Οι Απόκριες γιορτάζονταν πανηγυρικά στο Βυζάντιο από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα και τις έλεγαν Καλένδες ή Βρουμάλια.
Τα βυζαντινά Βρουμάλια, λοιπόν, άνοιγαν με μεγάλες γιορτές για τον λαό. Έπαιρναν, δε, τέτοια μορφή ελευθεριότητας και κραιπάλης, που ουσιαστικά δε διέφεραν από τα όργια των αρχαίων εορτών του Βάκχου. Μεθύσια, ξετσιπωσιά, άγριες βιαιότητες και απροκάλυπτες χυδαιότητες, ιδίως μεταξύ των κατωτέρων κοινωνικών τάξεων, προκαλούσαν σκάνδαλα και εγκλήματα, που η πολιτεία αδυνατούσε να περιορίσει ή να προλάβει.
Εις μάτην συνετοί Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και θεοσεβείς Πατριάρχες θέλησαν να ελαττώσουν το κακό και να σώσουν την κοινωνία από τη λαίλαπα των οργίων.
Η διαρκής αποτυχία ανάγκασε τέλος την Εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδο του 691 μ.Χ., η οποία συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον Β’ τον Ρινότμητο, να εκδώσει κατηγορηματικότατο και βαρύτατο αφορισμό κατά των Βρουμαλίων ή Καλένδων. Και κάπως έτσι, το κακό περιορίστηκε, τα όργια έπαψαν και η Αποκριά έμεινε μια εύθυμη γιορτή, μια γιορτή χαράς και κεφιού, η οποία μεταδόθηκε και στις μέρες μας.
Αλλά και οι αποκριάτικοι χοροί κατάγονται από τον γενικό εξωφρενισμό, που κυριάρχησε την εποχή εκείνη στο Βυζάντιο.
Τα σπίτια, τα οινοπωλεία, τα υπαίθρια κέντρα, το Παλάτι και το Πατριαρχείο ακόμα, αντηχούσαν από τα άσματα και τον δαιμονισμένο θόρυβο των ασυγκράτητων χορευτών.
“Ορχηστές” και “ορχηστρίδες”, διάσημοι για την ομορφιά τους και για την ασύδοτη ζωή τους, έδειχναν την τέχνη τους και τα θέλγητρά τους σε όσους έχασκαν, φλόγιζαν τα μυαλά των μεθυσμένων και τους παρέσυραν σ’ ένα χορευτικό πάθος και σε μια πρωτόγονη ζωώδη ροπή για κάθε ασέλγεια και για κάθε πρωτόγνωρο όργιο.
Μάλιστα, είχε πάρει τόσο επίσημο χαρακτήρα η ανάγκη των σαγηνευτικών χορών, ώστε ακόμη και ο Λογγίνος, ο αδελφός του Αυτοκράτορα Ζήνωνος, είχε δωρίσει στη Βασιλεύουσα τέσσερις “ορχηστές” νάνους, προορισμένους να χορεύουν τις Απόκριες ενώπιον του ξέφρενου πλήθους στα τέσσερα κυριότερα σημεία της πόλης.
Κάθε έναν από αυτούς τους νάνους, είχαν αναλάβει για διατροφή και πλούσια συντήρηση οι τέσσερις πολιτικές παρατάξεις του Δήμου.
Ο Αυτοκύων, ο λεγόμενος και Καράμαλλος, ο περίφημος για τις παντομίμες του νάνος από την Αλεξάνδρεια, είχε δοθεί στους Πράσινους. Ο Ρόδος, που τον αποκαλούσαν και Κοψόμαλλο, από την Αλεξάνδρεια κι αυτός, είχε δοθεί τους Βένετους. Ο νάνος Ελλάδιος είχε προσφερθεί στους Ερυθρούς, ενώ ο Μαργαρίτης, ή αλλιώς Κοτσάμας, είχε δοθεί στους Λευκούς.
Αλλά και οι ορχηστρίδες ήταν πασίγνωστες στο Βυζάντιο. Την εποχή του Ιουστινιανού άκμασε και διέπρεψε η περίφημη Χρυσομαλλώ, φίλη της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας και κατόπιν, η Καραμαλλώ, για την οποία, μάλιστα, ο Λεόντιος ο Σχολαστικός είχε εκπονήσει ολόκληρο σύγγραμμα.
Φυσικά, υπήρχαν και αυτοκρατορικοί χοροί, των οποίων η σεμνότητα ήταν ανάλογη με την ηθική του εκάστοτε Αυτοκράτορα που κυβερνούσε.
Για παράδειγμα, την εποχή του Αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ’, του επονομαζόμενου και Μέθυσου, η αγριότητα, η ασχημοσύνη, η χυδαιότητα και ο εκφυλισμός των χορών στο Παλάτι είχε ξεπεράσει κάθε δυνατή περιγραφή.
Οι επίσημοι αυτοί χοροί, οι “κατ’ έθιμον” στους καιρούς των σεμνών Αυτοκρατόρων, πραγματοποιούνταν κατά το πρώτο δωδεκαήμερο του έτους, με ειδικές προσκλήσεις, που ονομάζονταν “Κλητώρια”.
Στους χορούς αυτούς, άλλωστε, παρίσταντο όλοι οι ανώτεροι άρχοντες. Ο Δομέστικος των Στρατιωτικών Σχολών και οι Στρατηγοί, οι Δήμαρχοι των πολιτικών παρατάξεων, καθώς και οι πλέον επίσημοι δημότες του Βυζαντίου, οι Τριβούνοι και οι Βικάριοι, που έφεραν στα πόδια τους ποδόψελλα, δηλαδή ηχηρά κρόταλα, που βροντούσαν δυνατά όταν χόρευαν γύρω από το βασιλικό τραπέζι.
Το σύνθημα του χορού δινόταν από έναν συγκεκριμένο Αυλικό. Έπειτα από τον πολυαναμενόμενο χορό, οι χορευτές στέκονταν καμαρωτά εμπρός από το βασιλικό τραπέζι, ενώ οι κράχτες του Παλατιού φώναζαν με έκδηλη φαιδρότητα:
-Ες!!! (που αντιστοιχεί με την έκφραση “αμάν κι ας φέξει!”)
Ο δημοφιλής αυτός χορός ονομαζόταν “Σάξιμον”.
Επίσης, ένας άλλος αυτοκρατορικός χορός λάμβανε χώρα στο λεγόμενο “Σίγμα” του Παλατιού, μια θαυμάσια αίθουσα, υπέρλαμπρη και μεγαλοπρεπή, με μαρμαρένιους τοίχους και με αριστοκρατική οροφή, που την υποβάσταζαν 15 ροδόχρωμοι κίονες.
Ο χορός αυτός ήταν περισσότερο λαϊκός και δινόταν, όχι μόνο στις Απόκριες, αλλά και σε ορισμένες άλλες εορτές, όπου χόρευαν και λικνίζονταν με αναμμένες λαμπάδες και τον αποκαλούσαν “Χορό της Φακλαρίας”.
Μα, ο χορός που προξένησε κατάπληξη ήταν εκείνος που δινόταν με κάθε επισημότητα στο ίδιο το Πατριαρχείο, σύμφωνα με έθιμο που εισήγε ο Πατριάρχης Θεοφύλακτος ο Λεκαπηνός, το έτος 933 μ.Χ. Ο Πατριάρχης αυτός, που έμεινε πεισματικά στο αξίωμά του για περισσότερο από 25 χρόνια, αδιαφορούσε παντελώς για τα ιερατικά του καθήκοντα και ασχολούνταν με μανία μονάχα με τα άλογα και τους στάβλους του.
Στον χορό του Πατριαρχείου, λοιπόν, οι Νοτάριοι, οι οποίοι ήταν οι έμπειροι και έμπιστοι γραμματείς του Αυτοκράτορα, κρατούσαν τα χέρια ο ένας του άλλου και χόρευαν μεθυσμένοι γύρω από τις εικόνες των Αγίων, κατά τέτοιο άσεμνο τρόπο και με τέτοια γέλια και καγχασμούς, με τέτοιον κατάφωρο εκχυδαϊσμό, ελαφρότητα και αναξιοπρέπεια, ώστε η γιορτή εκείνη δε διέφερε σε τίποτε από τα Βουρνάλια του απλού λαού.
Οι ασύδοτοι αυτοί πατριαρχικοί χοροί διήρκεσαν για διακόσια ολόκληρα χρόνια, μέχρις ότου καταργήθηκαν από τον ευσεβή και ταπεινό Πατριάρχη Λουκά τον Χρυσοβέργη.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 23/02/1928…
Οι ξέφρενες Απόκριες στο Βυζάντιο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου