Ένα σύμπλεγμα νησιών στο νοτιοδυτικό Ειρηνικό Ωκεανό, αποδεικνύει ότι το χρήμα, η κατανάλωση, η εξουσία και το μεγάλο...
προσδόκιμο ζωής δεν φέρνουν την ευτυχία.
Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι στον κόσμο δεν έχουν ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Ούτε ορυκτό πλούτο. Δεν έχουν στρατό. Είναι αγρότες και ψαράδες ή εργάζονται σε ξενοδοχεία και εστιατόρια. Και δυσκολεύονται να καταλάβουν ο ένας τον άλλο: η χώρα όπου ζουν έχει τη μεγαλύτερη ποικιλία γλωσσών στον κόσμο. Διακόσιες χιλιάδες κάτοικοι μιλούν πάνω από εκατό γλώσσες. Το προσδόκιμο ζωής δεν ξεπερνάει τα εξήντα τρία χρόνια. «Εδώ οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι, επειδή αρκούνται σε λίγα» λέει ένας τοπικός δημοσιογράφος. «Η ζωή τους στρέφεται γύρω από την κοινότητα, την οικογένεια και ό,τι καλό μπορούμε να κάνουμε μαζί με τους άλλους. Είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι δεν έχουν πολλές έγνοιες. Φοβούνται μόνο τους κυκλώνες και τους σεισμούς».
Αν πιστέψουμε το Happy Planet Index του 2006, το Βανουάτου είναι το ευτυχέστερο μέρος του κόσμου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό Ειρηνικό Ωκεανό και ήταν κάποτε γνωστό ως Νέες Εβρίδες. Η έρευνα περί ευτυχίας συνδυάζει τρεις μεταβλητές: το βαθμό ικανοποίησης από τη ζωή, το προσδόκιμο και το οικολογικό αποτύπωμα ανά κάτοικο. Μέσω του πρώτου δείκτη δημιουργείται ένα μέτρο της «υποκειμενικής» συνολικής ικανοποίησης των ατόμων από τη ζωή τους.
Το Βανουάτου έχει τη μεγαλύτερη ποικιλία γλωσσών στον κόσμο. Διακόσιες χιλιάδες κάτοικοι μιλούν πάνω από εκατό γλώσσες. Photo Credit: Norbert Trew/flickr
Θα ωφελούσε λοιπόν τον άνθρωπο να ζει σε ηφαιστειώδες νησί με πυκνότητα πληθυσμού δεκαεφτά κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ήπιο κλίμα με πολύ ήλιο και οργιώδη βλάστηση, με θρησκευτική ποικιλία (ανιμισμό, προτεσταντισμό, αγγλικανισμό, καθολικισμό και αιρέσεις), με ταπεινές αλλά έντιμες συνθήκες εργασίας και με μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολούμενων; Το Βανουάτου είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία με ισχυρό πρωθυπουργό, πρόεδρο χωρίς εξουσίες και δικαστικό σύστημα αγγλοσαξονικού τύπου.
Όμως, δεν ήταν αυτό που ήθελαν να μάθουν με τόση ακρίβεια οι ερευνητές του New Economics Foundation, οι οποίοι συντάσσουν το Happy Planet Index, και που ανάμεσά τους βρίσκεται η οικολογική οργάνωση Friends of the Earth. Ο πρώτος τους στόχος ήταν να ορίσουν σε ποιο βαθμό ο άνθρωπος μπορεί να επέμβει στη φύση και σε ποιο βαθμό είναι αναγκασμένος να βλάψει το περιβάλλον του, για να εξασφαλίσει τη δική του ευημερία. Και η απάντηση είναι ότι όσο λιγότερο επεμβαίνει τόσο καλύτερα.
Αν συγκρίνουμε αυτό το ηφαιστειώδες νησί με μια πλούσια χώρα του βιομηχανικού κόσμου, θα διαπιστώσουμε ότι σε αυτήν ο παράγοντας της ευτυχίας είναι προβληματικός, παρότι η ίδια θεωρείται τόπος προόδου με μεγάλο προσδόκιμο ζωής και απεριόριστες δυνατότητες κατανάλωσης, ελεύθερου χρόνου και ψυχαγωγίας. Η Γερμανία έρχεται 81η σε «ευτυχία» – 4η ευρωπαϊκή χώρα μετά την Ιταλία, την Αυστρία και το Λουξεμβούργο. Οι σκανδιναβικές χώρες με το τόσο επιτυχημένο κοινωνικό μοντέλο ακολουθούν: στην 112η θέση η Δανία, στην 115η η Νορβηγία, στην 119η η Σουηδία, στην 123η η Φινλανδία. (Σ.τ.Μ.: Η Ελλάδα βρισκόταν στην 133η θέση το 2006 και στην 97η το 2009.)
Φαίνεται λοιπόν ότι στην Κίνα, στη Μογγολία και στην Τζαμάικα θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι. Η ποιότητα της ζωής κρίνεται αξιοθρήνητη στη «χώρα της ελευθερίας»: οι ΗΠΑ βρίσκονται στην 150ή θέση. Όσο για το Κουβέιτ και το Κατάρ, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πλουτίσει από το πετρέλαιο, βρίσκονται στην 159η και 166η θέση. Στις τελευταίες θέσεις είναι η Ρωσία, η Ουκρανία, το Κονγκό, η Σουαζιλάνδη και η Ζιμπάμπουε.
Αντιθέτως, πληρώνουν το τίμημα αυτής της ανάπτυξης. Ας ξεχάσουμε προς το παρόν ότι οι μέρες στα ευτυχισμένα νησιά είναι μετρημένες· το επίπεδο της θάλασσας ανεβαίνει εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ο ωκεανός δεν θα αργήσει να σκεπάσει τα πάντα. Ας δούμε τι μπορούμε να μάθουμε από τους ανθρώπους του νότιου Ειρηνικού που θεωρούνται οι ευτυχέστεροι στον κόσμο. Το πρώτο μάθημα είναι απλό, ξεκάθαρο και εντάσσεται στην οπτική των μελετητών του Happy Planet Index: το χρήμα, η κατανάλωση, η εξουσία και το μεγάλο προσδόκιμο ζωής δεν φέρνουν την ευτυχία.
Ας ξεχάσουμε ότι οι μέρες στα ευτυχισμένα νησιά είναι μετρημένες. Ας δούμε τι μπορούμε να μάθουμε από τους ανθρώπους του νότιου Ειρηνικού που θεωρούνται οι ευτυχέστεροι στον κόσμο.
Το μήνυμα έχει ενδιαφέρον. Προπάντων σε μια εποχή όπου το εισόδημα μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού δεν αυξάνεται ούτε στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης. Ίσως αυτός είναι κι ο λόγος που Ινστιτούτα, σαν το New Economics Foundation, προσπαθούν να καταλάβουν σε ποιο βαθμό φέρνει ευτυχία το χρήμα και αν τα κριτήρια του εισοδήματος και της ιδιοκτησίας έχουν σημασία για τη μέτρηση της ευτυχίας και της επιτυχίας μιας κοινωνίας. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η «οικονομία της ευτυχίας» αποτελεί έναν πολλά υποσχόμενο ερευνητικό κλάδο.
Οι «οικονομολόγοι της ευτυχίας» παρατήρησαν, με διάφορες δημοσκοπήσεις και έρευνες, ότι το πραγματικό εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο της ζωής στις ΗΠΑ βελτιώθηκε κατά 50% από τη δεκαετία του 1950. Όμως, το ποσοστό των ανθρώπων που θεωρούν τον εαυτό τους ευτυχισμένο δεν αυξήθηκε αναλόγως, έμεινε μάλλον στάσιμο. Ο λεπτομερής υπολογισμός μιας άλλης μελέτης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα των 20.000 δολαρίων και πάνω η ευτυχία δεν αυξάνεται κατ’ αναλογίαν του εισοδήματος.
Μια εξήγηση είναι ότι η απόκτηση αγαθών ικανοποιεί βραχυπρόθεσμα αλλά όχι μακροπρόθεσμα. Όταν πραγματοποιηθούν κάποιες επιθυμίες, ακολουθούν άλλες. Στο μεταξύ, έχουμε συνηθίσει τα αποκτήματά μας, λες και πρόκειται για το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Ο πλούτος είναι λοιπόν μια σχετική ιδέα. Προπάντων είναι μια εντύπωση, και μάλιστα μια εντύπωση που παρέχεται από τους άλλους. Κάποιος που παίρνει το βασικό μισθό στην Ευρώπη δεν μπορεί να αισθανθεί πλούσιος. Με τα μέτρα της Ινδίας, όμως, είναι Κροίσος.
Ένας φτωχός ψαράς κάθεται στον ήλιο χωρίς να κάνει τίποτα. Τον πλησιάζει ένας τουρίστας και προσπαθεί να τον πείσει ότι θα ήταν προτιμότερο να πάει να ψαρέψει. «Γιατί;» ρωτάει ο ψαράς. «Για να βγάζετε περισσότερα χρήματα» απαντάει ο τουρίστας. «Γιατί;» ξαναρωτάει ο ψαράς. «Αν γίνετε πλούσιος, θα μπορείτε να περνάτε τη μέρα σας στον ήλιο χωρίς να κάνετε τίποτα» λέει ο τουρίστας. «Μα αυτό κάνω ήδη» απαντάει ο ψαράς και ξαπλώνει στον ήλιο.
Το παράξενο με όλα αυτά τα δεδομένα είναι ότι δεν επηρεάζουν τη ζωή μας. Το όνειρο της οικονομικής ανεξαρτησίας είναι πιο διαδεδομένο στις βιομηχανικές χώρες. Να γιατί μοχθούμε όλη μέρα, παρότι οι περισσότεροι δεν κατακτάμε τελικά την ελευθερία. Το χρήμα και το γόητρο καταλαμβάνουν τα δύο ψηλότερα σκαλοπάτια του προσωπικού μας συστήματος αξιών· βρίσκονται ψηλότερα κι από την οικογένεια και τους φίλους. Είναι λοιπόν εκπληκτικό το ότι η κλίμακα αξιών των οικονομολόγων της ευτυχίας είναι αντίστροφη.
Σύμφωνα μ’ αυτήν την εκτίμηση, τίποτα δεν μας χαροποιεί περισσότερο από τις διαπροσωπικές σχέσεις, δηλαδή από την οικογένεια, το/τη σύντροφό μας, τα παιδιά και τους φίλους μας. Στη δεύτερη θέση έρχεται το αίσθημα τού να είμαστε χρήσιμοι και, στη συνέχεια, η υγεία και η ελευθερία. Αν πιστέψουμε αυτήν την κλίμακα αξιών, συμπεραίνουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι των πλούσιων χωρών σφάλλουν με το να αποδίδουν τόση αξία στο χρήμα: αυτό τους οδηγεί σε λανθασμένες αποφάσεις. Αναζητούν μια ασφάλεια που μάλλον δεν θα αποκτήσουν ποτέ. Θυσιάζουν την ελευθερία και την αυτονομία τους για όλο και μεγαλύτερο μισθό. Και αγοράζουν πράγματα που δεν χρειάζονται, για να εντυπωσιάσουν τους άλλους, τους οποίους ούτε καν εκτιμούν.
Η «οικονομία της ευτυχίας» αποτελεί έναν πολλά υποσχόμενο ερευνητικό κλάδο.
Το πρόβλημα είναι ότι ο τρόπος σκέψης μας και ολόκληρο το κοινωνικό μας σύστημα βασίζονται σ’ αυτόν τον υλικό προσανατολισμό. Τη δεκαετία του 1950, ο Γερμανός συγγραφέας Χάινριχ Μπελ έγραψε ένα σύντομο κείμενο με τίτλο «Ανέκδοτο για την παρακμή του εργασιακού ήθους». Σ’ ένα μικρό λιμάνι της Μεσογείου, ένας φτωχός ψαράς κάθεται στον ήλιο χωρίς να κάνει τίποτα. Τον πλησιάζει ένας τουρίστας και προσπαθεί να τον πείσει ότι θα ήταν προτιμότερο να πάει να ψαρέψει. «Γιατί;» ρωτάει ο ψαράς. «Για να βγάζετε περισσότερα χρήματα» απαντάει ο τουρίστας. Και του αναλύει πώς οι εξορμήσεις του στη θάλασσα θα μπορούσαν να τον κάνουν πλούσιο επιχειρηματία. «Γιατί;» ξαναρωτάει ο ψαράς. «Αν γίνετε πλούσιος, θα μπορείτε να περνάτε τη μέρα σας στον ήλιο χωρίς να κάνετε τίποτα» λέει ο τουρίστας. «Μα αυτό κάνω ήδη» απαντάει ο ψαράς και ξαπλώνει στον ήλιο.
Αυτήν την ιστορία την έμαθα στο Λύκειο. Βρισκόταν στο σχολικό βιβλίο, αλλά η νεαρή καθηγήτριά μας είδε κι έπαθε με δαύτη: οι περισσότεροι συμμαθητές μου δεν άργησαν να πειστούν για την αξία τού να μην κάνεις τίποτα και χαζολογούσαν στη διάρκεια του μαθήματος. Η καθηγήτρια προσπαθούσε να βρει την παιδαγωγική αξία ενός τέτοιου κειμένου, ώστε να δικαιολογείται να υπάρχει στη διδακτέα ύλη. Και έπαιρνε το μέρος του τουρίστα λέγοντας ότι η εργασία και τα χρήματα μας καλύπτουν κοινωνικά και εξασφαλίζουν καλύτερη σύνταξη. Όμως, το κείμενο ήταν του Χάινριχ Μπελ και όχι από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ήταν η συνηγορία της κοινωνικής προστασίας έναντι των κινδύνων της ζωής η πρόθεση του Μπελ; Πάντως, είναι σίγουρο ότι οι οικονομολόγοι της ευτυχίας είναι με το μέρος του ψαρά.
Γι’ αυτούς το ποσοστό των διαζυγίων και της ανεργίας είναι πιο αξιόπιστοι δείκτες από το κατά κεφαλήν εισόδημα. Πιστεύουν ότι θα ήταν προτιμότερος ένας «εθνικός δείκτης ικανοποίησης» παρά η μέτρηση της ικανοποίησης ενός λαού, μέσω των επιτυχιών της κυβέρνησής του. Αυτό θα ήταν πραγματικά ένας διαφορετικός τρόπος αντίληψης, ο οποίος θα ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις των καιρών. Ο οικονομολόγος Ρίτσαρντ Λέιαρντ, από το London School of Economics and Political Science, ασχολήθηκε ιδιαίτερα μ’ αυτό το ζήτημα.
Ο Λέιαρντ διαπίστωσε ότι ο σημερινός άνθρωπος, παρότι υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορούν να τον κάνουν ευτυχισμένο, θέλει να έχει όλο και περισσότερα. Όποιος επιδιώκει συνεχώς μεγαλύτερη ευημερία και καλύτερο κοινωνικό στάτους (σε σύγκριση με τους άλλους) επιδεικνύει σημάδια εξάρτησης. Η ξέφρενη αναζήτηση υλικών αγαθών προκαλεί μια διαρκή κατάσταση ανικανοποίητου, η οποία δεν μπορεί να καταλήξει σε σταθερή ευτυχία.
Η ανάπτυξη –στόχος όλων των βιομηχανικών χωρών– δεν φέρνει την ευτυχία. Αντιθέτως, πληρώνουν το τίμημα αυτής της ανάπτυξης. Παρότι σήμερα υπάρχει περισσότερη τροφή, παρότι τα αυτοκίνητά μας είναι πιο γερά και έχουμε τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε σε εξωτικά μέρη, η ψυχική μας κατάσταση δεν βελτιώνεται μαζί με την καταναλωτική μας ικανότητα – κι όμως, αυτό πιστεύουμε.
Ευτυχία για όλους παρά ανάπτυξη για την οικονομία: αυτό θα έπρεπε να είναι το καινούριο σύνθημα.
Για τον Λέιαρντ, το συμπέρασμα είναι απλό. Επειδή οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο μήπως χάσουν όσα έχουν από το να γίνουν δυστυχισμένοι παρά τα αποκτήματά τους, πρέπει να αναθεωρήσουμε την πολιτική των βιομηχανικών χωρών. Η πλήρης απασχόληση και η κοινωνική ειρήνη είναι σπουδαιότερες από την αύξηση του Εθνικού Προϊόντος. Ευτυχία για όλους παρά ανάπτυξη για την Οικονομία: αυτό θα έπρεπε να είναι το καινούργιο σύνθημα.
ΠΗΓΗ
προσδόκιμο ζωής δεν φέρνουν την ευτυχία.
Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι στον κόσμο δεν έχουν ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Ούτε ορυκτό πλούτο. Δεν έχουν στρατό. Είναι αγρότες και ψαράδες ή εργάζονται σε ξενοδοχεία και εστιατόρια. Και δυσκολεύονται να καταλάβουν ο ένας τον άλλο: η χώρα όπου ζουν έχει τη μεγαλύτερη ποικιλία γλωσσών στον κόσμο. Διακόσιες χιλιάδες κάτοικοι μιλούν πάνω από εκατό γλώσσες. Το προσδόκιμο ζωής δεν ξεπερνάει τα εξήντα τρία χρόνια. «Εδώ οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι, επειδή αρκούνται σε λίγα» λέει ένας τοπικός δημοσιογράφος. «Η ζωή τους στρέφεται γύρω από την κοινότητα, την οικογένεια και ό,τι καλό μπορούμε να κάνουμε μαζί με τους άλλους. Είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι δεν έχουν πολλές έγνοιες. Φοβούνται μόνο τους κυκλώνες και τους σεισμούς».
Αν πιστέψουμε το Happy Planet Index του 2006, το Βανουάτου είναι το ευτυχέστερο μέρος του κόσμου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό Ειρηνικό Ωκεανό και ήταν κάποτε γνωστό ως Νέες Εβρίδες. Η έρευνα περί ευτυχίας συνδυάζει τρεις μεταβλητές: το βαθμό ικανοποίησης από τη ζωή, το προσδόκιμο και το οικολογικό αποτύπωμα ανά κάτοικο. Μέσω του πρώτου δείκτη δημιουργείται ένα μέτρο της «υποκειμενικής» συνολικής ικανοποίησης των ατόμων από τη ζωή τους.
Το Βανουάτου έχει τη μεγαλύτερη ποικιλία γλωσσών στον κόσμο. Διακόσιες χιλιάδες κάτοικοι μιλούν πάνω από εκατό γλώσσες. Photo Credit: Norbert Trew/flickr
Θα ωφελούσε λοιπόν τον άνθρωπο να ζει σε ηφαιστειώδες νησί με πυκνότητα πληθυσμού δεκαεφτά κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ήπιο κλίμα με πολύ ήλιο και οργιώδη βλάστηση, με θρησκευτική ποικιλία (ανιμισμό, προτεσταντισμό, αγγλικανισμό, καθολικισμό και αιρέσεις), με ταπεινές αλλά έντιμες συνθήκες εργασίας και με μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολούμενων; Το Βανουάτου είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία με ισχυρό πρωθυπουργό, πρόεδρο χωρίς εξουσίες και δικαστικό σύστημα αγγλοσαξονικού τύπου.
Όμως, δεν ήταν αυτό που ήθελαν να μάθουν με τόση ακρίβεια οι ερευνητές του New Economics Foundation, οι οποίοι συντάσσουν το Happy Planet Index, και που ανάμεσά τους βρίσκεται η οικολογική οργάνωση Friends of the Earth. Ο πρώτος τους στόχος ήταν να ορίσουν σε ποιο βαθμό ο άνθρωπος μπορεί να επέμβει στη φύση και σε ποιο βαθμό είναι αναγκασμένος να βλάψει το περιβάλλον του, για να εξασφαλίσει τη δική του ευημερία. Και η απάντηση είναι ότι όσο λιγότερο επεμβαίνει τόσο καλύτερα.
Αν συγκρίνουμε αυτό το ηφαιστειώδες νησί με μια πλούσια χώρα του βιομηχανικού κόσμου, θα διαπιστώσουμε ότι σε αυτήν ο παράγοντας της ευτυχίας είναι προβληματικός, παρότι η ίδια θεωρείται τόπος προόδου με μεγάλο προσδόκιμο ζωής και απεριόριστες δυνατότητες κατανάλωσης, ελεύθερου χρόνου και ψυχαγωγίας. Η Γερμανία έρχεται 81η σε «ευτυχία» – 4η ευρωπαϊκή χώρα μετά την Ιταλία, την Αυστρία και το Λουξεμβούργο. Οι σκανδιναβικές χώρες με το τόσο επιτυχημένο κοινωνικό μοντέλο ακολουθούν: στην 112η θέση η Δανία, στην 115η η Νορβηγία, στην 119η η Σουηδία, στην 123η η Φινλανδία. (Σ.τ.Μ.: Η Ελλάδα βρισκόταν στην 133η θέση το 2006 και στην 97η το 2009.)
Φαίνεται λοιπόν ότι στην Κίνα, στη Μογγολία και στην Τζαμάικα θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι. Η ποιότητα της ζωής κρίνεται αξιοθρήνητη στη «χώρα της ελευθερίας»: οι ΗΠΑ βρίσκονται στην 150ή θέση. Όσο για το Κουβέιτ και το Κατάρ, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πλουτίσει από το πετρέλαιο, βρίσκονται στην 159η και 166η θέση. Στις τελευταίες θέσεις είναι η Ρωσία, η Ουκρανία, το Κονγκό, η Σουαζιλάνδη και η Ζιμπάμπουε.
Αντιθέτως, πληρώνουν το τίμημα αυτής της ανάπτυξης. Ας ξεχάσουμε προς το παρόν ότι οι μέρες στα ευτυχισμένα νησιά είναι μετρημένες· το επίπεδο της θάλασσας ανεβαίνει εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ο ωκεανός δεν θα αργήσει να σκεπάσει τα πάντα. Ας δούμε τι μπορούμε να μάθουμε από τους ανθρώπους του νότιου Ειρηνικού που θεωρούνται οι ευτυχέστεροι στον κόσμο. Το πρώτο μάθημα είναι απλό, ξεκάθαρο και εντάσσεται στην οπτική των μελετητών του Happy Planet Index: το χρήμα, η κατανάλωση, η εξουσία και το μεγάλο προσδόκιμο ζωής δεν φέρνουν την ευτυχία.
Ας ξεχάσουμε ότι οι μέρες στα ευτυχισμένα νησιά είναι μετρημένες. Ας δούμε τι μπορούμε να μάθουμε από τους ανθρώπους του νότιου Ειρηνικού που θεωρούνται οι ευτυχέστεροι στον κόσμο.
Το μήνυμα έχει ενδιαφέρον. Προπάντων σε μια εποχή όπου το εισόδημα μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού δεν αυξάνεται ούτε στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης. Ίσως αυτός είναι κι ο λόγος που Ινστιτούτα, σαν το New Economics Foundation, προσπαθούν να καταλάβουν σε ποιο βαθμό φέρνει ευτυχία το χρήμα και αν τα κριτήρια του εισοδήματος και της ιδιοκτησίας έχουν σημασία για τη μέτρηση της ευτυχίας και της επιτυχίας μιας κοινωνίας. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η «οικονομία της ευτυχίας» αποτελεί έναν πολλά υποσχόμενο ερευνητικό κλάδο.
Οι «οικονομολόγοι της ευτυχίας» παρατήρησαν, με διάφορες δημοσκοπήσεις και έρευνες, ότι το πραγματικό εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο της ζωής στις ΗΠΑ βελτιώθηκε κατά 50% από τη δεκαετία του 1950. Όμως, το ποσοστό των ανθρώπων που θεωρούν τον εαυτό τους ευτυχισμένο δεν αυξήθηκε αναλόγως, έμεινε μάλλον στάσιμο. Ο λεπτομερής υπολογισμός μιας άλλης μελέτης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα των 20.000 δολαρίων και πάνω η ευτυχία δεν αυξάνεται κατ’ αναλογίαν του εισοδήματος.
Μια εξήγηση είναι ότι η απόκτηση αγαθών ικανοποιεί βραχυπρόθεσμα αλλά όχι μακροπρόθεσμα. Όταν πραγματοποιηθούν κάποιες επιθυμίες, ακολουθούν άλλες. Στο μεταξύ, έχουμε συνηθίσει τα αποκτήματά μας, λες και πρόκειται για το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Ο πλούτος είναι λοιπόν μια σχετική ιδέα. Προπάντων είναι μια εντύπωση, και μάλιστα μια εντύπωση που παρέχεται από τους άλλους. Κάποιος που παίρνει το βασικό μισθό στην Ευρώπη δεν μπορεί να αισθανθεί πλούσιος. Με τα μέτρα της Ινδίας, όμως, είναι Κροίσος.
Ένας φτωχός ψαράς κάθεται στον ήλιο χωρίς να κάνει τίποτα. Τον πλησιάζει ένας τουρίστας και προσπαθεί να τον πείσει ότι θα ήταν προτιμότερο να πάει να ψαρέψει. «Γιατί;» ρωτάει ο ψαράς. «Για να βγάζετε περισσότερα χρήματα» απαντάει ο τουρίστας. «Γιατί;» ξαναρωτάει ο ψαράς. «Αν γίνετε πλούσιος, θα μπορείτε να περνάτε τη μέρα σας στον ήλιο χωρίς να κάνετε τίποτα» λέει ο τουρίστας. «Μα αυτό κάνω ήδη» απαντάει ο ψαράς και ξαπλώνει στον ήλιο.
Το παράξενο με όλα αυτά τα δεδομένα είναι ότι δεν επηρεάζουν τη ζωή μας. Το όνειρο της οικονομικής ανεξαρτησίας είναι πιο διαδεδομένο στις βιομηχανικές χώρες. Να γιατί μοχθούμε όλη μέρα, παρότι οι περισσότεροι δεν κατακτάμε τελικά την ελευθερία. Το χρήμα και το γόητρο καταλαμβάνουν τα δύο ψηλότερα σκαλοπάτια του προσωπικού μας συστήματος αξιών· βρίσκονται ψηλότερα κι από την οικογένεια και τους φίλους. Είναι λοιπόν εκπληκτικό το ότι η κλίμακα αξιών των οικονομολόγων της ευτυχίας είναι αντίστροφη.
Σύμφωνα μ’ αυτήν την εκτίμηση, τίποτα δεν μας χαροποιεί περισσότερο από τις διαπροσωπικές σχέσεις, δηλαδή από την οικογένεια, το/τη σύντροφό μας, τα παιδιά και τους φίλους μας. Στη δεύτερη θέση έρχεται το αίσθημα τού να είμαστε χρήσιμοι και, στη συνέχεια, η υγεία και η ελευθερία. Αν πιστέψουμε αυτήν την κλίμακα αξιών, συμπεραίνουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι των πλούσιων χωρών σφάλλουν με το να αποδίδουν τόση αξία στο χρήμα: αυτό τους οδηγεί σε λανθασμένες αποφάσεις. Αναζητούν μια ασφάλεια που μάλλον δεν θα αποκτήσουν ποτέ. Θυσιάζουν την ελευθερία και την αυτονομία τους για όλο και μεγαλύτερο μισθό. Και αγοράζουν πράγματα που δεν χρειάζονται, για να εντυπωσιάσουν τους άλλους, τους οποίους ούτε καν εκτιμούν.
Η «οικονομία της ευτυχίας» αποτελεί έναν πολλά υποσχόμενο ερευνητικό κλάδο.
Το πρόβλημα είναι ότι ο τρόπος σκέψης μας και ολόκληρο το κοινωνικό μας σύστημα βασίζονται σ’ αυτόν τον υλικό προσανατολισμό. Τη δεκαετία του 1950, ο Γερμανός συγγραφέας Χάινριχ Μπελ έγραψε ένα σύντομο κείμενο με τίτλο «Ανέκδοτο για την παρακμή του εργασιακού ήθους». Σ’ ένα μικρό λιμάνι της Μεσογείου, ένας φτωχός ψαράς κάθεται στον ήλιο χωρίς να κάνει τίποτα. Τον πλησιάζει ένας τουρίστας και προσπαθεί να τον πείσει ότι θα ήταν προτιμότερο να πάει να ψαρέψει. «Γιατί;» ρωτάει ο ψαράς. «Για να βγάζετε περισσότερα χρήματα» απαντάει ο τουρίστας. Και του αναλύει πώς οι εξορμήσεις του στη θάλασσα θα μπορούσαν να τον κάνουν πλούσιο επιχειρηματία. «Γιατί;» ξαναρωτάει ο ψαράς. «Αν γίνετε πλούσιος, θα μπορείτε να περνάτε τη μέρα σας στον ήλιο χωρίς να κάνετε τίποτα» λέει ο τουρίστας. «Μα αυτό κάνω ήδη» απαντάει ο ψαράς και ξαπλώνει στον ήλιο.
Αυτήν την ιστορία την έμαθα στο Λύκειο. Βρισκόταν στο σχολικό βιβλίο, αλλά η νεαρή καθηγήτριά μας είδε κι έπαθε με δαύτη: οι περισσότεροι συμμαθητές μου δεν άργησαν να πειστούν για την αξία τού να μην κάνεις τίποτα και χαζολογούσαν στη διάρκεια του μαθήματος. Η καθηγήτρια προσπαθούσε να βρει την παιδαγωγική αξία ενός τέτοιου κειμένου, ώστε να δικαιολογείται να υπάρχει στη διδακτέα ύλη. Και έπαιρνε το μέρος του τουρίστα λέγοντας ότι η εργασία και τα χρήματα μας καλύπτουν κοινωνικά και εξασφαλίζουν καλύτερη σύνταξη. Όμως, το κείμενο ήταν του Χάινριχ Μπελ και όχι από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ήταν η συνηγορία της κοινωνικής προστασίας έναντι των κινδύνων της ζωής η πρόθεση του Μπελ; Πάντως, είναι σίγουρο ότι οι οικονομολόγοι της ευτυχίας είναι με το μέρος του ψαρά.
Γι’ αυτούς το ποσοστό των διαζυγίων και της ανεργίας είναι πιο αξιόπιστοι δείκτες από το κατά κεφαλήν εισόδημα. Πιστεύουν ότι θα ήταν προτιμότερος ένας «εθνικός δείκτης ικανοποίησης» παρά η μέτρηση της ικανοποίησης ενός λαού, μέσω των επιτυχιών της κυβέρνησής του. Αυτό θα ήταν πραγματικά ένας διαφορετικός τρόπος αντίληψης, ο οποίος θα ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις των καιρών. Ο οικονομολόγος Ρίτσαρντ Λέιαρντ, από το London School of Economics and Political Science, ασχολήθηκε ιδιαίτερα μ’ αυτό το ζήτημα.
Ο Λέιαρντ διαπίστωσε ότι ο σημερινός άνθρωπος, παρότι υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορούν να τον κάνουν ευτυχισμένο, θέλει να έχει όλο και περισσότερα. Όποιος επιδιώκει συνεχώς μεγαλύτερη ευημερία και καλύτερο κοινωνικό στάτους (σε σύγκριση με τους άλλους) επιδεικνύει σημάδια εξάρτησης. Η ξέφρενη αναζήτηση υλικών αγαθών προκαλεί μια διαρκή κατάσταση ανικανοποίητου, η οποία δεν μπορεί να καταλήξει σε σταθερή ευτυχία.
Η ανάπτυξη –στόχος όλων των βιομηχανικών χωρών– δεν φέρνει την ευτυχία. Αντιθέτως, πληρώνουν το τίμημα αυτής της ανάπτυξης. Παρότι σήμερα υπάρχει περισσότερη τροφή, παρότι τα αυτοκίνητά μας είναι πιο γερά και έχουμε τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε σε εξωτικά μέρη, η ψυχική μας κατάσταση δεν βελτιώνεται μαζί με την καταναλωτική μας ικανότητα – κι όμως, αυτό πιστεύουμε.
Ευτυχία για όλους παρά ανάπτυξη για την οικονομία: αυτό θα έπρεπε να είναι το καινούριο σύνθημα.
Για τον Λέιαρντ, το συμπέρασμα είναι απλό. Επειδή οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο μήπως χάσουν όσα έχουν από το να γίνουν δυστυχισμένοι παρά τα αποκτήματά τους, πρέπει να αναθεωρήσουμε την πολιτική των βιομηχανικών χωρών. Η πλήρης απασχόληση και η κοινωνική ειρήνη είναι σπουδαιότερες από την αύξηση του Εθνικού Προϊόντος. Ευτυχία για όλους παρά ανάπτυξη για την Οικονομία: αυτό θα έπρεπε να είναι το καινούργιο σύνθημα.
ΠΗΓΗ
Vanuatu: Το πιο ευτυχισμένο μέρος του κόσμου
Reviewed by Unknown
on
16:00
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου