Μια από τις πιο τρομακτικές ιστορίες φαντασμάτων, που έχουν γραφτεί ποτέ, είναι και η ακόλουθη, την οποία διηγήθηκε ο Λόρδος Fisher στον Άγγλο συγγραφέα Augustus Hare και ο οποίος φρόντισε να τη δημοσιεύσει στο βιβλίο του “Ιστορία της Ζωής μου”.
Η οικογένεια Fisher, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ήταν μια οικογένεια αρχαιότατη, η οποία είχε στην ιδιοκτησία της για πολλούς αιώνες μια έπαυλη στο Cumberland της βορειοδυτικής Αγγλίας, που ήταν γνωστή με το όνομα Groglin Grange.
Το παμπάλαιο αυτό αρχοντικό ήταν μια ισόγεια κατοικία, σκεπασμένη από σκούρα και βαριά κεραμίδια. Ήταν χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου, με θέα ανεμπόδιστη στα απέραντα λιβάδια που την περιτριγύριζαν.
Περνώντας τα χρόνια, οι πλούσιοι ιδιοκτήτες του, που εν τω μεταξύ είχαν αυγατίσει τα εισοδήματά τους, αποφάσισαν να μετακομίσουν σε μια άλλη πολυτελή κατοικία στα νότια, όχι πολύ μακριά από εκεί. Έτσι, νοίκιασαν το περίφημο Groglin Grange σε άλλους.
Είχαν, μάλιστα, το ευτύχημα να αποκτήσουν εξαιρετικούς ενοικιαστές, τρία αδέλφια, δηλαδή δύο άντρες και τη νεαρή αδελφή τους. Όλος ο κόσμος τους επαινούσε. Οι φτωχοί της περιφέρειας τους λάτρευαν για την καλοσύνη και τη φιλανθρωπία τους, ενώ οι υπερόπτες ευπατρίδες τους υποδέχτηκαν ως ισότιμους στην κλειστή τους κοινότητα, καθώς ήταν καλλιεργημένοι, ευγενείς στους τρόπους και εξόχως συμπαθητικοί.
Αλλά και οι νέοι ενοικιαστές ήταν ενθουσιασμένοι με το αρχοντικό του Groglin Grange. Έτσι, ο ανήλιαγος και βαρύς χειμώνας πέρασε θαυμάσια, με συχνές εσπερίδες και συγκεντρώσεις φίλων και γνωστών.
Μια μέρα του καλοκαιριού, όμως, με μια κάψα αποπνικτική, οι δύο αδελφοί κάθονταν κάτω από τα δέντρα του κήπου με τα βιβλία τους. Η αδελφή τους, καθισμένη στον ίσκιο της βεράντας, προσπαθούσε να περάσει την ώρα της κεντώντας.
Αργότερα, απόλαυσαν το δείπνο τους και έπειτα, βγήκαν και πάλι στον κήπο, ρουφώντας με ευχαρίστηση τον δροσερό νυχτερινό αέρα. Σαν έδυσε ο ήλιος, παίρνοντας μαζί του όλα τα βυσσινιά του χρώματα, ένα ολόγιομο φεγγάρι σηκώθηκε κεφάτο, σκορπώντας τη μελιχρή του φωταψία.
Οι δύο άντρες αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους, για να κοιμηθούν, ενώ η νεαρή κοπέλα, μαγεμένη από τη γλυκύτητα εκείνης της βραδιάς, κάθισε στο παραθύρι της, ονειροπολώντας μπροστά στη μαγευτική θέα της καλλονής Σελήνης. Το τζάμι της ήταν σφαλιστό, αλλά οι γρίλιες ορθάνοιχτες.
Εκείνη τη στιγμή, τράβηξαν την προσοχή της δύο μικρά φώτα, τα οποία κινούνταν στη συστάδα των δέντρων, που χώριζε το οίκημα από το νεκροταφείο της παλιάς εκκλησίας στο πλάι. Κοίταξε καλύτερα και παρατήρησε πως εκείνες οι μικρές φωτισμένες λυχνίες σαν να έβγαιναν από μια απροσδιόριστη σκοτεινή μορφή.
Όσο πλησίαζε η μορφή, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε ο όγκος της και τόσο πιο εβένινη και πηχτή γινόταν. Άνθρωπος, βέβαια, δεν ήταν. Δε θα μπορούσε να ήταν. Αλλά κάτι το αλλόκοτο και το φρικιαστικό. Όσο την προσέγγιζε με βήματα σταθερά, η κοπέλα διέκρινε ξεκάθαρα μια τερατόμορφη οντότητα, ένα πλάσμα βγαλμένο από τους εφιάλτες. Μήπως ήταν άραγε βρυκόλακας;
Η νέα θέλησε να τρέξει προς την πόρτα, που ήταν κλειδωμένη από μέσα, να την ανοίξει και να καλέσει σε βοήθεια τα αδέλφια της. Ο τρόμος, όμως, την κάρφωσε στη θέση της. Πάσχισε να φωνάξει, αλλά το ουρλιαχτό της βούλιαξε μέσα στον λαιμό της, πνίγηκε και εχάθη!
Ωστόσο, το βδέλυγμα εκείνο βρισκόταν ήδη στο παράθυρό της. Αφαίρεσε εύκολα τον στόκο από τα κλειστά τζάμια, τα ακούμπησε καταγής στον κήπο και όρμησε μέσα, βαρύς και άραχλος, σαν πνιγηρή ομίχλη. Την άρπαξε από τα μαλλιά με τα κοκαλιασμένα χέρια του και τη δάγκωσε άγρια στο απαλό γούβωμα του λαιμού της.
Η άτυχη κόρη πόνεσε τόσο, ώστε εξέβαλε μια στεντόρεια κραυγή. Έτρεξαν οι αδελφοί της, έσπασαν την πόρτα και μπήκαν στην κάμαρά της.
Βρήκαν την αδελφή τους πεσμένη στο πάτωμα, λιπόθυμη και καταματωμένη. Πρόλαβαν, όμως, να δουν τον βρυκόλακα να φεύγει με μεγάλες δρασκελιές. Ο ένας τους τον κυνήγησε αμέσως και τον είδε να χάνεται πίσω από τον τοίχο του ναού.
Κατόπιν, κάλεσαν τον ιατρό, νοσηλεύτηκε εκεί για κάμποσο καιρό, έως ότου έκλεισε η πληγή και ύστερα, έφυγαν και οι τρεις για την Ελβετία, προκειμένου να συνέλθει η δύσμοιρη από τον νευρικό κλονισμό που είχε υποστεί. Αλλά, κυρίως, για να ξεχάσει και να ξεχαστεί…
Μα, σαν πέρασε εκείνο το δύσκολο καλοκαίρι, η κοπέλα επέμενε να επιστρέψουν πίσω στο Groglin Grange.
-Το νοικιάσαμε για εφτά χρόνια και δεν είναι σωστό να το αφήσουμε, έλεγε διαρκώς.
-Μα, δεν είδες τι έπαθες εκεί από εκείνο το πλάσμα; ρωτούσαν τα αδέλφια της.
-Α! Θα ήταν μάλλον κανένας δραπέτης φρενοκομείου, που ήρθε να με πνίξει. Δεν πιστεύω, άλλωστε, ούτε στα φαντάσματα, αλλά ούτε και στους βρυκόλακες. Ποιος πιστεύει στις μέρες μας τέτοιες απαρχαιωμένες δοξασίες;
Πράγματι, λοιπόν, επέστρεψαν. Οι δύο άντρες κοιμούνταν πια στο δωμάτιο ακριβώς απέναντι από εκείνο της αδελφής τους, προκειμένου να την προσέχουν καλύτερα, φροντίζοντας να έχουν πάντοτε μαζί τους τα πιστόλια τους.
Ο χειμώνας που ακολούθησε, πέρασε ειρηνικά και ήρεμα. Μια νύχτα, όμως, του Μαρτίου, μόλις η άνοιξη είχε αρχίσει να ξεμυτίζει δειλά, η νέα πετάχτηκε από τον ύπνο της, γιατί άκουσε έναν κρότο στο παράθυρο. Είδε τότε με τρόμο την ίδια απαίσια μορφή να είναι σκαρφαλωμένη πάνω στον φεγγίτη και να προσπαθεί να τον βγάλει, για να πηδήξει μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Τα μάτια του βρυκόλακα λαμπύριζαν φρικωδώς, σαν δυο πυρακτωμένα κάρβουνα της Κόλασης.
Αυτή τη φορά, η κοπέλα ξεφώνισε δυνατά. Οι αδελφοί της όρμησαν έξω από το σπίτι και είδαν τον βρυκόλακα να τρέχει προς την εκκλησία. Τον πυροβόλησαν και μια σφαίρα τον βρήκε στο πόδι. Εκείνος, όμως, έφτασε στο νεκροταφείο και τον είδαν να κρύβεται σε μια κρυψώνα.
Το πρωί, κάλεσαν τους ιδιοκτήτες του παλιού αρχοντικού, τους Fisher. Μαζί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν τους γείτονές τους και παρουσία όλων, άνοιξαν τη μυστηριώδη κρύπτη.
Τότε, ένα τρομακτικό θέαμα ξεπρόβαλε. Η κρύπτη ήταν γεμάτη από σπασμένα φέρετρα, των οποίων τα λείψανα ήταν πεταμένα και σκορπισμένα στο έδαφος.
Ένα μονάχα φέρετρο ήταν άθικτο. Το σκέπασμά του ήταν βγαλμένο, αλλά στεκόταν στο πλάι. Και μέσα σ’ αυτό βρισκόταν το αποκρουστικό και μουμιοποιημένο πλάσμα, ξερό και μαδημένο, μαυρισμένο και ειδεχθές, που είχαν δει τα τρία αδέλφια την προηγούμενη νύχτα. Στο πόδι του, μάλιστα, είχε μια πρόσφατη πληγή από σφαίρα πιστολιού.
Ο βρυκόλακας του Groglin Grange κάηκε αμέσως, για να παρασύρει στην παντοτινή λήθη τις ακόλαστες ορέξεις του και να εξαφανίσει τη μιαρή του ύπαρξη.
Ιδού και μια άλλη παράξενη ιστορία βρυκόλακα:
Δέκα μίλια πέρα από Mannington Hall, στα νοτιοανατολικά της Αγγλίας, δεσπόζει εδώ και αιώνες επιβλητική η έπαυλη του Felbrigg Hall με την εξαίσια βιβλιοθήκη της, ιδιοκτησία της οικογένειας Windham.
Ο William Windham, ο πατριώτης πολιτικός που πέθανε το 1810, ήταν ο τελευταίος του οίκου του. Έτσι, η εντυπωσιακή του έπαυλη αγοράστηκε το 1863 από τον πολυεκατομμυριούχο John Ketton.
O Ketton αγόρασε το κτήμα στην κατάσταση που ήταν, μαζί με την αξιολογότατη πινακοθήκη και την πλουσιότατη βιβλιοθήκη του. Έζησε εκεί μαζί με την οικογένειά του μέχρι το 1872, οπότε και πέθανε.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1885, ο συγγραφέας Augustus Hare επισκέφτηκε το Felbrigg Hall. Βρήκε εκεί την κόρη του πολυεκατομμυριούχου και άκουσε κατάπληκτος από το στόμα της πως το φάντασμα του William Windham επισκεπτόταν κάθε βράδυ τη βιβλιοθήκη του, φυλλομετρώντας τα αγαπημένα του βιβλία.
Η δεσποινίδα Ketton εξήγησε στον συγγραφέα πως τα μέλη της οικογένειάς της δεν ένιωθαν τον παραμικρό φόβο από την παρουσία του φαντάσματος του προγενέστερου ιδιοκτήτη, καθώς ήταν ήσυχο και άκακο. Πίστευε πως ο William Windham ένιωθε βαθιά νοσταλγία για το πατρογονικό του σπίτι και γι’ αυτό επέστρεφε κάθε νύχτα αδιαλείπτως.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 08/09/1927…
Ο βρυκόλακας του Groglin Grange και το φάντασμα του Felbrigg Hall…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου