-Από την ινδοευρωπαϊκή θεωρία και την «εισβολή των Δωριέων» ως τον Μπροντέλ και τις κλιματικές αλλαγές που οδήγησαν στην παρακμή της παντοδυναμίας των Αχαιών.
Η ινδοευρωπαϊκή θεωρία που διαπότιζε τις σελίδες των σχολικών βιβλίων μας ήταν σαφής: Τα σφριγηλά ινδοευρωπαϊκά φύλα άφησαν τον 22ο αιώνα π.Χ. τις στέπες της Ουκρανίας και εισέβαλαν στη δυτικά του Ιστρου Ευρώπη και στη ΝΔ Ασία. Στην εμπροσθοφυλακή, οι Έλληνες - που χωρίζονται σε εκείνους που πήγαν στην Αρμενία και σε εκείνους που κατέβηκαν τη χερσόνησο του Αίμου -, οι Λούβιοι με τους Νασίλι που πήγαν στη Μ. Ασία (οι δεύτεροι μας είναι πιο γνωστοί ως Χιττίτες ή Χετταίοι, από το όνομα των αυτόχθονων Hatti που υποδούλωσαν), οι Κέλτες στη Δ. Ευρώπη, οι Πέρσες στη Μεσοποταμία και οι Άρειοι στο Αφγανιστάν και στην Ινδία. Μεταξύ των ελληνικών φύλων που έφθασαν ως τις ακτές του Αιγαίου ισχυρότεροι ήταν οι Αχαιοί, που έχτισαν μια σειρά καστροπόλεις σε όλη την Κεντρική και Νότια Ελλάδα, με ισχυρότερη τις Μυκήνες - εξ ου και Μυκηναίοι. Οπλισμένοι με θώρακες, ιππικό και άρματα, υπέταξαν γοργά τους ντόπιους και, εκμεταλλευόμενοι τις συνέπειες της έκρηξης στη Θήρα, σάρωσαν τους Μινωίτες στην Κρήτη, φθάνοντας αργότερα στα τείχη της Τροίας. Μετέπειτα υπέκυψαν κι αυτοί στον επόμενο ινδοευρωπαϊκό εισβολέα, τους επίσης Έλληνες Δωριείς, που έκαμψαν κάθε αντίσταση με τα σιδερένια - πλέον - όπλα τους.
Η «Συνομοσπονδία»
Όπως όμως είδαμε στα των Μινωιτών, η πραγματικότητα πρέπει να ήταν πολύ πιο σύνθετη. Κατ' αρχήν, οι Αιολοί ήταν εκείνοι που συγχωνεύθηκαν πρώτοι με τους αυτόχθονες του Αιγαίου και τους λοιπούς καταφθάνοντες Ινδοευρωπαίους (Λούβιους κυρίως) για να δώσουν το κράμα των Μινωιτών. Οι Αχαιοί βρήκαν μεν έδαφος για την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, αλλά υποχρεώθηκαν σύντομα να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία των πολιτισμικά ανώτερων Μινωιτών. Η ιστορία του Θησέα και του Μινώταυρου, ή εκείνη του Κάδμου, της Ευρώπης και τόσων άλλων γαλαζοαίματων της Εγγύς Ανατολής που μπόλιασαν τη μυθολογία των Ελλήνων, μόνον ως επακόλουθο μιας τέτοιας επιβολής της κοσμοκράτειρας Κρήτης εξηγούνται. Επίσης, η ανεύρεση τόσο κοντινών καστροπόλεων με βασιλικούς τάφους (Πύλος, Αμύκλες, Μυκήνες, Τίρυνθα, Ελευσίνα, Αθήνα, Βραυρώνα, Μαραθώνας, Θήβα, Δελφοί, Ορχομενός, Ιωλκός) εξηγούνται με μια «χαλαρή συνομοσπονδία βαρόνων» που ζούσαν αυτόνομοι ενόσω δεν διανοούνταν αμφισβήτηση της θαλασσοκράτειρας. Ο σπόρος της συνύπαρξης «πόλεων-κρατών», που οδήγησε αργότερα στη γέννηση της δημοκρατίας, είχε μπει από τα χρόνια της Μινωικής Ειρήνης.
Από την άλλη πλευρά, η έκρηξη της Θήρας ήταν το προοίμιο της πτώσης της Κρήτης και της τελικής υποταγής της στα πρώην προτεκτοράτα της. Η πρόσφατη χρονολόγηση της έκρηξης γύρω στο 1613 π.Χ. (+/- 13 χρόνια) ταιριάζει σχεδόν απόλυτα με την υποτιθέμενη έναρξη της μυκηναϊκής εισβολής γύρω στο 1635 π.Χ. Η... μεγαθυμία του μινωίτη βασιλιά Κατρέα να παντρέψει τις κόρες του Αερόπη και Κλυμένη με τους Αχαιούς Ναύπλιο και Πλεισθένη (πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου) εξηγείται τώρα ως διπλωματική προσπάθεια να κρατηθούν οι «βαρόνοι» μακριά από την τραυματισμένη Κρήτη. Τα πράγματα όμως είχαν πάρει τη νέα τροπή τους. Η μεταφορά του πόλου ισχύος έγινε και το αποδεικνύει η έναρξη δημιουργίας θολωτών τάφων για τους βασιλείς των Μυκηνών (από τον 16ο αιώνα π.Χ.), έστω και με το μινωικό DNA στα οστά τους.
Τα κυκλώπεια τείχη
Υπήρξε λοιπόν μια ώσμωση τεσσάρων αιώνων μεταξύ Μινωιτών και Μυκηναίων, πριν από την επικράτηση των τελευταίων. Μια ώσμωση που γίνεται πασιφανής στα τεχνουργήματα του μυκηναϊκού πολιτισμού, καθώς είναι πολλές φορές δυσδιάκριτη ακόμη και στους αρχαιολόγους η διαφορά. Ωστόσο υπήρξαν τομείς στους οποίους οι Μυκηναίοι μεγαλούργησαν μοναδικά, με πρώτο και καλύτερο - φυσικά - εκείνο των οχυρώσεων: Τα «κυκλώπεια τείχη» (14ος αιώνας π.Χ.) των Μυκηνών και της Τίρυνθας σαστίζουν ακόμη και σήμερα τον επισκέπτη, με την τέλεια συναρμογή ογκόλιθων πάχους ενός μέτρου. Το ύψος των τειχών έφθανε τα 12 μέτρα και ο πάχος τους τα 7,5! Αργότερα η λιθοτεχνία τους εξελίχθηκε και είδαμε τετραγωνισμένες πέτρες, τριγωνικές αψίδες (όπως η περίφημη Πύλη των Λεόντων ή εκείνη του θολωτού Τάφου του Ατρέα), είδαμε δρόμους αμαξιτούς με απορροές - κατάλληλους για άρματα - και γεφύρια πέτρινα. Από την ανάλυση των παλατιών οι αρχαιολόγοι και οι μηχανικοί συμπέραναν ότι οι Μυκηναίοι χρησιμοποιούσαν σκαλωσιές και μηχανές ύψους 8,5 μέτρων με αιωρούμενες λάμες, μέσω των οποίων κατόρθωναν τη διάτρηση της πέτρας. Επίσης, κατασκεύαζαν πηγάδια με περίτεχνες υπόγειες δεξαμενές για τα κάστρα τους και ήταν αυτοί που πρώτοι έσκαψαν υπόγεια δίκτυα μεταφοράς του λιωμένου χιονιού από τα βουνά στις πόλεις τους.
Η άλλη σπουδαία κληρονομιά των Μυκηναίων ήταν η γραφή. Έχοντας γνωρίσει τη μινωική Γραμμική Α, ανέπτυξαν τη δική τους - ξεκάθαρα ελληνική πλέον - Γραμμική Β. Η μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο μάς εξηγήθηκε από τον Στησίχορο «... τον Παλαμήδην λέγειν ευρηκέναι (τα γράμματα)» και τον Διόδωρο («Ο Παλαμήδης άφωνα και φωνούντας συλλαβάς τεθείς εξεύρον ανθρώποισι γράμματα ειδέναι»). Ο Παλαμήδης - θυμίζουμε - ήταν ο μέσω Ναυπλίου εγγονός του μινωίτη βασιλιά Κατρέα!
Βεβαίως οι Μυκηναίοι ως στρατοκράτες δεν χρησιμοποίησαν αρχικά τη γραφή για λογοτεχνία, αλλά για καταγραφή των προσόδων τους που αυξάνονταν αλματωδώς. Έχοντας ανοιχτό πλέον το πεδίο από τους Μινωίτες (ξεκαθάρισαν οριστικά μαζί τους το 1365 π.Χ.), ανέλαβαν τόσο το εμπόριο του Αιγαίου όσο και την επιθετική επέκταση προς Ανατολάς. Τα θησαυροφυλάκιά τους γέμισαν γοργά με χρυσό και πολύτιμους λίθους. Οι αρματωσιές τους γίνονταν όλο και πιο περίτεχνες - οι ολόσωμες πανοπλίες τους προηγήθηκαν κατά 2.500 χρόνια εκείνων του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα - και τα σπαθιά τους έγιναν πραγματικά κομψοτεχνήματα. Στόλισαν τα ανάκτορά τους με επικές τοιχογραφίες - όχι πια ειρηνικές σκηνές μινωικού τύπου - και... υιοθέτησαν τις μινωικές μπανιέρες. Αυτή την εποχή, όπως μας αποκαλύπτουν νεότερα ευρήματα, επεκτάθηκαν προς τον Βορρά, χτίζοντας πόλεις ελέγχου του εμπορίου ως τον Δούναβη (οι Ηρακλειδείς της μυθολογίας). Ο λόγος μπορεί να ήταν «ο δρόμος του ήλεκτρου» προς τη Βαλτική, αλλά το πιθανότερο ήταν η πρόσβαση στα μεταλλεία χρυσού της Χαλκιδικής και σιδήρου των Καρπαθίων.
Οι Χετταίοι και η «Ιλιάδα»
Εν τω μεταξύ στη Μ. Ασία οι Χετταίοι επεκτείνονταν προς τα δυτικά. Μεταξύ του 1420 και του 1400 π.Χ. ο βασιλιάς τους Τουντχαλίγια Ι κατατρόπωσε μια συνομοσπονδία 22 λουβικών πόλεων και υποχρέωσε την Τροία της περιοχής Ιλιον που ήλεγχε τα Δαρδανέλια (Taruwisa και Wilusa στη γλώσσα τους) να δηλώσει υποταγή. Την ίδια τύχη είχε το 1315 και το 1250 π.Χ. η αποικία των Αχαιών Μίλητος. Οντες κορυφαίοι διπλωμάτες, οι Χετταίοι φρόντισαν να αποκαταστήσουν σύντομα τις σχέσεις τους με τους «Ahhiyawa» (Αχαιούς):
Μεταξύ των ετών 1250 και 1230 π.Χ. η Θήβα καταστράφηκε - κατά τον πόλεμο των Επιγόνων - και οι Μυκήνες απέκτησαν οριστικά την πρωτοκαθεδρία στον ελλαδικό χώρο. Με το εμπόριο του Πόντου στα χέρια της Τροίας, τα μεταλλεία κασσίτερου του Ταύρου στα χέρια των Χετταίων και εκείνα του χαλκού της Κύπρου στα χέρια των Ανθρώπων της Θάλασσας (φυγάδες Μινωίτες, Φιλισταίοι, Σαρδηνοί και Σικελοί πειρατές) η εκστρατεία προς Ανατολάς ήταν προδιαγεγραμμένη. Όπως γνωρίζουμε από τον Όμηρο, οι Μυκηναίοι συγκέντρωσαν μια τεράστια για την εποχή τους δύναμη (1.000 πλοία και 100.000 άνδρες) για να πάρουν την πόλη-«κλειδί» στο πέρασμα προς τη Μ. Ασία και τον Εύξεινο Πόντο. Έπειτα από δεκαετή περιπέτεια οι Αχαιοί νίκησαν τους Τρώες και τις ενισχύσεις που τους έστειλαν οι Χετταίοι (γύρω στο 1210 π.Χ.), δημιουργώντας το μεγαλύτερο έπος όλων των εποχών, την «Ιλιάδα».
Λογικά, είχαν πλέον τον δρόμο ανοιχτό για τη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας. Αυτό όμως που συνέβη ήταν ένα ιστορικό ανεξήγητο: Μυκηναίοι, Χετταίοι και τα βασίλεια της Μεσοποταμίας... κατέρρευσαν όλοι! Οι Αιγύπτιοι γλίτωσαν με κόπο, παλεύοντας για χρόνια με τους Λίβυους και τους Λαούς της Θάλασσας. Στην Ελλάδα, ένας φοβερός σεισμός κλόνισε συθέμελα τις καστροπόλεις, το 1200 π.Χ. Οι ίδιοι οι Μυκηναίοι διαλύθηκαν στα επόμενα 150 χρόνια από τους Δωριείς, που είχαν κατεβεί από τη Μακεδονία στη Δωρίδα (εκεί πήραν το νέο τους όνομα), για να περάσουν από τη Ναύπακτο στην Πελοπόννησο και να αλώσουν τα κάστρα διά πυρός και σιδήρου. Δεν μπόρεσαν - λέει - να αντισταθούν οι Μυκηναίοι στα σιδερένια σπαθιά των Δωριέων, που έσκιζαν τις χάλκινες πανοπλίες τους με ευκολία. Για τα επόμενα 400 χρόνια (σημαδιακός αυτός ο αριθμός στην ιστορία μας) η Ελλάδα βυθίστηκε σε έναν μεσαίωνα αγραμματοσύνης και βαρβαρότητας. Ηταν όμως τόσο τραγικά απλό;
Το μυστικό της κατάρρευσης
Η πρώτη αντίρρηση στην κλασική θεωρία «εισβολής των Δωριέων» προήλθε από τους επιστήμονες της μεταλλουργίας: Η κατεργασία του σιδήρου δεν εισήχθη από τον Βορρά αλλά από την Ανατολή. Οι πρώτοι που επισταμένως χύτευσαν σιδηρομετάλλευμα σε μεγάλη κλίμακα ήταν οι Xatti, ανατολικά της σημερινής Αγκυρας, και ίσως γι' αυτό έγιναν ο στόχος των Nasili (Χιττητών-Χετταίων). Αλλά ο χυτοσίδηρος είναι εύθραυστος και αξιόπιστα σιδερένια σπαθιά δεν παρήχθησαν παρά μόνο λίγο πριν από το 1200 π.Χ. (ακριβώς λίγο πριν από την κατάρρευση των Χετταίων). Επομένως οι Δωριείς, αν και ζούσαν αρχικά σε περιοχές πλούσιες σε κοιτάσματα σιδήρου, δεν μπορεί να εισέβαλαν στην Πελοπόννησο εξοπλισμένοι με τόσο καλής ποιότητας όπλα. Αν μη τι άλλο, οι οργανωμένοι και πλούσιοι Μυκηναίοι πρέπει να είχαν την ίδια ή και μεγαλύτερη πρόσβαση σε αυτά. Η πραγματική επανάσταση στην κατεργασία του σιδήρου, με την εμβάπτισή του και τη σφυρηλάτηση αλλεπάλληλων λεπίδων, δεν ήλθε πριν από το 1100 π.Χ.
Η άλλη μεγάλη εναντίωση προήλθε από τον εξυπνότερο ίσως ιστορικό του 20ού αιώνα, τον Γάλλο Μπροντέλ (Braudel), στη δεκαετία του '60. Στο εξαίρετο βιβλίο του «The Mediterranean in the ancient world» διετύπωνε τη θεωρία ότι η κατάρρευση εντός 30 ετών τόσων ισχυρών βασιλείων ήταν αποτέλεσμα όχι της «εισβολής βαρβάρων» αλλά... κλιματικής αλλαγής! Μια παρατεταμένη ξηρασία, σε συνδυασμό με τους σεισμούς, έφερε λιμό, μετανάστευση και διάλυση των εν λόγω κοινωνιών. Η νέα αυτή θεωρία εξετάστηκε εξονυχιστικά τα επόμενα χρόνια και μόλις πρόπερσι (με τη δημοσίευση των Ελίζαμπεθ Γκρέφραθ, Μιχάλη Λιγνού και Ντέιβιντ Λούκερο, του Πανεπιστημίου Κολούμπια, στο «Science and Society» - V1003, Fall 2005) δικαιώθηκε. Οι μακρινοί πρόγονοί μας υπέκυψαν στις καταστροφές που τους επεφύλαξε μια αλλαγή του κλίματος ανάλογη με αυτή που μόλις τώρα έχει αρχίσει να εκδηλώνεται και για μας!
Οι Ετρούσκοι και η «δικαίωση» του Ηροδότου
Ακριβώς στα χρόνια που διαλύονται οι Μυκηναίοι, το 968 π.Χ. συγκεκριμένα, ένας νέος λαός κάνει την εμφάνισή του στην Ιστορία. Είναι οι Ετρούσκοι, που καταλαμβάνουν τη σημερινή Ούμπρια της Ιταλίας. Οταν οι απόγονοι των Τρώων, οι μετέπειτα Ρωμαίοι, έφθασαν στην περιοχή, τους βρήκαν να ακμάζουν, με προηγμένο πολιτισμό. Αρχικά δεν γνώριζαν τη γραφή, αλλά την έμαθαν από τους γείτονές τους έλληνες αποίκους της Κύμης και διαμόρφωσαν μια «καλλιγραφική» παραλλαγή της που οδήγησε στο λατινικό αλφάβητο. Οι πρώτες ετρουσκικές επιγραφές χρονολογούνται από το 750 π.Χ.
Το από πού είχε έλθει αυτός ο λαός παρέμενε αίνιγμα. Δεν θα ήταν αν οι αρχαιολόγοι είχαν πιστέψει τον παππού Ηρόδοτο που έγραψε ότι προέρχονταν από την περιοχή της Λυδίας στη Μικρά Ασία, απ' όπου μετακινήθηκε ένα μεγάλο μέρος τους με σκοπό τον αποικισμό, σε μια περίοδο όπου κρίθηκε απόλυτα αναγκαίο λόγω λιμού. Κινήθηκαν με πλοία που κατασκεύασαν στην περιοχή της Σμύρνης, για να καταλήξουν ύστερα από πολλές περιπέτειες στην περιοχή Ούμπρια της Ιταλίας. Στην αναζήτηση αυτή για νέα αποικία ηγήθηκε ο γιος του βασιλέα των Λυδών Τυρρηνός, ο οποίος έδωσε αρχικά το όνομά του στον λαό της καινούργιας αποικίας. Επίσης ο ιστορικός Ελλάνικος του 5ου π.Χ. αιώνα, από τη Λέσβο, ανέφερε ότι μια ομάδα Πελασγών έφθασε στην Ιταλία και άλλαξε το όνομά της σε «Τυρρηνοί». Ωστόσο ο Ηρόδοτος και ο Ελλάνικος κρίθηκαν αναξιόπιστοι και οι επιστήμονες συνέχισαν να ψάχνουν σε βόρειες καταβολές ή σε αυτόχθονες. Το θέμα περιεπλάκη με την ανακάλυψη ετρουσκικής (σχεδόν) επιγραφής, το 1885, στη... Λήμνο. Βρέθηκε σε τάφο πολεμιστή (του 6ου αιώνα π.Χ.), ο οποίος είχε ταφεί, αφού προηγουμένως είχε καεί, μαζί με κεραμικά και όπλα που έμοιαζαν μινωικά.
Εφέτος, τον Ιούλιο, στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ανθρώπινης Γενετικής (European Society of Human Genetics) ανακοινώθηκε η λύση του μυστηρίου, που δικαίωνε θριαμβευτικά τον Ηρόδοτο: Επειτα από συγκριτική μελέτη του DNA κατοίκων της Ούμπρια, της Σαρδηνίας, της Σικελίας, των Νότιων Βαλκανίων, της Λήμνου και της Μ. Ασίας, ο καθηγητής Αλμπέρτο Πιάτσα (Alberto Piazza) του Πανεπιστημίου του Τουρίνου δήλωσε με βεβαιότητα ότι οι Ετρούσκοι ήταν μετανάστες από την περιοχή της αρχαίας Λυδίας! Οι ασπίδες του Αχιλλέα και του Αίαντα
Το θέμα της στρατιωτικής τεχνολογίας των Αχαιών - και δη των Μυκηναίων - απασχολεί τους μελετητές από την εποχή που ο Σλήμαν ξέθαψε τα ερείπια των Μυκηνών και της Τροίας. Οι περιγραφές του Ομήρου εξάπτουν τη φαντασία και έχουν οδηγήσει ορισμένους σε εντοπισμό ακόμη και... εξωγήινων τεχνολογιών! Πολύ πιο προσγειωμένα και επιστημονικά, το Τμήμα Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών βάλθηκε να αναλύσει, προσομοιώσει και δοκιμάσει τα πιο «θαυματουργά» πολεμικά εξαρτήματα της «Ιλιάδας»: Τις ασπίδες του Αχιλλέα και του Αίαντα.
Όπως εξήγησε στη δημοσιευμένη εργασία «Αμυντικά όπλα στον Όμηρο» ο καθηγητής Σ. Παϊπέτης, «το εκπληκτικό είναι ότι η ιδέα της πολύστρωτης κατασκευής συναντάται για πρώτη φορά στην "Ιλιάδα", στις ασπίδες του Αχιλλέα και του Αίαντα, και μάλιστα με τέτοιες κατασκευαστικές λεπτομέρειες που επιτρέπουν την ανακατασκευή και τη μελέτη τους είτε αριθμητικά με προσομοίωση μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών είτε πειραματικά, και τελικά την επιβεβαίωση της συμπεριφοράς τους στη μάχη, όπως περιγράφεται από τον Ομηρο, με πολύ μεγάλη ακρίβεια». Τι σημαίνει πολύστρωτη κατασκευή; Ότι η ασπίδα του Αχιλλέα αποτελούταν από πέντε συνολικά επάλληλα μεταλλικά ελάσματα, και μάλιστα με πολύ διαφορετικές μηχανικές ιδιότητες. Συγκεκριμένα, η ασπίδα είχε δύο εξωτερικά ελάσματα σκληρού ορειχάλκου, δύο εσωτερικά από κασσίτερο και ένα μεσαίο από καθαρό (μαλακό) χρυσό. Η κατασκευή αυτή εμφανίζει μέγιστη αντίσταση σε διάτρηση, όπως αποδεικνύεται με την πλήρη αριθμητική προσομοίωση της ελαστοπλαστικής της συμπεριφοράς για μεγάλες παραμορφώσεις, σε περίπτωση που κρούεται από την αιχμή ενός διατρητικού στοιχείου, βέλους ή δόρατος.
Η μοναδική αυτή λεπτομερής περιγραφή, που περιλαμβάνει και τη συμπεριφορά του όπλου στη μάχη, είναι επίσης η πρώτη γνωστή εφαρμογή πολύστρωτων κατασκευών στην ανθρώπινη ιστορία. Η ανάλυση και η παραμετρική μελέτη του προβλήματος, με τη χρήση σύγχρονων θεωριών της μηχανικής των συνεχών μέσων και σύγχρονων υπολογιστικών εργαλείων και κωδίκων ηλεκτρονικών υπολογιστών, επιβεβαίωσαν με εκπληκτική ακρίβεια τις περαιτέρω ομηρικές περιγραφές, που αφορούν τη συμπεριφορά της ασπίδας στη μάχη και αποκάλυψαν σημαντικά στοιχεία ύπαρξης προηγμένης τεχνολογίας την εποχή εκείνη, μεταμφιεσμένη ως θαυματουργή δύναμη των θεών.
Συνοψίζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης, ο κ. Παϊπέτης κατέγραψε τα εξής: «(α) Η ασπίδα απετελείτο από μια συγκεκριμένη διαδοχή στρώσεων από υλικά με πολύ διαφορετικές μηχανικές ιδιότητες, από τα οποία το ισχυρότερο ήταν ο σκληρός ορείχαλκος. (β) Ο συνδυασμός των υλικών αυτών, με τον τρόπο που περιγράφεται στην "Ιλιάδα", δεν επέτρεψε στο δόρυ του Έκτορα να τη διατρήσει, καθώς αυτό στη μία περίπτωση αποκρούστηκε-αναπήδησε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ στην άλλη μπόρεσε να διατρήσει μόνο τα δύο πρώτα στρώματα (ορείχαλκου - κασσίτερου) και στη συνέχεια σταμάτησε στο στρώμα χρυσού. (γ) Αν οι στρώσεις της κατασκευής απετελούντο μόνο από τον σκληρό ορείχαλκο και υπό τις ίδιες συνθήκες κρούσης, η ασπίδα θα διετρύετο.
Το γεγονος αυτό οφείλεται στην τελείως διαφορετική συμπεριφορά των υλικών υπό στατική και δυναμική φόρτιση. Το πρόβλημα μιας αμυντικής διάταξης, όπως η ασπίδα, είναι να κατορθώσει να καταστρέψει την κινητική ενέργεια του ταχέως κινούμενου βλητικού στοιχείου (να τη μεταβάλει δηλαδή σε θερμότητα) και όχι απλά να αντέξει την επιβολή ενός μεγάλου στατικού φορτίου.
Την ικανότητα αυτή δεν την έχει από μόνος του ο σκληρός ορείχαλκος, ο οποίος και ελάχιστα παραμορφώνεται σε σχέση με τα άλλα υλικά και μικρή ικανότητα απόσβεσης έχει. Αντίθετα, ο κασσίτερος αλλά και κυρίως ο μαλακός (καθαρός) χρυσός, καθώς παραμορφώνονται πλαστικά προκαλούν απόσβεση της κίνησης καταστρέφοντας την κινητική ενέργεια του δόρατος. Επιπλέον η πολύστρωτη κατασκευή συμβάλλει με κάποιο ποσοστό απόσβεσης λόγω τριβής μεταξύ των στρώσεων, που όμως δεν είναι ο κύριος μηχανισμός απόσβεσης στην παρούσα περίπτωση.
Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώνεται η υπόθεση ότι ο κατασκευαστής της ασπίδας είχε εξαιρετικά βαθιά γνώση των δυναμικών-μηχανικών ιδιοτήτων των πολύστρωτων σύνθετων κατασκευών, δηλαδή στοιχείων που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη σύγχρονη τεχνολογία».
Αντίστοιχες εκπλήξεις επεφύλασσε και η μελέτη της «μη θεϊκής» ασπίδας του Αίαντα. Ως γνωστόν, ο Αίας - γιος του Τελαμώνα, βασιλιά της Σαλαμίνας - μονομάχησε με τον Εκτορα και έσωσε το σώμα του Αχιλλέα από τα χέρια των Τρώων. Σύμφωνα με την ομηρική περιγραφή, η ασπίδα του αντιστοιχεί επίσης σε μια πολύστρωτη κατασκευή, αποτελούμενη από οκτώ συνολικά επάλληλες στρώσεις. Συγκεκριμένα, από ένα εξωτερικό έλασμα από σκληρό ορείχαλκο και επτά στρώσεις βόειου δέρματος κάτω από αυτήν.
Οι ερευνητές της Πάτρας κατασκεύασαν μια σειρά δοκίμια για να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους σε τρώση από αεροβόλο βλήμα αντίστοιχο σε ισχύ με το χτύπημα του δόρατος του Εκτορα. Τι διεπίστωσαν; Οτι το δοκίμιο που αντιστοιχούσε επακριβώς στην περιγραφή της ασπίδας του Αίαντα ήταν αυτό που σταμάτησε τελικά το βλήμα (αιχμή δόρατος). Οπως σημείωσαν, «η κινητική ενέργεια του βλήματος, στην περίπτωση αυτή, απορροφάται από την τριβή μεταξύ των στρώσεων, που ενεργεί αποτελεσματικά με επαρκή παραμόρφωση και που εμφανίζεται με αριθμό στρώσεων ίσο ή μεγαλύτερο του επτά. Αφετέρου, μια πολυωνυμική παρεμβολή στα πειραματικά αποτελέσματα δείχνει ότι για περισσότερες στρώσεις δέρματος πιθανώς η διάμετρος των οπών τείνει σε μια σταθερή τιμή. Αυτό αποδεικνύει ίσως ότι η διαμόρφωση που περιγράφεται στην "Ιλιάδα" παρέχει όχι μόνο τη μέγιστη αντίσταση σε διείσδυση αλλά είναι επίσης μια βέλτιστη λύση». Και πάλι λοιπόν «τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν ότι ο κατασκευαστής της ασπίδας - όχι πια ο θεός Ηφαιστος, αλλά ο Τυχίος, ένας απλός σκυτοτόμος - είχε επίσης βαθιά γνώση των δυναμικών-μηχανικών ιδιοτήτων των πολύστρωτων σύνθετων κατασκευών, δηλαδή πολύτιμων στοιχείων για τη σύγχρονη τεχνολογία».
Η ινδοευρωπαϊκή θεωρία που διαπότιζε τις σελίδες των σχολικών βιβλίων μας ήταν σαφής: Τα σφριγηλά ινδοευρωπαϊκά φύλα άφησαν τον 22ο αιώνα π.Χ. τις στέπες της Ουκρανίας και εισέβαλαν στη δυτικά του Ιστρου Ευρώπη και στη ΝΔ Ασία. Στην εμπροσθοφυλακή, οι Έλληνες - που χωρίζονται σε εκείνους που πήγαν στην Αρμενία και σε εκείνους που κατέβηκαν τη χερσόνησο του Αίμου -, οι Λούβιοι με τους Νασίλι που πήγαν στη Μ. Ασία (οι δεύτεροι μας είναι πιο γνωστοί ως Χιττίτες ή Χετταίοι, από το όνομα των αυτόχθονων Hatti που υποδούλωσαν), οι Κέλτες στη Δ. Ευρώπη, οι Πέρσες στη Μεσοποταμία και οι Άρειοι στο Αφγανιστάν και στην Ινδία. Μεταξύ των ελληνικών φύλων που έφθασαν ως τις ακτές του Αιγαίου ισχυρότεροι ήταν οι Αχαιοί, που έχτισαν μια σειρά καστροπόλεις σε όλη την Κεντρική και Νότια Ελλάδα, με ισχυρότερη τις Μυκήνες - εξ ου και Μυκηναίοι. Οπλισμένοι με θώρακες, ιππικό και άρματα, υπέταξαν γοργά τους ντόπιους και, εκμεταλλευόμενοι τις συνέπειες της έκρηξης στη Θήρα, σάρωσαν τους Μινωίτες στην Κρήτη, φθάνοντας αργότερα στα τείχη της Τροίας. Μετέπειτα υπέκυψαν κι αυτοί στον επόμενο ινδοευρωπαϊκό εισβολέα, τους επίσης Έλληνες Δωριείς, που έκαμψαν κάθε αντίσταση με τα σιδερένια - πλέον - όπλα τους.
Η «Συνομοσπονδία»
Όπως όμως είδαμε στα των Μινωιτών, η πραγματικότητα πρέπει να ήταν πολύ πιο σύνθετη. Κατ' αρχήν, οι Αιολοί ήταν εκείνοι που συγχωνεύθηκαν πρώτοι με τους αυτόχθονες του Αιγαίου και τους λοιπούς καταφθάνοντες Ινδοευρωπαίους (Λούβιους κυρίως) για να δώσουν το κράμα των Μινωιτών. Οι Αχαιοί βρήκαν μεν έδαφος για την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, αλλά υποχρεώθηκαν σύντομα να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία των πολιτισμικά ανώτερων Μινωιτών. Η ιστορία του Θησέα και του Μινώταυρου, ή εκείνη του Κάδμου, της Ευρώπης και τόσων άλλων γαλαζοαίματων της Εγγύς Ανατολής που μπόλιασαν τη μυθολογία των Ελλήνων, μόνον ως επακόλουθο μιας τέτοιας επιβολής της κοσμοκράτειρας Κρήτης εξηγούνται. Επίσης, η ανεύρεση τόσο κοντινών καστροπόλεων με βασιλικούς τάφους (Πύλος, Αμύκλες, Μυκήνες, Τίρυνθα, Ελευσίνα, Αθήνα, Βραυρώνα, Μαραθώνας, Θήβα, Δελφοί, Ορχομενός, Ιωλκός) εξηγούνται με μια «χαλαρή συνομοσπονδία βαρόνων» που ζούσαν αυτόνομοι ενόσω δεν διανοούνταν αμφισβήτηση της θαλασσοκράτειρας. Ο σπόρος της συνύπαρξης «πόλεων-κρατών», που οδήγησε αργότερα στη γέννηση της δημοκρατίας, είχε μπει από τα χρόνια της Μινωικής Ειρήνης.
Από την άλλη πλευρά, η έκρηξη της Θήρας ήταν το προοίμιο της πτώσης της Κρήτης και της τελικής υποταγής της στα πρώην προτεκτοράτα της. Η πρόσφατη χρονολόγηση της έκρηξης γύρω στο 1613 π.Χ. (+/- 13 χρόνια) ταιριάζει σχεδόν απόλυτα με την υποτιθέμενη έναρξη της μυκηναϊκής εισβολής γύρω στο 1635 π.Χ. Η... μεγαθυμία του μινωίτη βασιλιά Κατρέα να παντρέψει τις κόρες του Αερόπη και Κλυμένη με τους Αχαιούς Ναύπλιο και Πλεισθένη (πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου) εξηγείται τώρα ως διπλωματική προσπάθεια να κρατηθούν οι «βαρόνοι» μακριά από την τραυματισμένη Κρήτη. Τα πράγματα όμως είχαν πάρει τη νέα τροπή τους. Η μεταφορά του πόλου ισχύος έγινε και το αποδεικνύει η έναρξη δημιουργίας θολωτών τάφων για τους βασιλείς των Μυκηνών (από τον 16ο αιώνα π.Χ.), έστω και με το μινωικό DNA στα οστά τους.
Τα κυκλώπεια τείχη
Υπήρξε λοιπόν μια ώσμωση τεσσάρων αιώνων μεταξύ Μινωιτών και Μυκηναίων, πριν από την επικράτηση των τελευταίων. Μια ώσμωση που γίνεται πασιφανής στα τεχνουργήματα του μυκηναϊκού πολιτισμού, καθώς είναι πολλές φορές δυσδιάκριτη ακόμη και στους αρχαιολόγους η διαφορά. Ωστόσο υπήρξαν τομείς στους οποίους οι Μυκηναίοι μεγαλούργησαν μοναδικά, με πρώτο και καλύτερο - φυσικά - εκείνο των οχυρώσεων: Τα «κυκλώπεια τείχη» (14ος αιώνας π.Χ.) των Μυκηνών και της Τίρυνθας σαστίζουν ακόμη και σήμερα τον επισκέπτη, με την τέλεια συναρμογή ογκόλιθων πάχους ενός μέτρου. Το ύψος των τειχών έφθανε τα 12 μέτρα και ο πάχος τους τα 7,5! Αργότερα η λιθοτεχνία τους εξελίχθηκε και είδαμε τετραγωνισμένες πέτρες, τριγωνικές αψίδες (όπως η περίφημη Πύλη των Λεόντων ή εκείνη του θολωτού Τάφου του Ατρέα), είδαμε δρόμους αμαξιτούς με απορροές - κατάλληλους για άρματα - και γεφύρια πέτρινα. Από την ανάλυση των παλατιών οι αρχαιολόγοι και οι μηχανικοί συμπέραναν ότι οι Μυκηναίοι χρησιμοποιούσαν σκαλωσιές και μηχανές ύψους 8,5 μέτρων με αιωρούμενες λάμες, μέσω των οποίων κατόρθωναν τη διάτρηση της πέτρας. Επίσης, κατασκεύαζαν πηγάδια με περίτεχνες υπόγειες δεξαμενές για τα κάστρα τους και ήταν αυτοί που πρώτοι έσκαψαν υπόγεια δίκτυα μεταφοράς του λιωμένου χιονιού από τα βουνά στις πόλεις τους.
Η άλλη σπουδαία κληρονομιά των Μυκηναίων ήταν η γραφή. Έχοντας γνωρίσει τη μινωική Γραμμική Α, ανέπτυξαν τη δική τους - ξεκάθαρα ελληνική πλέον - Γραμμική Β. Η μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο μάς εξηγήθηκε από τον Στησίχορο «... τον Παλαμήδην λέγειν ευρηκέναι (τα γράμματα)» και τον Διόδωρο («Ο Παλαμήδης άφωνα και φωνούντας συλλαβάς τεθείς εξεύρον ανθρώποισι γράμματα ειδέναι»). Ο Παλαμήδης - θυμίζουμε - ήταν ο μέσω Ναυπλίου εγγονός του μινωίτη βασιλιά Κατρέα!
Βεβαίως οι Μυκηναίοι ως στρατοκράτες δεν χρησιμοποίησαν αρχικά τη γραφή για λογοτεχνία, αλλά για καταγραφή των προσόδων τους που αυξάνονταν αλματωδώς. Έχοντας ανοιχτό πλέον το πεδίο από τους Μινωίτες (ξεκαθάρισαν οριστικά μαζί τους το 1365 π.Χ.), ανέλαβαν τόσο το εμπόριο του Αιγαίου όσο και την επιθετική επέκταση προς Ανατολάς. Τα θησαυροφυλάκιά τους γέμισαν γοργά με χρυσό και πολύτιμους λίθους. Οι αρματωσιές τους γίνονταν όλο και πιο περίτεχνες - οι ολόσωμες πανοπλίες τους προηγήθηκαν κατά 2.500 χρόνια εκείνων του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα - και τα σπαθιά τους έγιναν πραγματικά κομψοτεχνήματα. Στόλισαν τα ανάκτορά τους με επικές τοιχογραφίες - όχι πια ειρηνικές σκηνές μινωικού τύπου - και... υιοθέτησαν τις μινωικές μπανιέρες. Αυτή την εποχή, όπως μας αποκαλύπτουν νεότερα ευρήματα, επεκτάθηκαν προς τον Βορρά, χτίζοντας πόλεις ελέγχου του εμπορίου ως τον Δούναβη (οι Ηρακλειδείς της μυθολογίας). Ο λόγος μπορεί να ήταν «ο δρόμος του ήλεκτρου» προς τη Βαλτική, αλλά το πιθανότερο ήταν η πρόσβαση στα μεταλλεία χρυσού της Χαλκιδικής και σιδήρου των Καρπαθίων.
Οι Χετταίοι και η «Ιλιάδα»
Εν τω μεταξύ στη Μ. Ασία οι Χετταίοι επεκτείνονταν προς τα δυτικά. Μεταξύ του 1420 και του 1400 π.Χ. ο βασιλιάς τους Τουντχαλίγια Ι κατατρόπωσε μια συνομοσπονδία 22 λουβικών πόλεων και υποχρέωσε την Τροία της περιοχής Ιλιον που ήλεγχε τα Δαρδανέλια (Taruwisa και Wilusa στη γλώσσα τους) να δηλώσει υποταγή. Την ίδια τύχη είχε το 1315 και το 1250 π.Χ. η αποικία των Αχαιών Μίλητος. Οντες κορυφαίοι διπλωμάτες, οι Χετταίοι φρόντισαν να αποκαταστήσουν σύντομα τις σχέσεις τους με τους «Ahhiyawa» (Αχαιούς):
Μεταξύ των ετών 1250 και 1230 π.Χ. η Θήβα καταστράφηκε - κατά τον πόλεμο των Επιγόνων - και οι Μυκήνες απέκτησαν οριστικά την πρωτοκαθεδρία στον ελλαδικό χώρο. Με το εμπόριο του Πόντου στα χέρια της Τροίας, τα μεταλλεία κασσίτερου του Ταύρου στα χέρια των Χετταίων και εκείνα του χαλκού της Κύπρου στα χέρια των Ανθρώπων της Θάλασσας (φυγάδες Μινωίτες, Φιλισταίοι, Σαρδηνοί και Σικελοί πειρατές) η εκστρατεία προς Ανατολάς ήταν προδιαγεγραμμένη. Όπως γνωρίζουμε από τον Όμηρο, οι Μυκηναίοι συγκέντρωσαν μια τεράστια για την εποχή τους δύναμη (1.000 πλοία και 100.000 άνδρες) για να πάρουν την πόλη-«κλειδί» στο πέρασμα προς τη Μ. Ασία και τον Εύξεινο Πόντο. Έπειτα από δεκαετή περιπέτεια οι Αχαιοί νίκησαν τους Τρώες και τις ενισχύσεις που τους έστειλαν οι Χετταίοι (γύρω στο 1210 π.Χ.), δημιουργώντας το μεγαλύτερο έπος όλων των εποχών, την «Ιλιάδα».
Λογικά, είχαν πλέον τον δρόμο ανοιχτό για τη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας. Αυτό όμως που συνέβη ήταν ένα ιστορικό ανεξήγητο: Μυκηναίοι, Χετταίοι και τα βασίλεια της Μεσοποταμίας... κατέρρευσαν όλοι! Οι Αιγύπτιοι γλίτωσαν με κόπο, παλεύοντας για χρόνια με τους Λίβυους και τους Λαούς της Θάλασσας. Στην Ελλάδα, ένας φοβερός σεισμός κλόνισε συθέμελα τις καστροπόλεις, το 1200 π.Χ. Οι ίδιοι οι Μυκηναίοι διαλύθηκαν στα επόμενα 150 χρόνια από τους Δωριείς, που είχαν κατεβεί από τη Μακεδονία στη Δωρίδα (εκεί πήραν το νέο τους όνομα), για να περάσουν από τη Ναύπακτο στην Πελοπόννησο και να αλώσουν τα κάστρα διά πυρός και σιδήρου. Δεν μπόρεσαν - λέει - να αντισταθούν οι Μυκηναίοι στα σιδερένια σπαθιά των Δωριέων, που έσκιζαν τις χάλκινες πανοπλίες τους με ευκολία. Για τα επόμενα 400 χρόνια (σημαδιακός αυτός ο αριθμός στην ιστορία μας) η Ελλάδα βυθίστηκε σε έναν μεσαίωνα αγραμματοσύνης και βαρβαρότητας. Ηταν όμως τόσο τραγικά απλό;
Το μυστικό της κατάρρευσης
Η πρώτη αντίρρηση στην κλασική θεωρία «εισβολής των Δωριέων» προήλθε από τους επιστήμονες της μεταλλουργίας: Η κατεργασία του σιδήρου δεν εισήχθη από τον Βορρά αλλά από την Ανατολή. Οι πρώτοι που επισταμένως χύτευσαν σιδηρομετάλλευμα σε μεγάλη κλίμακα ήταν οι Xatti, ανατολικά της σημερινής Αγκυρας, και ίσως γι' αυτό έγιναν ο στόχος των Nasili (Χιττητών-Χετταίων). Αλλά ο χυτοσίδηρος είναι εύθραυστος και αξιόπιστα σιδερένια σπαθιά δεν παρήχθησαν παρά μόνο λίγο πριν από το 1200 π.Χ. (ακριβώς λίγο πριν από την κατάρρευση των Χετταίων). Επομένως οι Δωριείς, αν και ζούσαν αρχικά σε περιοχές πλούσιες σε κοιτάσματα σιδήρου, δεν μπορεί να εισέβαλαν στην Πελοπόννησο εξοπλισμένοι με τόσο καλής ποιότητας όπλα. Αν μη τι άλλο, οι οργανωμένοι και πλούσιοι Μυκηναίοι πρέπει να είχαν την ίδια ή και μεγαλύτερη πρόσβαση σε αυτά. Η πραγματική επανάσταση στην κατεργασία του σιδήρου, με την εμβάπτισή του και τη σφυρηλάτηση αλλεπάλληλων λεπίδων, δεν ήλθε πριν από το 1100 π.Χ.
Η άλλη μεγάλη εναντίωση προήλθε από τον εξυπνότερο ίσως ιστορικό του 20ού αιώνα, τον Γάλλο Μπροντέλ (Braudel), στη δεκαετία του '60. Στο εξαίρετο βιβλίο του «The Mediterranean in the ancient world» διετύπωνε τη θεωρία ότι η κατάρρευση εντός 30 ετών τόσων ισχυρών βασιλείων ήταν αποτέλεσμα όχι της «εισβολής βαρβάρων» αλλά... κλιματικής αλλαγής! Μια παρατεταμένη ξηρασία, σε συνδυασμό με τους σεισμούς, έφερε λιμό, μετανάστευση και διάλυση των εν λόγω κοινωνιών. Η νέα αυτή θεωρία εξετάστηκε εξονυχιστικά τα επόμενα χρόνια και μόλις πρόπερσι (με τη δημοσίευση των Ελίζαμπεθ Γκρέφραθ, Μιχάλη Λιγνού και Ντέιβιντ Λούκερο, του Πανεπιστημίου Κολούμπια, στο «Science and Society» - V1003, Fall 2005) δικαιώθηκε. Οι μακρινοί πρόγονοί μας υπέκυψαν στις καταστροφές που τους επεφύλαξε μια αλλαγή του κλίματος ανάλογη με αυτή που μόλις τώρα έχει αρχίσει να εκδηλώνεται και για μας!
Οι Ετρούσκοι και η «δικαίωση» του Ηροδότου
Ακριβώς στα χρόνια που διαλύονται οι Μυκηναίοι, το 968 π.Χ. συγκεκριμένα, ένας νέος λαός κάνει την εμφάνισή του στην Ιστορία. Είναι οι Ετρούσκοι, που καταλαμβάνουν τη σημερινή Ούμπρια της Ιταλίας. Οταν οι απόγονοι των Τρώων, οι μετέπειτα Ρωμαίοι, έφθασαν στην περιοχή, τους βρήκαν να ακμάζουν, με προηγμένο πολιτισμό. Αρχικά δεν γνώριζαν τη γραφή, αλλά την έμαθαν από τους γείτονές τους έλληνες αποίκους της Κύμης και διαμόρφωσαν μια «καλλιγραφική» παραλλαγή της που οδήγησε στο λατινικό αλφάβητο. Οι πρώτες ετρουσκικές επιγραφές χρονολογούνται από το 750 π.Χ.
Το από πού είχε έλθει αυτός ο λαός παρέμενε αίνιγμα. Δεν θα ήταν αν οι αρχαιολόγοι είχαν πιστέψει τον παππού Ηρόδοτο που έγραψε ότι προέρχονταν από την περιοχή της Λυδίας στη Μικρά Ασία, απ' όπου μετακινήθηκε ένα μεγάλο μέρος τους με σκοπό τον αποικισμό, σε μια περίοδο όπου κρίθηκε απόλυτα αναγκαίο λόγω λιμού. Κινήθηκαν με πλοία που κατασκεύασαν στην περιοχή της Σμύρνης, για να καταλήξουν ύστερα από πολλές περιπέτειες στην περιοχή Ούμπρια της Ιταλίας. Στην αναζήτηση αυτή για νέα αποικία ηγήθηκε ο γιος του βασιλέα των Λυδών Τυρρηνός, ο οποίος έδωσε αρχικά το όνομά του στον λαό της καινούργιας αποικίας. Επίσης ο ιστορικός Ελλάνικος του 5ου π.Χ. αιώνα, από τη Λέσβο, ανέφερε ότι μια ομάδα Πελασγών έφθασε στην Ιταλία και άλλαξε το όνομά της σε «Τυρρηνοί». Ωστόσο ο Ηρόδοτος και ο Ελλάνικος κρίθηκαν αναξιόπιστοι και οι επιστήμονες συνέχισαν να ψάχνουν σε βόρειες καταβολές ή σε αυτόχθονες. Το θέμα περιεπλάκη με την ανακάλυψη ετρουσκικής (σχεδόν) επιγραφής, το 1885, στη... Λήμνο. Βρέθηκε σε τάφο πολεμιστή (του 6ου αιώνα π.Χ.), ο οποίος είχε ταφεί, αφού προηγουμένως είχε καεί, μαζί με κεραμικά και όπλα που έμοιαζαν μινωικά.
Εφέτος, τον Ιούλιο, στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ανθρώπινης Γενετικής (European Society of Human Genetics) ανακοινώθηκε η λύση του μυστηρίου, που δικαίωνε θριαμβευτικά τον Ηρόδοτο: Επειτα από συγκριτική μελέτη του DNA κατοίκων της Ούμπρια, της Σαρδηνίας, της Σικελίας, των Νότιων Βαλκανίων, της Λήμνου και της Μ. Ασίας, ο καθηγητής Αλμπέρτο Πιάτσα (Alberto Piazza) του Πανεπιστημίου του Τουρίνου δήλωσε με βεβαιότητα ότι οι Ετρούσκοι ήταν μετανάστες από την περιοχή της αρχαίας Λυδίας! Οι ασπίδες του Αχιλλέα και του Αίαντα
Το θέμα της στρατιωτικής τεχνολογίας των Αχαιών - και δη των Μυκηναίων - απασχολεί τους μελετητές από την εποχή που ο Σλήμαν ξέθαψε τα ερείπια των Μυκηνών και της Τροίας. Οι περιγραφές του Ομήρου εξάπτουν τη φαντασία και έχουν οδηγήσει ορισμένους σε εντοπισμό ακόμη και... εξωγήινων τεχνολογιών! Πολύ πιο προσγειωμένα και επιστημονικά, το Τμήμα Μηχανολόγων και Αεροναυπηγών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών βάλθηκε να αναλύσει, προσομοιώσει και δοκιμάσει τα πιο «θαυματουργά» πολεμικά εξαρτήματα της «Ιλιάδας»: Τις ασπίδες του Αχιλλέα και του Αίαντα.
Όπως εξήγησε στη δημοσιευμένη εργασία «Αμυντικά όπλα στον Όμηρο» ο καθηγητής Σ. Παϊπέτης, «το εκπληκτικό είναι ότι η ιδέα της πολύστρωτης κατασκευής συναντάται για πρώτη φορά στην "Ιλιάδα", στις ασπίδες του Αχιλλέα και του Αίαντα, και μάλιστα με τέτοιες κατασκευαστικές λεπτομέρειες που επιτρέπουν την ανακατασκευή και τη μελέτη τους είτε αριθμητικά με προσομοίωση μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών είτε πειραματικά, και τελικά την επιβεβαίωση της συμπεριφοράς τους στη μάχη, όπως περιγράφεται από τον Ομηρο, με πολύ μεγάλη ακρίβεια». Τι σημαίνει πολύστρωτη κατασκευή; Ότι η ασπίδα του Αχιλλέα αποτελούταν από πέντε συνολικά επάλληλα μεταλλικά ελάσματα, και μάλιστα με πολύ διαφορετικές μηχανικές ιδιότητες. Συγκεκριμένα, η ασπίδα είχε δύο εξωτερικά ελάσματα σκληρού ορειχάλκου, δύο εσωτερικά από κασσίτερο και ένα μεσαίο από καθαρό (μαλακό) χρυσό. Η κατασκευή αυτή εμφανίζει μέγιστη αντίσταση σε διάτρηση, όπως αποδεικνύεται με την πλήρη αριθμητική προσομοίωση της ελαστοπλαστικής της συμπεριφοράς για μεγάλες παραμορφώσεις, σε περίπτωση που κρούεται από την αιχμή ενός διατρητικού στοιχείου, βέλους ή δόρατος.
Η μοναδική αυτή λεπτομερής περιγραφή, που περιλαμβάνει και τη συμπεριφορά του όπλου στη μάχη, είναι επίσης η πρώτη γνωστή εφαρμογή πολύστρωτων κατασκευών στην ανθρώπινη ιστορία. Η ανάλυση και η παραμετρική μελέτη του προβλήματος, με τη χρήση σύγχρονων θεωριών της μηχανικής των συνεχών μέσων και σύγχρονων υπολογιστικών εργαλείων και κωδίκων ηλεκτρονικών υπολογιστών, επιβεβαίωσαν με εκπληκτική ακρίβεια τις περαιτέρω ομηρικές περιγραφές, που αφορούν τη συμπεριφορά της ασπίδας στη μάχη και αποκάλυψαν σημαντικά στοιχεία ύπαρξης προηγμένης τεχνολογίας την εποχή εκείνη, μεταμφιεσμένη ως θαυματουργή δύναμη των θεών.
Συνοψίζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης, ο κ. Παϊπέτης κατέγραψε τα εξής: «(α) Η ασπίδα απετελείτο από μια συγκεκριμένη διαδοχή στρώσεων από υλικά με πολύ διαφορετικές μηχανικές ιδιότητες, από τα οποία το ισχυρότερο ήταν ο σκληρός ορείχαλκος. (β) Ο συνδυασμός των υλικών αυτών, με τον τρόπο που περιγράφεται στην "Ιλιάδα", δεν επέτρεψε στο δόρυ του Έκτορα να τη διατρήσει, καθώς αυτό στη μία περίπτωση αποκρούστηκε-αναπήδησε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ στην άλλη μπόρεσε να διατρήσει μόνο τα δύο πρώτα στρώματα (ορείχαλκου - κασσίτερου) και στη συνέχεια σταμάτησε στο στρώμα χρυσού. (γ) Αν οι στρώσεις της κατασκευής απετελούντο μόνο από τον σκληρό ορείχαλκο και υπό τις ίδιες συνθήκες κρούσης, η ασπίδα θα διετρύετο.
Το γεγονος αυτό οφείλεται στην τελείως διαφορετική συμπεριφορά των υλικών υπό στατική και δυναμική φόρτιση. Το πρόβλημα μιας αμυντικής διάταξης, όπως η ασπίδα, είναι να κατορθώσει να καταστρέψει την κινητική ενέργεια του ταχέως κινούμενου βλητικού στοιχείου (να τη μεταβάλει δηλαδή σε θερμότητα) και όχι απλά να αντέξει την επιβολή ενός μεγάλου στατικού φορτίου.
Την ικανότητα αυτή δεν την έχει από μόνος του ο σκληρός ορείχαλκος, ο οποίος και ελάχιστα παραμορφώνεται σε σχέση με τα άλλα υλικά και μικρή ικανότητα απόσβεσης έχει. Αντίθετα, ο κασσίτερος αλλά και κυρίως ο μαλακός (καθαρός) χρυσός, καθώς παραμορφώνονται πλαστικά προκαλούν απόσβεση της κίνησης καταστρέφοντας την κινητική ενέργεια του δόρατος. Επιπλέον η πολύστρωτη κατασκευή συμβάλλει με κάποιο ποσοστό απόσβεσης λόγω τριβής μεταξύ των στρώσεων, που όμως δεν είναι ο κύριος μηχανισμός απόσβεσης στην παρούσα περίπτωση.
Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώνεται η υπόθεση ότι ο κατασκευαστής της ασπίδας είχε εξαιρετικά βαθιά γνώση των δυναμικών-μηχανικών ιδιοτήτων των πολύστρωτων σύνθετων κατασκευών, δηλαδή στοιχείων που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη σύγχρονη τεχνολογία».
Αντίστοιχες εκπλήξεις επεφύλασσε και η μελέτη της «μη θεϊκής» ασπίδας του Αίαντα. Ως γνωστόν, ο Αίας - γιος του Τελαμώνα, βασιλιά της Σαλαμίνας - μονομάχησε με τον Εκτορα και έσωσε το σώμα του Αχιλλέα από τα χέρια των Τρώων. Σύμφωνα με την ομηρική περιγραφή, η ασπίδα του αντιστοιχεί επίσης σε μια πολύστρωτη κατασκευή, αποτελούμενη από οκτώ συνολικά επάλληλες στρώσεις. Συγκεκριμένα, από ένα εξωτερικό έλασμα από σκληρό ορείχαλκο και επτά στρώσεις βόειου δέρματος κάτω από αυτήν.
Οι ερευνητές της Πάτρας κατασκεύασαν μια σειρά δοκίμια για να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους σε τρώση από αεροβόλο βλήμα αντίστοιχο σε ισχύ με το χτύπημα του δόρατος του Εκτορα. Τι διεπίστωσαν; Οτι το δοκίμιο που αντιστοιχούσε επακριβώς στην περιγραφή της ασπίδας του Αίαντα ήταν αυτό που σταμάτησε τελικά το βλήμα (αιχμή δόρατος). Οπως σημείωσαν, «η κινητική ενέργεια του βλήματος, στην περίπτωση αυτή, απορροφάται από την τριβή μεταξύ των στρώσεων, που ενεργεί αποτελεσματικά με επαρκή παραμόρφωση και που εμφανίζεται με αριθμό στρώσεων ίσο ή μεγαλύτερο του επτά. Αφετέρου, μια πολυωνυμική παρεμβολή στα πειραματικά αποτελέσματα δείχνει ότι για περισσότερες στρώσεις δέρματος πιθανώς η διάμετρος των οπών τείνει σε μια σταθερή τιμή. Αυτό αποδεικνύει ίσως ότι η διαμόρφωση που περιγράφεται στην "Ιλιάδα" παρέχει όχι μόνο τη μέγιστη αντίσταση σε διείσδυση αλλά είναι επίσης μια βέλτιστη λύση». Και πάλι λοιπόν «τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν ότι ο κατασκευαστής της ασπίδας - όχι πια ο θεός Ηφαιστος, αλλά ο Τυχίος, ένας απλός σκυτοτόμος - είχε επίσης βαθιά γνώση των δυναμικών-μηχανικών ιδιοτήτων των πολύστρωτων σύνθετων κατασκευών, δηλαδή πολύτιμων στοιχείων για τη σύγχρονη τεχνολογία».
Μυκηναίοι, οι ιππότες του χαλκού -Αινίγματα και Θεωρίες
Reviewed by Unknown
on
01:00
Rating: