Η μεσαία τάξη τέλος:
Η εμπειρία της μεσαίας τάξης ήταν ανέκαθεν η εξής. Ο άνθρωπος έχει την επαγγελματική του ταυτότητα. Είμαστε αυτό που κάνουμε. Επιλέγουμε επαγγέλματα που ταιριάζουν στον χαρακτήρα μας και στην συνέχεια αυτά τα επαγγέλματα διαμορφώνουν τον χαρακτήρα μας. Οι σχολαστικοί άνθρωποι γίνονται λογιστές και στην συνέχεια η λογιστική τους κάνει ακόμη πιο σχολαστικούς. Ειδικά οι άνδρες, πάντα καθορίζονταν εν μέρει μέσα από την δουλειά τους.
Αλλά αυτή η εποχή τελειώνει. Με την οικονομική κρίση και την τεχνολογική αλλαγή (τα ρομπότ καταλαμβάνουν τον πλανήτη), μειώνεται συνεχώς ο αριθμός όσων έχουν μια ικανοποιητική δουλειά ή μένουν στο ίδιο επάγγελμα για πάντα. Ο άνθρωπος σταματά να είναι η δουλειά του. Κι αυτό τον υποχρεώνει να βρει νέα ταυτότητα.
Έχω περάσει πολλά χρόνια κάνοντας ερασιτεχνικές έρευνες πάνω στην επαγγελματική ταυτότητα. Ένας δικηγόρος μου «απέσταξε» τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του επαγγέλματός του: «Πρέπει να συνταχθείς με όποια πλευρά της υπόθεσης σε προσλαμβάνει, οπότε πρέπει να είσαι ανήθικος. Και πρέπει να είσαι επίσης πειστικός. Είναι το προφίλ του ψυχοπαθή».
Ένας πρώην δημοσιογράφος που πέρασε στις τραπεζικές επενδύσεις, μού έδωσε την δική του άποψη για τους τραπεζίτες: «Άνθρωποι που τους ενδιαφέρει το χρήμα, συνήθως γιατί μεγάλωσαν με την έλλειψή του».
Οι πολιτικοί απαξιώνονται, αλλά από την δική μου εμπειρία κρίνω ότι τείνουν να είναι φιλικοί και κοινωνικοί. Όταν κάποτε έπεσα τυχαία σε ένα δωμάτιο γεμάτο αριστερούς πολιτικούς από όλο τον κόσμο, πρόσεξα κάτι άλλο: Σχεδόν όλοι έδειχναν καλά. Είναι οι άνθρωποι που έχουν αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να μπαίνουν σε de facto διαγωνισμούς δημοτικότητας και να βλέπουν τα πρόσωπά τους μεγεθυμένα σε πόστερς.
Οι επαγγελματικές ταυτότητες αλλάζουν με τον χρόνο. Όταν μπήκα στην δημοσιογραφία πριν από 20 χρόνια, ήταν μεθυστικό επάγγελμα. Μετά ήρθε το Ιντερνέτ και απαιτούσε σχεδόν ασταμάτητο γράψιμο με μειωμένο μισθό. Σήμερα οι δημοσιογράφοι είναι μάλλον εργάτες και, όλο περισσότερο, γυναίκες (Ο ταχύτερος τρόπος για να κυριαρχηθεί από γυναίκες ένα επάγγελμα, είναι η μείωση των μισθών).
Το ακαδημαϊκό έργο κάποτε προσέλκυε ανθρώπους που τους άρεσαν οι ιδέες. Αλλά με την διολίσθηση της «καθολικής θεωρίας» και την πίεση για δημοσίευση ατελείωτων όγκων συγγραμμάτων, οι ακαδημαϊκοί σήμερα τείνουν να είναι σκληρά εργαζόμενοι τύποι, αποφασισμένοι να αφιερώσουν την ζωή τους σε μικροσκοπικές ιδιαιτερότητες (στην ολλανδική αργκό, αυτοί οι τύποι χαρακτηρίζονται «λάτρες μυρμηγκιών», που έχουν εμμονή με μικροσκοπικά πράγματα).
Κάποια άλλα επαγγέλματα τα καταστρέφει η τεχνολογία. Όταν ένας βιβλιοπώλης με ρώτησε να του αναφέρω το αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο, απάντησα ανοήτως «η Amazon» και απάντησε με μια κραυγή «γι ‘αυτό η δημοσιογραφία αντικαθίσταται από τις δημόσιες σχέσεις»
Τα θύματα αυτών των αλλαγών χάνουν τις επαγγελματικές τους ταυτότητες. Αυτό συμβαίνει στους περισσότερους διαφημιστές, για παράδειγμα, γύρω στην ηλικία των 40. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, η ιστορία που έχει ο καθένας για το ποιος είναι, ξαφνικά καταρρέει. Αυτός είναι ένας λόγος που οι άνεργοι τείνουν να είναι δυστυχισμένοι. Οποιαδήποτε ξαφνική αλλαγή στο εργασιακό στάτους φέρνει σύγχυση και σε οικογένεια και φίλους.
Εμείς στην μεσαία τάξη, ζούμε απλώς ό,τι έζησε η εργατική τάξη από την δεκαετία του 1970. Οι μεταλλωρύχοι και οι εργάτες στα εργοστάσια είχαν σκληρές, δυσάρεστες δουλειές, αλλά εκείνες οι δουλειές προσέδιδαν ταυτότητα, εν μέρει επειδή ακριβώς ήταν σκληρές. Σήμερα οι περισσότερες δουλειές της εργαζόμενης τάξης περιλαμβάνουν την παροχή υπηρεσιών: Σερβιτόροι, ταξιτζήδες, φύλαξη παιδιών ή ηλικιωμένων. Αλλά είναι δύσκολο να χτίσεις μια ταυτότητα από την παροχή υπηρεσιών.
Το χάσμα των τάξεων ξεχωρίζει τους ανθρώπους που επιλέγουν την δουλειά τους εκείνους που δεν την επιλέγουν. Οι σημερινοί νέοι κατά κανόνα δεν την επιλέγουν. Αν έχουν δουλειά, είναι συχνά στην παροχή υπηρεσιών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αυτοκαθοριστούν χωρίς το πλεονέκτημα της επαγγελματικής ταυτότητας.
Αρκετοί το κάνουν μέσω της κατανάλωσης: Είσαι ο Mac σου ή ο αγαπημένος σου καφές. Τα social media προσφέρουν άλλες στρατηγικές. Στο Twitter, έχεις 160 χαρακτήρες για να γράψεις την βιογραφία σου –στην ουσία να δηλώσεις την ταυτότητά σου. Οι νεώτεροι άνθρωποι συχνά αναφέρουν απλώς την αγαπημένη τους ομάδα ή μάρκα ή χρησιμοποιούν κάποιο εξυπνακίστικο tag.
Για πολλούς ανθρώπους, ο λογαριασμός τους στο Twitter ή η σελίδα τους στο Facebook είναι η ταυτότητά τους. Είναι ο χώρος όπου παρουσιάζουν τον εαυτό τους στον κόσμο. Αυτές οι ιστοσελίδες έχον απογειωθεί επειδή οι άλλες ταυτότητές μας έχουν αποδυναμωθεί –ή όπως το θέτει ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman, έχουν γίνει πιο «ρευστές».
Οι άνθρωποι κάποτε καθορίζονταν μέσα από την δουλειά, την θρησκεία, την πατρίδα και την οικογένειά τους. Όμως στους σημερινούς υλιστικούς, άνεργους, παγκοσμιοποιημένους καιρούς όπου όλο περισσότεροι από εμάς ζούμε μόνοι, δεν είμαστε πια σίγουροι για το ποιοι είμαστε.
Ελλάδα: Μια εργασιομανής χώρα
Οι Ελληνες δουλεύουν τις περισσότερες ώρες στην Ευρώπη και οι Γερμανοί τις λιγότερες. Τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτή τη χώρα;
Ο διάδρομος ήταν κιτρινωπός, οι πόρτες ήταν φτιαγμένες από ένα ψεύτικο ξύλο, το μωσαϊκό ήταν φθαρμένο. Το γκισέ ήταν μεγάλο και αυστηρό. Τα γραφεία από πίσω του σχετικά ατακτοποίητα. Μια καθημερινή μεσημέρι στο Τμήμα Πρωτοκόλλου ενός κεντρικού υπουργείου στο κέντρο της Αθήνας, σχεδόν μπορούσες να μυρίσεις την παραίτηση, το εργασιακό αδιέξοδο και τη γοητεία του μεσημεριανού σχολάσματος στον αέρα. Το κλίμα το καταλάβαινες και αν έβλεπες τα δελτία του Τζόκερ στοιβαγμένα στα περισσότερα γραφεία – μεγάλα πάκα με πρόχειρα αυτοκαταστρεφόμενα εισιτήρια ελπίδας μακριά από τη ρουτίνα.
Οι άνθρωποι δούλευαν μηχανικά, όλοι ήταν ευγενικοί – όχι ιδιαίτερα κινητικοί, αλλά τουλάχιστον ευγενικοί. Και όλοι σχετικά χαλαροί. Το χιλιοτραγουδισμένο ελληνικό Δημόσιο στις καλύτερες στιγμές του: λιγομίλητοι, εξυπηρετικοί τύποι με πετσοκομμένους μισθούς, συκοφαντημένοι, αλλά αδιάφοροι. Εγκλωβισμένοι στο σύστημα της μηχανικής, αλλά σε καμία περίπτωση κουραστικής εργασίας.
Στην ελληνική κοινωνία, που τόσο πολύ έχει αυτοκανιβαλιστεί, ενοχοποιηθεί, οργιστεί και γενικά έχει περάσει συμπλέγματα εκατοντάδων χρόνων συνεπτυγμένα σε μια πενταετία οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, αυτή η εικόνα των δημοσίων υπαλλήλων που ακόμη έχουν το δικαίωμα στη σιέστα, έχει ποινικοποιηθεί. Είναι η ίδια εικόνα που λίγα χρόνια νωρίτερα ήταν συνώνυμη του εργασιακού παραδείσου. Λογικό, με την ανεργία στο 27,6% κάθε χαλαρή εργασία πάνω από τον βασικό μισθό θεωρείται σκάνδαλο. Είναι όμως;
Ο βρετανός φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ δεν το θεωρούσε και τόσο. Σε ένα κείμενό του από το 1932 σχετικά με την απραξία, έγραψε πως όταν η κοινωνία καταφέρει να δομηθεί με καλύτερο τρόπο, τότε ο μέσος άνθρωπος θα χρειαζόταν να δουλεύει μόλις τέσσερις ώρες την ημέρα. Και κάπως έτσι «θα μπορούσε να αφιερωθεί στις απαραίτητες και στοιχειώδεις απολαύσεις της ζωής…». Και αν η φιλοσοφία των αρχών του 20ού αιώνα φαίνεται κάπως πολυτελής αναφορά για τις απαιτητικές μέρες μας, δύο χρόνια νωρίτερα, το 1930, ο οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς έγραφε πως «αν τα πράγματα εξελιχθούν σωστά, ίσως οι άνθρωποι να μη χρειαστεί να δουλεύουν περισσότερο από 15 ώρες την εβδομάδα μέχρι το 2030». Είναι άγνωστο τι θα γίνει στα επόμενα 17 χρόνια, αλλά μέχρι στιγμής τα πράγματα δεν εξελίσσονται σωστά.
Τα στοιχεία προέρχονται από τον ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) και εμφανίζονται σε άρθρο των – όχι και τόσο φίλων της εργασιακής οκνηρίας – «Financial Times». Στον πίνακα του σχετικού άρθρου με τον τίτλο «Get a Life», φιλοξενούνται οι ώρες εργασίας των ανθρώπων ανά χώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2012 η χώρα με τους πιο σκληρά εργαζόμενους στον κόσμο είναι η Κορέα με μέσο όρο 2.700 ώρες εργασίας μέσα στη χρονιά. Και η επόμενη; Η επόμενη είναι η Ελλάδα, με λίγο παραπάνω από 2.000 ώρες εργασίας τη χρονιά ανά εργαζόμενο. Ακολουθούν η Ουγγαρία, το Ισραήλ, η Τουρκία, οι ΗΠΑ και στον πάτο (ή καλύτερα στην κορυφή) της λίστας είναι κάποιες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά όπως η Ολλανδία, με τις λιγότερες ώρες εργασίας ανά χρονιά (1.300), η Νορβηγία (1.400 ώρες) και η αυστηρή κακή δασκάλα Γερμανία (1.300 ώρες).
Και τώρα η αντίφαση: Η Γερμανία μπορεί να μη δουλεύει πολύ, αλλά παράγει περίπου 70% περισσότερο από την Ελλάδα. Τι σημαίνει αυτό; Η λιγότερη δουλειά σημαίνει περισσότερη αποτελεσματικότητα ή η σωστή δουλειά οδηγεί σε περισσότερη παραγωγή; Και η επόμενη σημαντική ερώτηση είναι μήπως οι άνθρωποι που κερδίζουν περισσότερα έχουν λιγότερη όρεξη για δουλειά; Σύμφωνα με μια απλή επαγωγική έρευνα που έκανε ο Κόλιν Κάμερερ, ισχύει η λογική του οδηγού ταξί:
«Οταν οι μισθοί είναι υψηλοί, η αγορά κινείται και υπάρχουν χρήματα, οι οδηγοί ταξί που δουλεύουν με έναν συγκεκριμένο οικονομικό στόχο κάθε μέρα δουλεύουν λιγότερο καθώς συγκεντρώνουν το ποσό νωρίτερα. Οταν δεν υπάρχουν χρήματα στην αγορά, δουλεύουν εξοντωτικά για να τον πετύχουν…».
Μοιάζει λίγο με υπερβολή να αναζητεί κάποιος πιο σωστές συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα του 2013. Είναι η χώρα στην οποία όποιος ιδιωτικός υπάλληλος έχει ακόμη τη δουλειά του μοιάζει να απεμπολεί ο ίδιος το δικαίωμα στη λογική, αισθανόμενος προνομιούχος μόνο και μόνο για τη σταθερότητα του μισθού του. Ομως, αν θέλουμε στην πραγματικότητα ανάπτυξη και αναπτέρωση του ηθικού και λογική και τέλος πάντων ανατροπή όλης αυτής της «ευρωπαϊκής» ρητορικής περί ένοχης και ανίσχυρης Ελλάδας, καλό θα είναι να μην κατηγορούμε τόσο τους υπαλλήλους του υπουργείου, αυτούς που προανέφερα.
Δουλειά του κράτους και γενικότερα της καθεστηκυίας τάξης δεν είναι να κουνάει το δάχτυλο φωνάζοντας «είστε ένοχοι». Δουλειά του είναι είτε να τους μάθει να δουλεύουν παραγωγικά είτε να τους αναγνωρίσει το δικαίωμα στη σιέστα και στις υπόλοιπες στοιχειώδεις απολαύσεις της ζωής, που λένε και οι φιλόσοφοι.
«Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ δείχνουν να μην έχουν επηρεαστεί»
Η οικονομική ύφεση πλήττει ιδιαίτερα την μεσαία τάξη στην Ελλάδα υποστηρίζεται σε έρευνα που δημοσιεύει στα γερμανικά η ηλετρονική έκδοση του Spiegel Online, όπου, μεταξύ άλλων τονίζεται πως «ο φόβος και η οργή του κόσμου πηγάζει από το γεγονός ότι οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ δείχνουν να μην έχουν επηρεαστεί από την κρίση» τονίζεται στην έρευνα.
Στην έρευνα που έκαναν η Φραγκίσκα Μεγαλούδη και ο Στέλιος Παπαρδέλας αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Ηράκλειο 2013. Ο Γιώργος Κουτσογιάννης δεν έχει χρόνο για πολιτική. Είναι πολύ απασχολημένος προσπαθώντας να σώσει την οικογενειακή του επιχείρηση. Το εμπορικό του κατάστημα βρίσκεται σε μια από τις παλαιότερες οδούς του Ηρακλείου, πρωτεύουσα της Κρήτης. Άδεια μαγαζιά και άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για τροφή δεν είναι πλέον σπάνιο φαινόμενο για τον δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Και ο σαραντατριάχρονος πρέπει να δώσει τη δική του μάχη για να μην χρεοκοπήσει η επιχείρηση που κληρονόμησε από τον πατέρα του.
«Το πραγματικό πρόβλημα ξεκίνησε το 2010», διηγείται ο Κουτσογιάννης. «Τότε ο τζίρος μειώθηκε κατά 90%. Σε ένα καλό μήνα το μαγαζί αποφέρει 500 ευρώ, ενώ έχει πάγια μηνιαία έξοδα 1300 ευρώ. Δεν έχω τη δυνατότητα πια να πληρώνω τις εισφορές στο ασφαλιστικό μου ταμείο και δεν τις πληρώνω». Με τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά μετακόμισαν στο σπίτι της μητέρας του, ενώ έχουν μειώσει δραστικά τα έξοδα τους. Γάλα αγοράζουν μόνο σε προσφορά και δεν έχουν τη δυνατότητα για κάτι τόσο απλό, όπως ένα παγωτό για τα παιδιά. «Νιώθω», λέει, «σαν να γλίστρησε η ζωή μου μέσα από τα δάχτυλά μου».
Σαν τον Κουτσογιάννη είναι πολλοί, καθώς η οικονομική ύφεση διανύει τον έκτο χρόνο και η κρίση πλήττει τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα. Από το 2009, το εισόδημα έχει μειωθεί κατά 30% και ο αριθμός των φτωχών μέσα σε δύο χρόνια, απο το 2009 εως το 2011, αυξήθηκε κατα 200,000 αγγίζοντας τα 2,3 εκατομμύρια, σε ένα πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων. Το ένα τρίτο των ανθρώπων είναι άνεργοι.
Στην έρευνα τονίζεται πως αν κάποιος στην Ελλάδα θέλει να κατανοήσει τις αιτίες της σημερινής κρίσης, πρέπει να ανατρέξει στη δεκαετία του 70. Το τέλος της επτάχρονης δικτατορίας, τον Ιούλιο του 1974, καταγράφεται ως η πιο σημαντική ημερομηνία στη νεότερη ελληνική ιστορία. Τότε δημιουργήθηκαν νέες πολιτικές ελίτ που διεκδικούσαν σταθερή εκλογική βάση. Το κλειδί γι αυτό ήταν οι πελατειακές σχέσεις και ο λαϊκισμός.
Και συνεχίζει:
«Η πρώτη εκλεγμένη συντηρητική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή κρατικοποίησε τράπεζες, μέσα μεταφοράς και ναυπηγεία. Το αποτέλεσμα ήταν ένας δημόσιος τομέας στον οποίο έβρισκαν θέση οι κομματικοί φίλοι. Ο διάδοχος του Κ. Καραμανλή, ο σοσιαλιστής Ανδρέας Παπανδρέου συνέχισε την πελατειακή πολιτική από το 1981, ενώ παράλληλα είχε υποσχεθεί και ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Οι πολιτικοί μοίραζαν δώρα. «Παράλληλα υπήρχαν ήδη απο τις δεκαετίες του εβδομήντα και του ογδόντα πολλά προβλήματα: πληθωρισμός, δύο πετρελαϊκές κρίσεις, αποβιομηχάνιση. Οι οικονομικές ελίτ της χώρας στερέωσαν ένα σύστημα προβληματικό», λέει ο Ευστράτιος Τσοτσορός καθηγητής οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής μεταρρύθμισης στο Πάντειο πανεπιστήμιο. «Και το έκαναν αυτό εις βάρος της ανταγωνιστικότητας για να εξασφαλίσουν το προσωπικό τους όφελος».
Οι Έλληνες έγιναν πλουσιότεροι, αλλά αυτό είχε ελάχιστη σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας».
Όλα αυτά συνέβαιναν πολύ πριν την είσοδο στο ευρώ, που σηματοδοτεί και την υποτιθέμενη πτώση. Όταν εισήχθη το ενιαίο νόμισμα, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος εκτοξεύτηκαν. Ο δανεισμός στη δεκαετία του ενενήντα αυξήθηκε κατά μέσο όρο 4% του ΑΕΠ φτάνοντας πλέον το 10%. Το ευρώ έφερε την ψευδαίσθηση της ευημερίας, αλλά οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης ήταν στο πλαίσιο των αναποτελεσματικών πολιτικών που εφάρμοσαν οι πολιτικοί στη δεκαετία του εβδομήντα. Παρόλα αυτά η ανάπτυξη στην Ελλάδα είχε θεωρηθεί θετική. «Οι οικονομικές προοπτικές στην Ελλάδα φαίνονται καλές», έγραφαν οι Times το 2007.
Οικονομολόγοι και αναλυτές αισιοδοξούσαν ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μόλις στο τέλος της δεκαετίας του 2000 και όταν ξεκίνησε η κρίση, άρχισε και η κριτική για τον δήθεν πολυτελή τρόπο διαβίωσης των Ελλήνων.
«Ο φόβος και η οργή του κόσμου πηγάζει από το γεγονός ότι οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ δείχνουν να μην έχουν επηρεαστεί από την κρίση» τονίζεται στην έρευνα.
πηγή
Η μεσαία τάξη τέλος!
Reviewed by Unknown
on
00:30
Rating: