Ο Ρίτσαρντ Τσέις ήταν ένας από τους πιο γνωστούς serial killers στην Αμερική τη δεκαετία του ΄70. Μέσα σε ένα μήνα σκότωσε...
έξι ανθρώπους στην Καλιφόρνια. Έμεινε γνωστός ως ο«βρικόλακας του Σακραμέντο» γιατί έπινε το αίμα των θυμάτων του και έτρωγε μέλη τους.
Τα ειδεχθή εγκλήματά του σόκαραν και τους έμπειρους αστυνομικούς του FBI που ανέλαβαν την υπόθεση όταν προχώρησε και στις δολοφονίες παιδιών. Ο Τσέις γεννήθηκε το 1950 στο Σαν Χοσέ της Καλιφόρνιας.
Ο πατέρας του τον κακοποιούσε και σε ηλικία 10 χρόνων έγινε πυρομανής και άρχισε να βασανίζει ζώα.
Στην εφηβεία του ήταν αλκοολικός και ναρκομανής. Καθώς μεγάλωνε έγινε υποχόνδριος. Συχνά έλεγε ότι η καρδιά του σταματούσε, ενίοτε κι ότι κάποιος του είχε κλέψει μια πνευμονική αρτηρία! Θεωρούσε ότι τα οστά του κεφαλιού του ήταν διαχωρισμένα και κινούνταν μόνα τους. Μάλιστα έφτασε στο σημείο να ξυρίσει το κεφάλι του για να παρακολουθεί τη δραστηριότητά τους. Αφού εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι, καθώς πίστευε ότι η μητέρα του προσπαθούσε να τον δηλητηριάσει, νοίκιασε ένα διαμέρισμα με φίλους. Οι συγκάτοικοί του παραπονέθηκαν ότι ήταν συνεχώς υπό την επήρεια αλκοόλ, μαριχουάνας και LSD. Κυκλοφορούσε γυμνός στο σπίτι ακόμα κι όταν υπήρχε κόσμος. Οι συγκάτοικοι του ζήτησαν να φύγει κι όταν αρνήθηκε, έφυγαν εκείνοι. Όταν έμεινε μόνος του άρχισε να αιχμαλωτίζει, να κακοποιεί και να σκοτώνει ζώα. Τα έτρωγε και πολλές φορές ανακάτευε τα όργανά τους με κόκα κόλα και έπινε το μείγμα ως αφέψημα. Υποστήριζε ότι με αυτόν τον τρόπο απέτρεπε την καρδιά του από το να συρρικνώνεται!
Σε ηλικία 25 χρόνων μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, καθώς είχε κάνει ενδοφλέβιες ενέσεις με αίμα κουνελιού. Δραπέτευσε και επέστρεψε στο πατρικό του. Συνελήφθη όμως και τον έκλεισαν ξανά σε ίδρυμα. Η διάγνωση ήταν «παρανοϊκός σχιζοφρενής». Εκεί συχνά μοιραζόταν με το προσωπικό τις φαντασιώσεις του να σκοτώνει κουνέλια. Κάποια στιγμή μάλιστα οι νοσηλευτές είδαν αίμα γύρω από το στόμα του και διαπίστωσαν ότι είχε αρπάξει δυο πουλιά από τα κάγκελα του παραθύρου του, τα είχε πνίξει και είχε πιει το αίμα τους. Τότε άρχισαν να τον αποκαλούν «δράκουλα». Μετά από θεραπεία με ψυχοφάρμακα ο Τσέις θεωρήθηκε ότι δεν αποτελούσε πλέον κίνδυνο για την κοινωνία και τον άφησαν να φύγει, με την εγγύηση των γονέων του. Όμως, η μητέρα του, θεωρώντας ότι δεν χρειαζόταν πια τα φάρμακα, σταμάτησε να του δίνει. Οι γονείς του τον βοήθησαν να νοικιάσει ένα διαμέρισμα όπου ο Τσέις συνέχισε την ίδια τακτική. Αιχμαλώτιζε, σκότωνε και έπινε το αίμα κουνελιών, σκύλων και γατιών. Μάλιστα σκότωσε και έφαγε τα κατοικίδια του γείτονά του και στη συνέχεια τον πήρε τηλέφωνο να του εξηγήσει τι είχε κάνει. Ταυτόχρονα άρχισε να ασχολείται με όπλα. Δεν φρόντιζε τον εαυτό του, παραμελούσε την προσωπική του υγιεινή, σταμάτησε να τρώει κανονικά κι έχασε πολλά κιλά. Οι φόνοι Ακολούθησαν πολλά περιστατικά βίας με ζώα έως τον Δεκέμβριο του 1977, οπότε ο Τσέις πυροβόλησε και σκότωσε τον πρώτο άνθρωπο. Ήταν ένας 51χρονος μηχανικός και πατέρας δύο παιδιών. Δέχθηκε τις σφαίρες του Τσέις την ώρα που μετέφερε τα ψώνια του σούπερ μάρκετ στο σπίτι. Λίγες ημέρες αργότερα κι ενώ μια έγκυος έβγαζε τα σκουπίδια έχοντας αφήσει την πόρτα του σπιτιού της ανοιχτή, ο Τσέις την πυροβόλησε στο κεφάλι. Στη συνέχεια έσυρε το πτώμα της στην κρεβατοκάμαρα όπου την βίασε ενώ ταυτόχρονα την μαχαίρωνε με χασαπομάχαιρο. Μετά άνοιξε το πτώμα και αφαίρεσε όργανα από τη γυναίκα. Συγκέντρωσε το αίμα σε έναν κουβά με το οποίο έκανε μπάνιο.
Δεν πέρασαν λίγες μέρες κι ο Τσέις διέπραξε την τρίτη του δολοφονία. Αυτή τη φορά ήταν μαζική. Εισέβαλε στο σπίτι μίας 38χρονης η οποία εκείνη την ώρα κρατούσε τον μόλις 22 μηνών ανιψιό της. Στο σπίτι βρισκόταν ο 6χρονος γιος της κι ένας γείτονάς της. Η 38χρονη ήταν στο μπάνιο και ο γείτονας πρόσεχε τα παιδιά. Αυτός ήταν ο πρώτος που δέχθηκε σφαίρα. Ο Τσέις έκλεψε από το πτώμα το πορτοφόλι και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Στη συνέχεια πυροβόλησε στο κεφάλι και τα δύο παιδιά. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Πήγε στο μπάνιο και σκότωσε την 38χρονη γυναίκα. Έσυρε το πτώμα της στην κρεβατοκάμαρα όπου την βίασε και ήπιε το αίμα της αφού πρώτα της έκοψε τον σβέρκο και πολλά όργανα του σώματός της. Το ίδιο έκανε και στο πτώμα του γείτονα. Ο Τσέις έφυγε από το σπίτι όταν ένα κοριτσάκι, φίλη του 6χρονου, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ο μανιακός δολοφόνος έφυγε κλέβοντας το αυτοκίνητο του γείτονα. Τότε ανέλαβε τις έρευνες το FBI, σκιαγραφώντας το προφίλ του δράστη. Μια γυναίκα, στο σπίτι της οποίας είχε προσπαθήσει να μπει ο Τσέις, είπε στους αστυνομικούς ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ο δολοφόνος. Παρακολούθησαν το πρόσφατο παρελθόν του και βρήκαν ότι είχε αγοράσει το πιστόλι με το οποίο έγιναν οι φόνοι. Οι αστυνομικοί τον εντόπισαν στο σπίτι του. Ζήτησαν να του μιλήσουν κι όταν εκείνος αρνήθηκε, του έστησαν καρτέρι στον διάδρομο. Μόλις ο Τσέις βγήκε από το σπίτι κουβαλώντας έναν κουβά γεμάτο αίμα, τον συνέλαβαν. Όσο ήταν υπό κράτηση έγινε έρευνα στο σπίτι του όπου οι αστυνομικοί έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Η ταπετσαρία στους τοίχους ήταν γεμάτη αίματα. Βρέθηκε το πορτοφόλι που είχε κλέψει και το όπλο που είχε χρησιμοποιήσει για τους φόνους. Ο Τσέις είπε στους αστυνομικούς ότι τα αίματα προέρχονταν από τη σφαγή σκύλων. Οι αστυνομικοί όμως είχαν βρει και ανθρώπινα όργανα και μέλη τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, καθώς και το μπλέντερ με το οποίο τα ανακάτευε.
Η αστυνομία είχε πια αδιάσειστα στοιχεία ότι ήταν ο μανιακός δολοφόνος. Το 1979 ο Τσέις οδηγήθηκε στο δικαστήριο για τους έξι φόνους που είχε διαπράξει. Καταδικάστηκε σε θάνατο σε θάλαμο αερίων. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή οι συγκρατούμενοί του, που είχαν μάθει για τα του ειδεχθή εγκλήματα, τον φοβόντουσαν και του πρότειναν να αυτοκτονήσει. Ο Τσέις δεν σταμάτησε ποτέ να ισχυρίζεται ότι σκότωνε για να κρατήσει τον εαυτό του ζωντανό. Τον Δεκέμβριο του 1980 ο Ρίτσαρντ Τσέις βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Η αυτοψία έδειξε ότι είχε καταναλώσει υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών, τα οποία είχε εξασφαλίσει με συνταγή γιατρών τις τελευταίες εβδομάδες.
έξι ανθρώπους στην Καλιφόρνια. Έμεινε γνωστός ως ο«βρικόλακας του Σακραμέντο» γιατί έπινε το αίμα των θυμάτων του και έτρωγε μέλη τους.
Τα ειδεχθή εγκλήματά του σόκαραν και τους έμπειρους αστυνομικούς του FBI που ανέλαβαν την υπόθεση όταν προχώρησε και στις δολοφονίες παιδιών. Ο Τσέις γεννήθηκε το 1950 στο Σαν Χοσέ της Καλιφόρνιας.
Ο πατέρας του τον κακοποιούσε και σε ηλικία 10 χρόνων έγινε πυρομανής και άρχισε να βασανίζει ζώα.
Στην εφηβεία του ήταν αλκοολικός και ναρκομανής. Καθώς μεγάλωνε έγινε υποχόνδριος. Συχνά έλεγε ότι η καρδιά του σταματούσε, ενίοτε κι ότι κάποιος του είχε κλέψει μια πνευμονική αρτηρία! Θεωρούσε ότι τα οστά του κεφαλιού του ήταν διαχωρισμένα και κινούνταν μόνα τους. Μάλιστα έφτασε στο σημείο να ξυρίσει το κεφάλι του για να παρακολουθεί τη δραστηριότητά τους. Αφού εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι, καθώς πίστευε ότι η μητέρα του προσπαθούσε να τον δηλητηριάσει, νοίκιασε ένα διαμέρισμα με φίλους. Οι συγκάτοικοί του παραπονέθηκαν ότι ήταν συνεχώς υπό την επήρεια αλκοόλ, μαριχουάνας και LSD. Κυκλοφορούσε γυμνός στο σπίτι ακόμα κι όταν υπήρχε κόσμος. Οι συγκάτοικοι του ζήτησαν να φύγει κι όταν αρνήθηκε, έφυγαν εκείνοι. Όταν έμεινε μόνος του άρχισε να αιχμαλωτίζει, να κακοποιεί και να σκοτώνει ζώα. Τα έτρωγε και πολλές φορές ανακάτευε τα όργανά τους με κόκα κόλα και έπινε το μείγμα ως αφέψημα. Υποστήριζε ότι με αυτόν τον τρόπο απέτρεπε την καρδιά του από το να συρρικνώνεται!
Σε ηλικία 25 χρόνων μεταφέρθηκε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, καθώς είχε κάνει ενδοφλέβιες ενέσεις με αίμα κουνελιού. Δραπέτευσε και επέστρεψε στο πατρικό του. Συνελήφθη όμως και τον έκλεισαν ξανά σε ίδρυμα. Η διάγνωση ήταν «παρανοϊκός σχιζοφρενής». Εκεί συχνά μοιραζόταν με το προσωπικό τις φαντασιώσεις του να σκοτώνει κουνέλια. Κάποια στιγμή μάλιστα οι νοσηλευτές είδαν αίμα γύρω από το στόμα του και διαπίστωσαν ότι είχε αρπάξει δυο πουλιά από τα κάγκελα του παραθύρου του, τα είχε πνίξει και είχε πιει το αίμα τους. Τότε άρχισαν να τον αποκαλούν «δράκουλα». Μετά από θεραπεία με ψυχοφάρμακα ο Τσέις θεωρήθηκε ότι δεν αποτελούσε πλέον κίνδυνο για την κοινωνία και τον άφησαν να φύγει, με την εγγύηση των γονέων του. Όμως, η μητέρα του, θεωρώντας ότι δεν χρειαζόταν πια τα φάρμακα, σταμάτησε να του δίνει. Οι γονείς του τον βοήθησαν να νοικιάσει ένα διαμέρισμα όπου ο Τσέις συνέχισε την ίδια τακτική. Αιχμαλώτιζε, σκότωνε και έπινε το αίμα κουνελιών, σκύλων και γατιών. Μάλιστα σκότωσε και έφαγε τα κατοικίδια του γείτονά του και στη συνέχεια τον πήρε τηλέφωνο να του εξηγήσει τι είχε κάνει. Ταυτόχρονα άρχισε να ασχολείται με όπλα. Δεν φρόντιζε τον εαυτό του, παραμελούσε την προσωπική του υγιεινή, σταμάτησε να τρώει κανονικά κι έχασε πολλά κιλά. Οι φόνοι Ακολούθησαν πολλά περιστατικά βίας με ζώα έως τον Δεκέμβριο του 1977, οπότε ο Τσέις πυροβόλησε και σκότωσε τον πρώτο άνθρωπο. Ήταν ένας 51χρονος μηχανικός και πατέρας δύο παιδιών. Δέχθηκε τις σφαίρες του Τσέις την ώρα που μετέφερε τα ψώνια του σούπερ μάρκετ στο σπίτι. Λίγες ημέρες αργότερα κι ενώ μια έγκυος έβγαζε τα σκουπίδια έχοντας αφήσει την πόρτα του σπιτιού της ανοιχτή, ο Τσέις την πυροβόλησε στο κεφάλι. Στη συνέχεια έσυρε το πτώμα της στην κρεβατοκάμαρα όπου την βίασε ενώ ταυτόχρονα την μαχαίρωνε με χασαπομάχαιρο. Μετά άνοιξε το πτώμα και αφαίρεσε όργανα από τη γυναίκα. Συγκέντρωσε το αίμα σε έναν κουβά με το οποίο έκανε μπάνιο.
Δεν πέρασαν λίγες μέρες κι ο Τσέις διέπραξε την τρίτη του δολοφονία. Αυτή τη φορά ήταν μαζική. Εισέβαλε στο σπίτι μίας 38χρονης η οποία εκείνη την ώρα κρατούσε τον μόλις 22 μηνών ανιψιό της. Στο σπίτι βρισκόταν ο 6χρονος γιος της κι ένας γείτονάς της. Η 38χρονη ήταν στο μπάνιο και ο γείτονας πρόσεχε τα παιδιά. Αυτός ήταν ο πρώτος που δέχθηκε σφαίρα. Ο Τσέις έκλεψε από το πτώμα το πορτοφόλι και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Στη συνέχεια πυροβόλησε στο κεφάλι και τα δύο παιδιά. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Πήγε στο μπάνιο και σκότωσε την 38χρονη γυναίκα. Έσυρε το πτώμα της στην κρεβατοκάμαρα όπου την βίασε και ήπιε το αίμα της αφού πρώτα της έκοψε τον σβέρκο και πολλά όργανα του σώματός της. Το ίδιο έκανε και στο πτώμα του γείτονα. Ο Τσέις έφυγε από το σπίτι όταν ένα κοριτσάκι, φίλη του 6χρονου, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ο μανιακός δολοφόνος έφυγε κλέβοντας το αυτοκίνητο του γείτονα. Τότε ανέλαβε τις έρευνες το FBI, σκιαγραφώντας το προφίλ του δράστη. Μια γυναίκα, στο σπίτι της οποίας είχε προσπαθήσει να μπει ο Τσέις, είπε στους αστυνομικούς ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ο δολοφόνος. Παρακολούθησαν το πρόσφατο παρελθόν του και βρήκαν ότι είχε αγοράσει το πιστόλι με το οποίο έγιναν οι φόνοι. Οι αστυνομικοί τον εντόπισαν στο σπίτι του. Ζήτησαν να του μιλήσουν κι όταν εκείνος αρνήθηκε, του έστησαν καρτέρι στον διάδρομο. Μόλις ο Τσέις βγήκε από το σπίτι κουβαλώντας έναν κουβά γεμάτο αίμα, τον συνέλαβαν. Όσο ήταν υπό κράτηση έγινε έρευνα στο σπίτι του όπου οι αστυνομικοί έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Η ταπετσαρία στους τοίχους ήταν γεμάτη αίματα. Βρέθηκε το πορτοφόλι που είχε κλέψει και το όπλο που είχε χρησιμοποιήσει για τους φόνους. Ο Τσέις είπε στους αστυνομικούς ότι τα αίματα προέρχονταν από τη σφαγή σκύλων. Οι αστυνομικοί όμως είχαν βρει και ανθρώπινα όργανα και μέλη τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, καθώς και το μπλέντερ με το οποίο τα ανακάτευε.
Η αστυνομία είχε πια αδιάσειστα στοιχεία ότι ήταν ο μανιακός δολοφόνος. Το 1979 ο Τσέις οδηγήθηκε στο δικαστήριο για τους έξι φόνους που είχε διαπράξει. Καταδικάστηκε σε θάνατο σε θάλαμο αερίων. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή οι συγκρατούμενοί του, που είχαν μάθει για τα του ειδεχθή εγκλήματα, τον φοβόντουσαν και του πρότειναν να αυτοκτονήσει. Ο Τσέις δεν σταμάτησε ποτέ να ισχυρίζεται ότι σκότωνε για να κρατήσει τον εαυτό του ζωντανό. Τον Δεκέμβριο του 1980 ο Ρίτσαρντ Τσέις βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Η αυτοψία έδειξε ότι είχε καταναλώσει υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών, τα οποία είχε εξασφαλίσει με συνταγή γιατρών τις τελευταίες εβδομάδες.
Τους σκότωνε, έπινε το αίμα τους και έτρωγε τα όργανά τους επειδή ήθελε να...
Reviewed by Unknown
on
01:00
Rating: