Το 1932, ο Άγγλος εξερευνητής Sir John Philby, ο οποίος είχε παραμείνει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αραβία και είχε υπάρξει πολιτικός σύμβουλος του Βασιλέως Ιμπν Σεούντ, επιχείρησε να διέλθει την αραβική έρημο, προκειμένου να ανακαλύψει τα ερείπια της θρυλικής χαμένης πόλης Ουμπάρ, για την οποία είχε ακούσει πολλές θαυμαστές διηγήσεις.
Από την μακρά αφήγηση του Άγγλου εξερευνητή για τη διαμονή του στην αραβική έρημο και για τα αποτελέσματα της φιλόδοξης αποστολής του, παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
“Οι ελπίδες μου να κάνω στην αραβική έρημο καταπληκτικές ανακαλύψεις, διαψεύστηκαν. Μα, σε μια δυσπρόσιτη περιοχή, κατά τη διάρκεια της πορείας μου, βρήκα την κεφαλή ενός βέλους κατασκευασμένου από μπρούντζο.
Το πολεμικό αυτό υπόλειμμα εντοπίστηκε κοντά σ’ ένα ξερό πηγάδι, του οποίου η μορφή, καθώς και τα διπλανά βαθιά χαραγμένα ίχνη καραβανιών, τα οποία οδηγούσαν προς τα δυτικά, με έκαναν να πιστέψω ότι ήμασταν επάνω σ’ έναν σπουδαίο εμπορικό δρόμο των παλιών καιρών, που είχε εγκαταλειφθεί από καιρό.
Ένας τέτοιος δρόμος θα μπορούσε να οδηγούσε δια μέσου της αραβικής χερσονήσου προς τη μεγάλη αγορά της Μέκκας.
Με τις ισχνές αυτές εικασίες προχωρήσαμε προς το Μπιρ-Φαντίλ, μια όαση με τρία πηγάδια, βάθους το καθένα 145 ποδών. Στο μέρος εκείνο δε βρήκαμε τίποτε το ιδιαίτερο, πέραν, φυσικά, από το πολύτιμο νερό.
Οι τρεις, όμως, επόμενες ημέρες, κατά τις οποίες βαδίσαμε προς νότο, για να δούμε τις παλιές θέσεις των θαμμένων πλέον πηγαδιών της Νουμάιλα και της Τουβαϊρίφα, υπήρξαν περισσότερο τυχερές, διότι στο διάστημα αυτό κάναμε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις.
Η σπουδαιότερη από όλες ήταν δύο πηγάδια, θαμμένα κι αυτά, αλλά άγνωστα στους Μπαταβίνους που κατοικούσαν τότε στις οάσεις εκείνες.
Μα, καθώς φεύγαμε από εκεί, η προσοχή μου προσειλκύσθη από ένα άσπρο αντικείμενο επάνω σε μια λωρίδα γης, σκεπασμένη από χαλίκια, μέσα στην ατελείωτη έρημο. Αμέσως κατεβήκαμε από τις καμήλες, για να δούμε περί τίνος επρόκειτο.
Όταν πλησιάσαμε, βρήκαμε αφθονία από όστρακα του γλυκού νερού και εργαλεία φτιαγμένα από σκληρή τσακμακόπετρα, από τα οποία μαζέψαμε αρκετά.
Προφανώς, βρισκόμασταν στην τοποθεσία, όπου άλλοτε δέσποζε κάποια λίμνη ή ποταμός, στις όχθες του οποίου συγκεντρώνονταν οι άνθρωποι της Λίθινης Εποχής.
Το υλικό αυτό πρέπει να μελετηθεί ακόμη αρκετά από τους ειδήμονες, προτού συντελέσει στο να προκύψουν καταληκτικά συμπεράσματα σχετικά με τις λεπτομέρειες της ανθρώπινης Προϊστορίας. Δε χωρεί αμφιβολία, όμως, πως τα λίθινα εργαλεία που ανακαλύψαμε, χρονολογούνταν από μια μακρινή εποχή, κατά την οποία στην κοίτη, όπου σήμερα έχουν απομείνει χαλίκια και όστρακα, υπήρχε μονίμως άφθονο νερό, όπου κατά πάσα πιθανότητα πήγαιναν άνθρωποι, ξαπόσταιναν και ξεδιψούσαν, ενώ ταυτοχρόνως καιροφυλακτούσαν για κυνήγι ζώων, που θα πλησίαζαν για να πιουν νερό.
Οι άνθρωποι της Λίθινης Εποχής είναι πιθανόν να κυνηγούσαν στις όχθες των αραβικών λιμνών και ποταμών, πολύ πριν αποκτήσουν την τέχνη να χτίζουν σπίτια και να κατοικούν σε χωριά και πόλεις.
Τη στιγμή, όμως, που εντοπίσαμε τα απρόοπτα αυτά ευρήματα, τα θεωρήσαμε ως μια εξαιρετική υπόσχεση ότι δε θα αργούσαμε να λύσουμε το μυστήριο της “Ατλαντίδας της Ερήμου”, που κάλυπτε με το χρυσαφί της χρώμα τη χαμένη θρυλική πόλη της Ουμπάρ.
Δεκατέσσερα χρόνια πριν είχα ακούσει να μιλούν για τα ερείπιά της, όπως και για έναν μυστηριώδη όγκο σιδήρου, τον οποίον μου είχαν περιγράψει ως ίσο περίπου με μια καμήλα.
Είχα σημειώσει προσωρινώς πάνω στον χάρτη μου τις θέσεις των βαρύτιμων αντικειμένων και συνέπιπταν με τις τοποθεσίες που μου είχαν αναφέρει όσοι υποστήριζαν ότι τα είχαν δει ή είχαν ακούσει από άλλους γι’ αυτά.
Έτσι, αντιλήφθηκα ότι η χαμένη πόλη της Ουμπάρ θα έπρεπε να βρίσκεται πολύ πλησιέστερα από ό,τι αρχικώς υπέθετα και είχα σημειώσει πάνω στον χάρτη μου. Μα, η εντύπωση αυτή αποδείχτηκε κατόπιν ανακριβής, διότι στην πραγματικότητα η Ουμπάρ κάλυπτε μια τεράστια έκταση και εμείς περιπλανιόμασταν ήδη πάνω στα χώματά της.
Έπειτα από εξαντλητική πορεία πενήντα περίπου μιλίων επάνω σε χαμηλή, γυμνή, ακύμαντη άμμο, η οποία δε φαινόταν καθόλου πως έκρυβε στα σπλάχνα της τα ίχνη ενός σπουδαίου αρχαίου πολιτισμού, ξαφνικά βρεθήκαμε εμπρός σε λίθινα ερείπια, που ξεπρόβαλαν σαν οφθαλμαπάτη. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να στήσουμε εκεί το στρατόπεδό μας, για να ξεκινήσουμε επιτέλους την προσεκτική μας έρευνα.
Άλλωστε, οι αρχαίοι Άραβες γεωγράφοι διηγούνταν πολλούς και παράδοξους μύθους σχετικά με την Ουμπάρ ή Βαμπάρ ή Ιρούμ ή Ιρέμ ή αλλιώς Ατλαντίδα της Ερήμου. Διηγούνταν πολλά και για τους ημιπιθηκοειδείς κατοίκους της, οι οποίοι είχαν ένα πόδι, ένα χέρι, ένα μάτι κι ένα αυτί, δηλαδή σωστά τέρατα.
Ο θρύλος ήθελε την ακμάζουσα και προηγμένη πόλη Ουμπάρ να είναι πρωτεύουσα του τρανού κράτους του Βασιλιά Αντ Ιμπν Κίναντ, ο οποίος, όμως, προκάλεσε την οργή του Ουρανού, εξαιτίας της περιφρόνησης που έδειχνε στις προφητικές προειδοποιήσεις που του είχε αποστείλει ο Αλλάχ, για να πάψει η διεφθαρμένη Αυλή του να ζει την άσωτη και ακόλαστη ζωή.
Τότε, η θαυμάσια αυτή πόλη, μέσα στην οποία ο Βασιλιάς της “ξεφάντωνε με ενενήντα γυναίκες, ενενήντα στρατιώτες και ενενήντα άλογα”, καταστράφηκε με φωτιά που έπεσε από τα Ουράνια και η άμμος της αχανούς ερήμου την κάλυψε απ’ άκρη σ’ άκρη κι έτσι, τα μουσουλμανικά αυτά Σόδομα παραδόθηκαν στην αιώνια λησμονιά.
Μόλις ανέβηκα στον πιο ψηλό αμμόλοφο τριγύρω, έτριψα τα μάτια μου, για να πιστέψω εκείνο που έβλεπα. Ξεχώριζαν από ψηλά δύο δίδυμοι κρατήρες ενός ηφαιστείου, όπως τουλάχιστον μου φάνηκαν. Ο καθένας τους περιβαλλόταν από χαμηλά τείχη, καμωμένα από σκουριά και λάβα.
Ώστε, αυτή είναι η θρυλική Ουμπάρ, αναφώνησα. Η έρημος αποφάσισε να παραδώσει, μετά από τόσους αιώνες, το καλά φυλαγμένο μυστικό της. Η αποστολή μου είχε πλέον ολοκληρωθεί! Αλλά, δεν ήταν αυτό που περίμενα, αυτό που ονειρευόμουν. Η άμμος είχε καταπιεί την αλλοτινή δόξα της κάποτε θαυμαστής εκείνης πόλης, που έμενε πεισματικά εξαφανισμένη.
Οι Άραβες σύντροφοί μου, οι οποίοι δε συμμερίστηκαν την απογοήτευσή μου, ρίχτηκαν στα ερείπια και άρχισαν να σκάβουν τρύπες, μέσα στις οποίες υπολόγιζαν να βρουν κρυμμένους θησαυρούς, ενώ για μένα, το μόνο που είχε απομείνει, ήταν να αναζητήσω τον σιδερένιο όγκο που είχε το ανάστημα καμήλας, όπως τόσες και τόσες φορές είχα ακούσει να μου περιγράφουν τα τελευταία χρόνια.
Εν τω μεταξύ, όμως, οι αληθινές καμήλες μας διψούσαν για νερό και προτίμησα να πάω μαζί τους, με λίγους συντρόφους μου, στα πηγάδια της Ιμπραχίμα, σε απόσταση περίπου δεκαπέντε μιλίων, ενώ το κύριο σώμα του καραβανιού παρέμεινε στο στρατόπεδο. Τους ανέθεσα να αναζητήσουν τον σιδερένιο όγκο και έταξα βραβείο σε εκείνον που πρώτος θα τον ανακάλυπτε τριάντα δολάρια.
Όταν γυρίσαμε την άλλη μέρα, οι άντρες του καραβανιού ήταν κατηφείς και απογοητευμένοι. Δεν είχαν βρει τίποτε πολύτιμο, εκτός από μερικά στρογγυλά, λεία, κατάμαυρα σφαιρίδια, τα οποία νόμιζαν ότι ήταν μαργαριτάρια, που είχαν μαυρίσει από τη μεγάλη πυρκαγιά της Ουμπάρ.
Όπως αποδείχτηκε, ήταν θραύσματα μετεωριτών που είχαν προσκρούσει στην έρημο, όπως και οι δύο υποτιθέμενοι κρατήρες ηφαιστείου, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά τα ίχνη πρόσκρουσης των συμπαντικών στοιχείων.
Επίσης, ανακάλυψα ένα μικρό κομμάτι σίδερο, που το παρέδωσα κι αυτό, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, στο Βρετανικό Μουσείο και ίσως ήταν ένα μικρό κομμάτι από τον περίφημο σιδερένιο όγκο, που τόσοι και τόσοι μου είχαν μιλήσει και που πίστευαν ότι σηματοδοτούσε τις πύλες της Ουμπάρ.
Μπορεί να μην κατάφερα να βρω την πολυθρύλητη τούτη πόλη, αλλά πιστεύω ότι μπόρεσα να διαφωτίσω έστω και λίγο τον θρύλο της”.
Η Ουμπάρ, η μυστηριώδης αυτή Ατλαντίδα της Ερήμου, που για πολλούς είναι τα μουσουλμανικά Σόδομα, μια πόλη ακμάζουσα και προηγμένη, που καταστράφηκε εξαιτίας της ακόλαστης ζωής των κατοίκων της από θεϊκή παρέμβαση, εξακολουθεί να κρύβεται κάτω από τόνους ξανθιάς άμμου της αραβικής χερσονήσου. Ακόμη και σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που οραματίζονται να την ανασύρουν από τη λήθη.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, στις 09/07/1932…
Ουμπάρ – Η μυστηριώδης Ατλαντίδα της Ερήμου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου