Τα Φαντάσματα των Βερσαλλιών : Μία από τις διασημότερες “στοιχειωμένες” υποθέσεις

Η υπόθεση αυτή αποτελεί μια από τις πιο διάσημες υποθέσεις φαντασμάτων του 20ου αιώνα. Σχετίζεται με Φαντάσματα ανθρώπων αλλά και κτιρίων στο Πετίτ Τριανόν στις Βερσαλλίες, μέσα στη δεκαετία του 1770, πριν από την Γαλλική Επανάσταση. Αναφορές για την εμφάνιση φαντασμάτων στο Πετίτ Τριανόν καταγράφηκαν μετά από 100 χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Οι Βερσαλλίες όμως έγιναν σημαντικός και επίμαχος χώρος για τους ερευνητές Φυσικής στις αρχές του καλοκαιριού του 1901.
Αλλά για να γίνει πιο κατανοητή η υπόθεση, θα πρέπει ν’ ανατρέξουμε λίγο στα παρασκήνια. Το Πετίτ Τριανόν ξεκίνησε να κατασκευάζεται από το 1762 μέχρι το 1768, κατά την βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Είναι μια μικρή έπαυλη και βρίσκεται μέσα στο Βασιλικό Ανάκτορο των Βερσαλλιών, στις Βερσαλλίες της Γαλλίας. Βρίσκεται μέσα στο πάρκο του Γκράντ Τριανόν. Ήταν παραγγελία του Λουδοβίκου για την μαιτρέσσα του, την Μαρκησία ντε Πομαντούρ (“Ζαν Αντουανέτ Πουασόν” όπως ήταν το κανονικό της όνομα), η οποία ήταν και αυτή που επέβλεπε την κατασκευή του. Το κτίριο σχεδιάστηκε από τον Γκαμπριέλ, τον βασιλικό αρχιτέκτονα, όπου ξεκίνησε να δουλεύει πάνω σε αυτό από το 1762. Δυο χρόνια μετά, το 1764 η Μαρκησία πέθανε και έτσι το ρόλο της βασιλικής μαιτρέσσας πέρασε στην Μαντάμ Ντουμπαρύ. Όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του, η Μαντάμ Ντουμπαρύ περιοδικά έμενε σε αυτό. Ένας δρόμος οδηγούσε στην μικρή βασιλική φάρμα, μέσα στο Ανάκτορο (Alle de la Menagerie). Σχεδόν μετά από την ολοκλήρωση του άρχισαν οι αλλαγές και οι προσθήκες. Το 1773 προστέθηκε ένα μικρό παρεκκλήσι, το οποίο για να γίνει χρειάστηκε να μειωθεί ο χώρος της κουζίνας και του προσωπικού. Οι σκάλες που υπήρχαν και οδηγούσαν στην κουζίνα αφαιρέθηκαν και στη θέση τους μπήκαν νέες σκάλες που οδηγούσαν στο παρεκκλήσι και στο χώρο του προσωπικού. Η κατασκευή του όμως είχε σαν αποτέλεσμα τη διακοπή του δρόμου προς το Alle de la Menagerie, ο οποίος και καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 1771. Ο Λουδοβίκος πέθανε το 1774 από ευλογιά και στη θέση του άφησε τον εγγονό του, τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’, έδωσε το Πετίτ Τριανόν στην Βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, η οποία έκανε γρήγορα σχέδια για αλλαγές στον κήπο.
Αυτή ήταν η ιστορία του Πετίτ Τριανόν σε γενικές γραμμές. Προχωράμε 127 χρόνια μπροστά, στις 10 Αυγούστου 1901. Εδώ συναντάμε δυο αγγλίδες ακαδημαϊκούς που επισκέφθηκαν τις Βερσαλλίες. Την Έλεανορ Ζουρντέν, κόρη του εφημέριου του Ντέρμπισαϊρ και την Άννι Μόμπερλι, κόρη του επισκόπου του Σόλσμπερι. Καμία από τις δυο τους δεν ήταν οικείες με την περιοχή. Έφυγαν από το Γκράντ Τριανόν και ακολουθώντας ένα μεγάλο δρόμο προς το Πετίτ Τριανόν, για μια στιγμή νόμιζαν ότι χάθηκαν. Όταν βρήκαν τον κήπο και μπήκαν μέσα του, η Άννι ξαφνικά ένιωσε “μια ασυνήθιστη κατάθλιψη”, όπως περιέγραψε αργότερα. Ένιωσαν και οι δυο τους σαν να ζούσαν μέσα σε ένα όνειρο. Η ατμόσφαιρα ήταν στάσιμη, απόκοσμη και καταθλιπτική. Το περιβάλλον έμοιαζε δυσάρεστο, αφύσικο και επίπεδο, σχεδόν σαν δυσδιάστατη.

Είδαν δυο άντρες που έμοιαζαν με κηπουροί, με ρούχα της εποχής και τριγωνικά καπέλα. Τους ρώτησαν για οδηγίες και κείνοι τους είπαν να συνεχίσουν ευθεία. Είδαν μια γέφυρα και ένα κιόσκι όπου δίπλα καθόταν ένας άντρας με καμπουριαστό καπέλο και μανδύα. Η εμφάνιση του τις έκανε να μη τον συμπαθήσουν. Από πίσω τους έτρεξε ένας άντρας με “περίεργο χαμόγελο” και παράξενη προφορά και τους έδωσε παραπάνω οδηγίες για το σπίτι. Θεώρησαν πως ήταν ένας από τους κηπουρούς από την είσοδο. Ο άντρας αυτός ξαφνικά εξαφανίστηκε από μπροστά τους. Δίπλα από το σπίτι, στον αγγλικό κήπο στο Πετίτ Τριανόν μπροστά, η Άννι είδε μια γυναίκα να φοράει μια ανοιχτή πράσινη εσάρπα, καθισμένη σε κάθισμα στο γρασίδι. Η Έλεανορ δεν τη πρόσεξε. Η προσοχή τους στράφηκε σε έναν νεαρό άντρα ο οποίος βγήκε από μια πόρτα του σπιτιού, κλείνοντας τη με δύναμη. Είχε την ίδια έκφραση με τον άλλον που έτρεχε πίσω τους. Τότε είδαν και το δρόμο για το σπίτι.

Σα να είναι εικόνες από ταινία μυστηρίου, οι δυο γυναίκες συζήτησαν τις εμπειρίες τους εκείνη τη μέρα, και κατέληξαν σε κοινό
συμπέρασμα πως το μέρος είναι στοιχειωμένο. Θυμήθηκαν ότι ενώ έφυγαν από το Γκραντ Τριανόν, υπήρχε μια απαλή αύρα, ενώ με το που μπήκαν στο Πετίτ Τριανόν, ο αέρας έμεινε “έντονα ακίνητος” και δεν υπήρχαν εφέ σκιάς και φωτός. Μετά την συνάντηση τους με τους δύο άντρες στην είσοδο, η Άννι είπε “άρχισα να νιώθω σαν να περπατώ στον ύπνο μου, και αυτό το όνειρο ήταν τόσο καταθλιπτικό”. Όλη η εμπειρία τους διήρκησε μόλις μισή ώρα.

Κατά την διάρκεια των επόμενων 10 χρόνων, οι δυο κοπέλες επισκέφτηκαν το Πετίτ Τριανόν πάλι για να μπορέσουν να ξεδιαλύνουν το μυστήριο. Στις 2 Ιανουαρίου του 1902, η Άννι βίωσε για μια ακόμα φορά την ίδια στάσιμη, απόκοσμη και καταθλιπτική ατμόσφαιρα, αυτή τη φόρα όχι στην είσοδο αλλά στη γέφυρα για το Αμό ντε λα Ρεν (Hameau de la Ren), το μικρό χωριουδάκι της Μαρίας Αντουανέτας. Είδε δυο εργάτες ντυμένους με χιτώνιο και κάπες και μυτερές κουκούλες, να φορτώνουν κλαδιά σε ένα κάρο. Έκανε για μια στιγμή στην άκρη, και όταν γύρισε πίσω είδε πως οι άντρες και το κάρο ήταν πολύ μακριά. Επίσης άκουσε από το βάθος μια χορωδία να παίζει μουσική.

Εκείνη τη χρονιά δεν είχε έρθει μαζί της η Έλεανορ, η οποία για δεύτερη φορά επισκέφθηκε το μέρος στις 4 Ιουλίου 1904, μαζί με την Άννι
και μια ακόμα Γαλλίδα. Δεν μπορούσαν να βρουν αυτή τη φορά το μονοπάτι που είχαν ακολουθήσει το 1901, ούτε βρήκαν το κιόσκι ή την γέφυρα. Εκεί που είχαν δει την κυρία με την εσάρπα, βρήκαν στη θέση της έναν θάμνο Ροδόδεντρου, ηλικίας πολλών χρόνων. Παντού υπήρχε κόσμος, ενώ το 1901 το μέρος φαινόταν περιέργως άδειο, εξαιρώντας ελάχιστους ανθρώπους που είχαν δει.

Όταν επέστρεψαν, μέσα από την έρευνα που έκαναν σε ιστορικά αρχεία, ανακάλυψαν πως αυτά που έζησαν ήταν οράματα από το Πετίτ Τριανόν την εποχή που ζούσε η Μαρία Αντουανέτα το 1789, και η κυρία με την εσάρπα ήταν η ίδια, που ήταν γνωστό ότι της άρεσε εκείνο το σημείο. Η Άννι θεώρησε πως με κάποιο τρόπο μπήκαν στις αναμνήσεις της όταν ζούσε. Τα ρούχα που είχαν δει, δεν τα φορούσε κανείς το 1901, η πόρτα του σπιτιού ήταν στην πραγματικότητα ερείπια από το πλέον αχρησιμοποίητο μέρος του παρεκκλησιού. Το κιόσκι και η γέφυρα δεν υπήρχε πια. Οι κηπουροί στην είσοδο ήταν οι αδερφοί Μπέρσεϊ, οι οποίοι ήταν ακόλουθοι της Μαρίας Αντουανέτας.
Το 1911, οι δυο κοπέλες κυκλοφόρησαν το πρώτο τους βιβλίο στο οποίο εξιστορούσαν τις εμπειρίες τους (το βιβλίο λέγεται “An Adventure”). Φυσικά το βιβλίο χλευάστηκε από τους σκεπτικιστές της κοινότητας Φυσικής Έρευνας, το οποίο μάλιστα χαρακτήρισαν ως αναξιόπιστο και ερασιτεχνικό. Δεν είχαν καταγράψει καμία ανάμνηση μέχρι το Νοέμβριο του 1901, ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να μπορέσει η μνήμη να διατηρήσει αναλλοίωτα όσα είδαν, υποστήριξαν οι κριτικοί. Η μουσική που είχε ακούσει η Άννι το 1902 θα μπορούσε να είναι από κάποια στρατιωτική μονάδα που εκπαιδεύονταν σε μανούβρες σε εκείνη τη περιοχή. Το χτύπημα της πόρτας που άκουσαν το 1901, θα μπορούσε να είναι κάποιος ήχο από εκεί κοντά που παρέβλεψαν. Θέση πήρε και η γραμματέας της Κ.Φ.Ε. (Κοινότητα Φυσικής Έρευνας) η Έλεανορ Σίντγουϊκ, η οποία δήλωσε πως δεν φαίνεται να υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να αποδείξουν την ύπαρξη μεταφυσικής δραστηριότητας. Πρότεινε μάλιστα, πως οι δυο κοπέλες είδαν πραγματικούς ανθρώπους κα πραγματικά πράγματα, των οποίων οι λεπτομέρειες αλλοιώθηκαν από τεχνάσματα της μνήμης αφού αποφάσισαν πως είδαν Φαντάσματα.

Προς έκπληξη όλων το βιβλίο απέκτησε παγκόσμια δημοσιότητα και κόσμος άρχισε να αναφέρει παρόμοιες εμπειρίες μέσα στο Τριανόν, στο Κ.Φ.Ε. Όπως ο Τζον Κρούκ, μαζί με την γυναίκα του και το γιο του από την Αγγλία. Τον Ιούλιο του 1908, επισκέφθηκαν το Γκραντ Τριανόν και είδαν δυο φορές την ύποπτη γυναίκα. Ντυμένη με ρούχα άλλου αιώνα, με φουστάνι κρεμ, λευκή εσάρπα και λευκό ατριμάριστο, καμπυλωτό καπέλο. Καθόταν σε χαμηλό σκαμνάκι στο γρασίδι και φαίνεται να σχεδίαζε σε ένα κομμάτι χαρτί. Δεν τους έδωσε καμία προσοχή, μέχρι τη στιγμή που ο Κρούκ ως καλλιτέχνης, προσπάθησε να δει τι ζωγραφίζει. Εκείνη με μια απότομη και γρήγορη κίνηση του καρπού της, γύρισε την σελίδα φανερά ενοχλημένη. Όπως είπε αργότερα, εκείνη τη στιγμή πίστεψε ότι έβλεπε φάντασμα, καθώς η γυναίκα φαινόταν να εξαφανίζεται από το χώρο με “ελαφριά τρεμάμενη προσαρμογή”. Επίσης, ανέφεραν ότι είδαν έναν άντρα με μια γυναίκα με παλιομοδίτικα ρούχα, να ακούν μια ορχηστρική μουσική από βαθειά. Τα οράματα φαίνεται να συνοδεύονταν με δονήσεις μέσω του αέρα. Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι οι παραπάνω εμπειρίες έλαβαν χώρα τρία χρόνια πριν την έκδοση του βιβλίου, οι κριτικοί έσπευσαν αμέσως να επισημάνουν ότι η οικογένεια δεν είχε πει τίποτα μέχρι την έκδοση του βιβλίου, και ως εκ τούτου, οι αναφορές τους πολύ πιθανά να έχουν επηρεαστεί από τα όσα διάβασαν.

Οι αναφορές όμως δεν σταμάτησαν να έρχονται στην επιφάνεια. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 1928, δυο Αγγλίδες, η Κλαίρ Μπάροου και η Αν Λάμπερτ, επισκέφθηκαν τις Βερσαλλίες. Καμία από τις δυο δεν είχε διαβάσει το επίμαχο βιβλίο. Η δική τους εμπειρία, ξεκινάει παρόμοια με της Άννι και της Έλεανορ. Καθώς αφήναν πίσω τους το Γκράντ Τριανόν και προχωρούσαν προς το Πετίτ Τριανόν, η Κλαίρ ένιωσε την ίδια αλλόκοσμη αίσθηση κατάθλιψης. Είδαν έναν ηλικιωμένο άντρα με πράσινη και ασημένια στολή, από τον οποίο ζήτησαν οδηγίες. Τους φώναξε με βιαστικά, βραχνά και ακαταλαβίστικα γαλλικά, και για μια στιγμή φάνηκε απειλητικός και οι δυο κοπέλες έφυγαν γρήγορα. Κοιτώντας όμως πίσω τους, ο ηλικιωμένος είχε εξαφανιστεί. Στη διαδρομή είδαν και άλλους άντρες και γυναίκες με ρούχα της εποχής. Ηρέμησαν όταν είδαν το Πετίτ Τριανόν μέσα από τα δέντρα, αλλά η έκπληξη τους ήταν όταν κατάλαβαν ότι βίωσαν ένα στοίχειωμα, διαβάζοντας αργότερα το βιβλίο.
Δέκα χρόνια μετά από αυτό, το Σεπτέμβριο του 1938, η Ελίζαμπεθ Χάτον περπατούσε μόνης της μέσα στο Πετίτ Τριανόν, πηγαίνοντας προς το χωριό της Μαρίας Αντουανέτας. Ξαφνικά μπροστά της εμφανίστηκε ένα ζευγάρι, ντυμένο με χωρικά ρούχα της εποχής, να σέρνουν ένα ξύλινο καρότσι με ξύλα φορτωμένο. Πέρασαν από δίπλα της ήσυχα, και μόλις η γυναίκα γύρισε να τους κοιτάξει, είχαν εξαφανιστεί. Και η ίδια δεν είχε διαβάσει το βιβλίο πριν την επίσκεψη της. Προχωράμε άλλα 11 χρόνια μπροστά, και η επόμενη μαρτυρία είναι τον Οκτώβριο του 1949, όπου ο Τζακ και η Κλάρα Γουίλκινσον μαζί με τον 4χρονο γιος τους, επισκέφθηκαν τις Βερσαλλίες. Και ο τρεις τους είδαν μια γυναίκα με φόρεμα της εποχής, παρασόλι (ομπρέλα για τον ήλιο) να στέκεται μπροστά από το Γκράντ Τριανόν. Δεν φαινόταν να είναι φάντασμα, αλλά όταν γύρισαν αλλού και ξαναγύρισαν για να την δουν, είχε εξαφανιστεί.

Ο χρόνος είναι πλέον 21 Μαΐου 1955. Ένας δικηγόρος από το Λονδίνο μαζί με την γυναίκα του, αφού έφυγαν από το Γκράντ Τριανόν με κατεύθυνση για το Πετίτ Τριανόν, ο χώρος ξαφνικά έμοιαζε περιέργως έρημος. Υπήρξε μια ηλεκτρική καταιγίδα και η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και καταθλιπτική, κάτι που το ένιωσε έντονα η γυναίκα. Όταν ο ήλιος βγήκε, είδαν από μακριά δυο άντρες και μια γυναίκα, περίπου στα 90 μέτρα, να έρχονται προς το μέρος τους. Φορούσαν ρούχα της περιόδου με την γυναίκα να είναι ντυμένη με ένα μακρύ, λαμπερό κίτρινο φόρεμα ενώ οι άντρες ήταν ντυμένοι με μαύρη βράκα, μαύρα παπούτσια με ασημένιες αγκράφες, μαύρα καπέλα και ανοιχτό πανωφόρι μέχρι το γόνατο. Καθώς περπατούσαν, συναντήθηκαν και ξαφνικά αντιλήφθηκαν πως τα τρία άτομα αυτά εξαφανίστηκαν, και δεν μπορούσαν να τα δουν πουθενά μέσα στο οπτικό τους πεδίο.

Αμέτρητες οι αναφορές σε σύγκριση με αυτές που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Όλες αυτές οι αναφορές εξετάσθηκαν από τα μέλη της Κ.Φ.Ε. Οι απόψεις περί των στοιχειωμένων Βερσαλλιών, ακόμα και σήμερα παραμένουν διχασμένες. Μέσα στους σκεπτικιστές που αναιρούσαν την ύπαρξη της μεταφυσικής δραστηριότητας, ήταν ο Γουίλιαμ Χένρυ Σάλτερ, ο οποίος το 1950 έγραψε ότι λάθη της μνήμης δεν μπορούν να συμπεριληφθούν μέσα στις αναφορές. Παρατήρησε πως ένα δημόσιο πάρκο είναι το χειρότερο σημείο για μια ιστορία φαντασμάτων, από πλευράς αποδείξεων, καθώς είναι αδύνατον να εξακριβώσει κανείς ποιος ήταν στο πάρκο και που την παρούσα στιγμή. Υποστήριξε πως τα ρούχα περιόδου που αναφέρθηκαν μέσα στις μαρτυρίες, ήταν ρούχα από ζωντανούς ανθρώπους καθώς οι Βερσαλλίες προσέλκυαν μια πολύχρωμη γκάμα ανθρώπων από διάφορα επαγγέλματα και χώρες.

Σε αντίθεση με τον παραπάνω δύσκολο κριτικό, ο δρ. Λάμπερτ ήταν ακόμα πιο σίγουρος πως όντως υπήρχε μεταφυσική δραστηριότητα. Όπως ανακάλυψε το 1775, οι βασιλικοί κηπουροί Κλοντ Ρίτσαρντ (ετών 65) και ο γιος του Αντουάν (ετών 35) φορούσαν πράσινη λιβρέα (επίσημη στολή). Οπότε οι Άννι και Έλεανορ είδαν στην ουσία τα Φαντάσματα των Ρίτσαρντς. Η Κλαιρ Μπάροου, που είδε επίσης έναν τέτοιον άντρα, ο Λάμπερτ υπολόγισε πως η ηλικία του θα πρέπει να ήταν γύρω στα 60. Βρήκε 8 σημαντικές συνοχές με αυτά που είδαν οι πρώτες κοπέλες. Ωστόσο, οι συνθήκες που βίωσαν ήταν το καλοκαίρι του 1770 κατά την διάρκεια βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και όχι των ημερών της Μαρίας Αντουανέτας. Τα ευρήματα από την έρευνα του δημοσιεύτηκαν σε μια σειρά άρθρων ανάμεσα στο 1953 και 1962.
Το 1965, η “Περιπέτεια των Βερσαλλιών” όπως το αποκαλούσαν τότε τα μέσα, δόθηκε μια φυσική- κατά κάποιο τρόπο- εξήγηση από τον συγγραφέα του βιβλίου “Un Prince 1900: Robert de Montesquiou”, τον Φιλίπε Τζουλιάν. Σύμφωνα με αυτόν, ο ποιητής Μοντεσκιέ και οι ακόλουθοι του είχαν το συνήθειο να περνάνε τις μέρες τους στο πάρκο του Τριανόν, στο γύρισμα του αιώνα. Κάποιοι φαίνεται να ήταν ντυμένοι με ρούχα της περιόδου, κρίνοντας πάντα με τις υπάρχουσες φωτογραφίες. Και γι’ αυτόν, οι κοπέλες απλά είδαν τον Μοντεσκιέ με τους ακολούθους του να περνάνε μια τέτοια μέρα. Το βιβλίο του είχε τεράστιο αντίκτυπο επάνω στον δρ. Ζαν Έβανς, ο οποίος πλέον είχε πάρει τα δικαιώματα για το βιβλίο “An Adventure”, το οποίο είχε πλέον φτάσει στην 5η έκδοση ως το 1955. Ο Έβανς προτίμησε να αφήσει το ζήτημα στην άκρη με το να απαγορεύσει άλλες αγγλικές εκδόσεις του βιβλίου.

Από μεριάς του σωστή η κίνηση του, αλλά το ζήτημα δεν τελείωσε. Τα χρόνια που ακολούθησαν, περισσότερες μαρτυρίες περί στοιχειώματος αναφέρθηκαν και εξετάστηκαν τόσο από τους Άγγλους όσο και από τους Γάλλους ερευνητές. Ο Άντριου Μακένζι, μέλος της Κ.Φ.Ε., το 1982, υποστήριξε την θεωρία του ότι όλες οι εμπειρίες αυτές ταιριάζουν σε ένα μοτίβο του “άσκοπου στοιχειώματος”, το οποίο δεν φαίνεται να συνδέεται με κάποιον βίαιο θάνατο ή κάποιο τραυματικό γεγονός. Άλλωστε, όπως υποστήριξε, η ζωή στις Βερσαλλίες την χρονιά 1770-1771 ήταν ιδιαίτερα ήρεμη, και πως όλη αυτή η περιοχή απέκτησε δύναμη λόγω του ότι ο κόσμος εκείνη την περίοδο πιθανά να αισθανόταν πως ερχόταν το τέλος τους, πράγμα που η Ιστορία αποδεικνύει πως έγινε.

Όποια και αν είναι η αλήθεια, είτε υπάρχει μεταφυσική δραστηριότητα στις Βερσαλλίες είτε όχι, παραμένει μέχρι και σήμερα ένα άλυτο μυστήριο.
Τα Φαντάσματα των Βερσαλλιών : Μία από τις διασημότερες “στοιχειωμένες” υποθέσεις Τα Φαντάσματα των Βερσαλλιών : Μία από τις διασημότερες “στοιχειωμένες” υποθέσεις Reviewed by Unknown on 12:00 Rating: 5
Από το Blogger.