Του Ιωάννη Λεοντακιανάκου
Η Μακεδονία είναι ιστορική περιοχή της βαλκανικής χερσονήσου στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Δυστυχώς, λόγω της άγνοιας εκ μέρους των δυτικοευρωπαίων λογίων των βαλκανικών γλωσσών και της έλλειψης τοπογραφικών ερευνών εξαιτίας της Οθωμανικής κατάκτησης, πριν τον 19ο αιώνα η μελέτη της γεωγραφίας των Βαλκανίων γινόταν με τους όρους του Στράβωνα και του Κλαύδιου Πτολεμαίου.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπήρχε διαμέρισμα με το όνομα «Μακεδονία». Διοικητικά, υπήρχαν τα βιλαέτια (περιφέρειες) της Θεσσαλονίκης (πρωτεύουσα Θεσσαλονίκη), του Μοναστηρίου (πρωτεύουσα Μοναστήριον) και του Κοσσυφοπεδίου (πρωτεύουσα Σκόπια). Τα σύγχρονα γεωγραφικά όριά της καθορίσθηκαν σε χαρτογραφική βάση τον 19ο αιώνα την περίοδο αποδυνάμωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σήμερα η περιοχή της Μακεδονίας εκτείνεται στην επικράτεια, κυρίως, τριών γειτονικών κρατών -- στην Ελλάδα περίπου το 50%, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ) σχεδόν το 40% και στη Βουλγαρία περίπου το 10%.
Στη πΓΔΜ, κατά την ρωμαϊκή περίοδο, ο πληθυσμός παρουσίαζε μεγάλη ποικιλομορφία -- Δαρδανοί, Ιταλοί Δαλματοί, Νότιοι Γαλάτες, αλλά και Σύριοι. Κατά την κάθοδο των Νότιων Σλάβων στα Βαλκάνια, η Σλαβική φυλή που εγκαταστάθηκε στη περιοχή ήταν πιθανόν οι Βερζήτες.
Το Μακεδονικό Ζήτημα είναι η ονομασία με την οποία έγινε διεθνώς γνωστό το εθνικοχωροταξικό πρόβλημα, που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου τον 19ο αιώνα, στη Βαλκανική, και ειδικότερα στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας μεταξύ των κρατών της περιοχής, Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το Μακεδονικό Ζήτημα ήταν επιμέρους θέμα του γενικότερου Ανατολικού Ζητήματος, που φάνηκε να είχε λήξει με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, πλην όμως επανεμφανίσθηκε στο προσκήνιο αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία στην αρχή, και πΓΔΜ στη συνέχεια, ως το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ.
Προσεγγίζοντας ιστορικά το θέμα παρατηρούμε ότι:
Από την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Βασιλείου, μόνιμος και συνεχής προβληματισμός του Έθνους ήταν η τύχη και το μέλλον των υπόδουλων που παρέμειναν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Από τη δεκαετία όμως του 1870, παρουσιάζεται ένας νέος ανταγωνιστής, η Βουλγαρία, με διεκδικήσεις μάλιστα σε περιοχές όπου υπήρχαν συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί. Η Βουλγαρική αφύπνιση καθυστέρησε αρκετά σε σχέση με τη Ελληνική και των άλλων Βαλκανικών εθνοτήτων.
Μόνο με το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-29 και τη διέλευση των Ρωσικών στρατευμάτων μέσα από τις Βουλγαρικές επαρχίες για να φτάσουν στην Αδριανούπολη, κέντρισε το εθνικό αίσθημα των ομόδοξών τους, υπόδουλών στους Τούρκους, Βουλγάρων. Ύστερα από τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854), σε μια εποχή κατά την οποία Βούλγαροι του εξωτερικού συνεργάζονταν με Ρώσους Πανσλαβιστές (η πανσλαβιστική ιδέα ταυτίζονταν όλο και περισσότερο με τα σχέδια της Ρωσίας για έξοδο στη Μεσόγειο και έλεγχο των Στενών) δόθηκε μία νέα ώθηση για την ανάπτυξη της Βουλγαρικής εθνότητας. Έτσι, λίγα χρόνια αργότερα, άρχισε οξύς εκκλησιαστικός ανταγωνισμός προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Ελληνικό κλήρο.
Συγκεκριμένα, στις αρχές του 19ου αιώνα η αγροτική ενδοχώρα της Μακεδονίας ήταν κατά κύριο λόγο σλαβόφωνη, ενώ η ελληνοφωνία επικρατούσε στα αστικά κέντρα και σε μία παράλια ζώνη στα νότια της περιοχής. Η αλλοφωνία των κατοίκων της και η σύγχυση για τα όριά της προσέδωσαν στη Μακεδονία μία αμφίβολη θέση στη γεωγραφία του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Τα δύο πρώτα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης ξέσπασαν εξεγέρσεις στην περιοχή, στη Χαλκιδική και τη Νάουσα, που γρήγορα κατεστάλησαν από τους Οθωμανούς, προξενώντας ένα κύμα προσφύγων στην ελεύθερη Ελλάδα, συμβάλλοντας στο να διεκδικηθεί η Μακεδονία ως αλύτρωτη ελληνική χώρα και να υποκινηθούν στις επόμενες δεκαετίες μια σειρά ελληνικές εξεγέρσεις.
Σημαντικός σταθμός στην ιστορία της περιοχής, ήταν η δημιουργία το (1893) στη πόλη Ρέσνα, της περιοχής της Πελαγονίας, της μυστικής οργάνωσης ΒΜΡΟ (στα ελληνικά ΕΜΕΟ), δηλαδή Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Σκοπός της οργάνωσης, ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους με το παραπλανητικό σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες», αλλά με βασικό στόχο την στήριξη στη διατήρηση της Βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας στις ευρωπαϊκές Οθωμανικές κτήσεις μέσω του εθνικού προσεταιρισμού κυρίως των σλαβόφωνων κατοίκων της περιοχής.
Η διεκδίκηση της Μακεδονίας από τους Βουλγάρους που ανταγωνίστηκαν την ελληνική εθνική δράση στην περιοχή στον εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό τομέα, προσέλαβε ένοπλη διάσταση, αρχικά με τη δράση της αυτονομιστικής ΕΜΕΟ τη δεκαετία του 1890 και, μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Ίλιντεν το 1903, με τον ελληνικό Μακεδονικό Αγώνα, που έπαυσε με την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908. Τελικά, η Μακεδονία διαμοιράστηκε από τα γειτονικά εθνικά κράτη της Βαλκανικής με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913.
Το Μακεδονικό απασχόλησε και την Β' Διεθνή, η οποία υποστήριξε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους, κάτι το οποίο δεν έγινε μετά τους πολέμους και την ανταλλαγή πληθυσμού του 1923. Με την ανταλλαγή πληθυσμών, το ελληνικό στοιχείο ενδυναμώθηκε σημαντικά στην Μακεδονία με την άφιξη Μικρασιατών προσφύγων και την απομάκρυνση των μουσουλμάνων. Παρ' όλα αυτά, το πρόβλημα συνέχισε να απασχολεί τη Β' Διεθνή και αργότερα και την Γ' Διεθνή, με σκοπό την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, θέση η οποία το 1924 υιοθετήθηκε επίσημα και από το ΚΚΕ.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα, ορισμένοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί στην Ελληνική Μακεδονία, προσχώρησαν ομαδικά στα αντάρτικα ένοπλα τμήματα του Ελληνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ). Το ΕΑΜ μετά από πιέσεις των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων, δημιούργησε την οργάνωση ΝΟΦ (Εθνικό απελευθερωτικό Μέτωπο - Ναρόντνο Οσλομπουντίλνο Φρόντ), η οποία ήταν παρακλάδι του, με σκοπό μελλοντικά να γίνει αντικείμενο εθνικιστικών στόχων της Γιουγκοσλαβίας. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου στην Ελλάδα, πολλές χιλιάδες Μακεδόνων (γηγενών και προσφύγων) αποχώρησαν προς την Γιουγκοσλαβία, πολλοί από τους οποίους (οι πρώην κομιτατζήδες της Οχράνα) βαρύνονταν με καταδίκες για συνεργασία με τους κατακτητές.
Ο Κροάτης Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, γενικός γραμματέας του ΚΚΓ και μετέπειτα πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας, αναγνώρισε την ευκαιρία για αξιοποίηση των Σλαβομακεδόνων. Ειδικότερα, μετά από μια περίοδο τρομοκρατίας με πλήρη έλλειψη δικαιωμάτων για τους Σλαβομακεδόνες στο Σερβικό Βασίλειο του Μεσοπολέμου (επαρχία της Μπανοβίνας του Βαρδάρη με πρωτεύουσα τα Σκόπια), ο Τίτο αναγνώρισε πλήρως το «Μακεδονικό Έθνος» (οπότε η αποβουλγαροποίηση προχώρησε ανώδυνα και με ταχείς ρυθμούς), δημιούργησε την Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας και την περιέλαβε ως ισότιμο ομόσπονδο κράτος μέλος στην Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, και άρχισε να καλλιεργεί τη θεωρία της ύπαρξης ξεχωριστής «μακεδονικής εθνότητας» που ένα τμήμα της στενάζει υπό τον ελληνικό ζυγό (Μακεδονία του Αιγαίου), δημιουργώντας αλλά και τονώνοντας αλυτρωτικούς πόθους των Σλαβομακεδόνων για μια «Μεγάλη Ενωμένη Μακεδονία».
Μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όλα τα πρώην ομόσπονδα κράτη που την αποτελούσαν άρχισαν ένα-ένα να κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους. Έτσι, στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991, κήρυξε την ανεξαρτησία της και το κράτος της πΓΔΜ ως "Δημοκρατία της Μακεδονίας". Αυτό δημιούργησε ένταση μεταξύ των κρατών της Ελλάδας και της πΓΔΜ, γνωστό ως ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ.
Εθνοτισμός – Αυτοπροσδιορισμός - Αλυτρωτισμός
Ο όρος εθνοτισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει μορφές κοινωνικής αλληλεπίδρασης σε ομάδες, οι οποίες αναφέρονταν ως φυλές παλαιότερα και σε μειονοτικές ομάδες μεταναστών στις σύγχρονές κοινωνίες. Σήμερα, ο όρος αυτός έρχεται να περιγράψει τη σχέση που χαρακτηρίζει τα μέλη μιας Εθνοτικής Ομάδας, μιας Εθνότητας/Έθνους ή ενός λαού, η οποία είναι μία ορισμένη κοινωνική κατηγορία ανθρώπων που βασίζεται στην αντίληψη των μελών της ότι έχουν κοινή καταγωγή ή εμπειρίες. Τα μέλη μιας εθνοτικής ομάδας θεωρούν ότι μοιράζονται μια κοινή ιστορία και πολιτισμικές παραδόσεις που τους διαχωρίζουν από άλλες ομάδες.
Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μιας εθνοτικής ομάδας, πρώτον η ύπαρξη ενός μύθου κοινής καταγωγής και δεύτερον των δεικτών εθνοτικού διαχωρισμού. Ο μύθος κοινής καταγωγής αναφέρεται στις κοινές ιστορικές εμπειρίες που ενώνουν μια ομάδα και τη διαχωρίζουν από τις υπόλοιπες. Ονομάζεται μύθος όχι γιατί αναφέρεται σε μη πραγματικά γεγονότα, αλλά επειδή μέσα από μία επιλεκτική μεταχείριση των ιστορικών γεγονότων χρησιμεύει ως βάση για την κοινή ταυτότητα των μελών της ομάδας και την ξεχωριστή ύπαρξή της, δίνοντάς τους μία αίσθηση διαφορετικότητας και, συχνά, ανωτερότητας.
Οι δείκτες εθνοτικού διαχωρισμού είναι ο τρόπος με τον οποίο μια εθνοτική ομάδα καθορίζει τα μέλη της. Χρησιμεύουν όχι μόνο για την αναγνώριση των μελών μιας ομάδας μεταξύ τους, αλλά και για τη δήλωση της διαφοράς από όσους δεν είναι μέλη της. Ως τέτοιοι δείκτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν η γλώσσα, η θρησκεία και τα φυσικά χαρακτηριστικά ή, παλαιότερα, η ενδυμασία.
Η εθνοτική ταυτότητα είναι περιστασιακή και εξαρτάται από την κοινωνική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος. Σπάνια είναι απόλυτη και ενδέχεται ένα άτομο να προσδιορίζεται με περισσότερες από μία τέτοιες ταυτότητες. Οι εθνοτικές ομάδες δεν είναι σταθερές, μπορούν να μεταβάλλονται ή να εξαφανίζονται στο διάνυσμα του χρόνου.
Εθνική αυτοδιάθεση ονομάζεται το δικαίωμα ενός έθνους ή λαού να αποφασίζει αυτοδύναμα για το διεθνές στάτους της επικράτειάς του και για τα ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με αυτό. Συχνά, χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Στην ελληνική γλώσσα, οι δύο έννοιες διαφέρουν ελαφρώς: η αυτοδιάθεση σχετίζεται περισσότερο με το έθνος ως πολιτική οντότητα, ενώ ο αυτοπροσδιορισμός με την ταυτότητα.
Καθώς είναι δύσκολο να συμφωνηθεί με ακρίβεια τι αποτελεί έθνος, λαό κτλ., καθίσταται εξίσου δύσκολο να συμφωνηθεί μια συγκεκριμένη μεθοδολογία, μέσω της οποίας αναγνωρίζεται σε ένα έθνος το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Το κενό καλύπτεται, συνήθως, από την προσφυγή στην ισχύ, πολιτική ή/και στρατιωτική, μέσω της οποίας οι αιτούμενοι αυτοδιάθεσης επιδιώκουν να εξαναγκάσουν το «κράτος-καταπιεστή» σε αναγνώριση του δικαιώματος. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το διεθνές περιβάλλον, ιδιαίτερα οι εκάστοτε βουλήσεις των μεγάλων δυνάμεων που έχουν την ισχύ να καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού.
Δύο είναι οι μεγάλοι πατέρες του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοδιάθεσης των λαών. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον και ο Ρώσος ηγέτης Βλαδίμηρος Λένιν. Ο μεν Γουίλσον επιδίωκε την διάλυση των μεγάλων αυτοκρατοριών (Οθωμανική, Αυστροουγγρική), ο δε Λένιν ήθελε να αξιοποιήσει και να επιταχύνει τη διάβρωση του αποικιακού ιμπεριαλισμού. Και οι δύο ηγέτες, διακήρυξαν ό,τι, με βάση τη γλώσσα και τη κουλτούρα, οι εθνοτικά ομοιογενείς ομάδες είχαν το δικαίωμα να συστήσουν ανεξάρτητα κράτη – έθνη.
Ο αλυτρωτισμός είναι η κοινωνικοπολιτική κίνηση που επιδιώκει την απελευθέρωση όλων των υπόδουλων ομοεθνών και την απελευθέρωση όλων εκείνων των εδαφών, τα οποία στη διάρκεια της ιστορίας κατείχε ή υποτίθεται ότι κατείχε το (αλύτρωτο) κράτος που τα διεκδικεί. Καθώς, τα περισσότερα σύνορα δημιουργήθηκαν μετά από μετακινήσεις, αναδιαμορφώσεις και πολέμους, οι χώρες, που θεωρητικά θα μπορούσαν να εγείρουν αλυτρωτικές αξιώσεις σε βάρος των γειτόνων τους, είναι πάρα πολλές.
Ο αλυτρωτισμός συνδέεται άμεσα με τον μεγαλοϊδεατισμό, ο οποίος είναι ένας αλυτρωτικός οραματισμός, που ενσαρκώνεται σε κίνημα με στόχο την απελευθέρωση όλων των κατεχομένων περιοχών που ζουν ομάδες του ιδίου έθνους και ανήκαν στο παρελθόν σε αυτό το έθνος-κράτος.
Συμπεράσματα
Από την παρουσίαση των προηγουμένων, είναι καταφανές ότι Ο Μακεδονισμός είναι μια μορφή ψευδοεθνοτισμού, που συνεπικουρείται από αλυτρωτικούς και μεγαλο-ιδεατικούς πόθους. Η διαπίστωση αυτή βασίζεται στη μελέτη αφενός της ιστορικής διαδρομής της περιοχής και των κατοίκων της και αφετέρου των ορισμών των σχετικών εννοιών. Αναλυτικότερα, η ιστορική μελέτη της περιοχής των Σκοπίων κατέδειξε ότι:
1) Η εν λόγω γεωγραφική περιοχή δεν έχει καμία σχέση με την γη των αρχαίων Ελλήνων Μακεδόνων.
2) Η σημερινή πλειοψηφία των κατοίκων είναι μια επιμειξία των επί ρωμαϊκής εποχής κατοικούντων φύλλων και σλαβικής φυλής, οι οποίοι ενώ αρχικά δέχθηκαν την βουλγαρική επίδραση και απέκτησαν «βουλγαρική συνείδηση», τελικά «μακεδονοποιήθηκαν» στο πλαίσιο των σκοπιμοτήτων και στρατηγικών επεκτατικών επιδιώξεων του προέδρου της πρώην Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, Τίτο.
3) Η «μακεδονοποίηση» των Σλαβομακεδόνων βασίσθηκε στη τεχνητή δημιουργία του «Μακεδονικού» Έθνους, δηλαδή σε ψευδοεθνοτισμό που εμπλουτίσθηκε και εξτρεμοποιήθηκε με αλυτρωτικούς και μεγαλοϊδεατικούς στόχους.
Επομένως, εφόσον η Διμερής Συμφωνία Ελλάδας – πΓΔΜ δεν πέτυχε να επιλύσει οριστικά το πρόβλημα του ψευδοεθνοτισμού της γείτονας χώρας -- καθώς αναγνωρίσθηκε η εθνότητα/υπηκοότητα και γλώσσα ως Μακεδονική – πιθανότατα, και παρ’ όλες τις προφορικές και έγγραφες διαβεβαιώσεις της Σκοπιανής πλευράς, δεν διασφαλίζεται η οριστική διαγραφή αλυτρωτικών και μεγαλοϊδεατικών στοχεύσεων.
Άρα, εκτιμάται ότι οποιαδήποτε υπαναχώρηση Ελληνικής κυβέρνησης στην διμερή συμφωνία, μετά την εκτέλεση των συμφωνηθέντων εκ μέρους της Σκοπιανής πλευράς, είναι αδύνατη έως υπερβολικά δύσκολη. Θα απαιτηθεί, πριν την συζήτηση και υπογραφή της Συμφωνίας στο Ελληνικό κοινοβούλιο, η σύσταση μιας νέας κυβέρνησης και η επίτευξη ομοφωνίας μιας μεγάλης και ουσιαστικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Η αναμέτρηση των πολιτικών ηγετών μας με την ιστορία πλησιάζει. Οι Έλληνες πολίτες θα κληθούν να λάβουν τις ανάλογες αποφάσεις και μετά να κρίνουν.
* Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος είναι Αντιναύαρχος (ε.α.) Π.Ν., κάτοχος M.Sc. in Computer Science (Naval Postgraduate School, Monterey, CA, USA) και Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Ναυτική Επιστήμη και Στρατηγική (Σχολή Πολέμου Ναυτικού)
Τι είναι ο Μακεδονισμός;
Reviewed by olablogs
on
19:19
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου