Το οκάπι, για παράδειγμα, είναι ένα μεγάλο μηρυκαστικό, μεταξύ αντιλόπης και καμηλοπάρδαλης, που ανακαλύφθηκε στην Κεντρική Αφρική, από τον Βρετανό εξερευνητή και βοτανολόγο, Σερ Χάρρι Τζόνστον.
Το οκάπι δεν έμοιαζε με κανένα άλλο ζώο, εκτός από ένα απολίθωμα ζώου, που έζησε κατά την μειόκαινο περίοδο, που εκτείνεται από 23 εκατομμύρια μέχρι 5,332 εκατομμύρια χρόνια πριν. Οι επιστήμονες σάστισαν όταν διαπίστωσαν το μέγεθος της ανακάλυψής τους. Το απολίθωμα ανήκε σε ζώο, γνωστό με το όνομα Ελλαδοθήριον, μιας και ανευρέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Πικέρμι της Αττικής, το 1836.
Όταν ο σπουδαίος Ουαλός δημοσιογράφος και εξερευνητής Σερ Χένρι Στάνλεϊ εξερεύνησε το άγνωστο εσωτερικό της Ανατολικής Αφρικής, συνήθιζε να λέει ότι «τα πιο περίεργα πράγματα που ο κόσμος αποκρύπτει από τον άνθρωπο, βρίσκονται στην Αφρική». Οι ανακαλύψεις, τόσο του ίδιου όσο και των διαδόχων του, βεβαίωναν ότι είχε δίκιο μέχρι ενός βαθμού.
Γύρω στο 1911, ο περίφημος ζωολογικός κήπος Hagenbeck, στη Γερμανία, οργάνωσε αποστολές στην Αφρική, προκειμένου να εντοπισθούν νέα εκθέματα. Οι επιστήμονες που συμμετείχαν στην αποστολή που έλαβε χώρα στη δυτική πλευρά της λίμνης Τανγκανίκα, ισχυρίστηκαν ότι είδαν μερικά παράξενα ζώα, τα οποία προσπάθησαν ανεπιτυχώς να συλλάβουν.
Η περιγραφή που έδωσαν ήταν τόσο αλλόκοτη, που οι πληροφορίες τους δε θεωρήθηκαν καθόλου σοβαρές. Εκείνοι όμως βεβαίωναν ότι τα πλάσματα που είδαν, έμοιαζαν καταπληκτικά με τα μυστηριώδη ερπετά παλαιότερης γεωλογικής περιόδου, όπως ο Διπλόδοκος, ο οποίος ήταν ένας γιγάντιος δεινόσαυρος της Ιουρασίου περιόδου, η αρχή της οποίας οριοθετείται πριν από 200 εκατομμύρια έτη και διήρκεσε 50 εκατομμύρια έτη.
Στα τέλη του 1919, δύο Βέλγοι εξερευνητές, ο Κοπέκ και ο Λεπάζ, μετέβησαν σε μια τελείως ανεξερεύνητη περιφέρεια της δεξιάς όχθης του Άνω Κονγκό. Εκεί, παρατήρησαν παράξενες και τεράστιες πατημασιές από ζώο, που ήταν πολύ μεγαλύτερο κι από ελέφαντα και που το σώμα του ήταν καλυμμένο από λέπια. Το πυροβόλησαν επανειλημμένως, αλλά το ευκίνητο πλάσμα εξαφανίστηκε.
Όταν περιέγραψαν στους επιστήμονες με κάθε λεπτομέρεια το ζώο που τους εντυπωσίασε, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η περιγραφή ταίριαζε στον Βροντόσαυρο, που έζησε κατά την Ιουράσια περίοδο, 154 με 150 εκατομμύρια χρόνια πριν. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα ζώα που είναι γνωστό ότι υπήρξαν, με μέσο μήκος τα 23 μέτρα και μέσο βάρος τους 16 τόνους.
Επίσης, από το 1897 έως το 1904, υπήρξαν πολλές αναφορές, ακόμα και από ειδικούς επιστήμονες ότι στον κόλπο του Τόνκιν στο Βιετνάμ, εμφανιζόταν περιοδικά ένα πελώριο ερπετό, που έμοιαζε περισσότερο με τον προϊστορικό Πλησιόσαυρο.
Για πολλά χρόνια, οι ιθαγενείς της Γης του Πυρός πίστευαν ότι παράξενα ζώα ευδοκιμούσαν στις πιο απρόσιτες ορεινές περιοχές της χώρας τους. Τα συναντούσαν κυρίως τις νύχτες, σε εισόδους υπόγειων σπηλαίων, όπου και έβρισκαν καταφύγιο κατά τη διάρκεια της μέρας.
Η περιγραφή των ιθαγενών ταίριαζε απολύτως με τον Άδοντο, της οικογένειας των προϊστορικών γλυπτοδόντων, το τεράστιο εκείνο πλάσμα που έμοιαζε με το αρμαντίλλο.
Ευρωπαίοι εξερευνητές, που ταξίδεψαν μέχρι την Παταγονία, είδαν μέσα σε μια σπηλιά το κουφάρι ενός πρόσφατα νεκρού Άδοντου, με λίγο κρέας πάνω στα οστά του και τρίχες καλυμμένο σε ορισμένα σημεία. Τα υπολείμματα εντοπίστηκαν στην κοίτη ενός χειμάρρου, πράγμα που μαρτυρούσε ότι το ζώο ζούσε διαρκώς στο ίδιο μέρος.
Στο Ρίο Σαλάντο της Χιλής, βρέθηκαν επίσης λείψανα γλυπτόδοντα, που κι εκείνος είχε αποβιώσει προσφάτως. Στην Αργεντινή μάλιστα, ανακαλύφθηκε ακόμα ένας σκελετός του ίδιου ζώου, με καρφωμένο ένα βέλος στη σπονδυλική του στήλη.
Άγριοι ιθαγενείς της Νέας Ζηλανδίας φοβούνταν και προστάτευαν τα μέλη της φυλής τους από τα γιγάντια πτηνά, που πετούσαν πάνω από τα απρόσιτα βουνά τους.
Ένα ακόμα άλυτο μυστήριο για τους αρχαιολόγους αποτέλεσε η ανακάλυψη μνημείων των Μάγιας στο Γιουκατάν. Επρόκειτο για μεγάλα αγάλματα πιθήκων ανθρωποειδούς μορφής, που έμοιαζαν περισσότερο με άνθρωπο παρά με γορίλες και ουραγκοτάγκους.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι στην Αμερική δεν υπήρξε ποτέ ανθρωποειδής πίθηκος, γι’ αυτό και οι επιστήμονες, έκπληκτοι, έκαναν διάφορες υποθέσεις για την καταγωγή των συγκεκριμένων μορφών, που αναπαριστούσαν τα τεράστια αυτά αγάλματα, καθιστώντας το μυστήριο ακόμα σκοτεινότερο.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», στις 06/09/1931…
Το οκάπι δεν έμοιαζε με κανένα άλλο ζώο, εκτός από ένα απολίθωμα ζώου, που έζησε κατά την μειόκαινο περίοδο, που εκτείνεται από 23 εκατομμύρια μέχρι 5,332 εκατομμύρια χρόνια πριν. Οι επιστήμονες σάστισαν όταν διαπίστωσαν το μέγεθος της ανακάλυψής τους. Το απολίθωμα ανήκε σε ζώο, γνωστό με το όνομα Ελλαδοθήριον, μιας και ανευρέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Πικέρμι της Αττικής, το 1836.
Όταν ο σπουδαίος Ουαλός δημοσιογράφος και εξερευνητής Σερ Χένρι Στάνλεϊ εξερεύνησε το άγνωστο εσωτερικό της Ανατολικής Αφρικής, συνήθιζε να λέει ότι «τα πιο περίεργα πράγματα που ο κόσμος αποκρύπτει από τον άνθρωπο, βρίσκονται στην Αφρική». Οι ανακαλύψεις, τόσο του ίδιου όσο και των διαδόχων του, βεβαίωναν ότι είχε δίκιο μέχρι ενός βαθμού.
Γύρω στο 1911, ο περίφημος ζωολογικός κήπος Hagenbeck, στη Γερμανία, οργάνωσε αποστολές στην Αφρική, προκειμένου να εντοπισθούν νέα εκθέματα. Οι επιστήμονες που συμμετείχαν στην αποστολή που έλαβε χώρα στη δυτική πλευρά της λίμνης Τανγκανίκα, ισχυρίστηκαν ότι είδαν μερικά παράξενα ζώα, τα οποία προσπάθησαν ανεπιτυχώς να συλλάβουν.
Η περιγραφή που έδωσαν ήταν τόσο αλλόκοτη, που οι πληροφορίες τους δε θεωρήθηκαν καθόλου σοβαρές. Εκείνοι όμως βεβαίωναν ότι τα πλάσματα που είδαν, έμοιαζαν καταπληκτικά με τα μυστηριώδη ερπετά παλαιότερης γεωλογικής περιόδου, όπως ο Διπλόδοκος, ο οποίος ήταν ένας γιγάντιος δεινόσαυρος της Ιουρασίου περιόδου, η αρχή της οποίας οριοθετείται πριν από 200 εκατομμύρια έτη και διήρκεσε 50 εκατομμύρια έτη.
Στα τέλη του 1919, δύο Βέλγοι εξερευνητές, ο Κοπέκ και ο Λεπάζ, μετέβησαν σε μια τελείως ανεξερεύνητη περιφέρεια της δεξιάς όχθης του Άνω Κονγκό. Εκεί, παρατήρησαν παράξενες και τεράστιες πατημασιές από ζώο, που ήταν πολύ μεγαλύτερο κι από ελέφαντα και που το σώμα του ήταν καλυμμένο από λέπια. Το πυροβόλησαν επανειλημμένως, αλλά το ευκίνητο πλάσμα εξαφανίστηκε.
Όταν περιέγραψαν στους επιστήμονες με κάθε λεπτομέρεια το ζώο που τους εντυπωσίασε, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η περιγραφή ταίριαζε στον Βροντόσαυρο, που έζησε κατά την Ιουράσια περίοδο, 154 με 150 εκατομμύρια χρόνια πριν. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα ζώα που είναι γνωστό ότι υπήρξαν, με μέσο μήκος τα 23 μέτρα και μέσο βάρος τους 16 τόνους.
Επίσης, από το 1897 έως το 1904, υπήρξαν πολλές αναφορές, ακόμα και από ειδικούς επιστήμονες ότι στον κόλπο του Τόνκιν στο Βιετνάμ, εμφανιζόταν περιοδικά ένα πελώριο ερπετό, που έμοιαζε περισσότερο με τον προϊστορικό Πλησιόσαυρο.
Για πολλά χρόνια, οι ιθαγενείς της Γης του Πυρός πίστευαν ότι παράξενα ζώα ευδοκιμούσαν στις πιο απρόσιτες ορεινές περιοχές της χώρας τους. Τα συναντούσαν κυρίως τις νύχτες, σε εισόδους υπόγειων σπηλαίων, όπου και έβρισκαν καταφύγιο κατά τη διάρκεια της μέρας.
Η περιγραφή των ιθαγενών ταίριαζε απολύτως με τον Άδοντο, της οικογένειας των προϊστορικών γλυπτοδόντων, το τεράστιο εκείνο πλάσμα που έμοιαζε με το αρμαντίλλο.
Ευρωπαίοι εξερευνητές, που ταξίδεψαν μέχρι την Παταγονία, είδαν μέσα σε μια σπηλιά το κουφάρι ενός πρόσφατα νεκρού Άδοντου, με λίγο κρέας πάνω στα οστά του και τρίχες καλυμμένο σε ορισμένα σημεία. Τα υπολείμματα εντοπίστηκαν στην κοίτη ενός χειμάρρου, πράγμα που μαρτυρούσε ότι το ζώο ζούσε διαρκώς στο ίδιο μέρος.
Στο Ρίο Σαλάντο της Χιλής, βρέθηκαν επίσης λείψανα γλυπτόδοντα, που κι εκείνος είχε αποβιώσει προσφάτως. Στην Αργεντινή μάλιστα, ανακαλύφθηκε ακόμα ένας σκελετός του ίδιου ζώου, με καρφωμένο ένα βέλος στη σπονδυλική του στήλη.
Άγριοι ιθαγενείς της Νέας Ζηλανδίας φοβούνταν και προστάτευαν τα μέλη της φυλής τους από τα γιγάντια πτηνά, που πετούσαν πάνω από τα απρόσιτα βουνά τους.
Ένα ακόμα άλυτο μυστήριο για τους αρχαιολόγους αποτέλεσε η ανακάλυψη μνημείων των Μάγιας στο Γιουκατάν. Επρόκειτο για μεγάλα αγάλματα πιθήκων ανθρωποειδούς μορφής, που έμοιαζαν περισσότερο με άνθρωπο παρά με γορίλες και ουραγκοτάγκους.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι στην Αμερική δεν υπήρξε ποτέ ανθρωποειδής πίθηκος, γι’ αυτό και οι επιστήμονες, έκπληκτοι, έκαναν διάφορες υποθέσεις για την καταγωγή των συγκεκριμένων μορφών, που αναπαριστούσαν τα τεράστια αυτά αγάλματα, καθιστώντας το μυστήριο ακόμα σκοτεινότερο.
Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», στις 06/09/1931…
ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΑΚΟΜΑ…
Reviewed by Unknown
on
17:00
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου