ΠΕΡΙ "ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ". Η αυθεντική (αρχαιοελληνική) αντίληψη περί νόμων και η μεταγενέστερη διαστροφή της από τους ηθικολόγους.



Ο Ηράκλειτος, έλεγε ότι "οι νόμοι πρέπει να προστατεύονται από τον λαό, όπως τα τείχη της πόλης του". Ωστόσο (όπως συμβαίνει ειδικά με τις διατυπώσεις του Ηράκλειτου) αυτή του η ρήση δεν μπορεί να είναι τόσο απλή όσο δείχνει, ή όσο θέλουν να νομίζουμε οι πολιτικάντηδες που κατά καιρούς την επικαλούνται. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο Ηράκλειτος θα περιφρονούσε μέχρι φτυσίματος αυτούς τους υποκριτάκους της ηθικολογικής αρλουμπολογίας, όπως άλλωστε έκανε και στην εποχή του.

Οι ανθρώπινες κοινωνίες ως φύσει μή ιεραρχικές συγκροτήσεις
Λόγω της συγκριτικής σωματικής μειονεξίας του ανθρώπου (μειωμένη μυϊκή δύναμη, έλλειψη ταχύτητας, απουσία γρήγορων αντανακλαστικών, απουσία "όπλων" όπως ισχυρής οδοντοστοιχίας, ή ονύχων, μειωμένη αίσθηση όσφρησης, ακοής και όρασης, απουσία φυσικής σωματικής άμυνας -τρίχωμα, φολίδες κ.λπ.- απέναντι στις καιρικές συνθήκες ή στις επιθέσεις άλλων ζώων, μειωμένες αντοχές στην κακουχία, καθυστέρηση ενηλικίωσης και μακροχρόνια εξάρτηση από τους γονείς λόγω βραδύτητας σωματικής ανάπτυξης και άρα παρατεταμένης παιδικής ηλικίας κ.λπ.) οι ανθρώπινες κοινωνίες συγκροτήθηκαν, όχι σαν τις συνήθεις ιεραρχούμενες αγέλες των υπολοίπων θηλαστικών, αλλά στη βάση της αλληλοβοήθειας απέναντι σε ένα συχνά επικίνδυνο φυσικό περιβάλλον.
Πισωγύρισαν σε αγελαία κατάσταση πολύ αργότερα, όταν άρχισε να συσσωρεύεται πλεονασματικός ατομικός πλούτος και σχηματίστηκαν οι πρώτες κοινωνικές ανισότητες -και άρα η κοινωνική ιεραρχία και το Κράτος.
Και άρχισαν να ξαναεξανθρωπίζονται ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία αμφισβητήθηκαν τα δικαιώματα που απορρέουν από την υλική ισχύ. Δηλαδή όταν αποφασίστηκε ότι δεν θα εφαρμόζεται πλέον το δίκαιο του ισχυρότερου και ότι στο εξής η κοινωνική συμβίωση θα διέπεται από νόμους, δηλαδή αντιιεραρχικούς κανόνες, που θα ισχύουν για όλους.




Η αυθεντική περί νόμων αρχαιοελληνική αντίληψη και τα μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα ομοιώματά τους
-"Μα νόμους έχουμε και σήμερα, αλλά η κοινωνική ιεραρχία διατηρείται", θα αντέτασε εύλογα κάποιος.
Σωστά εκ πρώτης όψεως, αλλά οι “νόμοι” αυτοί δεν μπορεί παρά να θεωρούνται ψευδεπίγραφοι. Οι πρώτοι αληθινοί νόμοι της Ιστορίας θεσπίστηκαν στην αρχαϊκή Ελλάδα (μέχρι τότε υπήρχαν μόνο κάποιοι γραπτοί κώδικες βασιλιάδων, κυρίως της Ασίας, όπου απλώς ανακοίνωναν τα προνόμιά τους και τα καθήκοντα των υπηκόων τους). Οι ελληνικές πολιτείες –και όχι “πόλεις-κράτη”, όπως παραπλανητικά τις καταχώρησαν αργότερα- ήσαν οι πρώτες αυτόνομες κοινωνίες της ιστορικής εποχής. Δεν ήσαν δηλαδή ετερόνομες, αλλά οι πολίτες τους δημιουργούσαν οι ίδιοι τους νόμους τους. Κι ο μόνος τρόπος για να είναι μια κοινωνία αυτόνομη είναι να καταργήσει στο εσωτερικό της την ιεραρχία, δηλαδή την άνιση κατανομή δύναμης και εξουσίας, η οποία είναι και η γενεσιουργός αιτία της ετερονομίας. Και αντιστρόφως, ο μόνος τρόπος για να καταργήσει μια κοινωνία την ιεραρχία στο εσωτερικό της είναι να γίνει αυτόνομη.
Η λέξη “νόμος” προέρχεται από τη λέξη “νομή”, εν προκειμένω την ισότιμη νομή εξουσίας και δύναμης σε μια κοινωνία. “Νόμοι” που δεν νέμουν ισομερώς την δύναμη και την εξουσία, δηλαδή δεν καταργούν την ιεραρχία, δεν είναι νόμοι, αλλά απλώς δίκαιο του ισχυρότερου σε μια “κοινωνία” / ζούγκλα.

Δυστυχώς η ελληνική αυτή εφεύρεση υπήρξε έκτοτε ανολοκλήρωτη –αλλά ευτυχώς πρόλαβε να δημιουργήσει αυτόν που σήμερα θεωρείται ο πολιτισμός αναφοράς της Ιστορίας. Αργότερα οι μακεδόνες και οι ρωμαίοι επανέφεραν σε διεθνή πλέον κλίμακα το παλαιό δίκαιο των βασιλιάδων. Ενώ ο παυλικός χριστιανισμός ανέλαβε επιτυχώς να το καθαγιάσει για τις μάζες, μετατρέποντάς το σε δοσμένο από τον θεό “κοινωνικό συμβόλαιο”: ο επί γής βασιλιάς είναι το γήινο ανάλογο του επουράνιου και οι άνθρωποι οφείλουν να τον υπακούν. Και ο σύγχρονος καπιταλισμός- δηλαδή, πάλι ο χριστιανισμός μέσω της προτεσταντικής του περικοκλάδας- το μετέτρεψε σε απροκάλυπτο κοινωνικό “δαρβινισμό”: οι πιο "δουλευταράδες" και “αποδοτικοί” υπήκοοι είναι οι “καλύτεροι” και οι πιο αρεστοί στον κοινωνικό αυθέντη -και άρα στον θεό. Αν δεν προσπαθήσεις να γίνεις “καλύτερος”, ή αν προσπαθήσεις αλλά δεν τα καταφέρεις, οι “καλύτεροί” σου δικαιούνται να σε χρησιμοποιήσουν κοινωνικά όπως νομίζουν.


Για τους εφευρέτες της κοινωνικής αυτονομίας κλασικούς έλληνες, η νομοθετική λειτουργία δεν θα μπορούσε σε καμμία περίπτωση να είναι μια διαδικασία που γίνεται κεκλεισμένων των θυρών από μια ελίτ εκλεκτών (έστω και "εκλεγμένων"). Αντιθέτως ήταν μια διαδικασία που διεξαγόταν σε ανοιχτό και δημόσιο χώρο (Αγορά) από τη συνέλευση ("σώμα") των πολιτών και δεν είχε καμμία σχέση με την υποκριτική "διάκριση των εξουσιών" (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) της κοινοβουλευτικής ετερονομίας.

-"Ναι, αλλά κι αυτό βάσει νόμων είναι που συμβαίνει" θα μπορούσε να επιμείνει κάποιος. "Έστω κι αν πρόκειται για ετερονομία".
Αλλά αυτό ακριβώς είναι που προσπερνούν απρόσεκτα οι περισσότεροι άνθρωποι τρέφοντας την (πολύ χρήσιμη στην εξουσία) ψευδαίσθηση της ελευθερίας τους: η διανεμητική λειτουργία των νόμων οφείλει να αντανακλάται κατεξοχήν στον τρόπο δημιουργίας τους. Αν αυτοί μεταξύ των οποίων πρόκειται να διανεμηθεί η δύναμη και η εξουσία δεν μοιράζονται καταρχήν τη δυνατότητα και την ευθύνη δημιουργίας των νόμων τους (με απλά λόγια: δεν δημιουργούν οι ίδιοι από κοινού τους νόμους τους, αλλά κάποιοι άλλοι), τότε οι "νόμοι" αυτοί δεν είναι νόμοι, αλλά απλώς διαταγές κάποιων προς κάποιους άλλους. Κατά την αυθεντική αρχαιοελληνική άποψη ο νόμος πρέπει να είναι συλλογική δημιουργία -και ευθύνη- μεταξύ όλων των κοινωνικώς ενδιαφερομένων, αλλιώς, εάν "δίνεται" από κάποιους αποφασίζοντες προς κάποιους εκτελεστές (αυτή είναι η έννοια της ετερονομίας), δεν είναι "νομή" αλλά διαιώνιση της ιεραρχίας και της κυριαρχίας. Γι' αυτό στους έλληνες της κλασικής περιόδου οι νόμοι ήσαν αποτέλεσμα λαϊκών συνελεύσεων και αποφάσεων που λαμβάνονταν απευθείας, δηλαδή χωρίς την παρεμβολή μεσαζόντων, “αντιπροσώπων”, “κυβέρνησης” κλπ.. Αυτή είναι η έννοια της αυτονομίας.
Μετά τους έλληνες η λέξη “νόμος” χρησιμοποιείται καταχρηστικά και κατ’ ευφημισμόν. Αυτή η διαστροφή της αυθεντικής έννοιας του νόμου σε εντολή κάποιων "πεφωτισμένων" προς το κοινωνικό κοπάδι είναι μια διαδεδομένη πλατωνική παραχάραξη, κατεξοχήν χρήσιμη έκτοτε σε όλα τα ιεραρχικά καθεστώτα, από τα πιο αυταρχικά μέχρι τα "αντιπροσωπευτικά" (κοινοβουλευτικά). Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για αυθαίρετες διατάξεις, που αποφασίζονται από μια ολιγαρχία επαγγελματιών πολιτικών εν ονόματι της κοινωνίας και το μόνο που κάνουν είναι να διασφαλίζουν έντεχνα το συμφέρον του οικονομικώς (και άρα του κοινωνικώς) ισχυρότερου. Τέτοιους ψευδονόμους που διατηρούν την ιεραρχία (και την κοινωνία στην κατάσταση της αγέλης), κανείς άνθρωπος, ερήμην (και άρα εναντίον) τού οποίου δημιουργήθηκαν, δεν έχει ευθύνη ή υποχρέωση να τους σέβεται.




  
(Έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος, γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω).

Πρόκειται για άλλη μια αφελή παρεξήγηση των αναρχικών, από αυτές που έχουν καταστήσει τον αναρχισμό απλοϊκό, μή πειστικό και άλλο ένα απαρχαιωμένο ιδεολογικό τέλμα του 19ου αιώνα, ενώ θα μπορούσε (αν εξελισσόταν) να του ανήκει το μέλλον. Μια κοινωνία χωρίς εξουσία και γραπτούς κανόνες δικαίου, είναι ή πρωτόγονη, ή αδύνατη. Όπως έχουν δείξει οι αρχαίοι πολιτικοί συγγραφείς (π.χ. ο Αριστοτέλης), αλλά και οι νεώτεροι ελευθεριακοί, όπως ο αείμνηστος Καστοριάδης (κι όπως είχαν κατανοήσει οι εφευρέτες τής κοινωνικής αυτονομίας αρχαίοι έλληνες) η εξουσία και οι νόμοι δεν γίνεται να "καταργηθούν": ο κάθε άνθρωπος ως "πολιτικό ον" και κατ' επέκτασιν η κοινωνία συνολικά, είναι φύσει και δυνάμει φορείς μιας εκάστοτε "ποσότητας" πολιτικής εξουσίας. Υπ' αυτή την έννοια, η αναρχική ("αντιεξουσιαστική") "κατάργηση της εξουσίας" ισοδυναμεί με κατάργηση του ανθρώπου ως πολιτικού όντος και πισωγύρισμά του στην μή πολιτική (ζωώδη) κατάσταση. Αυτό που μπορεί να κάνει όμως μια κοινωνία είναι να διαχειριστεί (=διανείμει) νομικά την εξουσία της με τρόπο που να καταργεί την ιεραρχία και την κυριαρχία στο εσωτερικό της.
Αυτό που καταργείται στα οδοφράγματα δεν είναι ούτε η "εξουσία", ούτε κάποιοι -ανύπαρκτοι- νόμοι, αλλά το "δίκαιο" της ιεραρχίας και της κυριαρχίας και η άνιση κατανομή της πολιτικής (και κάθε άλλης απορρέουσας από αυτήν) εξουσίας. Εν συνεχεία η κοινωνία μπορεί να επιλέξει αν θα γίνει αυτόνομη (=αυτεξούσια), καταργώντας την πολιτική "αντιπροσώπευση", την κυβέρνηση και το Κράτος και αντικαθιστώντας τα με θεσμούς ανάλογους των αρχαιοελληνικών πολιτειών (Εκκλησία του Δήμου, κλήρωση ή/και εκ περιτροπής θήτευση όλων των πολιτών στις δημόσιες αρμοδιότητες και άμεση ανακλητότητά τους από αυτές κ.λπ.). Ή αν θα εκχωρήσει την εξουσία της σε κάποιους νέους κυριάρχους (όπως δυστυχώς συμβαίνει μέχρι σήμερα -με την εξαίρεση των αρχαίων ελληνικών πολιτειών).



Στην εποχή μας μοιάζει να έχει ξεχαστεί ότι αν υπήρξε ανθρώπινη κοινωνία, αυτό οφείλεται στην παραβίαση του πονηρά επικαλούμενου ως “φυσικού δικαίου” και στην φυσιολογική αλληλεγγύη των ανθρώπων. Πρόκειται για μια "εξαίρεση" στη φύση, που όμως είναι απολύτως φυσική για τις ειδικές ανθρώπινες προδιαγραφές και δεδομένα. Αυτή την ενστικτώδη αλληλεγγύη, μόνο η μακραίωνη ψυχική διάβρωση από την εκπαίδευση στον κοινωνικό ανταγωνισμό μπορεί να σε αναισθητοποιήσει τόσο, ώστε να πάψεις να τη νιώθεις. Αν εξακολουθεί να λειτουργεί έστω και στοιχειωδώς η σημερινή κοινωνία, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην "ακατανόητη" εμμονή κάποιων λίγων ευσυνείδητων, διάσπαρτων στον κοινωνικό καταμερισμό, που δεν εννοούν να αποδεχτούν τους όρους του “κοινωνικού δαρβινισμού” και φυσικά τη νοοτροπία που τον διαιωνίζει.
Θ. Λ.

ΠΗΓΗ
ΠΕΡΙ "ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ". Η αυθεντική (αρχαιοελληνική) αντίληψη περί νόμων και η μεταγενέστερη διαστροφή της από τους ηθικολόγους. ΠΕΡΙ "ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ". Η αυθεντική (αρχαιοελληνική) αντίληψη περί νόμων και η μεταγενέστερη διαστροφή της από τους ηθικολόγους.  Reviewed by Unknown on 00:30 Rating: 5
Από το Blogger.