«Εγώ δεν φεύγω απ' την Ελλάδα για να κυβερνούν οι απάτριδες»...
Συνηθισμένος στις προκλήσεις, στην κριτική, αλλά και στις μομφές που συχνά δέχεται, ο Νότης Σφακιανάκης μιλά με αφορμή την κυκλοφορία του νέου δίσκου του με τίτλο «Δεκαέξι αυτοτελείς ιστορίες» και παραδέχεται πως εκείνο που του έμαθε η ζωή έως τώρα είναι πως ο παιδικός φόβος του απέναντι στον άνθρωπο είναι απολύτως δικαιολογημένος.
Ο Νότης Σφακιανάκης μοιάζει στα μάτια μου με ένα θυμωμένο παιδί. Αυτή είναι τουλάχιστον η σκέψη που κάνω φεύγοντας από το στούντιο Σοφίτα, μετά την περίπου δίωρη συνάντησή μας. «Οχι έναν, πολλούς θυμούς έχω απέναντι σε πάρα πολλούς ανθρώπους, σ’ αυτούς οι οποίοι δημιούργησαν πρόβλημα στην κοινωνία μου. Είμαι εξοργισμένος.
Και δεν τους συγχωρώ», μου έχει τονίσει εμφατικά στη διάρκεια της κουβέντας μας. Δεν χρειαζόταν, βέβαια, η δική του λεκτική επιβεβαίωση αναφορικά με το αίσθημα θυμού που ώρες-ώρες νομίζεις πως πυροδοτεί τη γλώσσα του σώματός του. Ψυχαναλυτικά θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως ο τρόπος που σκέφτεται τα πράγματα και κυρίως ο τρόπος που επιλέγει να τα εκφράζει είναι κληρονομιά από τον παππού του. Αυτός, όπως μου λέει, ήταν ο άνθρωπος που του άσκησε καταλυτική επιρροή: «Ολοι οι πρόγονοί μου με καθόρισαν.
Ιδιαίτερα όμως ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, που δεν ήταν πρόγονος εξ αίματος, αλλά εξ αγχιστείας. Αυτός με μεγάλωσε. Ηταν ένας άνθρωπος μορφωμένος με την κυριολεκτική σημασία της λέξης και άνθρωπος αυστηρών προδιαγραφών με συνέπεια σε αυτά που μεταβίβαζε στο περιβάλλον του. Εκείνος με “έχει σπουδάσει”. Σκέψου ότι εφτά ετών με είχε μάθει να διαβάζω εφημερίδα, όταν τα άλλα παιδιά τότε μάθαιναν την αλφάβητο. Ο άνθρωπος αυτός είχε όμως κι ένα μειονέκτημα: ήταν αθυρόστομος και μπορούσε με ανεξέλεγκτη ορμή να σηκώσει το χέρι του. Είχε αυτό το πολύ σοβαρό μειονέκτημα. Μου έλεγε όμως πράγματα που τα είδα τελικά να συμβαίνουν έπειτα από 25 χρόνια».
Τραγική ειρωνεία: τον ρόλο του ανθρώπου που διαβλέπει προς τα πού οδηγούνται τα πράγματα έχει βρεθεί να παίζει από σκηνής αρκετές φορές και ο ίδιος. Μου αφηγείται, για παράδειγμα, πώς πριν από 15 και πλέον χρόνια προσπαθούσε μέσω της μουσικής και του λόγου του να αφυπνίσει εις μάτην το κοινό του: «Από το 1996 είχα αντιληφθεί, και το έλεγα, πως οι κρατούντες είχαν σχέδιο να μας οδηγήσουν εδώ που μας οδήγησαν. Το έλεγα ακόμη και στο μικρόφωνο την ώρα που τραγούδαγα: “Παιδιά, αντισταθείτε γιατί θα σας κάνουν Γερμανούς. Μία-δύο φορές τη βδομάδα θα βγαίνετε και πολύ θα σας πέφτει. Και θα πέφτει και βούρδουλας. Γιατί περί βούρδουλα πρόκειται. Να ξυπνάς κάθε πρωί και να μαθαίνεις κάτι καινούριο που σου καταστρέφει επιπλέον τη ζωή. Πράγματα τα οποία δεν φανταζόσουν ότι θα συμβούν στο παρελθόν. Τίποτα δεδομένο δεν ισχύει πια».
Στον δίσκο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες μού λέει πως θα περιλαμβάνονται και τραγούδια κοινωνικού περιεχομένου, αλλά και πως ο κόσμος αυτά τα τραγούδια αποζητά σήμερα με ακόμη περισσότερη ζέση. Ανατρέχει, μάλιστα, σ’ εκείνο που ο ίδιος είχε στο μυαλό του για τον εαυτό του, τότε που η καριέρα του τραγουδιστή ήταν για τον Νότη Σφακιανάκη σχέδιο επί χάρτου: «Οταν ήμουν πιτσιρικάς και έβλεπα σαν όνειρο το να γίνω κάποτε τραγουδιστής -δεν νόμιζα ότι θα γίνω, γιατί εκεί που ζούσα δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις και ήταν μια φαντασίωση, μια ονείρωξη-, αυτό σκεφτόμουν: να μπορώ δηλαδή να είμαι σε ένα στάδιο και να δίνω μια συναυλία με κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια. Αυτό με κεντρίζει περισσότερο απ’ όλα». Εκείνο που αντιλαμβάνομαι από τα λεγόμενα του Νότη Σφακιανάκη είναι πως η έννοια του κοινωνικά δίκαιου παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο και στη στάση του. «Δεν έχω εμπάθεια προς κάποια κατεύθυνση. Λέω αυτό που αισθάνομαι και το φιλτράρω μέσα από τον απόλυτο έλεγχο του δικαίου», μου λέει, και συνεχίζει: «Θεωρώ το δίκαιο ως ένα από τα μέγιστα αγαθά του ανθρώπου. Οταν, λοιπόν, είσαι δίκαιος άνθρωπος, δεν έχεις ιδιοτέλεια. Αν κάνεις λάθος, κάποια στιγμή θα αποδειχτεί. Και πρέπει να το παραδεχτείς. Οταν όμως δεν κάνεις λάθος και όλοι οι άλλοι σε χρεώνουν λάθος, τότε τους γαμωσταυρίζεις δημόσια. Εμείς λέμε τα πράγματα με το όνομά τους», καταλήγει.
«Μα καλά», του αντιτείνω, «γιατί βγαίνετε και τα λέτε; Δεν θέλετε την ησυχία σας;». Η απάντησή του μου υποδεικνύει πως η ειλικρίνειά του, η οποία πολλάκις έχει παρεξηγηθεί, αφού βρίσκεται στο όριο του πολιτικώς ορθού και του μη ορθού, είναι σύμφυτη της ύπαρξής του: «Μια φορά πριν από πολλά χρόνια θυμάμαι που με είχαν βάλει πάλι στο στόχαστρο. Ελεγα τότε στον εαυτό μου “αφού θα μπορούσες να τα ’χες αποφύγει όλα αυτά… Τι μιλάς;”. Και την αμέσως επόμενη στιγμή βγήκε ο άλλος ο τύπος από μέσα μου και μου λέει “καλά, δεν ντρέπεσαι, ρε αναίσχυντε;”». Η αλήθεια είναι πως η εποχή μας δίνει πολλές αφορμές σ’ αυτόν τον δεύτερο τύπο -που δεν αφήνει τον Νότη Σφακιανάκη να ησυχάσει- να του ψιθυρίζει, ακόμη και να του φωνάζει μες στο αφτί.
Γιατί, όμως, επιμένει να ζει στην Ελλάδα; Υποθέτω πως διαθέτει την οικονομική άνεση να φύγει από τη χώρα και ένα και δύο και όσα χρόνια διαρκεί η κρίση και κυρίως όσο οι κρατούντες δεν είναι οι άριστοι, όπως ο ίδιος θα επιθυμούσε. «Θα φεύγατε από την Ελλάδα;», τον ρωτώ. «Πώς να εγκαταλείψω την αγάπη μου;», αντιτείνει. «Πού να πάω; Να φύγω από το σπίτι μου; Από το χώμα μου; Γίνεται; Εγώ 17 χρόνων γύρισα από τη Γερμανία, παιδάκι ήμουν, και όταν φτάσαμε με το τρένο στα σύνορα κατέβηκα ασυναίσθητα, έπεσα κάτω και φίλησα το χώμα. Να αφήσω εγώ την πατρίδα μου επειδή κυβερνούν απάτριδες; Αντίσταση. Εδώ είμαστε. Ξέρεις, στο σπίτι μου απέξω, 365 μέρες τον χρόνο, είναι αναρτημένη η ελληνική σημαία. Οποιος τη βλέπει αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν ορισμένοι που αυτό το σύμβολο το τιμούν ακόμη όπως πρέπει». Πίσω από τις λέξεις μπορεί κανείς να αντιληφθεί πως ο δρόμος που έχει επιλέξει να βαδίζει είναι μοναχικός. Οπως και όταν με πικρία μού λέει πως σε τούτη τη χώρα «έχουμε μάθει να απαξιώνουμε το μέγιστο και να αγκαλιάζουμε το τίποτα». Ο ίδιος νιώθει μόνος; «Μπόλικα», λέει με συγκατάβαση. «Δεν γίνεται να νιώθεις παρέα από τη στιγμή που είσαι μόνος. Πρέπει να είσαι μαλάκας. Εγώ και η μοναξιά είμαστε συνοδοιπόροι. Δεν γίνεται αλλιώς. Η ζωή του καλλιτέχνη ανέκαθεν ήταν μοναχική. Σε όλες τις μορφές τέχνης.
Δεν γίνεται να δημιουργείς οτιδήποτε -μεγάλο ή μικρό- παρέα με άλλους. Ο καλλιτέχνης είναι μόνος. Ετσι πορεύομαι χρόνια τώρα. Οταν βλέπεις ότι εσύ που πρέπει να αντιδράσεις, να ανησυχήσεις, να βρίσκεσαι σε εγρήγορση, γιατί κάποιος πάει να σε βλάψει, λες “δεν τρέχει τίποτα”, εγώ, που αυτό το αισθάνομαι και το βιώνω για χάρη σου, στενοχωριέμαι για εσένα. Ετσι έχει καταλήξει το πράγμα».
Του λέω πως πολλοί διαβάζοντας τα λεγόμενά του θα σκεφτούν ή θα αναρωτηθούν γιατί ως καλλιτέχνης δεν επιλέγει να μιλά μονάχα για τη μουσική και τα τραγούδια του και μπλέκει σε άλλα χωράφια. «Γιατί δεν θέλω να μιλάω μόνο για τα τραγούδια», μου λέει, και συνεχίζει: «Κι εσύ, αν δεν θες, μην το διαβάζεις αυτό που είπα, μην το ακούς. Δεν σ’ το επιβάλλω. Εγώ λέω αυτό που εγώ είμαι. Εσύ, εάν νιώθεις διαφορετικά, δικαίωμά σου. Σου απαγορεύω όμως να μου πεις πως επειδή είμαι τραγουδιστής δεν μπορώ να μιλάω». Κλείνοντας τη συζήτηση, η οποία πέρασε από μπόλικες εξάρσεις του θυμικού, του ζητώ να μου πει τι του έμαθε η ζωή του μέχρι σήμερα. Ποιο είναι το μάθημα που έχει πάρει; «Η ζωή μού επιβεβαίωσε ότι ο φόβος που είχα για τον άνθρωπο όταν ήμουν μικρός ήταν δικαιολογημένος και δυστυχώς χειροτερεύει. Οσο μεγαλώνω, γίνομαι πιο μόνος, πιο απαισιόδοξος, πιο επιφυλακτικός, πιο καχύποπτος, πιο εσωστρεφής. Είναι δύσκολο πολύ». Κι αυτά είναι σίγουρα στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στην εικόνα που έχει κάποιος για τον Νότη Σφακιανάκη. Σε μια λάθος, παραποιημένη εικόνα την οποία, όπως ο ίδιος επιμένει να πιστεύει, δημιούργησαν οι άλλοι γι’ αυτόν χωρίς αυτόν.
Ο Νότης Σφακιανάκης μοιάζει στα μάτια μου με ένα θυμωμένο παιδί. Αυτή είναι τουλάχιστον η σκέψη που κάνω φεύγοντας από το στούντιο Σοφίτα, μετά την περίπου δίωρη συνάντησή μας. «Οχι έναν, πολλούς θυμούς έχω απέναντι σε πάρα πολλούς ανθρώπους, σ’ αυτούς οι οποίοι δημιούργησαν πρόβλημα στην κοινωνία μου. Είμαι εξοργισμένος.
Και δεν τους συγχωρώ», μου έχει τονίσει εμφατικά στη διάρκεια της κουβέντας μας. Δεν χρειαζόταν, βέβαια, η δική του λεκτική επιβεβαίωση αναφορικά με το αίσθημα θυμού που ώρες-ώρες νομίζεις πως πυροδοτεί τη γλώσσα του σώματός του. Ψυχαναλυτικά θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως ο τρόπος που σκέφτεται τα πράγματα και κυρίως ο τρόπος που επιλέγει να τα εκφράζει είναι κληρονομιά από τον παππού του. Αυτός, όπως μου λέει, ήταν ο άνθρωπος που του άσκησε καταλυτική επιρροή: «Ολοι οι πρόγονοί μου με καθόρισαν.
Ιδιαίτερα όμως ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, που δεν ήταν πρόγονος εξ αίματος, αλλά εξ αγχιστείας. Αυτός με μεγάλωσε. Ηταν ένας άνθρωπος μορφωμένος με την κυριολεκτική σημασία της λέξης και άνθρωπος αυστηρών προδιαγραφών με συνέπεια σε αυτά που μεταβίβαζε στο περιβάλλον του. Εκείνος με “έχει σπουδάσει”. Σκέψου ότι εφτά ετών με είχε μάθει να διαβάζω εφημερίδα, όταν τα άλλα παιδιά τότε μάθαιναν την αλφάβητο. Ο άνθρωπος αυτός είχε όμως κι ένα μειονέκτημα: ήταν αθυρόστομος και μπορούσε με ανεξέλεγκτη ορμή να σηκώσει το χέρι του. Είχε αυτό το πολύ σοβαρό μειονέκτημα. Μου έλεγε όμως πράγματα που τα είδα τελικά να συμβαίνουν έπειτα από 25 χρόνια».
Τραγική ειρωνεία: τον ρόλο του ανθρώπου που διαβλέπει προς τα πού οδηγούνται τα πράγματα έχει βρεθεί να παίζει από σκηνής αρκετές φορές και ο ίδιος. Μου αφηγείται, για παράδειγμα, πώς πριν από 15 και πλέον χρόνια προσπαθούσε μέσω της μουσικής και του λόγου του να αφυπνίσει εις μάτην το κοινό του: «Από το 1996 είχα αντιληφθεί, και το έλεγα, πως οι κρατούντες είχαν σχέδιο να μας οδηγήσουν εδώ που μας οδήγησαν. Το έλεγα ακόμη και στο μικρόφωνο την ώρα που τραγούδαγα: “Παιδιά, αντισταθείτε γιατί θα σας κάνουν Γερμανούς. Μία-δύο φορές τη βδομάδα θα βγαίνετε και πολύ θα σας πέφτει. Και θα πέφτει και βούρδουλας. Γιατί περί βούρδουλα πρόκειται. Να ξυπνάς κάθε πρωί και να μαθαίνεις κάτι καινούριο που σου καταστρέφει επιπλέον τη ζωή. Πράγματα τα οποία δεν φανταζόσουν ότι θα συμβούν στο παρελθόν. Τίποτα δεδομένο δεν ισχύει πια».
Στον δίσκο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες μού λέει πως θα περιλαμβάνονται και τραγούδια κοινωνικού περιεχομένου, αλλά και πως ο κόσμος αυτά τα τραγούδια αποζητά σήμερα με ακόμη περισσότερη ζέση. Ανατρέχει, μάλιστα, σ’ εκείνο που ο ίδιος είχε στο μυαλό του για τον εαυτό του, τότε που η καριέρα του τραγουδιστή ήταν για τον Νότη Σφακιανάκη σχέδιο επί χάρτου: «Οταν ήμουν πιτσιρικάς και έβλεπα σαν όνειρο το να γίνω κάποτε τραγουδιστής -δεν νόμιζα ότι θα γίνω, γιατί εκεί που ζούσα δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις και ήταν μια φαντασίωση, μια ονείρωξη-, αυτό σκεφτόμουν: να μπορώ δηλαδή να είμαι σε ένα στάδιο και να δίνω μια συναυλία με κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια. Αυτό με κεντρίζει περισσότερο απ’ όλα». Εκείνο που αντιλαμβάνομαι από τα λεγόμενα του Νότη Σφακιανάκη είναι πως η έννοια του κοινωνικά δίκαιου παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο και στη στάση του. «Δεν έχω εμπάθεια προς κάποια κατεύθυνση. Λέω αυτό που αισθάνομαι και το φιλτράρω μέσα από τον απόλυτο έλεγχο του δικαίου», μου λέει, και συνεχίζει: «Θεωρώ το δίκαιο ως ένα από τα μέγιστα αγαθά του ανθρώπου. Οταν, λοιπόν, είσαι δίκαιος άνθρωπος, δεν έχεις ιδιοτέλεια. Αν κάνεις λάθος, κάποια στιγμή θα αποδειχτεί. Και πρέπει να το παραδεχτείς. Οταν όμως δεν κάνεις λάθος και όλοι οι άλλοι σε χρεώνουν λάθος, τότε τους γαμωσταυρίζεις δημόσια. Εμείς λέμε τα πράγματα με το όνομά τους», καταλήγει.
«Μα καλά», του αντιτείνω, «γιατί βγαίνετε και τα λέτε; Δεν θέλετε την ησυχία σας;». Η απάντησή του μου υποδεικνύει πως η ειλικρίνειά του, η οποία πολλάκις έχει παρεξηγηθεί, αφού βρίσκεται στο όριο του πολιτικώς ορθού και του μη ορθού, είναι σύμφυτη της ύπαρξής του: «Μια φορά πριν από πολλά χρόνια θυμάμαι που με είχαν βάλει πάλι στο στόχαστρο. Ελεγα τότε στον εαυτό μου “αφού θα μπορούσες να τα ’χες αποφύγει όλα αυτά… Τι μιλάς;”. Και την αμέσως επόμενη στιγμή βγήκε ο άλλος ο τύπος από μέσα μου και μου λέει “καλά, δεν ντρέπεσαι, ρε αναίσχυντε;”». Η αλήθεια είναι πως η εποχή μας δίνει πολλές αφορμές σ’ αυτόν τον δεύτερο τύπο -που δεν αφήνει τον Νότη Σφακιανάκη να ησυχάσει- να του ψιθυρίζει, ακόμη και να του φωνάζει μες στο αφτί.
Γιατί, όμως, επιμένει να ζει στην Ελλάδα; Υποθέτω πως διαθέτει την οικονομική άνεση να φύγει από τη χώρα και ένα και δύο και όσα χρόνια διαρκεί η κρίση και κυρίως όσο οι κρατούντες δεν είναι οι άριστοι, όπως ο ίδιος θα επιθυμούσε. «Θα φεύγατε από την Ελλάδα;», τον ρωτώ. «Πώς να εγκαταλείψω την αγάπη μου;», αντιτείνει. «Πού να πάω; Να φύγω από το σπίτι μου; Από το χώμα μου; Γίνεται; Εγώ 17 χρόνων γύρισα από τη Γερμανία, παιδάκι ήμουν, και όταν φτάσαμε με το τρένο στα σύνορα κατέβηκα ασυναίσθητα, έπεσα κάτω και φίλησα το χώμα. Να αφήσω εγώ την πατρίδα μου επειδή κυβερνούν απάτριδες; Αντίσταση. Εδώ είμαστε. Ξέρεις, στο σπίτι μου απέξω, 365 μέρες τον χρόνο, είναι αναρτημένη η ελληνική σημαία. Οποιος τη βλέπει αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν ορισμένοι που αυτό το σύμβολο το τιμούν ακόμη όπως πρέπει». Πίσω από τις λέξεις μπορεί κανείς να αντιληφθεί πως ο δρόμος που έχει επιλέξει να βαδίζει είναι μοναχικός. Οπως και όταν με πικρία μού λέει πως σε τούτη τη χώρα «έχουμε μάθει να απαξιώνουμε το μέγιστο και να αγκαλιάζουμε το τίποτα». Ο ίδιος νιώθει μόνος; «Μπόλικα», λέει με συγκατάβαση. «Δεν γίνεται να νιώθεις παρέα από τη στιγμή που είσαι μόνος. Πρέπει να είσαι μαλάκας. Εγώ και η μοναξιά είμαστε συνοδοιπόροι. Δεν γίνεται αλλιώς. Η ζωή του καλλιτέχνη ανέκαθεν ήταν μοναχική. Σε όλες τις μορφές τέχνης.
Δεν γίνεται να δημιουργείς οτιδήποτε -μεγάλο ή μικρό- παρέα με άλλους. Ο καλλιτέχνης είναι μόνος. Ετσι πορεύομαι χρόνια τώρα. Οταν βλέπεις ότι εσύ που πρέπει να αντιδράσεις, να ανησυχήσεις, να βρίσκεσαι σε εγρήγορση, γιατί κάποιος πάει να σε βλάψει, λες “δεν τρέχει τίποτα”, εγώ, που αυτό το αισθάνομαι και το βιώνω για χάρη σου, στενοχωριέμαι για εσένα. Ετσι έχει καταλήξει το πράγμα».
Του λέω πως πολλοί διαβάζοντας τα λεγόμενά του θα σκεφτούν ή θα αναρωτηθούν γιατί ως καλλιτέχνης δεν επιλέγει να μιλά μονάχα για τη μουσική και τα τραγούδια του και μπλέκει σε άλλα χωράφια. «Γιατί δεν θέλω να μιλάω μόνο για τα τραγούδια», μου λέει, και συνεχίζει: «Κι εσύ, αν δεν θες, μην το διαβάζεις αυτό που είπα, μην το ακούς. Δεν σ’ το επιβάλλω. Εγώ λέω αυτό που εγώ είμαι. Εσύ, εάν νιώθεις διαφορετικά, δικαίωμά σου. Σου απαγορεύω όμως να μου πεις πως επειδή είμαι τραγουδιστής δεν μπορώ να μιλάω». Κλείνοντας τη συζήτηση, η οποία πέρασε από μπόλικες εξάρσεις του θυμικού, του ζητώ να μου πει τι του έμαθε η ζωή του μέχρι σήμερα. Ποιο είναι το μάθημα που έχει πάρει; «Η ζωή μού επιβεβαίωσε ότι ο φόβος που είχα για τον άνθρωπο όταν ήμουν μικρός ήταν δικαιολογημένος και δυστυχώς χειροτερεύει. Οσο μεγαλώνω, γίνομαι πιο μόνος, πιο απαισιόδοξος, πιο επιφυλακτικός, πιο καχύποπτος, πιο εσωστρεφής. Είναι δύσκολο πολύ». Κι αυτά είναι σίγουρα στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στην εικόνα που έχει κάποιος για τον Νότη Σφακιανάκη. Σε μια λάθος, παραποιημένη εικόνα την οποία, όπως ο ίδιος επιμένει να πιστεύει, δημιούργησαν οι άλλοι γι’ αυτόν χωρίς αυτόν.
Πηγή: protothema.gr
ΝΟΤΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
Reviewed by junior
on
20:20
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου