῞Οταν νόμισε ὁ Μωάμεθ πὼς τὸ ἠθικὸ τῶν πολιορκημένων εἶχε πιὰ κλονισθῆ ἀπὸ τὸν ἀδιάκοπο βομβαρδισμὸ πολλῶν ἡμερῶν, ἔστειλε πάλι γιὰ τελευταία φορὰ τὶς προτάσεις του στὸν Κωνσταντῖνο. Τοῦ ζητοῦσε δηλαδὴ νὰ παραδώση τὴν Πόλη. «Τί λές; Φεύγεις ἀπὸ τὴν Πόλη νὰ πᾶς ὅπου θέλεις μὲ τοὺς ἄοχοντές σου καὶ μὲ τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ ν’ ἀφήσης τὸ λαό, χωρὶς νὰ πάθη καμιὰ βλάβη οὔτε ἀπὸ μᾶς οὔτε ἀπὸ σένα, ἢ ἐπιμένεις στὴν ἀντίσταση, ποὺ θὰ ἔχη ἀποτέλεσμα καὶ τὸ δικό σου θάνατο καὶ τὸ θάνατο τῶν ἀρχόντων σου καὶ τὴν καταστροφὴ τῶν ὑπαρχόντων σου καὶ τὴν αἰχμαλωσία καὶ διασπορὰ τῶν κατοίκων;».
῾Ο Κωνσταντῖνος, ἄν καὶ ἔβλεπε πὼς πολὺ δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκρούση ὡς τὸ τέλος τὸ χείμαρρο τῶν στρατιωτῶν τοῦ σουλτάνου, δὲν δίστασε νὰ δώση τὴν ἀπάντηση, ποὺ ταίριαζε καὶ στὸ δικό του ἀξίωμα καὶ στὴ λαμπρὴ ἱστορία τῆς αὐτοκρατορίας του. Καὶ ἡ σύγκλητος τῶν ἀρχόντων του ἐνέκρινε τὴν ἀπάντησή του:
«Ἄν θέλης νὰ συζήσης μαζί μας εἰρηνικά, ὅπως ἔζησαν οἱ πατέρες σου, ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. ᾽Εκεῖνοι θεωροῦσαν καὶ τιμοῦσαν τοὺς γονεῖς μου σὰν πατέρες, κι αὐτὴ τὴν πόλη σὰν πατρίδα τους. Σὲ δύσκολες περιστάσεις σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν πόλη ἔβρισκαν καταφύγιο. Κράτησε ὅσα φρούρια κι ὅση χώρα ἅρπαξες ἀπὸ μᾶς ἄδικα, ὅρισε καὶ τὸ φόρο, ποὺ θὰ σοῦ πληρώνωμε κάθε χρόνο, νὰ εἶναι ἀνάλογος μὲ τὰ εἰσοδήματά μας καὶ φύγε εἰρηνικά. Γιατὶ ποῦ ξέρεις, ἄν, θαρρώντας πὼς θὰ κερδίσης, δὲ βγῆς ζημιωμένος; Τὴν παράδοση ὅμως τῆς πόλης οὔτε ἐγὼ τὴ δέχομαι οὔτε κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τοὺς κατοίκους της, γιατὶ ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ ἀπόφαση, ποὺ τὴν πῆρε ὁ καθένας μας μόνος του, θὰ πέσωμε πολεμώντας, χωρὶς νὰ λογαριάσωμε τὴ ζωή μας».
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ δυὸ ἀντίπαλοι ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ σύγκρουση. ῾Ο Μωάμεθ διατάσσει τριήμερο ἀδιάκοπο κανονιοβολισμὸ τῶν τειχῶν, γιὰ ν’ ἀνοιχτοῦν πολλὰ ρήγματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ περάσουν οἱ στρατιῶτες του. Σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ πρῶτος θ’ ἀνέβαινε στὰ τείχη, ὑπόσχεται τὴν καλύτερη ἐπαρχία τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας. Σὲ ὅλο τὸ στρατό του ἐπιτρέπει τριήμερη λεηλασία. Οἱ δερβίσηδες τριγυρίζουν τὸ στρατόπεδο κι ὑπόσχονται ἀκόμη μεγαλύτερες ἀμοιβὲς τοῦ Προφήτη γιὰ ὅσους θὰ σκοτωθοῦν πολεμώντας.
Μέσα στὴν πόλη, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, οἱ στρατιῶτες μὲ τὴν προσωπικὴ ἐπίβλεψη τοῦ Κωνσταντίνου ξενυχτοῦν, γιὰ νὰ διορθώσουν τὶς καταστροφὲς τῶν τειχῶν, ποὺ ἔκαναν τὴ μέρα τὰ κανόνια. Κι ὁ ἄμαχος πληθυσμὸς μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς μοναχοὺς μπροστὰ ἔκαναν λιτανεία γύρω στὸν ἐσωτερικὸ περίβολο τῶν τειχῶν, ἔχοντας μαζί τους τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας. Οἱ ἱκεσίες χιλιάδων λαοῦ: «Κύριε, ἐλέησον! Κύριε, ἐλέησον!» ὑψώνονται πρὸς τὴν ῾Υπέρμαχο, ποὺ τόσες φορὲς εἶχε σώσε τὴν Πόλη.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς τρίτης ἡμέρας τοῦ ἀδιάκοπου κανονιοβολισμοῦ ὅλα τὰ σημάδια ἔδειχναν πιὰ πὼς τὴν ἄλλη μέρα, στὶς 29 Μαΐου, θὰ γινόταν ἡ ἐπίθεση. ῾Ο Κωνσταντῖνος ἐπιθεώρησε πρῶτα τὰ τείχη κι ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες γιὰ τὴν πρόχειρη ἐπισκευὴ τῶν ρηγμάτων. Καὶ κατόπιν πῆγε να ἐκτελέση τὰ τελευταῖα καθήκοντα τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ χριστιανοῦ.
Ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικοὺς ἀρχηγούς, τοὺς ἀνέπτυξε τὴ μεγάλη σημασία τοῦ ἀγώνα, στὸν ὁποῖον ἔπρεπε ἤ νὰ νικήσουν ἢ νὰ πέσουν ἡρωικά. Ἀλλ᾽ ἀξίζει ν’ ἀκούσωμε τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ θρυλικοῦ αὐτοκράτορα, ὅπως μᾶς τὰ ἔσωσε ὁ ὑπουργός του καὶ ἱστοριογράφος Γεώργιος Φραντζῆς.
«Σεῖς, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι συστρατιῶτες καὶ ὅλος ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, γνωρίζετε καλᾲ ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα, ποὺ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστης μας θέλει νὰ μᾶς ἐπιτεθῆ μὲ ὅλη τὴν πολεμική του τέχνη καὶ μὲ ὅλα τὰ ὅπλα του. Μὲ ὂλη τὴ στρατιωτική του δύναμη θὰ μᾶς ἐξαπολύση ἐπίθεση καὶ ἀπὸ τὴν ξηρὰ καὶ ἀπὸ τὴ θάλασσα, γιὰ νὰ μπορέση νὰ μᾶς κεντήση μὲ τὸ δηλητήριό του σὰν φίδι φαρμακερὸ καὶ νὰ μᾶς καταπιῆ σὰν λιοντάρι ἀνήμερο.
»Γι’ αὐτὸ σᾶς λέγω καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ μείνετε ἀκλόνητοι μὲ ἀντρεία καὶ μὲ ἄφοβη ψυχή, ὅπως κάνατε πάντοτε ὡς τώρα, χτυπώντας τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστης μας. Στὰ δικά σας χέρια παραδίνω αὐτὴ τὴν πιὸ λαμπρὴ καὶ τὴν πιὸ περίφημη πόλη, ποὺ εἶναι πατρίδα σας καὶ βασίλισσα ἀνάμεσα στὶς ἄλλες πόλεις.
»Γνωρίζετε καλά, ἀδέρφια, πὼς ὅλοι μαζὶ ὀφείλομε γιὰ τέσσερα ἀγαθὰ νὰ προτιμήσωμε νὰ σκοτωθοῦμε, παρὰ νὰ ζοῦμε: Πρῶτο γιὰ τὴν πίστη καί τὴν εὐσέβειά μας, δεύτερο γιὰ τὴν πατρίδα μας, τρίτο γιὰ τὸ βασιλιὰ καὶ τέταρτο γιὰ τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους μας. Λοιπόν, ἀδέρφια, ἄν ὀφείλωμε νὰ πολεμοῦμε ὡς τὸ θάνατο γιὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτὰ ἀγαθά, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ πολεμήσωμε γιὰ ὅλα μαζί, ἀφοῦ τὸ βλέπετε ὁλοφάνερα πὼς κινδυνεύομε νὰ τὰ χάσωμε καὶ τὰ τέσσερα ἀγαθά μας.
»Ἄν ὁ Θεὸς δώση τὴ νίκη στοὺς ἀσεβεῖς γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, κινδυνεύομε νὰ χάσωμε τὴν πίστή μας τὴν ἁγία, ποὺ μᾶς δώρισε ὁ· Χριστὸς μὲ τὸ αἷμα του. Καὶ ἄν κερδίση κανεὶς ὅλο τὸν κόσμο καὶ χάση τὴν ψυχή του, ποιό θὰ εἶναι τὸ ὄφελος του; Δεύτερο θὰ χάσωμε τὴν περίφημη πατρίδα μας καὶ τὴν ἐλευθερία μας. Τὸ τρίτο θὰ χάσωμε τὴ βασιλεία μας, ποὺ μιὰ φορὰ ἦταν λαμπρή, ἀλλὰ τώρα θὰ ταπεινωθῆ, καὶ θὰ περιπαιχθῆ καὶ θὰ ἐκμηδενισθῆ ἀπὸ τὸν τύραννο καὶ τὸν ἀσεβῆ. Τέταρτο θὰ χάσωμε τὰ πολυαγαπημένα μας πρόσωπα, τὰ παιδιά μας, τὶς γυναῖκες μας».
Μόλις τελείωσε τὴν ὁμιλία του ὁ Κωνσταντῖνος, ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἁγία Σοφία, ὅπου προσευχήθηκε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ «μετέλαβε τῶν ἀχράντων καὶ θείων μυστηρίων». ᾽Εξαγνισμένος πιὰ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες κακίες, πῆγε γιὰ τελευταία φορὰ στὰ ἀνάκτορα, ὅπου κάλεσε ὅλους τοὺς αὐλικούς, ἀπὸ τοὺς ἀνώτατους τιτλούχους ὡς τοὺς ὑπηρέτες, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ζήτησε ἀπὸ ὅλους συχώρεση. ῾Ο τελευταῖος αὐτοκράτορας τοῦ μεσαιωνικοῦ ῾Ελληνισμοῦ, βλέποντας πὼς ἴσως δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας, ἑτοιμάζεται νὰ πεθάνη, ὅπως ταιριάζει σ’ ἕναν ἀληθινὸ Ἕλληνα κι ἕναν ἀληθινὸ χριστιανό.
Ἀπὸ τὸ παλάτι φεύγει νύχτα, ὄχι γιὰ ν’ ἀναπαυθῆ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιθεωρήση πάλι τὶς φρουρές. Δὲν ἐπρόκειτο πιὰ νὰ ξανακοιμηθῆ παρὰ μόνο τὸν αἰώνιο ὕπνο τοῦ «μαρμαρωμένου βασιλιᾶ», ἀφοῦ θὰ πολεμοῦσε καὶ θὰ ἔπεφτε στὴν Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ, γενναιότατος ἀνάμεσα στοὺς γενναίους του.
῾Η ἐθνική μας ἱστορία ἔχει πολλοὺς ἥρωες μέσα σὲ τὁσους καὶ τόσους ἀγῶνες τριῶν χιλιάδων χρόνων. Λίγοι ὅμως ἔζησαν καὶ ζοῦν ἀκόμη μέσα στὴν ψυχὴ καὶ τοῦ ἀγράμματου ῞Ελληνα, τόσον ὡραῖοι καὶ τόσο πολυτραγουδημένοι ὅσο τρεῖς: ῾Ο Λεωνίδας, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος καὶ ὁ ᾽Αθανάσιος Διάκος. Κι οἱ τρεῖς τους δὲν νίκησαν τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ κι οἱ τρεῖς τους δὲν δίστασαν οὔτε μιὰ στιγμὴ νὰ θυσιαστοῦν.
Οἱ μυριάδες τῶν ἐχθρῶν πάτησαν τὸ ἱερὸ χῶμα, ποὺ ὑπερασπίζονταν κι ὁ Λεωνίδας στὶς Θερμοπύλες κι ὁ Κωνσταντῖνος στὴν Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ κι ὁ Διάκος στὴν Ἀλαμάνα, ἀλλὰ τὸ πάτησαν ποτισμένο ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν νεκρῶν πιὰ ὑπερασπιστῶν του. Καὶ τὸ αἱματοποτισμένο ἐκεῖνο χῶμα γέννησε τοὺς ἐθνικούς μας θρύλους, μὲ τοὺς ὁποίους μορφώθηκαν καὶ μορφώνονται οἱ Ἑλληνικὲς γενεές. Καὶ στοὺς νεώτερους ἐθνικούς μας ἀγῶνες, πόσοι καὶ πόσοι ῞Ελληνες ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες, πολέμησαν ἔχοντας ὁλοζώντανο μπροστά στὰ μάτια τους τὸ ὅραμα τοῦ Λεωνίδα, τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου καὶ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου! Κι ὅταν ἡ συντριπτικὴ ὑπεροχὴ τῶν ἐχθρῶν τοὺς ἀφαίρεσε τὴ νίκη, ἡ ἀνδρεία καὶ ἡ αὐτοθυσία τους κέρδισαν τὸ φωτοστέφανο τοῦ ἐθνικοῦ μάρτυρα.
Ἄς θυμηθοῦμε τοὺς λίγους ὑπερασπιστὲς τῶν ὀχυρῶν τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης στὰ 1941…
῾Ο Κωνσταντῖνος, ἄν καὶ ἔβλεπε πὼς πολὺ δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκρούση ὡς τὸ τέλος τὸ χείμαρρο τῶν στρατιωτῶν τοῦ σουλτάνου, δὲν δίστασε νὰ δώση τὴν ἀπάντηση, ποὺ ταίριαζε καὶ στὸ δικό του ἀξίωμα καὶ στὴ λαμπρὴ ἱστορία τῆς αὐτοκρατορίας του. Καὶ ἡ σύγκλητος τῶν ἀρχόντων του ἐνέκρινε τὴν ἀπάντησή του:
«Ἄν θέλης νὰ συζήσης μαζί μας εἰρηνικά, ὅπως ἔζησαν οἱ πατέρες σου, ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. ᾽Εκεῖνοι θεωροῦσαν καὶ τιμοῦσαν τοὺς γονεῖς μου σὰν πατέρες, κι αὐτὴ τὴν πόλη σὰν πατρίδα τους. Σὲ δύσκολες περιστάσεις σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν πόλη ἔβρισκαν καταφύγιο. Κράτησε ὅσα φρούρια κι ὅση χώρα ἅρπαξες ἀπὸ μᾶς ἄδικα, ὅρισε καὶ τὸ φόρο, ποὺ θὰ σοῦ πληρώνωμε κάθε χρόνο, νὰ εἶναι ἀνάλογος μὲ τὰ εἰσοδήματά μας καὶ φύγε εἰρηνικά. Γιατὶ ποῦ ξέρεις, ἄν, θαρρώντας πὼς θὰ κερδίσης, δὲ βγῆς ζημιωμένος; Τὴν παράδοση ὅμως τῆς πόλης οὔτε ἐγὼ τὴ δέχομαι οὔτε κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τοὺς κατοίκους της, γιατὶ ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ ἀπόφαση, ποὺ τὴν πῆρε ὁ καθένας μας μόνος του, θὰ πέσωμε πολεμώντας, χωρὶς νὰ λογαριάσωμε τὴ ζωή μας».
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ δυὸ ἀντίπαλοι ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ σύγκρουση. ῾Ο Μωάμεθ διατάσσει τριήμερο ἀδιάκοπο κανονιοβολισμὸ τῶν τειχῶν, γιὰ ν’ ἀνοιχτοῦν πολλὰ ρήγματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ περάσουν οἱ στρατιῶτες του. Σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ πρῶτος θ’ ἀνέβαινε στὰ τείχη, ὑπόσχεται τὴν καλύτερη ἐπαρχία τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας. Σὲ ὅλο τὸ στρατό του ἐπιτρέπει τριήμερη λεηλασία. Οἱ δερβίσηδες τριγυρίζουν τὸ στρατόπεδο κι ὑπόσχονται ἀκόμη μεγαλύτερες ἀμοιβὲς τοῦ Προφήτη γιὰ ὅσους θὰ σκοτωθοῦν πολεμώντας.
Μέσα στὴν πόλη, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, οἱ στρατιῶτες μὲ τὴν προσωπικὴ ἐπίβλεψη τοῦ Κωνσταντίνου ξενυχτοῦν, γιὰ νὰ διορθώσουν τὶς καταστροφὲς τῶν τειχῶν, ποὺ ἔκαναν τὴ μέρα τὰ κανόνια. Κι ὁ ἄμαχος πληθυσμὸς μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς μοναχοὺς μπροστὰ ἔκαναν λιτανεία γύρω στὸν ἐσωτερικὸ περίβολο τῶν τειχῶν, ἔχοντας μαζί τους τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας. Οἱ ἱκεσίες χιλιάδων λαοῦ: «Κύριε, ἐλέησον! Κύριε, ἐλέησον!» ὑψώνονται πρὸς τὴν ῾Υπέρμαχο, ποὺ τόσες φορὲς εἶχε σώσε τὴν Πόλη.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς τρίτης ἡμέρας τοῦ ἀδιάκοπου κανονιοβολισμοῦ ὅλα τὰ σημάδια ἔδειχναν πιὰ πὼς τὴν ἄλλη μέρα, στὶς 29 Μαΐου, θὰ γινόταν ἡ ἐπίθεση. ῾Ο Κωνσταντῖνος ἐπιθεώρησε πρῶτα τὰ τείχη κι ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες γιὰ τὴν πρόχειρη ἐπισκευὴ τῶν ρηγμάτων. Καὶ κατόπιν πῆγε να ἐκτελέση τὰ τελευταῖα καθήκοντα τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ χριστιανοῦ.
Ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικοὺς ἀρχηγούς, τοὺς ἀνέπτυξε τὴ μεγάλη σημασία τοῦ ἀγώνα, στὸν ὁποῖον ἔπρεπε ἤ νὰ νικήσουν ἢ νὰ πέσουν ἡρωικά. Ἀλλ᾽ ἀξίζει ν’ ἀκούσωμε τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ θρυλικοῦ αὐτοκράτορα, ὅπως μᾶς τὰ ἔσωσε ὁ ὑπουργός του καὶ ἱστοριογράφος Γεώργιος Φραντζῆς.
«Σεῖς, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι συστρατιῶτες καὶ ὅλος ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, γνωρίζετε καλᾲ ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα, ποὺ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστης μας θέλει νὰ μᾶς ἐπιτεθῆ μὲ ὅλη τὴν πολεμική του τέχνη καὶ μὲ ὅλα τὰ ὅπλα του. Μὲ ὂλη τὴ στρατιωτική του δύναμη θὰ μᾶς ἐξαπολύση ἐπίθεση καὶ ἀπὸ τὴν ξηρὰ καὶ ἀπὸ τὴ θάλασσα, γιὰ νὰ μπορέση νὰ μᾶς κεντήση μὲ τὸ δηλητήριό του σὰν φίδι φαρμακερὸ καὶ νὰ μᾶς καταπιῆ σὰν λιοντάρι ἀνήμερο.
»Γι’ αὐτὸ σᾶς λέγω καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ μείνετε ἀκλόνητοι μὲ ἀντρεία καὶ μὲ ἄφοβη ψυχή, ὅπως κάνατε πάντοτε ὡς τώρα, χτυπώντας τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστης μας. Στὰ δικά σας χέρια παραδίνω αὐτὴ τὴν πιὸ λαμπρὴ καὶ τὴν πιὸ περίφημη πόλη, ποὺ εἶναι πατρίδα σας καὶ βασίλισσα ἀνάμεσα στὶς ἄλλες πόλεις.
»Γνωρίζετε καλά, ἀδέρφια, πὼς ὅλοι μαζὶ ὀφείλομε γιὰ τέσσερα ἀγαθὰ νὰ προτιμήσωμε νὰ σκοτωθοῦμε, παρὰ νὰ ζοῦμε: Πρῶτο γιὰ τὴν πίστη καί τὴν εὐσέβειά μας, δεύτερο γιὰ τὴν πατρίδα μας, τρίτο γιὰ τὸ βασιλιὰ καὶ τέταρτο γιὰ τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους μας. Λοιπόν, ἀδέρφια, ἄν ὀφείλωμε νὰ πολεμοῦμε ὡς τὸ θάνατο γιὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτὰ ἀγαθά, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ πολεμήσωμε γιὰ ὅλα μαζί, ἀφοῦ τὸ βλέπετε ὁλοφάνερα πὼς κινδυνεύομε νὰ τὰ χάσωμε καὶ τὰ τέσσερα ἀγαθά μας.
»Ἄν ὁ Θεὸς δώση τὴ νίκη στοὺς ἀσεβεῖς γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, κινδυνεύομε νὰ χάσωμε τὴν πίστή μας τὴν ἁγία, ποὺ μᾶς δώρισε ὁ· Χριστὸς μὲ τὸ αἷμα του. Καὶ ἄν κερδίση κανεὶς ὅλο τὸν κόσμο καὶ χάση τὴν ψυχή του, ποιό θὰ εἶναι τὸ ὄφελος του; Δεύτερο θὰ χάσωμε τὴν περίφημη πατρίδα μας καὶ τὴν ἐλευθερία μας. Τὸ τρίτο θὰ χάσωμε τὴ βασιλεία μας, ποὺ μιὰ φορὰ ἦταν λαμπρή, ἀλλὰ τώρα θὰ ταπεινωθῆ, καὶ θὰ περιπαιχθῆ καὶ θὰ ἐκμηδενισθῆ ἀπὸ τὸν τύραννο καὶ τὸν ἀσεβῆ. Τέταρτο θὰ χάσωμε τὰ πολυαγαπημένα μας πρόσωπα, τὰ παιδιά μας, τὶς γυναῖκες μας».
Μόλις τελείωσε τὴν ὁμιλία του ὁ Κωνσταντῖνος, ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἁγία Σοφία, ὅπου προσευχήθηκε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ «μετέλαβε τῶν ἀχράντων καὶ θείων μυστηρίων». ᾽Εξαγνισμένος πιὰ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες κακίες, πῆγε γιὰ τελευταία φορὰ στὰ ἀνάκτορα, ὅπου κάλεσε ὅλους τοὺς αὐλικούς, ἀπὸ τοὺς ἀνώτατους τιτλούχους ὡς τοὺς ὑπηρέτες, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ζήτησε ἀπὸ ὅλους συχώρεση. ῾Ο τελευταῖος αὐτοκράτορας τοῦ μεσαιωνικοῦ ῾Ελληνισμοῦ, βλέποντας πὼς ἴσως δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας, ἑτοιμάζεται νὰ πεθάνη, ὅπως ταιριάζει σ’ ἕναν ἀληθινὸ Ἕλληνα κι ἕναν ἀληθινὸ χριστιανό.
Ἀπὸ τὸ παλάτι φεύγει νύχτα, ὄχι γιὰ ν’ ἀναπαυθῆ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιθεωρήση πάλι τὶς φρουρές. Δὲν ἐπρόκειτο πιὰ νὰ ξανακοιμηθῆ παρὰ μόνο τὸν αἰώνιο ὕπνο τοῦ «μαρμαρωμένου βασιλιᾶ», ἀφοῦ θὰ πολεμοῦσε καὶ θὰ ἔπεφτε στὴν Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ, γενναιότατος ἀνάμεσα στοὺς γενναίους του.
῾Η ἐθνική μας ἱστορία ἔχει πολλοὺς ἥρωες μέσα σὲ τὁσους καὶ τόσους ἀγῶνες τριῶν χιλιάδων χρόνων. Λίγοι ὅμως ἔζησαν καὶ ζοῦν ἀκόμη μέσα στὴν ψυχὴ καὶ τοῦ ἀγράμματου ῞Ελληνα, τόσον ὡραῖοι καὶ τόσο πολυτραγουδημένοι ὅσο τρεῖς: ῾Ο Λεωνίδας, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος καὶ ὁ ᾽Αθανάσιος Διάκος. Κι οἱ τρεῖς τους δὲν νίκησαν τοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ κι οἱ τρεῖς τους δὲν δίστασαν οὔτε μιὰ στιγμὴ νὰ θυσιαστοῦν.
Οἱ μυριάδες τῶν ἐχθρῶν πάτησαν τὸ ἱερὸ χῶμα, ποὺ ὑπερασπίζονταν κι ὁ Λεωνίδας στὶς Θερμοπύλες κι ὁ Κωνσταντῖνος στὴν Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ κι ὁ Διάκος στὴν Ἀλαμάνα, ἀλλὰ τὸ πάτησαν ποτισμένο ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν νεκρῶν πιὰ ὑπερασπιστῶν του. Καὶ τὸ αἱματοποτισμένο ἐκεῖνο χῶμα γέννησε τοὺς ἐθνικούς μας θρύλους, μὲ τοὺς ὁποίους μορφώθηκαν καὶ μορφώνονται οἱ Ἑλληνικὲς γενεές. Καὶ στοὺς νεώτερους ἐθνικούς μας ἀγῶνες, πόσοι καὶ πόσοι ῞Ελληνες ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες, πολέμησαν ἔχοντας ὁλοζώντανο μπροστά στὰ μάτια τους τὸ ὅραμα τοῦ Λεωνίδα, τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου καὶ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου! Κι ὅταν ἡ συντριπτικὴ ὑπεροχὴ τῶν ἐχθρῶν τοὺς ἀφαίρεσε τὴ νίκη, ἡ ἀνδρεία καὶ ἡ αὐτοθυσία τους κέρδισαν τὸ φωτοστέφανο τοῦ ἐθνικοῦ μάρτυρα.
Ἄς θυμηθοῦμε τοὺς λίγους ὑπερασπιστὲς τῶν ὀχυρῶν τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης στὰ 1941…
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
Reviewed by Unknown
on
20:00
Rating: