Τα πρώτα θαύματα του Ιησού σε παιδική ηλικία περιγράφονται γλαφυρά στο Ευαγγέλιο του Αποστόλου Θωμά, απόσπασμα του οποίου ακολουθεί σε πιστή μετάφραση:
Πολύ επιθυμούσα πάντοτε, εγώ ο Θωμάς ο Ισραηλίτης να κάμω γνωστά στους μη Ισραηλίτες αδελφούς μου τα παιδικά θαύματα, που πραγματοποίησε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ζώντας σωματικώς στην πόλη Ναζαρέτ, όπου πήγε, όταν ήταν πέντε ετών.
Ιδού, λοιπόν, τα παιδικά θαύματα του Ιησού:
Μια μέρα που είχε βρέξει, ο Ιησούς βγήκε από το σπίτι όπου έμενε η μητέρα Του κι έπαιζε, σκάβοντας στη γη λάκκους, οι οποίοι γέμιζαν νερά από τη βροχή. Ύστερα είπε στα νερά:
-Θέλω να γίνετε καθαρά και ενάρετα!
Κι ευθύς, τα νερά των λάκκων καθάρισαν από τη λάσπη και έγιναν γάργαρα.
Περνώντας από εκεί ένα παιδί του Γραμματέως Άννα και βαστώντας ένα ραβδί από κλωνάρι ιτιάς, χάλασε με αυτό τους λάκκους και τα νερά χύθηκαν έξω. Γύρισε, τότε, ο Ιησούς και του είπε:
-Ασεβή και παράνομε, τι σε πείραζαν οι λάκκοι μου και τους χάλασες; Πριν τελειώσεις τον δρόμο σου, θα ξεραθείς σαν το ραβδί που βαστάς!
Πράγματι, εκεί που πήγαινε στον δρόμο το παιδί του Άννα, έπεσε έξαφνα κάτω και ξεψύχησε. Τα άλλα παιδιά που έπαιζαν μαζί του, πήγαν και το είπαν στον πατέρα του. Ο Άννας έτρεξε αμέσως, αλλά βρήκε το παιδί του νεκρό. Έφυγε, λοιπόν, παραπονούμενος κατά του Ιωσήφ για το κακό που έπαθε.
Κατόπιν, ο μικρός Ιησούς από τον πηλό των λάκκων άρχισε να πλάθει, παίζοντας, σπουργιτάκια. Μα, ήταν ημέρα Σάββατο. Κι ένα παιδί πήγε και το είπε κι αυτό στον Ιωσήφ. Σαν το άκουσε κι αυτό ο Ιωσήφ, πήγε και είπε στον Ιησού:
-Γιατί το κάνεις, παιδί μου, αυτό και βεβηλώνεις την ημέρα του Σαββάτου;
Ο Ιησούς δεν του αντιμίλησε, παρά έριξε τα μάτια Του στα χωματένια σπουργίτια και τους είπε:
-Πετάξτε και φύγετε και στη ζωή σας να μιμείσθε Εμένα.
Όντως, δεν απόσωσε τον λόγο Του και τα σπουργίτια πέταξαν στον αέρα. Και σαν το είδε αυτό ο Ιωσήφ, θαύμασε πολύ!
Ύστερα από λίγες ημέρες, ο Ιησούς περνούσε μέσα από την πόλη κι ένα παιδί έριξε μια πέτρα και Τον χτύπησε στον ώμο. Ο Ιησούς στράφηκε και του είπε:
-Δε θα σώσεις να πας στον δρόμο σου.
Κι αμέσως το παιδί έπεσε καταγής και πέθανε. Όσοι έτυχαν να βρίσκονται εκεί κοντά και είδαν τι έγινε, τα έχασαν κι έλεγαν:
-Μα, τι είναι τούτα μ’ αυτό το παιδί; Από πού βαστάει και ό,τι λόγο πει αμέσως γίνεται;
Πήγαν και βρήκαν τον Ιωσήφ, λοιπόν και του ρίχτηκαν:
-Ιωσήφ, δεν μπορείς να μένεις μαζί μας σ’ αυτή την πόλη. Αν θέλεις να μείνεις, μάθε τον γιο σου να μην καταριέται, γιατί καταριέται τα παιδιά μας και πεθαίνουν και ό,τι πει, γίνεται αμέσως.
Τότε, ο Ιωσήφ φώναξε ιδιαιτέρως σε μια άκρη τον Ιησού και άρχισε να Τον συμβουλεύει:
-Τι είναι αυτά που κάνεις; Με τα καμώματά Σου εξοργίζεις όλο τον κόσμο και μας μισούν και μας καταδιώκουν.
Μα, ο Ιησούς του απάντησε:
-Ξέρω πως αυτά που μου λες δεν είναι δικά σου λόγια. Άλλοι σε έβαλαν να Μου τα πεις, μα μπροστά σου θα σιωπήσω. Εκείνοι, όμως, θα το βρουν εκείνο που τους αξίζει.
Κι αμέσως, εκείνοι που Τον κατηγορούσαν, τυφλώθηκαν. Όσοι είδαν τι έγινε, φοβήθηκαν πολύ κι απορούσαν κι έλεγαν πως κάθε λόγος αυτού του παιδιού, καλός ή κακός, γινόταν ευθύς ως εκ θαύματος.
Ο δε Ιωσήφ, σαν είδε και το νέο αυτό θαύμα που έκαμε ο Ιησούς, σηκώθηκε από το σκαμνί που καθόταν κι έπιασε το αυτί του Ιησού, που στεκόταν όρθιος μπροστά του και το τράβηξε γερά.
-Άφησέ με! Φτάνει ό,τι μου έκανες!
Εκεί κοντά ήταν ένας δάσκαλος που τον έλεγαν Ζακχαίο. Ο Ζακχαίος αυτός άκουσε τι είπε ο Ιησούς στον πατέρα Του και θαύμασε. Παιδί και να δίνει τέτοιες απαντήσεις!
Έπειτα από λίγες μέρες, πλησίασε τον Ιωσήφ και του είπε πως το παιδί του είναι γνωστικό.
-Δώσε μου το εμένα, να του μάθω γράμματα και κάθε επιστήμη και να το διδάξω να σέβεται και να τιμάει, σαν τον πατέρα Του, τους μεγαλύτερους και να αγαπάει τους συνομηλίκους Του.
Τον πήρε, λοιπόν, κοντά του και του δίδαξε όλα τα γράμματα από το Άλφα ως το Ωμέγα.
Τότε, ο Ιησούς κοίταξε στα μάτια τον δάσκαλο και του είπε:
-Υποκριτή! Αφού εσύ ούτε το Άλφα δεν ξέρεις σωστά, πώς διδάσκεις στους άλλους το Βήτα; Δίδαξε πρώτα σωστά το Άλφα κι ύστερα θα σε πιστέψουμε και στο Βήτα.
Κι άρχισε να αποστομώνει τον δάσκαλο, λέγοντάς του σωστούς κανόνες του Άλφα.
Όταν άκουσε αυτές τις διδαχές για το Άλφα ο δάσκαλος, απόρησε και είπε σε όσους ήταν παρόντες:
-Αχ, τι έπαθα ο δύστυχος! Μπελά που έβαλα στο κεφάλι μου με αυτό το παιδί, που πήρα να δασκαλέψω. Πάρε το, αδελφέ Ιωσήφ, σε παρακαλώ, παρ’ το, γιατί δεν μπορώ να υποφέρω το αυστηρό Του βλέμμα και να ακούω τα λόγια Του. Αυτό το παιδί δε βαστάει από τη γη! Αυτό μπορεί και με τη φωτιά να τα βάλει! Ποια κοιλιά το γέννησε και ποιος κόρφος το έθρεψε, δεν ξέρω. Αλίμονό μου, τι έπαθα! Πώς μπορώ εγώ να αναμετρηθώ μαζί Του στη γνώση; Νόμιζα πως είχα μαθητή κι έβαλα δάσκαλο στο κεφάλι μου. Θα το θυμάμαι αυτό που έχω πάθει, φίλοι μου, για πάντα. Είμαι γέρος και νικήθηκα από ένα παιδί. Θα με φάει ο καημός αυτός. Θα μου λένε όλοι πως με αποστόμωσε ένα παιδί κι εγώ δε θα ξέρω τι να αποκριθώ. Γι’ αυτό, αδελφέ Ιωσήφ, σε παρακαλώ, παρ’ το παιδί στο σπίτι σου. Αυτό το παιδί κάτι μεγάλο και θαυμαστό είναι, ή Θεός ή Άγγελος. Τι να πω κι εγώ, δεν ξέρω…
Οι Ιουδαίοι παρηγορούσαν τον Ζακχαίο και τότε, ο Ιησούς γέλασε με την καρδιά Του και του είπε:
-Εγώ είμαι άνωθεν σταλμένος για να καλέσω τους ανθρώπους να γυρίσουν το βλέμμα τους και την καρδιά τους προς τα άνω, όπως με πρόσταξε Εκείνος που με έστειλε σε σας.
Δεν απόσωσε τον λόγο Του κι αμέσως αναστήθηκαν κι έγιναν καλά εκείνοι, τους οποίους είχε χτυπήσει με τα λόγια Του. Κι από τότε, κανείς δεν τολμούσε να Τον θυμώσει, από φόβο μήπως πάθει κανένα κακό.
Λίγες μέρες αργότερα, ο μικρός Ιησούς έπαιζε στο λιακωτό ενός σπιτιού με άλλα παιδιά της γειτονιάς. Ένα από τα παιδιά αυτά έπεσε ξαφνικά από το λιακωτό κάτω κι έμεινε στον τόπο. Μόλις το είδαν αυτό τα άλλα παιδιά, έφυγαν όλα τρομαγμένα κι έμεινε ο Ιησούς μόνος.
Οι γονείς του παιδιού που σκοτώθηκε, έτρεξαν τότε και κατηγορούσαν τον Ιησού πως τάχατες Αυτός έριξε κάτω από το λιακωτό το παιδί τους. Τότε, ο Ιησούς τους είπε:
-Δεν το έριξα Εγώ!
Μα, εκείνοι επέμεναν. Πήδησε κάτω από το λιακωτό και ο Ιησούς, χωρίς να πάθει τίποτε και στάθηκε κοντά στο πτώμα του παιδιού, φωνάζοντας δυνατά:
-Ζήνων, (ήταν το όνομα του νεκρού αγοριού), σήκω και πες, Εγώ σ’ έριξα;
Και το αγόρι, που αναστήθηκε αμέσως, σηκώθηκε πάνω κι αποκρίθηκε:
-Όχι, Κύριε. Δε με έριξες Εσύ, αλλά με ανάστησες!
Και όλοι απόρησαν με αυτά που έβλεπαν, οι δε γονείς πήραν το παιδί τους, δοξάζοντας τον Θεό και προσκυνώντας τον Ιησού.
Ύστερα από κάμποσες μέρες πάλι, κάποιος έσκιζε ξύλα σε μια γωνιά και το τσεκούρι, ξεφεύγοντας από τα χέρια του, έπεσε και τον πλήγωσε στο πόδι. Ο δύστυχος άνθρωπος, από το αίμα που έτρεχε από την πληγή, πέθανε σε λίγο. Οι δικοί του έβαλαν τις φωνές, κόσμος έτρεξε και πήγε κι ο Ιησούς εκεί μαζί με τους άλλους.
Σπρώχνοντας, πέρασε ανάμεσα από το πλήθος, πήγε κοντά στον νεκρό, του έπιασε την πληγή κι αμέσως, η πληγή του έγιανε. Είπε τότε στον άνθρωπο:
-Σήκω τώρα, σκίζε ξύλα και να Με θυμάσαι!
Το πλήθος, που είδε όσα έγιναν, προσκύνησε τον Ιησού, λέγοντας:
-Αλήθεια, πνεύμα Θεού υπάρχει μέσα σε αυτό το παιδί!
Όταν ο Ιησούς ήταν έξι ετών, η μητέρα Του του έδωσε μια στάμνα και Τον έστειλε στη βρύση να φέρει νερό. Μα, ήταν κόσμος στη βρύση κι απ’ το σπρώξιμο, κάπου χτύπησε η στάμνα κι έσπασε. Τότε, ο Ιησούς έβγαλε το ρούχο Του, το έκαμε σακί, το γέμισε νερό και το πήγε στη μητέρα Του.
Βλέποντας η μητέρα Του αυτό το θαύμα, φίλησε το παιδί της και χαιρόταν από μέσα της για τα μυστήρια και τα θαύματα που θα το έβλεπε να κάνει.
Σαν ήρθε μετά δυο χρόνια η εποχή της σποράς, ο Ιησούς πήγε με τον Ιωσήφ να σπείρουν σιτάρι στο χωράφι τους. Κι ενώ ο πατέρας Του έσπερνε με τη χούφτα, ο Ιησούς πήρε κι Αυτός έναν κόκκο σιταριού και τον έσπειρε. Κι ο σπόρος φύτρωσε αμέσως και πλήθυνε και σαν θέρισαν κι αλώνισαν, μάζεψαν εκατό κόρους σιταριού, δηλαδή 3.000 οκάδες από ένα και μόνο σπειρί σιτάρι!
Τότε, ο Χριστός κάλεσε όλους τους φτωχούς της πόλης στο αλώνι, τους χάρισε αρκετό σιτάρι και πάλι περίσσεψε για να πάρει ο Ιωσήφ στο σπιτικό του.
Κι ήταν οχτώ ετών ο Ιησούς όταν έκαμε αυτό το θαύμα.
Ο πατέρας του Ιησού ήταν μαραγκός κι εκείνον τον καιρό έφτιαχνε αλέτρια και ζυγούς για το όργωμα. Μα, κάποιος πλούσιος του παράγγειλε να του φτιάξει ένα κρεβάτι. Επειδή το ένα ξύλο ήταν κοντότερο από το άλλο και ο Ιωσήφ δεν ήξερε τι να κάνει, ο Ιησούς του είπε:
-Βάλε κάτω τα δύο ξύλα.
Ο Ιωσήφ έκαμε όπως του είπε το παιδί. Τότε, ο Ιησούς έπιασε το πιο κοντό ξύλο από την άκρη, το τράβηξε και το έφερε ίσα με το άλλο.
Μόλις το είδε ο πατέρας Του, Τον αγκάλιασε και Τον φίλησε, λέγοντας:
-Μακαρίζω τον εαυτό μου, που μου έδωσε ο Θεός τέτοιο παιδί!
Σαν είδε ο Ιωσήφ τη γνώση του παιδιού του, η οποία μεγάλωνε με την ηλικία, σκέφτηκε να μην το αφήσει αγράμματο, παρά πήρε και το παρέδωσε σε άλλον δάσκαλο.
Ο δάσκαλος αυτός είπε στον Ιωσήφ, επειδή είχε καταλάβει τη γνώση του παιδιού και το φοβήθηκε:
-Θα του μάθω πρώτα τα Ελληνικά κι ύστερα τα Εβραϊκά Γράμματα.
Ο Ιησούς του απάντησε:
-Αν είσαι πραγματικά καλός δάσκαλος, πες μου όλους τους κανόνες του Άλφα κι Εγώ θα σου πω κατόπιν του Βήτα.
Ο δάσκαλος πικράθηκε και χτύπησε το παιδί στο κεφάλι, ο Ιησούς πόνεσε και καταράστηκε τον δάσκαλο, ο οποίος ευθύς λιποθύμησε και έπεσε με τα μούτρα κάτω.
Μετά, έφυγε ο Ιησούς και γύρισε στο σπίτι του πατέρα Του. Μα, ο Ιωσήφ λυπήθηκε για ό,τι έγινε και είπε στη μητέρα Του να μην Τον αφήνει να βγαίνει έξω από το σπίτι, επειδή όσοι Τον θυμώνουν, πεθαίνουν.
Λίγο καιρό αργότερα, άλλος δάσκαλος, φίλος ειλικρινής του Ιωσήφ, του είπε:
-Φέρε μου το παιδί στο δικό μου σχολείο. Ίσως, με το καλό, μπορέσω να του διδάξω γράμματα.
Ο Ιωσήφ του αποκρίθηκε:
-Φίλε μου, αν έχεις πεποίθηση, παρ’ το.
Πήγε, τότε, ο δάσκαλος με φόβο και σεβασμό, πήρε τον Χριστό και Εκείνος τον ακολούθησε με χαρά. Μπήκε, λοιπόν, με θάρρος στο σχολείο και βλέποντας πάνω στο αναλόγιο ένα βιβλίο, το πήρε στα χέρια. Μα δε διάβασε τα γράμματα που ήταν στο βιβλίο, παρά ανοίγοντας το στόμα Του, μίλησε με Πνεύμα Άγιο και εξηγούσε τον Νόμο σε όσους βρέθηκαν εκεί. Μαζεύτηκε, λοιπόν, πλήθος κόσμου και στέκονταν και άκουγαν και απορούσαν όλοι και θαύμαζαν την ωραιότητα της διδασκαλίας Του και την ετοιμότητα των απαντήσεών Του.
-Νήπιο ακόμα και να μιλάει έτσι ωραία! απορούσαν…
Όταν άκουσε αυτά ο Ιωσήφ, φοβήθηκε κι έτρεξε αμέσως στο σχολείο, μήπως κι αυτός ο δάσκαλος ήταν άπειρος. Μα, μόλις τον είδε ο δάσκαλος, του είπε:
-Έλα να καμαρώσεις, Ιωσήφ, τον γιο σου. Αδελφέ μου, εγώ το πήρα το παιδί για μάθημα κι αυτό είναι γεμάτο Σοφία και Χάρη Θεού. Παρ’ το, λοιπόν, στο σπίτι σου, γιατί δεν έχει ανάγκη από διδασκαλία.
Μόλις τ’ άκουσε αυτά ο Ιησούς, γέλασε και είπε στον δάσκαλο:
-Επειδή ορθώς ελάλησες και ορθώς εμαρτύρησες, για το χατίρι σου θα γιατρευθεί κι ο άλλος δάσκαλος, που έπεσε ξερός.
Κι ευθύς, ο άλλος δάσκαλος γιατρεύθηκε.
Κάποια μέρα, ο Ιωσήφ έστειλε τον μεγαλύτερο γιο του, τον Ιάκωβο, στον λόγγο, για να κόψει ξύλα, να μαζέψει φρύγανα και να τα φέρει στο σπίτι. Μαζί με τον Ιάκωβο πήγε και ο Ιησούς.
Ενώ ο Ιάκωβος μάζευε φρύγανα, μια οχιά τον δάγκωσε στο χέρι και ξεψυχούσε από το δηλητήριο του φιδιού.
Τότε, ο Ιησούς πλησίασε, φύσηξε τη δαγκωματιά και ευθύς οι πόνοι έπαψαν, το φίδι έσκασε και ο Ιάκωβος έγινε καλά!
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 21/12/1933…
Τα πρώτα θαύματα του Ιησού σε παιδική ηλικία (Μέρος Α)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου