανοικτό) το εχθρικό πλοίο και εκτόξευαν το υγρό πύρ (το οποίο αποκτούσε υψηλή πίεση μέσω καταθλιπτικής αντλίας, σύμφωνα με μία μερίδα ερευνητών  ή σύμφωνα με άλλους ερευνητές το υγρό πύρ αποκτούσε πίεση μέσα στο καζάνι είτε λόγω της θέρμανσης ή βρασμού του, είτε λόγω κάποιας ελεγχόμενης έκρηξη)
    Εκτός των "σιφώνων" οι συγγραφείς αναφέρουν ότι το υγρό πύρ μπορούσε επίσης να εκτοξευτεί εναντίον των πλοίων, των πολεμικών μηχανών, των εγκαταστάσεων και των στρατευμάτων του εχθρού και με διάφορους άλλους τρόπους : 
    α) Μέσα σε πήλινες χύτρες (δοχεία) που εξακοντίζονταν με εκηβόλους πολεμικές μηχανές, όπως βαλλίστρες (μεγάλοι καταπέλτες σταθερής βάσης) ή αλακάτια και γεράνια (μικροί καταπέλτες περιστρεφόμενης βάσης)
    β) Μέσα σε "χειροσιφώνες", δηλαδή σε μικρές γυάλινες ή πήλινες σφαίρες τις οποίες οι στρατιώτες εξακόντιζαν με τα χέρια τους, αφού πρώτα άναβαν την θρυαλλίδα ή το στουπί που προεξείχε από την μοναδική οπή της σφαίρας (στην περίπτωση του μη αυταναφλεγόμενου υγρού πυρός) καλυπτόμενοι πίσω από σιδερένιες ασπίδες.
    γ) Με δόρατα, ακόντια και βέλη στην άκρη των οποίων είχαν τοποθετηθεί φλεγόμενα στουπιά βουτηγμένα στο υγρό πύρ.
    Το βεληνεκές των μέσων εκτόξευσης του υγρού πυρός και ειδικότερα των "σιφώνων" μας είναι άγνωστο μιας και οι Βυζαντινοί συγγραφείς δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό.
Επίλογος
    Το υγρό πύρ αποτέλεσε για πολλούς αιώνες το σημαντικότερο όπλο της Ελληνικής μεσαιωνικής αυτοκρατορίας, αλλά και των αράβων που από τον 10ο αιώνα και μετά άρχισαν να το χρησιμοποιούν. Το υγρό πύρ όμως ήταν ακαταμάχητο και στον ψυχολογικό τομέα. Η επίδρασή του στο ηθικό του εχθρού ήταν καταλυτική. Εκατοντάδες κείμενα εξιστορούν τον τρόμο που προκαλούσε στους βαρβάρους, αλλά και στους πολιτισμένους ξένους λαούς η χρήση του "Ελληνικού πυρός" όπως συνήθως το αποκαλούσαν. Από τον 15ο αιώνα και μετά η τελειοποίηση της μαύρης πυρίτιδας και την χρησιμοποίηση των πυροβόλων όπλων, το υγρό πύρ και γενικά οι εμπρηστικές ύλες εγκαταλείφθηκαν σταδιακά. Όμως τετρακόσια χρόνια αργότερα, κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, βλέπουμε να αναβιώνουν και πάλι τα λησμονημένα εκείνα όπλα των Βυζαντινών, αφού τα φλογοβόλα, οι εμπρηστικές βόμβες, οι χειροβομβίδες και οι βόμβες "μολότωφ" δεν είναι τίποτα άλλο παρά τελειοποιημένες μορφές του υγρού πυρός, των σιφώνων και των χειροσιφώνων, όπλα τα οποία είχαν χρησιμοποιήσει με τόση επιτυχία οι πρόγονοί μας κατά τον μεσαίωνα.
Κίμων Ε. Πλακογιαννάκης
περιοδικό
"
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ" τ.41


Βιβλιογραφία :
περιοδικό "Δαυλός" τ.196
"
ΗΣΙΟΔΟΥ ΘΕΟΓΟΝΙΑ" εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλου
"
ΗΡΟΔΟΤΟΥ" Ιστορίαι περιοδικό "ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ" τ.41 (Ιανουάριος 2000)
© 1997-2000
Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
 www.ancientgr.com
 
 
ΥΓΡΟ ΠΥΡ ΥΓΡΟ   ΠΥΡ Reviewed by Unknown on 19:22 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.