Πώς τα αδιέξοδα του αρχαίου κόσμου έφεραν τον χριστιανισμό και όχι το αντίστροφο...
Τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται πεποίθηση σε έναν αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων στην Ελλάδα, ότι ελληνικός πολιτισμός και χριστιανισμός είναι έννοιες διαμετρικά αντίθετες και αντίπαλες. Και επίσης, ότι ο «ελληνοχριστιανισμός», ως επίσημη ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους, είναι ένα σχήμα πέρα για πέρα οξύμωρο και ανιστόρητο. Και, επιπλέον, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των βυζαντινών εξουσιαστικών ομάδων (οι οποίες, συνεργαζόμενες με τους οθωμανούς) ξεπέρασαν την πτώση του «Βυζαντίου» και επιβίωσαν και στο νεώτερο ελληνικό κράτος (πρώην βυζαντινοί φεουδάρχες και τουρκοκοτσαμπασήδες / νυν εικονική «αστική» τάξη νεοφεουδαρχών, πρώην πατριαρχούμενη εκκλησία / νυν «αυτοκέφαλο» και πρώην τουρκοβυζαντινοί φαναριώτες / νυν νεοφαναριώτες πολιτικάντηδες).
Θα πρέπει πάντως να παραδεχθούμε, ότι ο «ελληνοχριστιανισμός» δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά εγκαταστάθηκε στη νεοελληνική συλλογική συνείδηση, εκμεταλλευόμενος την αμάθεια και την ιστορική αμνησία της. Αυτή η ιδεολογική στροφή, που φαίνεται πως έχει αρχίσει να συντελείται αμυδρά στην νεοελληνική συλλογική συνείδηση δεν οφείλεται -όπως θα υπέθετε κάποιος- σε κάποιες αλλαγές κατεύθυνσης που (δεν) έγιναν στην -εκκλησιαστικώς χειραγωγούμενη- σχολική εκπαίδευση. Οφείλεται αποκλειστικά στις προσωπικές προσπάθειες ανθρώπων, οι οποίοι από διάφορες αιτίες οδηγήθηκαν στην ανακάλυψη τού χαλκευμένου τής επίσημης κρατικής ιδεολογίας.
Αλλά, επειδή οι προαναφερθέντες άσκησαν αυτή την πνευματική τους αναζήτηση με τρόπο συχνά ερασιτεχνικό, χωρίς στοιχειώδη επιστημονική μεθοδολογία, κατέληξαν πολλές φορές σε υπεραπλουστευτικά συμπεράσματα και ερμηνείες. Π.χ. έχοντας ανακαλύψει τις αποκρυμμένες από τη σχολική προπαγάνδα πλευρές της ελληνικής ιστορίας, που αποδεικνύουν το καταστροφικό και γενοκτονικό μένος τουχριστιανισμού για τον ελληνικό πολιτισμό, δεν απέφυγαν κατ’ εξοχήν απλοϊκά συμπεράσματα, όπως π.χ., ότι: μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας «καλός» και «αθώος» αρχαίος κόσμος, που ξαφνικά άρχισε να δέχεται τις θανάσιμες και «ανεξήγητες» επιθέσεις του «κακού» χριστιανικού μεσαιωνισμού. Οι ερμηνείες αυτές «ανακυκλώνονται» εν είδει παραεπιστημονικής υποκουλτούρας σε διάφορους ομίλους «πνευματικών» ενδιαφερόντων διαιωνίζοντας την ημιμάθεια (η οποία, ως γνωστόν, είναι κατά πολύ χειρότερη της αμάθειας).
Μάλιστα κάποιοι έχουν οδηγηθεί στο λογικοφανές συμπέρασμα, ότι αφού ο «κακός» χριστιανισμός κατέστρεψε τον «καλό» αρχαίο κόσμο, τότε, για να τον πολεμήσουμε αποτελεσματικά δεν έχουμε παρά να τού αντιτάξουμε ως αντίπαλο δέος την αρχαία («πολυθεϊστική») θρησκεία… «αναβιώνοντάς» την. Οι τελευταίοι αντιλαμβάνονται απλοϊκά την Ιστορία με όρους τής ύστερης αρχαιότητας, δηλαδή ως σύγκρουση θρησκειών και γι’ αυτό ίσως δεν έχουν αποφύγει τον σχεδόν καθολικό χαρακτηρισμό τους ως γραφικών.
Ωστόσο, στην Ιστορία, αλλά και σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες (εάν πραγματικά επιθυμούμε να ασχοληθούμε σοβαρά με κάποιο ζήτημα) δεν υπήρξαν ποτέ «καλοί» και «κακοί», όπως στον κινηματογράφο και στο χριστιανισμό. Τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να εξετάζονται κατ’ εξοχήν ως κοινωνικές διαδικασίες, δηλαδή με τρόπο, που να μην καταργεί ως άλλος Προκρούστης την σύνθετη πραγματικότητα τών εκάστοτε ιστορικών συνθηκών, αλλά και της ίδιας της ζωής.
Απλοϊκοί αντιχριστιανικοί μύθοι για την προέλευση του χριστιανισμού
- «Ο χριστιανισμός είναι μια συνωμοσία των κακών εβραίων, για να καταστρέψουν τον ελληνικό λαό, που από (πρό Χριστού…) αιώνων τούς “καθόταν στον λαιμό” και τους εμπόδιζε να κυριαρχήσουν στην ανθρωπότητα».
- «Ο χριστιανισμός είναι μια επινόηση της ρωμαϊκής εξουσίας για να ομογενοποιήσει-ισοπεδώσει τον πολυεθνικό πληθυσμό της και να εδραιώσει την παγκόσμια -για τα τότε δεδομένα- κυριαρχία της».
- «Ο χριστιανισμός είναι ένα σκοτεινό σχέδιο, που εξυφάνθηκε από αρρωστημένους ανθρώπους με “καταστροφικά” και “κατώτερα” ένστικτα μόνο και μόνο από εκδικητικότητα για το υγιές κομμάτι της ανθρωπότητας».
Τα παραπάνω, ή συνδυασμοί αυτών ακούγονται συχνά από ανθρώπους, που νομίζουν, ότι έχουν αρχίσει να κατακτούν (ή ότι έχουν κατακτήσει ήδη) τη μαγική μέθοδο, που θα δώσει απαντήσεις σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα τής ελληνικής -ή και τής παγκόσμιας- Iστορίας. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά θα δείξει, ότι δεν πρόκειται παρά για τα γνωστά χριστιανικά «ιστορικά» συμπεράσματα αλλά, αντεστραμμένα. Π.χ. ότι οι «κακοί» εβραίοι (που, παρά τη σιδηρόφρακτη ρωμαϊκή επικράτηση παρέμεναν, υποτίθεται, αφανείς κυρίαρχοι της ανθρωπότητας…) συνωμοτούσαν ανέκαθεν εναντίον τού δήθεν «ριζοσπαστικού» χριστιανισμού, που τούς χαλούσε τα σχέδια, ενώ ο τελευταίος «ήρθε κι έδεσε» αμέσως με το ελληνικό πνεύμα (που κι αυτό υποτίθεται, ότι τό πολεμούσαν ανέκαθεν οι εβραίοι - να ένα σημείο ταύτισης ελληνοχριστιανών και «αυθεντικών» ελλήνων!). Ή ότι η Ρώμη δίωκε ανηλεώς και ανεπιτυχώς το χριστιανισμό, ο οποίος δήθεν θα ανέτρεπε την κυριαρχία της (μέχρι που «αναγκάστηκε» να τον επισημοποιήσει λόγω δήθεν λαϊκής πίεσης). Ή ότι οι δήθεν ψυχικά άρρωστοι «ειδωλολάτρες» επιχειρούσαν να ανασχέσουν την πορεία της ανθρωπότητας προς την… αληθινή θρησκευτική και ψυχική υγεία, κατασκευάζοντας έντεχνα και συνωμοτικά διάφορες προβοκατόρικες «αιρέσεις».
Άν τις διαδεδομένες χριστιανικές απόψεις περί προελεύσεως και εδραιώσεως του χριστιανισμού τις θεωρούμε από επιστημονική άποψη γελοίες, γιατί να μην κάνουμε το ίδιο και με τις αντιχριστιανικές, οι οποίες δεν είναι τίποτε περισσότερο από απλές αντιστροφές των χριστιανικών; Ένα συμπέρασμα κρίνεται ως λανθασμένο πρώτα και κύρια λόγω της μεθοδολογίας, από την οποία έχει προκύψει: Άν η μεθοδολογία είναι λανθασμένη, τότε και το εξ’ αυτής συμπέρασμα είναι λάθος. Αν η χριστιανική μεθοδολογία είναι αντιεπιστημονική, τότε και τα οποιαδήποτε συμπεράσματα απορρέουν από την εφαρμογή της (ακόμα και τα δυσμενή για το χριστιανισμό) είναι λανθασμένα.
Πέρα από την «ακμή» και την «παρακμή»
Το ότι ο κατακτημένος από τους ρωμαίους κόσμος είχε βρεθεί αντιμέτωπος με οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, κ.ά. αδιέξοδα (δηλαδή το ότι είχε, κατά το κοινώς λεγόμενο, «παρακμάσει») είναι κάτι, που κανείς ιστορικός δεν έχει ποτέ αμφισβητήσει. Ωστόσο θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με τη χρήση ασαφών λέξεων, όπως «παρακμή», οι οποίες συνήθως αποφεύγονται από τους επιστημονικά σκεπτόμενους ερευνητές. Η λέξη «παρακμή» χρησιμοποιήθηκε -και χρησιμοποιείται- από τη χριστιανική προπαγάνδα για να περιγράψει έναν κόσμο με τέτοιον τρόπο, ώστε, εκ των υστέρων, αυτός να φαίνεται ότι είχε ανάγκη ενός «σωτήρα». Από την άλλη ιδεολογική μεριά οι αντιχριστιανικά (αλλά εξίσου μή επιστημονικά) σκεπτόμενοι έχουν βαλθεί να αντιστρέψουν την κατηγορία περί παρακμής, παρουσιάζοντας έναν δήθεν περίλαμπρο αρχαίο ρωμαϊκό κόσμο στο πολιτισμικό του απόγειο.
Στο έργο του «Πνευματικά» ο Ήρων περιγράφει μιά μεγάλη εφεύρεση, τον περιστροφικό ατμοστρόβιλο -ο οποίος έμενε γνωστός ως Αιολόσφαιρα ή Αιόλου πύλη- θέτοντας τις βάσεις για τη σύγχρονη ατμομηχανή.Οι κοσμοϊστορικές εφευρέσεις της «μ.Χ.» εποχής έμειναν στα αζήτητα, όχι μόνο λόγω του «κακού» Xριστιανισμού, αλλά λόγω της αδυναμίας των ρωμαίων να απαλλαγούν από την εξάρτησή τους από τη δουλεία και να ενσωματώσουν την τεχνολογική ανάπτυξη στην οικονομία και την παραγωγή. Ο χριστιανισμός απλώς επικύρωσε και θεολογικά τη δουλεία.
Αλλά η «ακμή», που θέλουν να αποδώσουν κάποιοι στον αμέσως προμεσαιωνικό κόσμο είναι εξ ίσου αντιεπιστημονική και αόριστη με την «παρακμή», που θέλουν να τού αποδώσουν οι αντίπαλοί τους. «Ακμή», ή «παρακμή» σε σύγκριση με τί; Το ότι ο αρχαίος κόσμος έκλεινε τον ιστορικό του κύκλο δεν σημαίνει, ότι είχε «παρακμάσει» συλλήβδην, αφού είχε θέσει τίς βάσεις επιστημών όπως η σύγχρονη ιατρική (π.χ. Γαληνός), ή η σύγχρονη μηχανολογία (π.χ. Ήρων ο αλεξανδρεύς). Από την άλλη, τα επιστημονικά του επιτεύγματα δεν πρέπει να μας παραπλανούν ως προς το πραγματικό του πολιτισμικό επίπεδο αφού, άλλοι γνωστικοί τομείς, όπως η φιλοσοφία, ή η πολιτική σκέψη είχαν πισωγυρίσει στην επικράτεια του σκοταδισμού (βλ. εκτεταμένη γάγγραινα στη φιλοσοφική σκέψη λόγω εισβολής ασιατικών δοξασιών, ή τη θεοποίηση τών κάθε είδους εξουσιαστών, αυτοκρατόρων κλπ.).
Επίσης οι καίριες τεχνολογικές ανακαλύψεις της ελληνιστικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, όπως η ατμοδύναμη, ή οι πολλαπλές εφαρμογές της υδραυλικής έμειναν στα «αζήτητα» για τους επόμενους δεκαέξι - δεκαεπτά αιώνες, αφού η γενικευμένη δουλοκτησία (και μετέπειτα δουλοπαροικία) αποτελούσε τήν αδιαφιλονίκητη βάση της παραγωγικής διαδικασίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Θα ήταν αληθινότερο να πούμε - όχι ότι ο αρχαίος κόσμος είχε «παρακμάσει», αλλά- ότι παρά τα αναμφισβήτητα επιτεύγματά του, βρισκόταν σε μια γενικώς φθίνουσα πορεία κι ότι έκλεινε τον ιστορικό του κύκλο (κάτι απολύτως φυσιολογικό και συνηθισμένο). Οι εποχές και οι ιστορικές περίοδοι δεν είναι ούτε «ακμαίες», ούτε «παρακμιακές»: είναι απλώς αυτές που είναι.
Άλλωστε υπάρχει η δυνατότητα να εξεταστεί αντικειμενικά ο ύστερος αρχαίος κόσμος, χωρίς να καταφεύγουμε σε απλοϊκές δυϊστικές σχηματοποιήσεις. Π.χ. μπορούν να ερευνηθούν και να φωτιστούν οι μακροϊστορικές διαδικασίες, που οδήγησαν στην δημιουργία του χριστιανισμού, στην υιοθέτησή του, στην επιβολή του και, τελικά, στον Μεσαίωνα.
Το στρώσιμο του δρόμου για την εισαγωγή στην Ευρώπη
της ανατολίτικης μεταφυσικής
Τον 5ο αι. π.Χ. οι επιστημονικές προφυλακές του ελληνικού πνεύματος ανακάλυψαν την αθεΐα (βλ. Αθεϊα, η μεγαλύτερη και πιο αποσιωπημένη κατάκτηση του ελληνικού πνεύματος http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_5180.html). Ο Σοφιστικός Διαφωτισμός, το αποκορύφωμα της ελληνικής σκέψης, έθεσε το ζήτημα του ξεπεράσματος της θρησκείας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ίσως εξελικτικό άλμα μπροστά στο οποίο βρέθηκε ποτέ η ανθρωπότητα (και το οποίο, όπως γνωρίζουμε, τελικά δεν πραγματοποίησε).
Ο διακεκριμένος ελληνιστής E. R. Dodds στο κλασικό σύγγραμμά του «Οι Έλληνες και το Παράλογο» παρομοιάζει το γεγονός με έναν ιππέα (Άνθρωπος), που διαθέτει ένα εξαιρετικών δυνατοτήτων άλογο (Ελληνική Σκέψη) και ετοιμάζεται να πηδήξει επάνω από ένα σκοτεινό βάραθρο (Φόβος). Στην απέναντι μεριά του χάσματος ο Άνθρωπος θα έχει στη διάθεσή του μια απέραντη, ανεξερεύνητη και πολλά υποσχόμενη χώρα (Ελευθερία), αλλά θα είναι απόλυτα μόνος απέναντι στο Άγνωστο χωρίς κανενός είδους καταφύγιο, χωρίς «χρησμούς», συχνά αβέβαιος, συχνά αντιμέτωπος με τον εαυτό του, υποχρεωτικά αυτοκαθοδηγούμενος και αποκλειστικά υπεύθυνος για τον ίδιο, για τις αποφάσεις του και για τις αμετάκλητες συνέπειες της δράσης του. Πρόκειται για τον γνωστό «Φόβο μπροστά στην Ελευθερία» (όρο που χρησιμοποιεί και ο Dodds, αλλά και η σύγχρονη Ψυχολογία -βλ. το ομώνυμο γνωστό βιβλίο του Έριχ Φρομ). Ο Dodds αναρωτιέται, ποιός δείλιασε τον 5ο αι. π.Χ. και το άλμα δεν πραγματοποιήθηκε; Ο αναβάτης, ή ο ίππος; Ήταν δηλαδή η ελλιπής ψυχική προετοιμασία του αναβάτη, ή η ανεπάρκεια του διανοητικού του εξοπλισμού αυτό, που τελικά δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση του άλματος;
Πρωταγόρας, ο σοφιστής, που με μια μόνο φράση «προσγείωσε» ανώμαλα και μια για πάντα, τους «μεταφυσικούς» όλων των εποχών. Δεν είναι ανεξήγητο, που δεν έχει διασωθεί τίποτε από όσα έγραψε. Ο χριστιανισμός έκαψε βιβλιοθήκες, αλλά δεν είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για την απώλεια όσων έργων της αρχαίας γραμματείας δεν διασώθηκαν, όπως αβασάνιστα τού καταλογίζεται. Π.χ. τα πάμπολλα διαπιστωμένα έργα των αθέων διανοητών της αρχαιότητας (Σοφιστών), ή ακόμα και των πρώτων επιστημόνων (Φυσικών φιλοσόφων) είχαν ήδη σταματήσει να αντιγράφονται και να διατηρούνται στις βιβλιοθήκες από την ελληνιστική κιόλας εποχή.
Ωστόσο, ακόμα κι έτσι η θρησκεία είχε δεχθεί ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα αξιοπιστίας. Μετά την ανακάλυψη της αθεΐας η θρησκεία δεν θα μπορούσε πλέον να παραμείνει η ίδια. Η θρησκευτική παλινδρόμηση, που ακολούθησε μετά από την φυγή (διωγμό;) των Σοφιστών από την Αθήνα είχε σαν κύριο φορέα της μια συλλογική συνείδηση, που δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τα πρότερα σημεία αναφοράς της (θεοί), που τής ενέπνεαν κάποια ασφάλεια. Και σαν κύριο διανοητικό εκφραστή της ανέδειξε αργότερα έναν στοχαστή του ελληνικού φιλοσοφικού περιθωρίου, τον Πλάτωνα.
Ο Πλάτων ανέλαβε να δώσει στη θρησκεία «βάθος» και «νόημα» -και προπάντων σοβαροφάνεια- ώστε να αποκαταστήσει την χαμένη τιμή της από την σαρωτική επίθεση του ορθολογισμού. Στην προσπάθειά του αυτή δεν επέδειξε καμία πρωτοτυπία, αλλά κατέφυγε στο γνωστό θεωρητικό οπλοστάσιο των ανατολικών θρησκειών, δηλαδή στην επιτηδευμένη αοριστία, στη μεταφυσική αφαιρετικότητα, στον μυστικισμό, στην αστρολογία κλπ.. Η μόνη του ίσως «πρωτοτυπία» βρίσκεται στην επιστημονικοφάνεια με την οποία διατυπώνει (συνήθως δια στόματος Σωκράτη) τούς ολοφάνερα διάτρητους συλλογισμούς του. Εννοείται, ότι στην περίπτωση, που η ψευδοφιλοσοφική του συλλογιστική για την εγκυρότητα της θρησκείας δεν έπειθε, ο Πλάτων πρότεινε ανεπιφύλακτα τη χρήση ωμής βίας ως μέσου νουθεσίας τών «ασεβών» (Νόμοι 907D-909D).
Γίνεται, νομίζουμε, κατανοητό ότι οι ιδέες τής κάθε εποχής δεν κατασκευάζονται συνωμοτικά σε κάποια ιδεολογική «γιάφκα», αλλά αντανακλούν τις διάφορες όψεις της συλλογικής ψυχικής και διανοητικής κατάστασης.
Ο Πλάτων προδιέγραψε όλη την μετέπειτα διαδρομή της δυτικής (ελληνόφωνης) θρησκευτικής σκέψης προς την ανατολικοποίηση - ασιατοποίησή της: την προοδευτική βύθισή της στη μεταφυσική αοριστολογία και μυστικοπάθεια, την αναπόφευκτη προσέγγισή της με τις «εμπειρότερες» σε αυτά τα ζητήματα προσωασιατικές, κυρίως, θρησκείες, την υιοθέτηση της θρησκευτικής εννοιολογίας τους και την τελική καταβρόχθισή της από αυτές μέσω του χριστιανισμού.
Θα πρέπει πάντως να αναγνωριστεί, ότι η αν ελληνική θρησκεία ήθελε να επιβιώσει μετά το θανάσιμο αθεϊστικό πλήγμα, δεν είχε άλλη επιλογή από το να στραφεί προς την «επανεγκυροποίησή» της δια της μεταφυσικής οδού. Μόνο έτσι θα μπορούσε να αποκτήσει μια κάποια σοβαροφάνεια έναντι του αμείλικτου αθεϊστικού ορθολογισμού. Τη συνέχιση του πλατωνικού έργου ανέλαβαν οι διάφοροι νεοπλατωνικοί, νεοπυθαγόρειοι και άλλοι επίγονοι. Έτσι στα τελικά της στάδια, αυτά της ύστερης αρχαιότητας, η ελληνική θρησκεία δεν δικαιολογεί με τίποτα την καλλιτεχνική αντιμετώπιση, που τής επεφύλαξαν κάποτε οι έλληνες ποιητές. Π.χ. οι αμφισβητηθέντες έλληνες θεοί έχουν στην πλειοψηφία τους «θωρακιστεί» θεολογικά με αιγυπτιοασιατικές συγκρητιστικές «ενισχύσεις», κάτι που αποτελεί κανόνα για όλες σχεδόν τις θρησκείες της εποχής.
Οι ιδεολογικές ζυμώσεις,
που οδήγησαν προοδευτικά στο χριστιανισμό
Είναι αναμενόμενο, ότι σε έναν ενοποιημένο κόσμο, όπως ο ρωμαϊκός, οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να συζητούν, να συγκρίνουν και να συναναζητούν σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, για ό,τι τους ενδιαφέρει. Από την άλλη, μετά την σύντομη αθεϊστική (σοφιστική) παρένθεση της αρχαίας Αθήνας ο αρχαίος κόσμος είχε επιστρέψει με περισσότερη ένταση στην εμμονή του με τη θρησκεία (κάτι, που εξηγεί και το ότι τα έργα των Σοφιστών και των προδρόμων τους Φυσικών φιλοσόφων είχαν σταματήσει να αντιγράφονται -και γι’ αυτό «χαθεί»- από την ελληνιστική κιόλας εποχή). Έτσι, από το τεράστιο συγκρητιστικό χωνευτήρι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αναδύονταν κατά καιρούς νεοφανείς θρησκείες με αξιώσεις παγκοσμιότητας. Όλα αυτά τα θεολογικά δόγματα προήλθαν και διαμορφώνονταν αυθόρμητα από τις ιδεολογικές ζυμώσεις της εποχής, οι οποίες -τότε- διεξάγονταν και εκφράζονταν μέσω της θρησκείας (σε πλήρη αντίθεση με τις αρχαίες ελληνικές πόλεις, όπου η πνευματική αναζήτηση δεν διεξήχθη ποτέ με όρους της θεολογίας / μεταφυσικής).
Οι διάφορες ηλιολατρείες, ο μιθραϊσμός και, τέλος, ο χριστιανισμός είναι οι γνωστότερες από αυτές. Ο μόνος τρόπος για να είχε αποτραπεί αυτή η εξέλιξη ήταν το να υπήρχε ένα ισχυρό αθεϊστικό / ορθολογικό ρεύμα, το οποίο θα επανέφερε την πνευματική αναζήτηση στις αυθεντικές ελληνικές επιστημονικές της καταβολές. Έτσι, όχι μόνο θα επανερχόταν η γνήσια κοινωνική και πολιτική αναζήτηση (δηλαδή χωρίς να διαστρεβλώνεται από την αντιορθολογική οπτική της θρησκείας), αλλά και το καταταλαιπωρημένο φιλοσοφικό λεξιλόγιο θα έπαυε να είναι εργαλειακό υποχείριο της θεολογίας και θα ξαναποκτούσε την αρχική επιστημονική του εγκυρότητα.
Όσο για τις υπόλοιπες διαδεδομένες φιλοσοφικές τάσεις της εποχής και συγκεκριμένα για τον Επικουρισμό και τον Στωικισμό, δεν είχαν διαρρήξει πλήρως τους δεσμούς τους με τη μεταφυσική (και οι δύο δέχονταν ανεπιφύλακτα την ύπαρξη θεϊκών οντοτήτων, και οι δύο προέτρεπαν στην συμμετοχή και τήρηση των δημοσίων τύπων της λατρείας). Έτσι, (παρά το ενδιαφέρον, που είχαν οι άλλες πλευρές της φιλοσοφίας τους, π.χ. τις θεωρήσεις τους περί ανθρώπινης ευδαιμονίας θα τις προσυπέγραφε ίσως κι ένας άθεος), παρέμεναν να προβάλλουν αδύναμα τις «εναλλακτικές» και «εξορθολογισμένες» θεολογίες τους, σε έναν κόσμο με κρίση ταυτότητας, που βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη μεταφυσική χίμαιρα (μάλιστα οι στωικοί, που ερωτοτροπούσαν και με την αστρολογία, στο παρελθόν είχαν χρησιμοποιήσει όλη την επιρροή, που διέθεταν για να μην γίνει δεκτό από την επιστημονική κοινότητα της εποχής το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου του Σάμιου…).
Oι θρησκείες της ύστερης αρχαιότητας ακολούθησαν μια κοινή πορεία μέσα από την συγκρητιστική αλληλοπροσέγγισή τους. Η συγκρητιστική αυτή αλληπροσέγγιση δεν ήταν τόσο αθώα όσο δείχνει αρχικά, αλλά αποτελούσε ταυτόχρονα και μέρος του δρόμου αυτών των θρησκειών προς την εξουσία. Γιατί τα ιερατεία που αναπτύσσονταν στον ρωμαϊκό κόσμο είχαν και πολυπληθή ποίμνια και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και, φυσικά, τους ανταγωνισμούς τους. Η εύνοια της πανταχού παρούσας ρωμαϊκής εξουσίας εξασφάλιζε και τη δική τους δύναμη. Αλλά και το αντίθετο ίσχυε: η θρησκεία μπορούσε να κρατά υπό έλεγχο, για λογαριασμό της πολιτικής εξουσίας, τον πολυεθνικό πληθυσμό, αν μάλιστα ήταν και «παγκόσμια», τότε τους «χωρούσε» όλους (έτσι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία μεταβλήθηκε με τον εκχριστιανισμό της στο πρώτο θρησκευτικό κράτος της Ιστορίας, δηλ. στο πρώτο κράτος, που αυτοπροσδιορίστηκε με θρησκευτικό τρόπο).
Έτσι τα διάφορα αναφυόμενα ιερατεία δεν δίσταζαν να οικειοποιούνται έννοιες των αντιπάλων τους, να λαϊκίζουν ακολουθώντας τις θρησκευτικές τάσεις και «μόδες», ή να καταχρώνται αδέξια το ελληνόφωνο (όπως είχε καταντήσει - και όχι πλέον ελληνικό) φιλοσοφικό λεξιλόγιο, φανερώνοντας ταυτόχρονα την κενότητά τους (όπως αργότερα έκανε, επιδεξιότερα από όλους, ο χριστιανισμός).
Ο χριστιανισμός γεννήθηκε σαν μια ιουδαϊκή αίρεση δυσαρεστημένων από το επίσημο ιερατείο τους εβραίων. Ξεκίνησε σαν μια από τις πολλές συνηθισμένες θρησκειούλες, που γεννιόντουσαν και πέθαιναν κάθε λίγο και λιγάκι στο ρωμαϊκό κόσμο. Ωστόσο, επιβίωσε, γιατί στα πρώτα κρίσιμα στάδια της ζωής του κατάφερε να συγκρητιστεί επιτυχώς και έτσι να διεθνοποιηθεί. Αν είχε παραμείνει στα στενά αρχικά του πλαίσια δεν θα ξέραμε καν ότι είχε υπάρξει. Αντίθετα ο συνεχής συγκρητισμός του, η οικειοποίηση εννοιών και συμβόλων άλλων θρησκειών (π.χ. ο τρόπος γέννησης, θανάτου και επαναφοράς τής κεντρικής θεϊκής του μορφής) και, τέλος, η κατάχρηση τής απολύτως πρόσφορης πλατωνικής εννοιολογίας, τού έφτιαχναν ένα ακαταμάχητο «βιογραφικό» για την «πρόσληψή» του από τη ρωμαϊκή εξουσία. Είναι γεγονός, ότι πριν την επιβολή του ο χριστιανισμός υπήρξε μια εξαιρετικά ανεκτική θρησκεία, αφού κατά τη στιγμή εκείνη θύμιζε ελάχιστα το περιφρονημένο και άξεστο ιουδαϊκό αποπαίδι, που ήταν κάποτε.
Όσο για τους νεοπλατωνικούς / νεοπυθαγόρειους διανοούμενους, αιφνιδιάστηκαν χαρακτηριστικά από την άνοδο αυτού του «πληβείου» και «νεόπλουτου» αντιπάλου τους, που είχε φτάσει να χειρίζεται τη γλώσσα τους, ίσως επιδεξιότερα κι από τους ίδιους. Δεν υπήρξαν λίγοι οι πλατωνικοί «αυτομολήσαντες» στον χριστιανισμό (Ωριγένης, Συνέσιος κ.ά.). Αλλά και οι εναπομείναντες στο πλατωνικό φιλοσοφικοθρησκευτικό στρατόπεδο πολύ σύντομα έκριναν -ηττοπαθώς- ότι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν τον ανταγωνιστή τους χωρίς να τού μοιάσουν. Π.χ. ο φερόμενος ως ο κυριότερος πολέμιος του χριστιανισμού, ο Πορφύριος (συγγραφέας ενός δεκαπεντάτομου έργου «Κατά Χριστιανών», που αργότερα οι χριστιανοί αντίπαλοί του τό έκαψαν) αποδέχεται την γνωσιολογική προτεραιότητα της σκοταδιστικής χριστιανικής έννοιας τής «πίστης» έναντι της ελληνικής επιστημονικής έννοιας της «γνώσης» («πρέπει να πιστέψουμε ότι η στροφή προς τον Θεό είναι η μόνη μας σωτηρία», επιστολή Προς Μαρκέλλαν, 24 –για να προλάβουμε όσους σπεύσουν να μιλήσουν για μεταγενέστερη χριστιανική παραχάραξη, η γνησιότητα της επιστολής δεν έχει αμφισβητηθεί από κανέναν ερευνητή).
Ενώ επινοήθηκαν μέχρι και παγανιστικά ομοιώματα / αντίπαλα δέη του ανύπαρκτου χριστιανικού «Ιησού», όπως π.χ. ο εξ ίσου ανύπαρκτος «Απολλώνιος ο Τυανεύς». Ο δε αυτοκράτορας Ιουλιανός, παρά την αναντίρρητη παιδεία του και την ιδεολογική του συνέπεια, προέτρεψε σαν μέσο άμυνας τα μή χριστιανικά ιερατεία να μιμηθούν την «αποτελεσματική» οργάνωση του ανερχόμενου χριστιανικού (βλ. «επιστολή Αρσακίω αρχιερεί Γαλατίας»). Μετά από τέτοιες νεοπλατωνικές ιδεολογικές αβαρίες και με αντιπάλους που αντέγραφαν δεύτεροι και καταϊδρωμένοι τα φτηνά κολπάκια του, η προδιαγεγραμμένη ιδεολογική νίκη τού χριστιανισμού ήταν απλώς θέμα χρόνου. Και προς το τέλος της διαμάχης οι πλατωνικοί επίγονοι, τό «sacred bureau» του «υψηλού» θρησκευτικού συγκρητισμού, κατέληξαν να μην διαφέρουν σε τίποτε απολύτως από τον κύριο ανταγωνιστή τους, τον οποίο οι ίδιοι είχαν, εν -αδικαιολόγητη- αγνοία τους, κυοφορήσει και εκθρέψει.
Αλλά η «ακμή», που θέλουν να αποδώσουν κάποιοι στον αμέσως προμεσαιωνικό κόσμο είναι εξ ίσου αντιεπιστημονική και αόριστη με την «παρακμή», που θέλουν να τού αποδώσουν οι αντίπαλοί τους. «Ακμή», ή «παρακμή» σε σύγκριση με τί; Το ότι ο αρχαίος κόσμος έκλεινε τον ιστορικό του κύκλο δεν σημαίνει, ότι είχε «παρακμάσει» συλλήβδην, αφού είχε θέσει τίς βάσεις επιστημών όπως η σύγχρονη ιατρική (π.χ. Γαληνός), ή η σύγχρονη μηχανολογία (π.χ. Ήρων ο αλεξανδρεύς). Από την άλλη, τα επιστημονικά του επιτεύγματα δεν πρέπει να μας παραπλανούν ως προς το πραγματικό του πολιτισμικό επίπεδο αφού, άλλοι γνωστικοί τομείς, όπως η φιλοσοφία, ή η πολιτική σκέψη είχαν πισωγυρίσει στην επικράτεια του σκοταδισμού (βλ. εκτεταμένη γάγγραινα στη φιλοσοφική σκέψη λόγω εισβολής ασιατικών δοξασιών, ή τη θεοποίηση τών κάθε είδους εξουσιαστών, αυτοκρατόρων κλπ.).
Επίσης οι καίριες τεχνολογικές ανακαλύψεις της ελληνιστικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, όπως η ατμοδύναμη, ή οι πολλαπλές εφαρμογές της υδραυλικής έμειναν στα «αζήτητα» για τους επόμενους δεκαέξι - δεκαεπτά αιώνες, αφού η γενικευμένη δουλοκτησία (και μετέπειτα δουλοπαροικία) αποτελούσε τήν αδιαφιλονίκητη βάση της παραγωγικής διαδικασίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Θα ήταν αληθινότερο να πούμε - όχι ότι ο αρχαίος κόσμος είχε «παρακμάσει», αλλά- ότι παρά τα αναμφισβήτητα επιτεύγματά του, βρισκόταν σε μια γενικώς φθίνουσα πορεία κι ότι έκλεινε τον ιστορικό του κύκλο (κάτι απολύτως φυσιολογικό και συνηθισμένο). Οι εποχές και οι ιστορικές περίοδοι δεν είναι ούτε «ακμαίες», ούτε «παρακμιακές»: είναι απλώς αυτές που είναι.
Άλλωστε υπάρχει η δυνατότητα να εξεταστεί αντικειμενικά ο ύστερος αρχαίος κόσμος, χωρίς να καταφεύγουμε σε απλοϊκές δυϊστικές σχηματοποιήσεις. Π.χ. μπορούν να ερευνηθούν και να φωτιστούν οι μακροϊστορικές διαδικασίες, που οδήγησαν στην δημιουργία του χριστιανισμού, στην υιοθέτησή του, στην επιβολή του και, τελικά, στον Μεσαίωνα.
Το στρώσιμο του δρόμου για την εισαγωγή στην Ευρώπη
της ανατολίτικης μεταφυσικής
Τον 5ο αι. π.Χ. οι επιστημονικές προφυλακές του ελληνικού πνεύματος ανακάλυψαν την αθεΐα (βλ. Αθεϊα, η μεγαλύτερη και πιο αποσιωπημένη κατάκτηση του ελληνικού πνεύματος http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_5180.html). Ο Σοφιστικός Διαφωτισμός, το αποκορύφωμα της ελληνικής σκέψης, έθεσε το ζήτημα του ξεπεράσματος της θρησκείας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ίσως εξελικτικό άλμα μπροστά στο οποίο βρέθηκε ποτέ η ανθρωπότητα (και το οποίο, όπως γνωρίζουμε, τελικά δεν πραγματοποίησε).
Ο διακεκριμένος ελληνιστής E. R. Dodds στο κλασικό σύγγραμμά του «Οι Έλληνες και το Παράλογο» παρομοιάζει το γεγονός με έναν ιππέα (Άνθρωπος), που διαθέτει ένα εξαιρετικών δυνατοτήτων άλογο (Ελληνική Σκέψη) και ετοιμάζεται να πηδήξει επάνω από ένα σκοτεινό βάραθρο (Φόβος). Στην απέναντι μεριά του χάσματος ο Άνθρωπος θα έχει στη διάθεσή του μια απέραντη, ανεξερεύνητη και πολλά υποσχόμενη χώρα (Ελευθερία), αλλά θα είναι απόλυτα μόνος απέναντι στο Άγνωστο χωρίς κανενός είδους καταφύγιο, χωρίς «χρησμούς», συχνά αβέβαιος, συχνά αντιμέτωπος με τον εαυτό του, υποχρεωτικά αυτοκαθοδηγούμενος και αποκλειστικά υπεύθυνος για τον ίδιο, για τις αποφάσεις του και για τις αμετάκλητες συνέπειες της δράσης του. Πρόκειται για τον γνωστό «Φόβο μπροστά στην Ελευθερία» (όρο που χρησιμοποιεί και ο Dodds, αλλά και η σύγχρονη Ψυχολογία -βλ. το ομώνυμο γνωστό βιβλίο του Έριχ Φρομ). Ο Dodds αναρωτιέται, ποιός δείλιασε τον 5ο αι. π.Χ. και το άλμα δεν πραγματοποιήθηκε; Ο αναβάτης, ή ο ίππος; Ήταν δηλαδή η ελλιπής ψυχική προετοιμασία του αναβάτη, ή η ανεπάρκεια του διανοητικού του εξοπλισμού αυτό, που τελικά δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση του άλματος;
Πρωταγόρας, ο σοφιστής, που με μια μόνο φράση «προσγείωσε» ανώμαλα και μια για πάντα, τους «μεταφυσικούς» όλων των εποχών. Δεν είναι ανεξήγητο, που δεν έχει διασωθεί τίποτε από όσα έγραψε. Ο χριστιανισμός έκαψε βιβλιοθήκες, αλλά δεν είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για την απώλεια όσων έργων της αρχαίας γραμματείας δεν διασώθηκαν, όπως αβασάνιστα τού καταλογίζεται. Π.χ. τα πάμπολλα διαπιστωμένα έργα των αθέων διανοητών της αρχαιότητας (Σοφιστών), ή ακόμα και των πρώτων επιστημόνων (Φυσικών φιλοσόφων) είχαν ήδη σταματήσει να αντιγράφονται και να διατηρούνται στις βιβλιοθήκες από την ελληνιστική κιόλας εποχή.
Ωστόσο, ακόμα κι έτσι η θρησκεία είχε δεχθεί ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα αξιοπιστίας. Μετά την ανακάλυψη της αθεΐας η θρησκεία δεν θα μπορούσε πλέον να παραμείνει η ίδια. Η θρησκευτική παλινδρόμηση, που ακολούθησε μετά από την φυγή (διωγμό;) των Σοφιστών από την Αθήνα είχε σαν κύριο φορέα της μια συλλογική συνείδηση, που δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τα πρότερα σημεία αναφοράς της (θεοί), που τής ενέπνεαν κάποια ασφάλεια. Και σαν κύριο διανοητικό εκφραστή της ανέδειξε αργότερα έναν στοχαστή του ελληνικού φιλοσοφικού περιθωρίου, τον Πλάτωνα.
Ο Πλάτων ανέλαβε να δώσει στη θρησκεία «βάθος» και «νόημα» -και προπάντων σοβαροφάνεια- ώστε να αποκαταστήσει την χαμένη τιμή της από την σαρωτική επίθεση του ορθολογισμού. Στην προσπάθειά του αυτή δεν επέδειξε καμία πρωτοτυπία, αλλά κατέφυγε στο γνωστό θεωρητικό οπλοστάσιο των ανατολικών θρησκειών, δηλαδή στην επιτηδευμένη αοριστία, στη μεταφυσική αφαιρετικότητα, στον μυστικισμό, στην αστρολογία κλπ.. Η μόνη του ίσως «πρωτοτυπία» βρίσκεται στην επιστημονικοφάνεια με την οποία διατυπώνει (συνήθως δια στόματος Σωκράτη) τούς ολοφάνερα διάτρητους συλλογισμούς του. Εννοείται, ότι στην περίπτωση, που η ψευδοφιλοσοφική του συλλογιστική για την εγκυρότητα της θρησκείας δεν έπειθε, ο Πλάτων πρότεινε ανεπιφύλακτα τη χρήση ωμής βίας ως μέσου νουθεσίας τών «ασεβών» (Νόμοι 907D-909D).
Γίνεται, νομίζουμε, κατανοητό ότι οι ιδέες τής κάθε εποχής δεν κατασκευάζονται συνωμοτικά σε κάποια ιδεολογική «γιάφκα», αλλά αντανακλούν τις διάφορες όψεις της συλλογικής ψυχικής και διανοητικής κατάστασης.
Ο Πλάτων προδιέγραψε όλη την μετέπειτα διαδρομή της δυτικής (ελληνόφωνης) θρησκευτικής σκέψης προς την ανατολικοποίηση - ασιατοποίησή της: την προοδευτική βύθισή της στη μεταφυσική αοριστολογία και μυστικοπάθεια, την αναπόφευκτη προσέγγισή της με τις «εμπειρότερες» σε αυτά τα ζητήματα προσωασιατικές, κυρίως, θρησκείες, την υιοθέτηση της θρησκευτικής εννοιολογίας τους και την τελική καταβρόχθισή της από αυτές μέσω του χριστιανισμού.
Θα πρέπει πάντως να αναγνωριστεί, ότι η αν ελληνική θρησκεία ήθελε να επιβιώσει μετά το θανάσιμο αθεϊστικό πλήγμα, δεν είχε άλλη επιλογή από το να στραφεί προς την «επανεγκυροποίησή» της δια της μεταφυσικής οδού. Μόνο έτσι θα μπορούσε να αποκτήσει μια κάποια σοβαροφάνεια έναντι του αμείλικτου αθεϊστικού ορθολογισμού. Τη συνέχιση του πλατωνικού έργου ανέλαβαν οι διάφοροι νεοπλατωνικοί, νεοπυθαγόρειοι και άλλοι επίγονοι. Έτσι στα τελικά της στάδια, αυτά της ύστερης αρχαιότητας, η ελληνική θρησκεία δεν δικαιολογεί με τίποτα την καλλιτεχνική αντιμετώπιση, που τής επεφύλαξαν κάποτε οι έλληνες ποιητές. Π.χ. οι αμφισβητηθέντες έλληνες θεοί έχουν στην πλειοψηφία τους «θωρακιστεί» θεολογικά με αιγυπτιοασιατικές συγκρητιστικές «ενισχύσεις», κάτι που αποτελεί κανόνα για όλες σχεδόν τις θρησκείες της εποχής.
Οι ιδεολογικές ζυμώσεις,
που οδήγησαν προοδευτικά στο χριστιανισμό
Είναι αναμενόμενο, ότι σε έναν ενοποιημένο κόσμο, όπως ο ρωμαϊκός, οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να συζητούν, να συγκρίνουν και να συναναζητούν σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, για ό,τι τους ενδιαφέρει. Από την άλλη, μετά την σύντομη αθεϊστική (σοφιστική) παρένθεση της αρχαίας Αθήνας ο αρχαίος κόσμος είχε επιστρέψει με περισσότερη ένταση στην εμμονή του με τη θρησκεία (κάτι, που εξηγεί και το ότι τα έργα των Σοφιστών και των προδρόμων τους Φυσικών φιλοσόφων είχαν σταματήσει να αντιγράφονται -και γι’ αυτό «χαθεί»- από την ελληνιστική κιόλας εποχή). Έτσι, από το τεράστιο συγκρητιστικό χωνευτήρι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αναδύονταν κατά καιρούς νεοφανείς θρησκείες με αξιώσεις παγκοσμιότητας. Όλα αυτά τα θεολογικά δόγματα προήλθαν και διαμορφώνονταν αυθόρμητα από τις ιδεολογικές ζυμώσεις της εποχής, οι οποίες -τότε- διεξάγονταν και εκφράζονταν μέσω της θρησκείας (σε πλήρη αντίθεση με τις αρχαίες ελληνικές πόλεις, όπου η πνευματική αναζήτηση δεν διεξήχθη ποτέ με όρους της θεολογίας / μεταφυσικής).
Οι διάφορες ηλιολατρείες, ο μιθραϊσμός και, τέλος, ο χριστιανισμός είναι οι γνωστότερες από αυτές. Ο μόνος τρόπος για να είχε αποτραπεί αυτή η εξέλιξη ήταν το να υπήρχε ένα ισχυρό αθεϊστικό / ορθολογικό ρεύμα, το οποίο θα επανέφερε την πνευματική αναζήτηση στις αυθεντικές ελληνικές επιστημονικές της καταβολές. Έτσι, όχι μόνο θα επανερχόταν η γνήσια κοινωνική και πολιτική αναζήτηση (δηλαδή χωρίς να διαστρεβλώνεται από την αντιορθολογική οπτική της θρησκείας), αλλά και το καταταλαιπωρημένο φιλοσοφικό λεξιλόγιο θα έπαυε να είναι εργαλειακό υποχείριο της θεολογίας και θα ξαναποκτούσε την αρχική επιστημονική του εγκυρότητα.
Όσο για τις υπόλοιπες διαδεδομένες φιλοσοφικές τάσεις της εποχής και συγκεκριμένα για τον Επικουρισμό και τον Στωικισμό, δεν είχαν διαρρήξει πλήρως τους δεσμούς τους με τη μεταφυσική (και οι δύο δέχονταν ανεπιφύλακτα την ύπαρξη θεϊκών οντοτήτων, και οι δύο προέτρεπαν στην συμμετοχή και τήρηση των δημοσίων τύπων της λατρείας). Έτσι, (παρά το ενδιαφέρον, που είχαν οι άλλες πλευρές της φιλοσοφίας τους, π.χ. τις θεωρήσεις τους περί ανθρώπινης ευδαιμονίας θα τις προσυπέγραφε ίσως κι ένας άθεος), παρέμεναν να προβάλλουν αδύναμα τις «εναλλακτικές» και «εξορθολογισμένες» θεολογίες τους, σε έναν κόσμο με κρίση ταυτότητας, που βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη μεταφυσική χίμαιρα (μάλιστα οι στωικοί, που ερωτοτροπούσαν και με την αστρολογία, στο παρελθόν είχαν χρησιμοποιήσει όλη την επιρροή, που διέθεταν για να μην γίνει δεκτό από την επιστημονική κοινότητα της εποχής το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου του Σάμιου…).
Oι θρησκείες της ύστερης αρχαιότητας ακολούθησαν μια κοινή πορεία μέσα από την συγκρητιστική αλληλοπροσέγγισή τους. Η συγκρητιστική αυτή αλληπροσέγγιση δεν ήταν τόσο αθώα όσο δείχνει αρχικά, αλλά αποτελούσε ταυτόχρονα και μέρος του δρόμου αυτών των θρησκειών προς την εξουσία. Γιατί τα ιερατεία που αναπτύσσονταν στον ρωμαϊκό κόσμο είχαν και πολυπληθή ποίμνια και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και, φυσικά, τους ανταγωνισμούς τους. Η εύνοια της πανταχού παρούσας ρωμαϊκής εξουσίας εξασφάλιζε και τη δική τους δύναμη. Αλλά και το αντίθετο ίσχυε: η θρησκεία μπορούσε να κρατά υπό έλεγχο, για λογαριασμό της πολιτικής εξουσίας, τον πολυεθνικό πληθυσμό, αν μάλιστα ήταν και «παγκόσμια», τότε τους «χωρούσε» όλους (έτσι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία μεταβλήθηκε με τον εκχριστιανισμό της στο πρώτο θρησκευτικό κράτος της Ιστορίας, δηλ. στο πρώτο κράτος, που αυτοπροσδιορίστηκε με θρησκευτικό τρόπο).
Έτσι τα διάφορα αναφυόμενα ιερατεία δεν δίσταζαν να οικειοποιούνται έννοιες των αντιπάλων τους, να λαϊκίζουν ακολουθώντας τις θρησκευτικές τάσεις και «μόδες», ή να καταχρώνται αδέξια το ελληνόφωνο (όπως είχε καταντήσει - και όχι πλέον ελληνικό) φιλοσοφικό λεξιλόγιο, φανερώνοντας ταυτόχρονα την κενότητά τους (όπως αργότερα έκανε, επιδεξιότερα από όλους, ο χριστιανισμός).
Ο χριστιανισμός γεννήθηκε σαν μια ιουδαϊκή αίρεση δυσαρεστημένων από το επίσημο ιερατείο τους εβραίων. Ξεκίνησε σαν μια από τις πολλές συνηθισμένες θρησκειούλες, που γεννιόντουσαν και πέθαιναν κάθε λίγο και λιγάκι στο ρωμαϊκό κόσμο. Ωστόσο, επιβίωσε, γιατί στα πρώτα κρίσιμα στάδια της ζωής του κατάφερε να συγκρητιστεί επιτυχώς και έτσι να διεθνοποιηθεί. Αν είχε παραμείνει στα στενά αρχικά του πλαίσια δεν θα ξέραμε καν ότι είχε υπάρξει. Αντίθετα ο συνεχής συγκρητισμός του, η οικειοποίηση εννοιών και συμβόλων άλλων θρησκειών (π.χ. ο τρόπος γέννησης, θανάτου και επαναφοράς τής κεντρικής θεϊκής του μορφής) και, τέλος, η κατάχρηση τής απολύτως πρόσφορης πλατωνικής εννοιολογίας, τού έφτιαχναν ένα ακαταμάχητο «βιογραφικό» για την «πρόσληψή» του από τη ρωμαϊκή εξουσία. Είναι γεγονός, ότι πριν την επιβολή του ο χριστιανισμός υπήρξε μια εξαιρετικά ανεκτική θρησκεία, αφού κατά τη στιγμή εκείνη θύμιζε ελάχιστα το περιφρονημένο και άξεστο ιουδαϊκό αποπαίδι, που ήταν κάποτε.
Όσο για τους νεοπλατωνικούς / νεοπυθαγόρειους διανοούμενους, αιφνιδιάστηκαν χαρακτηριστικά από την άνοδο αυτού του «πληβείου» και «νεόπλουτου» αντιπάλου τους, που είχε φτάσει να χειρίζεται τη γλώσσα τους, ίσως επιδεξιότερα κι από τους ίδιους. Δεν υπήρξαν λίγοι οι πλατωνικοί «αυτομολήσαντες» στον χριστιανισμό (Ωριγένης, Συνέσιος κ.ά.). Αλλά και οι εναπομείναντες στο πλατωνικό φιλοσοφικοθρησκευτικό στρατόπεδο πολύ σύντομα έκριναν -ηττοπαθώς- ότι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν τον ανταγωνιστή τους χωρίς να τού μοιάσουν. Π.χ. ο φερόμενος ως ο κυριότερος πολέμιος του χριστιανισμού, ο Πορφύριος (συγγραφέας ενός δεκαπεντάτομου έργου «Κατά Χριστιανών», που αργότερα οι χριστιανοί αντίπαλοί του τό έκαψαν) αποδέχεται την γνωσιολογική προτεραιότητα της σκοταδιστικής χριστιανικής έννοιας τής «πίστης» έναντι της ελληνικής επιστημονικής έννοιας της «γνώσης» («πρέπει να πιστέψουμε ότι η στροφή προς τον Θεό είναι η μόνη μας σωτηρία», επιστολή Προς Μαρκέλλαν, 24 –για να προλάβουμε όσους σπεύσουν να μιλήσουν για μεταγενέστερη χριστιανική παραχάραξη, η γνησιότητα της επιστολής δεν έχει αμφισβητηθεί από κανέναν ερευνητή).
Ενώ επινοήθηκαν μέχρι και παγανιστικά ομοιώματα / αντίπαλα δέη του ανύπαρκτου χριστιανικού «Ιησού», όπως π.χ. ο εξ ίσου ανύπαρκτος «Απολλώνιος ο Τυανεύς». Ο δε αυτοκράτορας Ιουλιανός, παρά την αναντίρρητη παιδεία του και την ιδεολογική του συνέπεια, προέτρεψε σαν μέσο άμυνας τα μή χριστιανικά ιερατεία να μιμηθούν την «αποτελεσματική» οργάνωση του ανερχόμενου χριστιανικού (βλ. «επιστολή Αρσακίω αρχιερεί Γαλατίας»). Μετά από τέτοιες νεοπλατωνικές ιδεολογικές αβαρίες και με αντιπάλους που αντέγραφαν δεύτεροι και καταϊδρωμένοι τα φτηνά κολπάκια του, η προδιαγεγραμμένη ιδεολογική νίκη τού χριστιανισμού ήταν απλώς θέμα χρόνου. Και προς το τέλος της διαμάχης οι πλατωνικοί επίγονοι, τό «sacred bureau» του «υψηλού» θρησκευτικού συγκρητισμού, κατέληξαν να μην διαφέρουν σε τίποτε απολύτως από τον κύριο ανταγωνιστή τους, τον οποίο οι ίδιοι είχαν, εν -αδικαιολόγητη- αγνοία τους, κυοφορήσει και εκθρέψει.
Η φιλοσοφική σκέψη τους τελευταίους αιώνες της αρχαιότητας είχε καταντήσει φλύαρη μεταφυσική. Οι πιο πολλοί φιλόσοφοι ασχολούνταν με τον μυστικισμό, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στον χριστιανισμό. Ο Πλωτίνος (γ΄ αι. μ.Χ.) στην προσωπική του ζωή ασκήτευε, φαίνεται όμως, πως τόσο πολύ είχε απομονωθεί, ώστε ενίοτε πάθαινε παρακρούσεις. Δίδασκε, ότι ο άνθρωπος προσωρινά μένει στον επίγειο κόσμο, ο προορισμός του είναι να φύγει και να συναντηθεί με το θεό, το οποίο μπορεί να επιτύχει μόνο με καθαρμούς, με ασκητικό βίο και με το βυθισμό του σε έκσταση. Επι πλέον αρνιόταν να γιορτάσει τα γενέθλιά του, διότι πίστευε, ότι η ημέρα των γενεθλίων πρέπει να είναι ημέρα πένθους. Το ίδιο ακολούθησε κι ο χριστιανισμός αργότερα, που γιορτάζει την ημέρα θανάτου –κι όχι γέννησης- του κάθε αγίου.
Μετά από αδιάκοπες προσπάθειες επτά αιώνων για την αποκατάσταση του γοήτρου της θρησκείας, οι επίγονοι, της πλατωνικής θρησκευόμενης επιστημονικοφάνειας, αλώθηκαν -όχι από τον αιώνιο αντίπαλό τους, την αθεϊα, αλλά- από έναν απρόβλεπτο (;) απόγονο της δικής τους θεολογίας (δηλαδή κατά βάθος από τον εαυτό τους, όπως άλλωστε τούς άξιζε). Ο χριστιανισμός αποτελεί την ακρότατη συνέπεια τής απόρριψης της αθεΐας, που είχε συντελεστεί μερικούς αιώνες πριν στον κλασικό ελληνικό κόσμο. Αλλά ειδικά για τους πλατωνιστές, μυστικιστές και λοιπούς «λεπτώς και υψηλώς» θεολογούντες, ο χριστιανισμός αποτελεί την φυσιολογική τους ιστορική συνέχεια, αλλά και την επιβεβαίωση της λαϊκής ρήσης: «μόνοι τους τό έφαγαν το κεφάλι τους».
Η γενικευμένη στασιμότητα του ρωμαϊκού κόσμου γέννησε τέρατα
Ο ρωμαϊκός κόσμος υπήρξε ένας κόσμος στασιμότητας. Δεν σημειώθηκε η παραμικρή πραγματική πρόοδος σε κανέναν τομέα του επιστητού. Ακόμα και οι κοσμοϊστορικές τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής (αναφέραμε ήδη την ανακάλυψη της ατμοδύναμης, που επάνω της βασίστηκε η Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα - δύο αιώνες μετά η ανθρωπότητα έφτασε στη Σελήνη) πέρασαν απαρατήρητες. Ηρωμαϊκή κοινωνία δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να αξιοποιεί και να ενσωματώνει στην πορεία της τήν επιστημονική εξέλιξη. Αγκυλωμένη και επαναπαυμένη στην απαρχαιωμένη δουλοκτησία δεν πραγματοποίησε το πέρασμα στην τεχνολογία και σε νέες μορφές παραγωγής και οικονομίας, παρ’ όλο που τής παρεχόταν πλήρως η επιστημονική δυνατότητα.
Πολύ πριν η επιστήμη απαξιωθεί από τον χριστιανικό Μεσαίωνα είχε ήδη απαξιωθεί από τον αρχαίο (ρωμαϊκό) κόσμο. Δεν είναι ο χριστιανισμός μόνος υπεύθυνος για την υπερχιλιετή διακοπή της επιστημονικής εξέλιξης, όπως λανθασμένα πιστεύεται από ανθρώπους, που μόλις ανακαλύπτουν σοκαρισμένοι τόν όντως ολέθριο για τον πολιτισμό ρόλο του. Δεν είναι ο χριστιανισμός μόνος υπεύθυνος, που η Βιομηχανική Επανάσταση δεν πραγματοποιήθηκε 1.700 χρόνια νωρίτερα. Ούτε είναι ο χριστιανισμός, που εμπόδισε να πάμε στη Σελήνη από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ο χριστιανισμός απλώς δαιμονοποίησε την επιστήμη (το μόνο που δεν είχαν κάνει οι -καχύποπτοι απέναντί της- ρωμαίοι), και έτσι παρέτεινε την απαξίωσή της, η οποία όμως είχε ήδη συμβεί προγενέστερα (αναφέραμε ήδη την επιτυχημένη αντίδραση των στωικών στην ηλιοκεντρική θεωρία).
Μια και αναφερθήκαμε στη δουλεία πρέπει να επισημανθεί, ότι επρόκειτο για μια γενικευμένη κατάσταση στην αυτοκρατορία. Αντίθετα με την αρχαία Ελλάδα, όπου η δουλεία υπήρξε ένα περιστασιακό και περιορισμένο φαινόμενο (κάτι που υποχρέωσε σε ανάπτυξη επιστημονικών μηχανικών και τεχνολογικών μεθόδων) , η Ρώμη δεν θα είχε σταθεί ούτε μια μέρα χωρίς μια απέραντη συνεχώς ανανεούμενη μάζα δούλων.
Οι κοινωνίες που βασίζονται στη δουλεία δεν αναπτύσσουν ούτε πολιτική σκέψη, ούτε ιστορική συνείδηση, ούτε τεχνολογία, αφού το μόνο που τις απασχολεί είναι η ένοπλη επαγρύπνηση για την διατήρηση της δουλοκτητικής βάσης τους και η ακινητοποίηση του ιστορικού χρόνου στο σημείο που τις εξυπηρετεί. Ειδικά η τεχνολογική ανάπτυξη απειλεί τέτοιες κοινωνίες με πλήρη και άμεση ανατροπή της ζωτικής οικονομικής βάσης τους. Οι δουλοκτητικές κοινωνίες γρήγορα μετατρέπονται έτσι σε δούλους τής παραγωγικής τους βάσης. Οι πνευματικές αναζητήσεις που αναπτύσσονται εντός τέτοιων κοινωνιών δεν μπορούν παρά να καθαγιάζουν τη δουλεία.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι αμφισβήτηση της δουλείας έχουμε μόνο στην αρχαία Ελλάδα (ακριβώς επειδή η ελληνική οικονομία και ζωή δεν εξαρτιόταν από τη δουλεία -βλ. Περί δουλείας στην αρχαία Ελλάδα http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_9649.html), ενώ στη Ρώμη δεν υπήρξε η παραμικρή αμφισβήτησή της, ούτε από τους πιο ανθρωπιστές διανοούμενους. Αλλά ούτε και οι ίδιοι οι δούλοι αμφισβήτησαν ποτέ τη δουλεία: οι εξεγέρσεις των δούλων στην αυτοκρατορία κατέληγαν στο να αναπαράγουν εντός τών συλλογικοτήτων τών εξεγερμένων τα δουλοκτητικά σχήματα και δομές που εφάρμοζε η Ρώμη επάνω τους (βλ. την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση των εξεγέρσεων των δούλων στη Ρώμη, που κάνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στον Β’ τόμο της Ελληνικής Ιδιαιτερότητας, σελίδες 99-107). Το αποτέλεσμα ήταν οι πρωτοδιδάξαντες ρωμαίοι να συντρίβουν γρήγορα και παραδειγματικά τις εξεγέρσεις των δούλων. Η μόνη κοινωνικο-οικονομική «εξέλιξη», που στάθηκε δυνατό να πραγματοποιηθεί στον ύστερο αρχαίο κόσμο ήταν το επουσιώδες πέρασμα από τη δουλεία στη δουλοπαροικία.
Όλοι, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, σκέφτονταν με όρους δουλείας. Αλλά, θα πρέπει να προσθέσουμε, και με όρους θρησκείας. Θρησκεία και δουλεία είναι οι δύο κυρίαρχες εμμονές του κόσμου της ύστερης αρχαιότητας. Δεν έμενε παρά να συναντηθούν. Ο χριστιανισμός, μια θρησκεία δούλων, δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη μήτρα για να κυοφορηθεί.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η στασιμότητα του αρχαίου κόσμου είναι απλώς ένα σχήμα, για να εξηγηθεί μια κατάσταση. Στη πραγματική ζωή δεν υπάρχει κατάσταση στασιμότητας, αφού η ζωή προχωρά, είτε το θέλουμε είτε όχι. Οι στάσιμες κοινωνίες αργά ή γρήγορα αντιμετωπίζουν κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού, ενώ η ατομική και συλλογική ζωή φτάνουν να κυριαρχούνται από μια αίσθηση απαισιοδοξίας, αδιεξόδου και ματαιότητας. Ο Dodds στο «Εθνικοί και χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας» παρουσιάζει μια πλειάδα κειμένων γνωστών μή χριστιανών συγγραφέων της εποχής (Πρόκλος, Πλωτίνος, Μάρκος Αυρήλιος κ.ά.), που εκφράζουν ακριβώς και επί λέξη αυτά τα συναισθήματα. Έτσι αποδεικνύεται, ότι ο χριστιανισμός δεν ήταν ο «κακός του έργου», ο οποίος εισηγήθηκε ξαφνικά την απαξίωση του επιγείου κόσμου, αλλά ακριβώς εξέφρασε ένα αρκετά γενικευμένο συναίσθημα (το οποίο μάλιστα αφορούσε ανθρώπους ανεξαρτήτως κοινωνικής ή μορφωτικής στάθμης - έτσι εξηγείται και το ότι ο Χριστιανισμός απευθυνόταν πραγματικά σε όλους).
Στα τέλη της ύστερης αρχαιότητας τόσο οι εξουσιαστές, όσο και οι εξουσιαζόμενοι κοιτούσαν με την ίδια αμηχανία το μέλλον, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Θα ήταν δύσκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα: ποιός τελικά επέβαλε το Χριστιανισμό σε ποιόν; Η ρωμαϊκή εξουσία στα πλήθη που εξουσίαζε, ή το αντίστροφο; Θεωρούμε, ότι η διαδικασία ήταν σε μεγάλο ποσοστό αμοιβαία. Ο χριστιανισμός αποτέλεσε το σημείο σύγκλισης ενός ψυχικά άρρωστου κοπαδιού και μιας βαθιά προβληματισμένης εξουσίας εντός ενός κόσμου, που είχε προσκρούσει στα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά του όρια. Ο χριστιανισμός «βόλεψε» πολλούς είτε υλικά, είτε υπαρξιακά. Το ότι, μόλις έγινε ο εκλεκτός της εξουσίας, φέρθηκε με πρωτοφανή βιαιότητα επί του πολιτισμού, που είχε αναλάβει να «σώσει» δεν σημαίνει, ότι δεν είχε ήδη αποκτήσει μια ευρεία βάση κοινωνικής αποδοχής (μια «κρίσιμη μάζα»). Το ότι έδρασε σαν πολιτισμικό πραξικόπημα δεν σημαίνει, ότι δεν είχε κερδίσει ήδη ένα προβάδισμα στη συλλογική ψυχική προδιάθεση. Άλλωστε, την ίδια ευρεία συναίνεση είχαν π.χ. και τα πρόσφατα ολοκληρωτικά καθεστώτα (Χίτλερ, Μάο, Μουσολίνι, Λένιν), και, όπως είναι γνωστό, τελικά ούτε αυτά απέφυγαν να κάνουν εκτεταμένη χρήση βίας εναντίον των πολλών επιμενόντων αντιφρονούντων.
* * *
Ο χριστιανισμός δεν ήλθε από το πουθενά, αλλά φαίνεται σαν η προδιαγεγραμμένη κατάληξη ενός κόσμου, που οι κεντρικές φαντασιακές του σημασίες προέρχονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη θρησκεία (δεν είναι τυχαίο, το ότι σε όλη την δήθεν «ανεκτική» αρχαιότητα, οι άθεοι υπήρξαν ανέκαθεν είτε κοινωνικά στιγματισμένοι, είτε διωκόμενοι). Είναι η τελευταία πράξη ενός ιστορικού δράματος. Και πραγματικά «έσωσε» αυτόν τον κόσμο αφού καθαγίασε όλες τις κυρίαρχες αξίες του, την δουλεία, την υποταγή και εκμηδένιση μπροστά στον κάθε εγκόσμιο και υπερκόσμιο μπαμπούλα, την απαξίωση της ζωής, την πνευματική στασιμότητα και θάνατο (καθαγιασμό, που καμία προγενέστερη φιλοσοφία δεν είχε προλάβει να κάνει ανοιχτά -αν και ο πλατωνισμός τόν είχε υπαινιχθεί εμφανώς).
Κάνουν λάθος όσοι νομίζουν, ότι ο χριστιανισμός είναι υπεύθυνος για την «παρακμή» του αρχαίου κόσμου. Είναι απλά η φυσιολογικότερη εκδήλωση αυτής της «παρακμής» και τη θέση του θα μπορούσε να έχει πάρει οποιαδήποτε άλλη από τις μαζικές ψυχοθρησκευτικές παρακρούσεις, που γεννοβολούσε μαζικά η ύστερη αρχαιότητα (αρκεί να υπενθυμίσουμε, ότι ο αυτοκράτορας -και άγιος- Κωνσταντίνος μέχρι τις τελευταίες του ώρες ταλαντευόταν, για το εάν θα επισημοποιούσε το χριστιανικό, ή κάποιο άλλο από τα τόσα ιερατεία, που περίμεναν στον προθάλαμο της ρωμαϊκής εξουσίας).
Όσο πιστεύουμε αφελώς, ότι ο χριστιανισμός ήταν ο «κακός του έργου» και ότι εμφανίστηκε από το πουθενά, για να καταστρέψει τον «αθώο» αρχαίο κόσμο, δεν θα κατανοήσουμε ποτέ τις αιτίες που τον γέννησαν και τον εξέθρεψαν. Δεν θα κατανοήσουμε ποτέ, ότι ο Μεσαίωνας κυοφορήθηκε αργά και σταθερά στον αρχαίο κόσμο, με διαδικασίες απολύτως φυσιολογικές και αναμενόμενες.
Και όσο αναπαράγουμε στο ιδεολογικό επίπεδο τις αιτίες αυτές, δηλαδή όσο δεν επιχειρούμε το εξελικτικό άλμα προς την ελευθερία από θεούς και αφέντες, ο Μεσαίωνας (με χριστιανική ή άλλη μορφή -έχει σημασία;) θα παραμένει φρεσκότατος στην ιστορική «κατάψυξη», προς χρήση των εξουσιαστών του μέλλοντος.
Θ. Λ.
Μετά από αδιάκοπες προσπάθειες επτά αιώνων για την αποκατάσταση του γοήτρου της θρησκείας, οι επίγονοι, της πλατωνικής θρησκευόμενης επιστημονικοφάνειας, αλώθηκαν -όχι από τον αιώνιο αντίπαλό τους, την αθεϊα, αλλά- από έναν απρόβλεπτο (;) απόγονο της δικής τους θεολογίας (δηλαδή κατά βάθος από τον εαυτό τους, όπως άλλωστε τούς άξιζε). Ο χριστιανισμός αποτελεί την ακρότατη συνέπεια τής απόρριψης της αθεΐας, που είχε συντελεστεί μερικούς αιώνες πριν στον κλασικό ελληνικό κόσμο. Αλλά ειδικά για τους πλατωνιστές, μυστικιστές και λοιπούς «λεπτώς και υψηλώς» θεολογούντες, ο χριστιανισμός αποτελεί την φυσιολογική τους ιστορική συνέχεια, αλλά και την επιβεβαίωση της λαϊκής ρήσης: «μόνοι τους τό έφαγαν το κεφάλι τους».
Η γενικευμένη στασιμότητα του ρωμαϊκού κόσμου γέννησε τέρατα
Ο ρωμαϊκός κόσμος υπήρξε ένας κόσμος στασιμότητας. Δεν σημειώθηκε η παραμικρή πραγματική πρόοδος σε κανέναν τομέα του επιστητού. Ακόμα και οι κοσμοϊστορικές τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής (αναφέραμε ήδη την ανακάλυψη της ατμοδύναμης, που επάνω της βασίστηκε η Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα - δύο αιώνες μετά η ανθρωπότητα έφτασε στη Σελήνη) πέρασαν απαρατήρητες. Ηρωμαϊκή κοινωνία δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να αξιοποιεί και να ενσωματώνει στην πορεία της τήν επιστημονική εξέλιξη. Αγκυλωμένη και επαναπαυμένη στην απαρχαιωμένη δουλοκτησία δεν πραγματοποίησε το πέρασμα στην τεχνολογία και σε νέες μορφές παραγωγής και οικονομίας, παρ’ όλο που τής παρεχόταν πλήρως η επιστημονική δυνατότητα.
Πολύ πριν η επιστήμη απαξιωθεί από τον χριστιανικό Μεσαίωνα είχε ήδη απαξιωθεί από τον αρχαίο (ρωμαϊκό) κόσμο. Δεν είναι ο χριστιανισμός μόνος υπεύθυνος για την υπερχιλιετή διακοπή της επιστημονικής εξέλιξης, όπως λανθασμένα πιστεύεται από ανθρώπους, που μόλις ανακαλύπτουν σοκαρισμένοι τόν όντως ολέθριο για τον πολιτισμό ρόλο του. Δεν είναι ο χριστιανισμός μόνος υπεύθυνος, που η Βιομηχανική Επανάσταση δεν πραγματοποιήθηκε 1.700 χρόνια νωρίτερα. Ούτε είναι ο χριστιανισμός, που εμπόδισε να πάμε στη Σελήνη από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ο χριστιανισμός απλώς δαιμονοποίησε την επιστήμη (το μόνο που δεν είχαν κάνει οι -καχύποπτοι απέναντί της- ρωμαίοι), και έτσι παρέτεινε την απαξίωσή της, η οποία όμως είχε ήδη συμβεί προγενέστερα (αναφέραμε ήδη την επιτυχημένη αντίδραση των στωικών στην ηλιοκεντρική θεωρία).
Μια και αναφερθήκαμε στη δουλεία πρέπει να επισημανθεί, ότι επρόκειτο για μια γενικευμένη κατάσταση στην αυτοκρατορία. Αντίθετα με την αρχαία Ελλάδα, όπου η δουλεία υπήρξε ένα περιστασιακό και περιορισμένο φαινόμενο (κάτι που υποχρέωσε σε ανάπτυξη επιστημονικών μηχανικών και τεχνολογικών μεθόδων) , η Ρώμη δεν θα είχε σταθεί ούτε μια μέρα χωρίς μια απέραντη συνεχώς ανανεούμενη μάζα δούλων.
Οι κοινωνίες που βασίζονται στη δουλεία δεν αναπτύσσουν ούτε πολιτική σκέψη, ούτε ιστορική συνείδηση, ούτε τεχνολογία, αφού το μόνο που τις απασχολεί είναι η ένοπλη επαγρύπνηση για την διατήρηση της δουλοκτητικής βάσης τους και η ακινητοποίηση του ιστορικού χρόνου στο σημείο που τις εξυπηρετεί. Ειδικά η τεχνολογική ανάπτυξη απειλεί τέτοιες κοινωνίες με πλήρη και άμεση ανατροπή της ζωτικής οικονομικής βάσης τους. Οι δουλοκτητικές κοινωνίες γρήγορα μετατρέπονται έτσι σε δούλους τής παραγωγικής τους βάσης. Οι πνευματικές αναζητήσεις που αναπτύσσονται εντός τέτοιων κοινωνιών δεν μπορούν παρά να καθαγιάζουν τη δουλεία.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι αμφισβήτηση της δουλείας έχουμε μόνο στην αρχαία Ελλάδα (ακριβώς επειδή η ελληνική οικονομία και ζωή δεν εξαρτιόταν από τη δουλεία -βλ. Περί δουλείας στην αρχαία Ελλάδα http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_9649.html), ενώ στη Ρώμη δεν υπήρξε η παραμικρή αμφισβήτησή της, ούτε από τους πιο ανθρωπιστές διανοούμενους. Αλλά ούτε και οι ίδιοι οι δούλοι αμφισβήτησαν ποτέ τη δουλεία: οι εξεγέρσεις των δούλων στην αυτοκρατορία κατέληγαν στο να αναπαράγουν εντός τών συλλογικοτήτων τών εξεγερμένων τα δουλοκτητικά σχήματα και δομές που εφάρμοζε η Ρώμη επάνω τους (βλ. την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση των εξεγέρσεων των δούλων στη Ρώμη, που κάνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στον Β’ τόμο της Ελληνικής Ιδιαιτερότητας, σελίδες 99-107). Το αποτέλεσμα ήταν οι πρωτοδιδάξαντες ρωμαίοι να συντρίβουν γρήγορα και παραδειγματικά τις εξεγέρσεις των δούλων. Η μόνη κοινωνικο-οικονομική «εξέλιξη», που στάθηκε δυνατό να πραγματοποιηθεί στον ύστερο αρχαίο κόσμο ήταν το επουσιώδες πέρασμα από τη δουλεία στη δουλοπαροικία.
Όλοι, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, σκέφτονταν με όρους δουλείας. Αλλά, θα πρέπει να προσθέσουμε, και με όρους θρησκείας. Θρησκεία και δουλεία είναι οι δύο κυρίαρχες εμμονές του κόσμου της ύστερης αρχαιότητας. Δεν έμενε παρά να συναντηθούν. Ο χριστιανισμός, μια θρησκεία δούλων, δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη μήτρα για να κυοφορηθεί.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η στασιμότητα του αρχαίου κόσμου είναι απλώς ένα σχήμα, για να εξηγηθεί μια κατάσταση. Στη πραγματική ζωή δεν υπάρχει κατάσταση στασιμότητας, αφού η ζωή προχωρά, είτε το θέλουμε είτε όχι. Οι στάσιμες κοινωνίες αργά ή γρήγορα αντιμετωπίζουν κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού, ενώ η ατομική και συλλογική ζωή φτάνουν να κυριαρχούνται από μια αίσθηση απαισιοδοξίας, αδιεξόδου και ματαιότητας. Ο Dodds στο «Εθνικοί και χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας» παρουσιάζει μια πλειάδα κειμένων γνωστών μή χριστιανών συγγραφέων της εποχής (Πρόκλος, Πλωτίνος, Μάρκος Αυρήλιος κ.ά.), που εκφράζουν ακριβώς και επί λέξη αυτά τα συναισθήματα. Έτσι αποδεικνύεται, ότι ο χριστιανισμός δεν ήταν ο «κακός του έργου», ο οποίος εισηγήθηκε ξαφνικά την απαξίωση του επιγείου κόσμου, αλλά ακριβώς εξέφρασε ένα αρκετά γενικευμένο συναίσθημα (το οποίο μάλιστα αφορούσε ανθρώπους ανεξαρτήτως κοινωνικής ή μορφωτικής στάθμης - έτσι εξηγείται και το ότι ο Χριστιανισμός απευθυνόταν πραγματικά σε όλους).
Στα τέλη της ύστερης αρχαιότητας τόσο οι εξουσιαστές, όσο και οι εξουσιαζόμενοι κοιτούσαν με την ίδια αμηχανία το μέλλον, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Θα ήταν δύσκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα: ποιός τελικά επέβαλε το Χριστιανισμό σε ποιόν; Η ρωμαϊκή εξουσία στα πλήθη που εξουσίαζε, ή το αντίστροφο; Θεωρούμε, ότι η διαδικασία ήταν σε μεγάλο ποσοστό αμοιβαία. Ο χριστιανισμός αποτέλεσε το σημείο σύγκλισης ενός ψυχικά άρρωστου κοπαδιού και μιας βαθιά προβληματισμένης εξουσίας εντός ενός κόσμου, που είχε προσκρούσει στα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά του όρια. Ο χριστιανισμός «βόλεψε» πολλούς είτε υλικά, είτε υπαρξιακά. Το ότι, μόλις έγινε ο εκλεκτός της εξουσίας, φέρθηκε με πρωτοφανή βιαιότητα επί του πολιτισμού, που είχε αναλάβει να «σώσει» δεν σημαίνει, ότι δεν είχε ήδη αποκτήσει μια ευρεία βάση κοινωνικής αποδοχής (μια «κρίσιμη μάζα»). Το ότι έδρασε σαν πολιτισμικό πραξικόπημα δεν σημαίνει, ότι δεν είχε κερδίσει ήδη ένα προβάδισμα στη συλλογική ψυχική προδιάθεση. Άλλωστε, την ίδια ευρεία συναίνεση είχαν π.χ. και τα πρόσφατα ολοκληρωτικά καθεστώτα (Χίτλερ, Μάο, Μουσολίνι, Λένιν), και, όπως είναι γνωστό, τελικά ούτε αυτά απέφυγαν να κάνουν εκτεταμένη χρήση βίας εναντίον των πολλών επιμενόντων αντιφρονούντων.
* * *
Ο χριστιανισμός δεν ήλθε από το πουθενά, αλλά φαίνεται σαν η προδιαγεγραμμένη κατάληξη ενός κόσμου, που οι κεντρικές φαντασιακές του σημασίες προέρχονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη θρησκεία (δεν είναι τυχαίο, το ότι σε όλη την δήθεν «ανεκτική» αρχαιότητα, οι άθεοι υπήρξαν ανέκαθεν είτε κοινωνικά στιγματισμένοι, είτε διωκόμενοι). Είναι η τελευταία πράξη ενός ιστορικού δράματος. Και πραγματικά «έσωσε» αυτόν τον κόσμο αφού καθαγίασε όλες τις κυρίαρχες αξίες του, την δουλεία, την υποταγή και εκμηδένιση μπροστά στον κάθε εγκόσμιο και υπερκόσμιο μπαμπούλα, την απαξίωση της ζωής, την πνευματική στασιμότητα και θάνατο (καθαγιασμό, που καμία προγενέστερη φιλοσοφία δεν είχε προλάβει να κάνει ανοιχτά -αν και ο πλατωνισμός τόν είχε υπαινιχθεί εμφανώς).
Κάνουν λάθος όσοι νομίζουν, ότι ο χριστιανισμός είναι υπεύθυνος για την «παρακμή» του αρχαίου κόσμου. Είναι απλά η φυσιολογικότερη εκδήλωση αυτής της «παρακμής» και τη θέση του θα μπορούσε να έχει πάρει οποιαδήποτε άλλη από τις μαζικές ψυχοθρησκευτικές παρακρούσεις, που γεννοβολούσε μαζικά η ύστερη αρχαιότητα (αρκεί να υπενθυμίσουμε, ότι ο αυτοκράτορας -και άγιος- Κωνσταντίνος μέχρι τις τελευταίες του ώρες ταλαντευόταν, για το εάν θα επισημοποιούσε το χριστιανικό, ή κάποιο άλλο από τα τόσα ιερατεία, που περίμεναν στον προθάλαμο της ρωμαϊκής εξουσίας).
Όσο πιστεύουμε αφελώς, ότι ο χριστιανισμός ήταν ο «κακός του έργου» και ότι εμφανίστηκε από το πουθενά, για να καταστρέψει τον «αθώο» αρχαίο κόσμο, δεν θα κατανοήσουμε ποτέ τις αιτίες που τον γέννησαν και τον εξέθρεψαν. Δεν θα κατανοήσουμε ποτέ, ότι ο Μεσαίωνας κυοφορήθηκε αργά και σταθερά στον αρχαίο κόσμο, με διαδικασίες απολύτως φυσιολογικές και αναμενόμενες.
Και όσο αναπαράγουμε στο ιδεολογικό επίπεδο τις αιτίες αυτές, δηλαδή όσο δεν επιχειρούμε το εξελικτικό άλμα προς την ελευθερία από θεούς και αφέντες, ο Μεσαίωνας (με χριστιανική ή άλλη μορφή -έχει σημασία;) θα παραμένει φρεσκότατος στην ιστορική «κατάψυξη», προς χρήση των εξουσιαστών του μέλλοντος.
Θ. Λ.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ - ΟΧΙ ΑΙΤΙΑ - ΤΗΣ ΚΑΤΙΟΥΣΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Reviewed by junior
on
21:20
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου