Λίγοι γνωρίζουν ότι ο μυθολογικός Λαβύρινθος της Κρήτης, όπου ο τρομερός Μινώταυρος καταβρόχθιζε τα θύματά του, δεν είναι αποκύημα της λαϊκής φαντασίας, αλλά υπάρχει πράγματι σε ένα από τα απόκρημνα όρη της Μεσσαράς.
Είναι ένα τεράστιο προϊστορικό ερεβώδες σπήλαιο, το οποίο χρειάζεται τρεις ώρες για να το περιδιαβεί κάποιος. Ολοσκότεινες στοές, φιδωτές και στριφογυριστές, γεμάτες ερπετά και νυχτερίδες, αποτελούν τους μαιάνδρους του μυθικού Λαβυρίνθου, μέσα στους οποίους περιπλανήθηκε άλλοτε ο Θησέας, αναζητώντας το τρομερό θεριό με το ανθρώπινο σώμα και το κεφάλι ταύρου, για να το φονεύσει.
Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1932, ο συντάκτης της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, Κώστας Στούρνας, ήταν ο πρώτος Έλληνας δημοσιογράφος που κατάφερε να εισχωρήσει στα άδυτα του πολυθρύλητου σπηλαίου. Σημειωτέον ότι στην Κρήτη υπάρχει και ο Λαβύρινθος της Κνωσσού, ο οποίος είναι άσχετος με αυτόν του Μινώταυρου στη Μεσσαρά.
Ακολουθώντας, λοιπόν, τον γέρο-Νικόλα Δαγκαρολάκη, που προπορευόταν και έδειχνε τον δρόμο στον γιο του, τον δημοσιογράφο και τις δυο Κρητικοπούλες, ένιωθαν όλοι τους μια φρικίαση, μια ανατριχίλα, καθώς γνώριζαν πως βάδιζαν στην ίδια υπόγεια στοά, που κατά τη μυθολογία ακολούθησε και ο Θησέας, όταν πήγαινε αποφασισμένος να σκοτώσει τον Μινώταυρο.
Το πηχτό, αδιαπέραστο σκοτάδι και η νεκρική σιγαλιά, που διακοπτόταν μονάχα από τα βήματά τους, ήταν τόσο επιβλητικά, που θαρρούσαν πως κατηφόριζαν σε μια αραχνιασμένη κόλαση, βαλμένη στα έγκατα του βουνού. Εκεί που δεν υπάρχει ζωή, παρά μόνο φαρμακερά ερπετά και νυκτόβια πουλιά, που δε ζουν στην επιφάνεια της γήινης δημιουργίας, σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει τίποτε από τα ωραία του πλανήτη μας, ούτε ήλιος και φεγγάρι, αλλά ούτε δέντρο και λουλούδι. Δεν υφίστανται αλλαγές της μέρας και της νύχτας, αλλά μήτε και των εποχών. Ο χρόνος ρέει μονότονος, αλλά ρέει στιβαρός και ανεξίτηλος.
Ο γέρο-Νικόλας Δαγκαρολάκης, ο μόνος από τη μικρή παρέα που δεν αισθανόταν την περιέργεια για το τι θα συναντούσαν παρακάτω, τους εξηγούσε πως το σπήλαιο ήταν γεμάτο νυχτερίδες, που έβγαιναν κάθε βράδυ “από τον πόρο του, πετούσαν στον απάνω κόσμο, για να ξαναγυρίσουν τα ξημερώματα στο σκοτάδι”.
Ο Λαβύρινθος είχε πολλούς “κουμπέδες”, πολλούς θόλους και πολλές αίθουσες κάτω από τη γη, που συγκοινωνούσαν με διαδρόμους στενούς και μακριούς. Κυρίως μπορεί να χωριστεί σε δύο μεγάλα συμπλέγματα. Το σύμπλεγμα των στοών που περιβάλλουν τη λεγόμενη “Μικρή Νήσο” και το μεγαλύτερο σύμπλεγμα του εσωτερικού του Λαβυρίνθου, όπου πρέπει κανείς να περπατήσει τουλάχιστον μισή ώρα κατ’ ευθείαν για να φτάσει και το οποίο είναι ένα σύμπλεγμα διαδρόμων και υπογείων αιθουσών που περιβάλλουν τη λεγόμενη “Μεγάλη Νήσο”.
Η “Μικρή Νήσος” και η “Μεγάλη Νήσος” επικοινωνούσαν μεταξύ τους με έναν στενότατο μακρύ διάδρομο, που λεγόταν “Απατηλό Μέρος”, καθώς ήταν το σημείο όπου πολλοί είχαν χαθεί ακριβώς εκεί, μιας και ήταν εύκολο να αποπροσανατολιστούν. Υπάρχουν χίλιες δυο ιστορίες ανθρώπων που είχαν τη μοίρα αυτή.
Πολλοί χωρικοί της Κρήτης και αρκετοί γιδοβοσκοί που θέλησαν από περιέργεια να διαβούν τις στοές του σπηλαίου της Μεσσαράς, έτυχε να παραπλανηθούν από τον στενό αυτό διάδρομο και να μείνουν χαμένοι για μέρες μέσα στην αδηφάγα του κοιλιά.
Μάλιστα, δύο Άγγλοι περιηγητές, πολλά χρόνια πριν, τόλμησαν να εισδύσουν στον Λαβύρινθο χωρίς οδηγό και χάθηκαν. Μα, κατόρθωσαν τελικά να βγουν κατάκοποι από την εξάντληση και την αγωνία τέσσερις μέρες μετά.
Υπάρχουν και οι τραγικές ιστορίες ανθρώπων, που κατέφυγαν στον Λαβύρινθο κατά τις κρητικές επαναστάσεις, για να σωθούν από το μαχαίρι των Τούρκων και δεν ξαναβρήκαν την έξοδο. Πέθαναν από την κούραση, απ’ τον φόβο και την πείνα.
Αλλά δεν πρέπει να νομίσει κανείς ότι οι στοές καταλήγουν σε κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Οι περισσότερες περιδινούν τον επισκέπτη σε αδιέξοδες αίθουσες ή άντρα, από τα οποία βγαίνει, για να επιστρέψει ύστερα από περιπλανήσεις πολλής ώρας, κατά έναν τρόπο σχεδόν μυστηριακό.
Από τους σπουδαιότερους χώρους του Λαβυρίνθου είναι η αποκαλούμενη “Αίθουσα της Αριάδνης”, η “Αίθουσα της Πάλης”, η “Αίθουσα της Τελετής”, ο “Θάλαμος των Νυχτερίδων”, η “Τράπεζα”, η “Αίθουσα της Αναπαύσεως”, οι “Αίθουσες των Τριών Φίλων”, το “Άντρο του Θησέα”, το “Υγρό Σπήλαιο” και η “Αίθουσα του Μινώταυρου”. Και όλες αυτές οι αίθουσες βαστούν κάποιο μυστικό, μια γνωστή ή άγνωστη ιστορία, που ζωηρεύει ακόμα περισσότερο την καταπληκτική εντύπωση του ξένου επισκέπτη, που φτάνει εκεί χειραγωγούμενος.
Η μικρή παρέα περπατούσε με πολύ κόπο περίπου για δέκα λεπτά και αισθανόταν πως όσο κατευθυνόταν προς τα μέσα, η θερμοκρασία έπεφτε γοργά. Ένιωθαν όλοι τους τέτοια ψύχρα, όπως όταν περπατάει κανείς σε βουνό νύχτα του Δεκεμβρίου, όταν τα χιόνια σκεπάζουν πια ολοσχερώς τις ψηλότερες κορφές.
Στην αρχή, πάσχιζαν να διατηρήσουν και οι πέντε στη μνήμη τους τις στροφές που έπαιρναν, πότε δεξιά και πότε αριστερά, για να έχουν νοερά μια πλήρη εικόνα του σχεδιαγράμματος των υπόγειων στοών. Γρήγορα, όμως, συνειδητοποίησαν πως ήταν μια απλή ματαιοπονία.
Οι στροφές ήταν τόσες πολλές και διαδέχονταν η μια την άλλη τόσο σύντομα, ώστε ήταν αδύνατο να γνωρίζει κανείς πού πηγαίνει. Έτσι, δίχως δεύτερη σκέψη, εμπιστεύθηκαν την ακεραιότητα και τη ζωή τους στον οδηγό τους, το καλόκαρδο γεροντάκι με τη γλυκιά φυσιογνωμία και το λεβέντικο ανάστημα.
Ο διάδρομος ήταν ανώμαλος κι αλλού γινόταν πλατύτερος, αλλού στενός κι αλλού χαμηλός, τόσο που αναγκάζονταν να σκύβουν, για να περάσουν. Ιδίως μόλις διέσχισαν το εξωτερικό σύμπλεγμα της “Μικρής Νήσου” και εισήλθαν στο “Απατηλό Μέρος”, έπρεπε να σκύβουν τόσο, που σχεδόν σέρνονταν στα γόνατα, για να φτάσουν σε μια απότομη κατηφοριά κατόπιν, όπου το δάπεδο ήταν γεμάτο με πέτρες διαφόρων μεγεθών και από εκεί, βγήκαν σ’ έναν θόλο που ήταν ψηλός τέσσερα έως πέντε μέτρα.
Περπατούσαν έτσι για μισή ώρα περίπου στους διαδρόμους, που ελίσσονταν εδώ κι εκεί και ένιωθαν ένα τουρτούρισμα από τη διαπεραστική ψύχρα. Ήταν πλέον αρκετά κάτω από την επιφάνεια της γης. Μπήκαν στην “Αίθουσα της Πάλης”, εκεί που αντάμωσαν το τέρας της Κρήτης με τον Θησέα και διεξήχθη ο μέχρις εξοντώσεως αγώνας. Μια αίθουσα, που οι τοίχοι της ήταν υγροί και οι βράχοι μουχλιασμένοι.
Οι Κρητικοί, στα κατοπινά χρόνια, ονόμασαν εκείνο το μέρος “Σκοποβολή”, γιατί οι αγωνιστές των επαναστάσεων που κατέφευγαν στον Λαβύρινθο συνήθιζαν να ασκούνται στη σκοποβολή, κολλώντας ένα κερί αναμμένο στο τοίχωμα του σπηλαίου για στόχο και σκοπεύοντας, έως ότου κατάφερναν να το σβήσουν από τη σκοτεινή γωνιά, όπου βρίσκονταν κρυμμένοι.
Το αναμμένο κερί ως στόχος είχε και τούτη τη συμβολική σημασία. Ότι αν τυχόν, σ’ εποχή πολιορκίας, κατόρθωνε κανένας Τούρκος να εισδύσει στο εσωτερικό του σπηλαίου, δεν μπορούσε να προχωρήσει οπωσδήποτε, αν δεν άναβε φως να φεγγίσει τη στράτα του. Τότε, ένας κρυμμένος επαναστάτης τον σημάδευε και τον πυροβολούσε.
Ο ηλικιωμένος οδηγός αποφάσισε να πειράξει τις Κρητικοπούλες:
“Εδώ που είμαστε τώρα, θα εμφανιστεί και ο Μινώταυρος σε λίγο”.
Τα αγνά κορίτσια, με την αφέλεια που χαρακτήριζε τις χωριατοπούλες, δεν ένιωσαν το πείραγμα το γέρου. Η αχαλίνωτη φαντασία τους ζωντάνεψε την τρομακτική εικόνα του μυθικού εκείνου τέρατος και άρχισαν να φωνάζουν πως φοβούνταν και να γυρεύουν την προστασία των υπολοίπων.
Ο γέρο-Νικόλας ξέσπασε σε ακράτητα γέλια και είπε χαρακτηριστικά:
“Ο Μινώταυρος έχει πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Μη φοβάστε! Σε τούτο τον κόσμο, όλα πεθαίνουν κάποτε…”
Οι Κρητικοπούλες έσκασαν ένα δειλό χαμόγελο, πιάστηκαν χέρι-χέρι και όλοι μαζί συνέχισαν την πορεία τους μέσα στις ανήλιαγες, νοτισμένες στοές του σπηλαίου της Μεσσαράς.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 27/10/1932…
Ο Λαβύρινθος της Κρήτης και τα μυστήριά του (Μέρος Β)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου