Σε κάποιο σημείο του πλατωνικού έργου Αλκιβιάδης (103.a), ο Σωκράτης λέγει προς τον Αλκιβιάδη: «οι άλλοι σε συναναστρέφονται σαν όχλος, ενώ εγώ τόσα χρόνια ούτε καν σε χαιρέτησα - Καὶ ὅτι οἱ μὲν ἄλλοι δι᾽ ὄχλου ἐγένοντό σοι διαλεγόμενοι, ἐγὼ δὲ τοσούτων ἐτῶν οὐδὲ προσεῖπον».
Σύμφωνα με τους πιο πάνω ακριβείς λόγους, λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 53.21 – 59.23», δύο είναι τα κατεξοχήν στοιχεία της πρόνοιας των Θεών και των δαιμόνων για τα κατώτερα όντα, τα εξής : πρώτον, το ότι αυτή διατρέχει τα πάντα, από την επάνω περιοχή μέχρι τα έσχατα, χωρίς να αφήνει τίποτα, ούτε το μικρότερο, αμέτοχο του εαυτού της, και, δεύτερον, το ότι δεν δέχεται μέσα της κανένα από τα πράγματα που διοικεί, δεν πληρούται από τη φύση τους και δεν έρχεται σε ανάμειξη με αυτά. Ούτε δηλ. επειδή διαφυλάσσει και διευθετεί τα πάντα αναμιγνύεται με τα αντικείμενα της πρόνοιας (οι θεοί και οι δαίμονες είναι από τη φύση τους ξένοι προς τα πάθη των επιμέρους ψυχών) ούτε λόγω της χωριστής υπεροχής προς όλα τα δεύτερα αφήνει κάποιο από τα κατώτερα σε αταξία και ακοσμία, αλλά για τούτο τα φέρνει όλα μαζί στην πρέπουσα διάταξη, με την ίδια να είναι ξεχωριστή από τα διατασσόμενα, αγαθοειδή και ταυτόχρονα αγνή, να κοσμεί τα πάντα αλλά να μη σχετίζεται με όσα κοσμεί, να προχωρεί δια μέσου όλων αλλά να μην αναμειγνύεται με τίποτα. Με τούτη λοιπόν τη δαιμόνια και θεϊκή πρόνοια ο Πλάτων περιβάλλει εναεργώς την αγαθοεργό μέριμνα του Σωκράτη για τα ατελέστερα όντα, κρατώντας την ταυτόχρονα άγρυπνη και σταθερή απέναντι στον ερωμένο, χωρίς να χάνει καμία ευκαιρία για να ασχοληθεί με αυτόν, και ταυτόχρονα άσχετη, άμειχτη, αμόλυντη και άθικτη από ότι τον περιβάλλει. Το ότι λοιπόν αυτός και «πρώτος» τον ερωτεύτηκε και «όταν οι άλλοι τον άφησαν, αυτό συνέχισε», μας παριστά ικανοποιητικά το κηδεμονικό στοιχείο του Σωκράτη και το στοιχείο του με το οποίο διαφυλάσσει τη ζωή του νεανίσκου, ενώ το κατά την παρουσία του και συνθεώρησή του «ούτε καν σε χαιρέτησα» μπορούμε και πρέπει να το εκλάβουμε ως τεκμήριο της ασυσχέτιστης και άμειχτης με το κατώτερο επιμέλειάς του. Πρώτη, άλλωστε, σχέση του ανθρώπων με ανθρώπους είναι ο χαιρετισμός. Το ότι λοιπόν δεν συνδέεται με το αντικείμενο της πρόνοιάς του ούτε καν με το τρόπου αυτό, τον δείχνει πλήρως χωριστό και ασυσχέτιστο προς το κατώτερο. Την ίδια λοιπόν στιγμή είναι και δεν είναι με αυτόν, «καὶ ἐρᾷ καὶ ἄσχετός ἐστι» (τον αγαπά και ταυτόχρονα δεν σχετίζεται μαζί του), τον θεάται από παντού και ταυτόχρονα δεν συμπαρατάσσεται πουθενά μαζί του. Αν λοιπόν αυτά έτσι έχουν και προκειμένου για τους θεϊκούς άνδρες, τι πρέπει να πούμε για τους ίδιους τους θεούς η για τους αγαθούς δαίμονες ;; Ότι, αν και παρόντες στα πάντα είναι ωστόσο χωριστοί από τα πάντα, και ότι, αν και πληρούν τα πάντα με τον εαυτό τους, είναι ωστόσο άμειχτοι από τα πάντα, και ότι, αν και προχωρούν προς κάθε κατεύθυνση, δεν κατατάσσουν ωστόσο πουθενά τη ζωή τους. Και τι θα μπορούσαμε να πούμε για τους θεούς που λέγεται ότι είναι ερωτευμένοι με τους ίδιους τους γόνους τους, σύμφωνα με τις μυθοπλασίες που φέρουν τον Δία ερωτευμένο, φερ’ ειπείν, είτε με την Κόρη είτε ακόμη και με την Αφροδίτη ;; Θα λέγαμε ότι ο έρωτας του είδους αυτού δηλώνει πρόνοια, ότι εξασφαλίζει τη σωτηρία των ερωμένων, ότι τους τελειοποιεί και τους συνέχει. Θα πούμε ότι δηλώνει έλλειψη συσχέτισης και ανάμειξης, ότι είναι αγαθοειδής και άχραντος. Ειδάλλως, από πού έφτασε στις ψυχές των ανθρώπων το ιδιαίτερο τούτο ερωτικό ιδίωμα, αν δεν προϋπάρχει κιόλας στους ίδιους τους θεούς ;; Οτιδήποτε αγαθό και σωτήριο για τις ψυχές έχει την αιτία του προσδιορισμένη από τους θεούς. Για τούτο, όπως λέγει ο Πλάτων, τα υποδείγματα όλων των αρετών και των σωματικών αγαθών προϋπάρχουν στον νοητικό Κόσμο, επί παραδείγματι : της υγείας, της δύναμης, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης. Πολύ περισσότερο λοιπόν την πρωτουργό αιτία της ερωτικής δύναμης πρέπει να την τοποθετήσουμε στην περιοχή των θεών, καθώς «κατά θεία παροχή παρέχεται - θείᾳ δόσει διδομένης» όπως λέει ο Σωκράτης του πλατωνικούς «Φαίδρου, 244.a». Και οι θεοί λοιπόν με θεούς είναι ερωτευμένοι, πλην οι πρεσβύτεροι με τους κατώτερους στη βάση της πρόνοιας (προνοητικώς), και οι υποδεέστεροι με τους υπέρτερους στη βάση της επιστροφής (επιστρεπτικώς).
Αυτές τις ιδέες πρέπει να σχηματίσουμε με την πρώτη ματιά πάνω στις συγκεκριμένες εκφράσεις. Ας προσπαθήσουμε όμως να εννοήσουμε ακόμα περισσότερο το αίτιο σιωπής του Σωκράτη και ας πούμε ότι στους θεούς τα άρρητα προηγούνται των ρητών, τα άφθεγκτα των φθεγκτών, τα σωτήρια των δια του λόγου και της φωνής εκδηλούμενων. Επειδή λοιπόν ο Σωκράτης «ἑαυτὸν πρὸς τὸ θεῖον τελέως ἀφωμοίωσεν» (εξομοίωσε), έχει τη σιωπή ως αφετηρία της πρόνοιά για τον ερωμένο του, δεδομένου ότι και στον εκεί Κόσμο το στοιχείο αυτό του άφθεγκτου είναι πρώτο οικείο του έρωτα, όπως είπαμε, που έδωσε υπόσταση στον εαυτό του μέσα στην σιγωμένη (σιωπηρή) βαθμίδα τω θεών. Έτσι, και ο ένθεος εραστής έπρεπε να αποθέσει τη σχετική με τον ερωμένο του φροντίδα πρώτα στη «θεοθρεμένη σιγή - θεοθρέμμονι σιγῇ» και μετά στη δια των λόγων επαφή. Πράγματι, με τον τρόπο αυτό φαίνεται ότι προσομοιάζει με τον θεό του και μαζί στρέφει τον νεανίσκο προς το «τὸ θαῦμα τῆς ἑαυτοῦ σιγῆς – το ανερμήνευτο της σιγής του»!! Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Σωκράτης!!
Ο «φορτικοί» (πάνδημοι) εραστές, τώρα, τι είδους άνθρωποι είναι ;; «Σαν όχλος», του λέει, «σε συναναστρέφονταν». Τι είναι λοιπόν ο όχλος ; Ότι είναι το πλήθος το ξέρουν όλοι. Αλλά πλήθος απροσδιόριστο, πλήθος συγκεχυμένο, πλήθος ασύντακτο. Δεν είναι κάτι σαν τον χορό ή τον οργανωμένο λαό. Ο λαός πράγματι είναι πλήθος με εσωτερικούς δεσμούς, ενώ ο όχλος είναι πλήθος διασπασμένο, εξ ου και λένε ότι στα πολιτεύματα η οχλοκρατία είναι διαφορετικό πράγμα από τη δημοκρατία. Διότι στην πρώτη επικρατεί η αταξία, η ανομία και η αφροντισιά, ενώ τη δεύτερη την έχουν θεσπίσει οι νόμοι. Είναι λοιπόν προφανές ότι και το «σαν όχλος σε συναναστρέφονταν» είναι ένδειξη της πρόχειρης, ατελούς και συγκεχυμένης ζωής, αυτής που παρασύρει τον ερωμένο προς την υλική, διασκορπισμένη και «πολυμελή» μορφή (είδος) των ποικίλων παθών. Και ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 42.c» άλλωστε αποκάλεσε «όχλο» το σύνολο άλογο στοιχείο, βάσει του ότι είναι αόριστο (απροσδιόριστο) κατ’ ουσία, ελλιπές και δίχως τάξη : «τον μεγάλο όχλο πυρός, γης, αέρος και ύδατος που του δόθηκε μετά τη γέννηση του - τὸν πολὺν ὄχλον καὶ ὕστερον προσφύντα ἐκ πυρὸς καὶ γῆς καὶ ἀέρος καὶ ὕδατος».
Όπως λοιπόν το «οι άλλοι» δήλωνε τη διασπορά τους και τη διασπασμένη ζωή τους, έτσι και το «σαν όχλος συναναστρέφονταν» τον νεαρό δείχνει την απειλή που έρχεται από αυτούς και κατευθύνει προς εκείνον και το ότι προσπαθούσαν να το κατεβάσουν στο μεριστό και υλικό είδος ζωής. Δεν ήταν συνεπώς μόνο η μεταξύ τους σχέση τέτοια, σχέση διαίρεσης και διαφωνίας, αλλά τον νεαρό τον γέμισαν με την κακία τους αυτή κάνοντας ότι το αντίθετο προς τη δύναμη του έρωτα. Ο μεν λοιπόν «απαλλάσσει από το αλλότριο στοιχείο και πληροί με το οικείο», όπως λέγει ο Αγάθων στο «Συμπόσιο, 197.a», εκείνοι όμως ήταν κατά την ουσία τους πλήρεις από το διαιρετικό στοιχείο και την αναρμοστία, λόγω του «άλλοι», και προεξέτειναν προς τον ερωμένο το αλλότριο τούτο στοιχείο που τους χαρακτήριζε. Διότι σε κάθε περίπτωση το ποταπό και απρεπές στοιχείο είναι αλλότριο προς τη φύση και δημιουργεί θλίψη.
Τέτοιος λοιπόν είναι ο από το πλήθος εραστής. Το μεγαλύτερο ωστόσο εγκώμιο για τη φύση του Αλκιβιάδη είναι ότι προσχώρησε στη συναναστροφή των άλλων εραστών μόνο μέχρι του σημείου να συζητήσει μαζί τους, και τόσο μονάχα υποχώρησε απέναντι τους σε σχέση με το θαυμασμό τους προς αυτόν, θεωρώντας ακόμα κι αυτό ενοχλητικό και αηδιαστικό. Και αν ενέδωσε και συνομίλησε με τους φορτικούς (τιποτένιους) εραστές, δεν έφτασε σε επαφές ή σε συμπόσια ή στα άλλα κακά που θα τον οδηγήσουν στην κακοζωία. Εδώ κυρίως δηλώνεται ποια ήταν η διαφορά της φύσης του Αλκιβιάδη από τους άλλους συνομήλικους του. Διότι, όπως ασκούμαστε τόσο απέναντι στην ηδονή όσο και απέναντι στην θλίψη χωρίς να απομακρυνόμαστε από τα πάθη και καταφέρνουμε να μείνουμε εντελώς άτρωτοι από αυτά, αλλά όντας στο κέντρο τους υπερνικάμε την υπερβολή και την αταξία τους, έτσι και στα ερωτικά η το μεγαλύτερο γυμνάσιο (δοκιμασία) για τα όντα τα προικισμένα προς την σύνολη αρετή είναι η συναναστροφή των φορτικών (πάνδημων) εραστών. Το να φανείς δηλ. υπέρτερος από την ενόχληση που προκαλούν και να νικήσεις την αλογία τους δείχνει φύση ισχυρή που μπορεί να ξεπεράσει την κολακεία και την καθ’ ηδονή ζωή.
Αφού λοιπόν και ο Αλκιβιάδης φάνηκε τέτοιος άνθρωπος, δικαιολογημένα ο Σωκράτης τον θεώρησε άξιο του έρωτά του, καθώς, σε τόσο νεαρή ηλικία, αποτίναξε το παθιασμένο κύμα των εραστών και ένιωσε θαυμασμό για τον έρωτα του Σωκράτη. Με τον τρόπο λοιπόν που ο Αθηναίος ξένος βάζει τους νέους να μεθούν, συλλαμβάνοντας το ως άσκηση της νεολαίας απέναντι στα πάθη, και τους ορίζει κι έναν άρχοντα για να κρίνει τις κινήσεις τους, με τον ίδιο τρόπο ο Σωκράτης ορίζει τον εαυτό του άρχοντα για τον νεανίσκο, κριτή και δικαστή για τη μέθη της ηλικίας του, για τα πάθη και για τους εραστές που ακολουθούν τέτοιο τρόπο ζωής. Επειδή λοιπόν τον είδε να νικάει όλους τους τέτοιας λογής ανθρώπους και «με το φρόνημα του να υπερισχύει» πάνω στην ταπεινή, απατηλή και δόλια ζωή, τον προσκαλεί στην συνουσία του (συναναστροφή του) και δείχνει ποια είναι η αληθινή ερωτική δύναμη, ποιο το όφελος από αυτή, και που κατατείνει η σύμφωνη με την αρετή ενέργεια.
ΠΗΓΗ
Tα κατεξοχήν στοιχεία της πρόνοιας των Θεών και των δαιμόνων για τα κατώτερα όντα!!!
Reviewed by Unknown
on
18:30
Rating: