Το πρώτο ουσιαστικά ...
Τουρκικό κράτος στην ιστορία ήταν το Χανάτο (βασίλειο) των Γαλάζιων ή Ουράνιων Τούρκων, το οποίο ιδρύθηκε τον 6ο μ.Χ αιώνα από τον χαν (βασιλιά, ηγεμόνα) Μπουμίν. Η επικράτειά του απλωνόταν από τις ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, μέχρι την βόρειο Κίνα, περιλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρη την κεντρική Ασία. Πολιτιστικά, οι Τούρκοι εκείνης της περιόδου διέφεραν πολύ από τους μελλοντικούς απογόνους τους, Σελτζούκους και Οθωμανούς. Βρίσκονταν πιο κοντά προς τους Μογγόλους, εξ’ ού και η χρήση των όρων «χαν» και «Χανάτο». Οι Γαλάζιοι Τούρκοι ήταν παγανιστές και όχι μουσουλμάνοι. Εξάλλου, όταν ιδρυόταν το Χανάτο τους, ο προφήτης Μωάμεθ δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Θρησκεία των Γαλάζιων Τούρκων ήταν ο Τενγκρισμός, μια κεντροασιατική λατρεία στην οποία κυρίαρχη θέση κατείχε ο «Αιώνιος Γαλάζιος Ουρανός». Σε αυτόν άλλωστε οφείλεται και το εθνικό προσωνύμιο τους.
Εδραιώνοντας την κυριαρχία τους, οι Γαλάζιοι Τούρκοι απέκτησαν τον έλεγχο του εμπορίου μεταξιού, το οποίο τότε διακινούνταν μέσω της κεντρικής Ασίας προς την Περσία. Από εκεί στην συνέχεια διοχετευόταν στην Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο. Οι Πέρσες όμως τηρούσαν εχθρική στάση απέναντι στους Γαλάζιους Τούρκους και δεν τους επέτρεπαν την διακίνηση μέσω των εδαφών τους. Με τον τρόπο αυτό το εμπόριο μεταξιού είχε ουσιαστικά διακοπεί. Οι Πέρσες απέρριπταν συνεχώς κάθε πρόταση του Χανάτου για φιλία και συνεργασία, επιδιώκοντας ξεκάθαρα τον πόλεμο. Οι Τούρκοι τότε κατάλαβαν ότι έπρεπε να βρουν έναν νέο εμπορικό εταίρο και σύμμαχο εναντίον των Περσών. Και τον βρήκαν. Ήταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Ο χαν των Γαλάζιων Τούρκων, Διζάβουλος (Ντιζαμπούλ ή Ιστεμί, στα Τουρκικά), ήταν ένας ικανός διπλωμάτης. Γνώριζε πολύ καλά ότι οι Βυζαντινοί είχαν ανέκαθεν άσχημες σχέσεις με τους Πέρσες. Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να στείλει πρεσβεία στον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β΄, ακολουθώντας το ρητό «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Επικεφαλής της διπλωματικής αυτής αποστολής τοποθετήθηκε ένας Σογδιανός (Ιρανός) αξιωματούχος, ο Μανιάχ. Σκοπός του ήταν η σύναψη εμπορικής συνεργασίας και συμμαχίας με τους Βυζαντινούς εναντίον των Περσών.
Όταν ο Μανιάχ και οι υπόλοιποι Τούρκοι πρεσβευτές έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, το 568 μ.Χ, παρουσιάστηκαν ενώπιον του Ιουστίνου, στον οποίο παρέδωσαν επιστολή του ηγεμόνα τους, Διζάβουλου. Επίσης, προσέφεραν στον αυτοκράτορα ως δώρο μεγάλες ποσότητες μεταξιού, εξαιρετικά υψηλής αξίας και ποιότητας. Ο Ιουστίνος ήταν πολύ εγκάρδιος απέναντι στους ξένους πρεσβευτές. Αφού διάβασε με την βοήθεια διερμηνέων την επιστολή του Διζάβουλου, άρχισε να κάνει διάφορες ερωτήσεις στον Μανιάχ και τα μέλη της αποστολής του. Ο αυτοκράτορας ήθελε να μάθει όσες περισσότερες πληροφορίες γινόταν για το Τουρκικό Χανάτο, το σύστημα διακυβέρνησής του και τον αριθμό των εθνών που είχε υποτάξει. Απώτερος σκοπός του ήταν να διαπιστώσει την πραγματική ισχύ του κράτους που διοικούσε ο Διζάβουλος. Αφού απάντησαν στις ερωτήσεις του Ιουστίνου, οι Τούρκοι πρεσβευτές τον παρακάλεσαν να δεχτεί την συμμαχία τους. Τον διαβεβαίωσαν ότι ο στρατός του Διζάβουλου θα ήταν έτοιμος να χτυπήσει τους εχθρούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οπουδήποτε κι αν αυτοί εμφανίζονταν. Έπαιρναν μάλιστα όρκους, υψώνοντας τα χέρια τους και λέγοντας: «Καταραμένοι να είμαστε κι εμείς και ο Διζάβουλος και όλο μας το έθνος, αν οι υποσχέσεις μας είναι ψεύτικες». Ο Ιουστίνος προχώρησε τελικά στην σύναψη συμφώνου φιλίας με τους Τούρκους, έχοντας πειστεί πως το πλούσιο και ισχυρό κράτος τους θα αποτελούσε έναν υπολογίσιμο σύμμαχο εναντίον των Περσών.
Για να επισφραγίσει την συνθήκη του με τον Διζάβουλο, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αποφάσισε να στείλει κι αυτός με την σειρά του πρεσβεία στο Χανάτο. Επικεφαλής της αποστολής αυτής ορίστηκε ο κόμης της Ανατολής,Ζήμαρχος ο Κιλίκιος, ο οποίος θα συνοδευόταν από τον Μανιάχ. Οι Βυζαντινοί πρεσβευτές αναγκάστηκαν να περάσουν τον Καύκασο και να προχωρήσουν κατά μήκος της βόρειας ακτής της Κασπίας Θάλασσας, προκειμένου να αποφύγουν τα Περσικά εδάφη. Προορισμός του Ζήμαρχου ήταν η έδρα του Διζάβουλου, η οποία βρισκόταν πιθανότατα στους δυτικούς πρόποδες της οροσειράς Παμίρ, σε μια τοποθεσία που ονομαζόταν «Χρυσό Όρος».
Μετά από ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι, τα μέλη της Βυζαντινής αποστολής έφτασαν επιτέλους στα εδάφη του Χανάτου. Μόλις αφίππευσαν, τους πλησίασαν αμέσως κάποιοι Τούρκοι για να τους πουλήσουν σίδηρο, θέλοντας έτσι να δείξουν ότι η χώρα τους παρήγε σε μεγάλες ποσότητες το απαραίτητο για την κατασκευή όπλων μέταλλο.
Στην συνέχεια, εμφανίστηκαν κάποιοι σαμάνοι (μάγοι – γιατροί), για να εξορκίσουν τα κακά πνεύματα από τα μέλη της αποστολής. Αφού συγκέντρωσαν τις αποσκευές των Βυζαντινών σε έναν σωρό, άρχισαν να χορεύουν γύρω από αυτόν κρατώντας θυμιάματα και σύντομα περιήλθαν σε κατάσταση έκστασης. Έψελναν με μανία διάφορα ξόρκια και έκαναν με τα χέρια τους επιθετικές κινήσεις στον αέρα, σαν να διώχνουν μακριά τα αόρατα κακά πνεύματα. Την ίδια στιγμή, δύο άλλοι σαμάνοι χτυπούσαν ρυθμικά ένα τύμπανο και ένα καμπανάκι, πάνω από τον σωρό των αποσκευών. Η τελετή εξαγνισμού ολοκληρώθηκε όταν ο Ζήμαρχος πέρασε ανάμεσα από δύο αναμμένες φωτιές, μετά από υπόδειξη των μάγων – γιατρών.
Ύστερα απ’ αυτά, οι Βυζαντινοί πρεσβευτές προχώρησν στο στρατόπεδο του Διζάβουλου και οδηγήθηκαν αμέσως στην σκηνή του, η οποία ήταν διακοσμημένη με πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα. Ο Τούρκος χαν καθόταν σε έναν χρυσό θρόνο με δυο ρόδες, που μπορούσε να μετατραπεί σε μικρή άμαξα, με την προσθήκη ενός αλόγου έλξης. Ο Ζήμαρχος τοποθέτησε τα δώρα που είχε φέρει μπροστά στα πόδια του Διζάβουλου και οι δύο άνδρες αντάλλαξαν φιλοφρονήσεις. Ακολούθησε ένα πλουσιοπάροχο γεύμα, κατά την διάρκεια του οποίου καταναλώθηκαν μεγάλες ποσότητες κρασιού φτιαγμένου από ρύζι.
Όσο παρέμεινε στην Τουρκική επικράτεια, ο Ζήμαρχος δεν συζήτησε κάποιο σοβαρό ζήτημα με τον Διζάβουλο. Η επίσκεψή του εξάλλου είχε εθιμοτυπικό χαρακτήρα και αποσκοπούσε στην παγίωση της συμμαχίας ανάμεσα στα δύο κράτη. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι οι Βυζαντινοί είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη του χαν. Μάλιστα, ο Ζήμαρχος και μερικά μέλη της αποστολής του, ακολούθησαν τον Διζάβουλο σε μια πολεμική επιχείρηση εναντίον των Περσών. Δεν ενεπλάκησαν όμως σε κάποια μάχη. Ο Τούρκος ηγεμόνας τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους, αφού προηγουμένως τους φόρτωσε με δώρα. Στον δε Ζήμαρχο χάρισε μια σκλάβα ως προσωπική του υπηρέτρια. Την Βυζαντινή αποστολή θα ακολουθούσαν και κάποιοι Τούρκοι αξιωματούχοι, οι οποίοι θα υπηρετούσαν ως πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη.
Η συμφωνία του 568 μ.Χ αποτέλεσε την πρώτη ουσιαστικά διπλωματική επαφή ανάμεσα στον Ελληνικό και τον Τουρκικό κόσμο. Μέσα στα επόμενα 1450 χρόνια η σχέση αυτή θα περάσει από πάρα πολλές φάσεις και μεταμορφώσεις, για να καταλήξει τελικά στα γνωστά δυσεπίλυτα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Εδραιώνοντας την κυριαρχία τους, οι Γαλάζιοι Τούρκοι απέκτησαν τον έλεγχο του εμπορίου μεταξιού, το οποίο τότε διακινούνταν μέσω της κεντρικής Ασίας προς την Περσία. Από εκεί στην συνέχεια διοχετευόταν στην Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο. Οι Πέρσες όμως τηρούσαν εχθρική στάση απέναντι στους Γαλάζιους Τούρκους και δεν τους επέτρεπαν την διακίνηση μέσω των εδαφών τους. Με τον τρόπο αυτό το εμπόριο μεταξιού είχε ουσιαστικά διακοπεί. Οι Πέρσες απέρριπταν συνεχώς κάθε πρόταση του Χανάτου για φιλία και συνεργασία, επιδιώκοντας ξεκάθαρα τον πόλεμο. Οι Τούρκοι τότε κατάλαβαν ότι έπρεπε να βρουν έναν νέο εμπορικό εταίρο και σύμμαχο εναντίον των Περσών. Και τον βρήκαν. Ήταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Ο χαν των Γαλάζιων Τούρκων, Διζάβουλος (Ντιζαμπούλ ή Ιστεμί, στα Τουρκικά), ήταν ένας ικανός διπλωμάτης. Γνώριζε πολύ καλά ότι οι Βυζαντινοί είχαν ανέκαθεν άσχημες σχέσεις με τους Πέρσες. Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να στείλει πρεσβεία στον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β΄, ακολουθώντας το ρητό «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Επικεφαλής της διπλωματικής αυτής αποστολής τοποθετήθηκε ένας Σογδιανός (Ιρανός) αξιωματούχος, ο Μανιάχ. Σκοπός του ήταν η σύναψη εμπορικής συνεργασίας και συμμαχίας με τους Βυζαντινούς εναντίον των Περσών.
Όταν ο Μανιάχ και οι υπόλοιποι Τούρκοι πρεσβευτές έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, το 568 μ.Χ, παρουσιάστηκαν ενώπιον του Ιουστίνου, στον οποίο παρέδωσαν επιστολή του ηγεμόνα τους, Διζάβουλου. Επίσης, προσέφεραν στον αυτοκράτορα ως δώρο μεγάλες ποσότητες μεταξιού, εξαιρετικά υψηλής αξίας και ποιότητας. Ο Ιουστίνος ήταν πολύ εγκάρδιος απέναντι στους ξένους πρεσβευτές. Αφού διάβασε με την βοήθεια διερμηνέων την επιστολή του Διζάβουλου, άρχισε να κάνει διάφορες ερωτήσεις στον Μανιάχ και τα μέλη της αποστολής του. Ο αυτοκράτορας ήθελε να μάθει όσες περισσότερες πληροφορίες γινόταν για το Τουρκικό Χανάτο, το σύστημα διακυβέρνησής του και τον αριθμό των εθνών που είχε υποτάξει. Απώτερος σκοπός του ήταν να διαπιστώσει την πραγματική ισχύ του κράτους που διοικούσε ο Διζάβουλος. Αφού απάντησαν στις ερωτήσεις του Ιουστίνου, οι Τούρκοι πρεσβευτές τον παρακάλεσαν να δεχτεί την συμμαχία τους. Τον διαβεβαίωσαν ότι ο στρατός του Διζάβουλου θα ήταν έτοιμος να χτυπήσει τους εχθρούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οπουδήποτε κι αν αυτοί εμφανίζονταν. Έπαιρναν μάλιστα όρκους, υψώνοντας τα χέρια τους και λέγοντας: «Καταραμένοι να είμαστε κι εμείς και ο Διζάβουλος και όλο μας το έθνος, αν οι υποσχέσεις μας είναι ψεύτικες». Ο Ιουστίνος προχώρησε τελικά στην σύναψη συμφώνου φιλίας με τους Τούρκους, έχοντας πειστεί πως το πλούσιο και ισχυρό κράτος τους θα αποτελούσε έναν υπολογίσιμο σύμμαχο εναντίον των Περσών.
Για να επισφραγίσει την συνθήκη του με τον Διζάβουλο, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αποφάσισε να στείλει κι αυτός με την σειρά του πρεσβεία στο Χανάτο. Επικεφαλής της αποστολής αυτής ορίστηκε ο κόμης της Ανατολής,Ζήμαρχος ο Κιλίκιος, ο οποίος θα συνοδευόταν από τον Μανιάχ. Οι Βυζαντινοί πρεσβευτές αναγκάστηκαν να περάσουν τον Καύκασο και να προχωρήσουν κατά μήκος της βόρειας ακτής της Κασπίας Θάλασσας, προκειμένου να αποφύγουν τα Περσικά εδάφη. Προορισμός του Ζήμαρχου ήταν η έδρα του Διζάβουλου, η οποία βρισκόταν πιθανότατα στους δυτικούς πρόποδες της οροσειράς Παμίρ, σε μια τοποθεσία που ονομαζόταν «Χρυσό Όρος».
Μετά από ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι, τα μέλη της Βυζαντινής αποστολής έφτασαν επιτέλους στα εδάφη του Χανάτου. Μόλις αφίππευσαν, τους πλησίασαν αμέσως κάποιοι Τούρκοι για να τους πουλήσουν σίδηρο, θέλοντας έτσι να δείξουν ότι η χώρα τους παρήγε σε μεγάλες ποσότητες το απαραίτητο για την κατασκευή όπλων μέταλλο.
Στην συνέχεια, εμφανίστηκαν κάποιοι σαμάνοι (μάγοι – γιατροί), για να εξορκίσουν τα κακά πνεύματα από τα μέλη της αποστολής. Αφού συγκέντρωσαν τις αποσκευές των Βυζαντινών σε έναν σωρό, άρχισαν να χορεύουν γύρω από αυτόν κρατώντας θυμιάματα και σύντομα περιήλθαν σε κατάσταση έκστασης. Έψελναν με μανία διάφορα ξόρκια και έκαναν με τα χέρια τους επιθετικές κινήσεις στον αέρα, σαν να διώχνουν μακριά τα αόρατα κακά πνεύματα. Την ίδια στιγμή, δύο άλλοι σαμάνοι χτυπούσαν ρυθμικά ένα τύμπανο και ένα καμπανάκι, πάνω από τον σωρό των αποσκευών. Η τελετή εξαγνισμού ολοκληρώθηκε όταν ο Ζήμαρχος πέρασε ανάμεσα από δύο αναμμένες φωτιές, μετά από υπόδειξη των μάγων – γιατρών.
Ύστερα απ’ αυτά, οι Βυζαντινοί πρεσβευτές προχώρησν στο στρατόπεδο του Διζάβουλου και οδηγήθηκαν αμέσως στην σκηνή του, η οποία ήταν διακοσμημένη με πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα. Ο Τούρκος χαν καθόταν σε έναν χρυσό θρόνο με δυο ρόδες, που μπορούσε να μετατραπεί σε μικρή άμαξα, με την προσθήκη ενός αλόγου έλξης. Ο Ζήμαρχος τοποθέτησε τα δώρα που είχε φέρει μπροστά στα πόδια του Διζάβουλου και οι δύο άνδρες αντάλλαξαν φιλοφρονήσεις. Ακολούθησε ένα πλουσιοπάροχο γεύμα, κατά την διάρκεια του οποίου καταναλώθηκαν μεγάλες ποσότητες κρασιού φτιαγμένου από ρύζι.
Όσο παρέμεινε στην Τουρκική επικράτεια, ο Ζήμαρχος δεν συζήτησε κάποιο σοβαρό ζήτημα με τον Διζάβουλο. Η επίσκεψή του εξάλλου είχε εθιμοτυπικό χαρακτήρα και αποσκοπούσε στην παγίωση της συμμαχίας ανάμεσα στα δύο κράτη. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι οι Βυζαντινοί είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη του χαν. Μάλιστα, ο Ζήμαρχος και μερικά μέλη της αποστολής του, ακολούθησαν τον Διζάβουλο σε μια πολεμική επιχείρηση εναντίον των Περσών. Δεν ενεπλάκησαν όμως σε κάποια μάχη. Ο Τούρκος ηγεμόνας τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους, αφού προηγουμένως τους φόρτωσε με δώρα. Στον δε Ζήμαρχο χάρισε μια σκλάβα ως προσωπική του υπηρέτρια. Την Βυζαντινή αποστολή θα ακολουθούσαν και κάποιοι Τούρκοι αξιωματούχοι, οι οποίοι θα υπηρετούσαν ως πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη.
Η συμφωνία του 568 μ.Χ αποτέλεσε την πρώτη ουσιαστικά διπλωματική επαφή ανάμεσα στον Ελληνικό και τον Τουρκικό κόσμο. Μέσα στα επόμενα 1450 χρόνια η σχέση αυτή θα περάσει από πάρα πολλές φάσεις και μεταμορφώσεις, για να καταλήξει τελικά στα γνωστά δυσεπίλυτα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Έτος 568 μ.Χ: η απαρχή των Ελληνοτουρκικών σχέσεων
Reviewed by Unknown
on
15:00
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου