Η παρέα των πέντε ατόμων συνέχιζε να προχωρεί με τον ίδιο τρόπο, με χίλιες προφυλάξεις, μέσα στο σπήλαιο του Λαβυρίνθου της Μεσσαράς. Προσπαθούσαν να μη χτυπήσουν στους βράχους που εξείχαν κάθε τόσο από τις πλαγιές των σκοτεινών διαδρόμων και να μη γλιστρήσουν στο υγρό πετρώδες έδαφος.
Ένιωθαν, μέσα στα έγκατα του βουνού που βρίσκονταν, να γεννιέται στις ψυχές τους ο φόβος των πρωτόγονων ανθρώπων, που δεν είχαν ακόμη συμπήξει καμία κοινωνία. Των ανθρώπων εκείνων που ζούσαν στις κουφάλες των δέντρων και στα ανέγγιχτα από τις αχτίδες του ήλιου σπήλαια και διέτρεχαν κάθε στιγμή χίλιους κινδύνους από την άγρια φύση που τους περιέβαλλε.
Στην αρχή, παραξενεύονταν γι’ αυτά τα αλλόκοτα αισθήματα φόβου και αγωνίας που ανέβλυζαν αυθόρμητα μέσα τους, γι’ αυτή τη διάχυτη συγκίνηση, καθώς εξερευνούσαν το πολύπλοκο άντρο του Μινώταυρου.
Γνώριζαν καλά πως βρίσκονταν μακριά από την ανθρώπινη κοινωνία, χωμένοι στα σπλάχνα της γης, ώστε σε μια περίπτωση κινδύνου, κανείς δε θα μπορούσε να τους απλώσει ένα χέρι βοήθειας και ούτε κανείς θα μάθαινε την τύχη τους, αν πάθαιναν κάποιο κακό μέσα σε εκείνο το δαιδαλώδες υγρό υπόγειο, που έκρυβε τόσα μυστικά.
Ξάφνου, εκεί που περπατούσαν μέσα στο απόλυτο έρεβος, που το διέκοπτε μονάχα το αμυδρό φως των κεριών τους και του ενός λυχναριού, που βαστούσε ευλαβικά ο γέρο-Νικόλας, ο ατρόμητος Κρητικός οδηγός τους, άκουσαν ένα παράξενο θόρυβο, σαν να χτυπούσαν πολλές αόρατες φτερούγες δαιμόνων τον αέρα, σαν να πετούσαν ολόγυρά τους αναρίθμητα νυχτόβια πουλιά.
Οι δυο νεαρές Κρητικοπούλες σφίχτηκαν η μια πάνω στην άλλη, σαν τρομαγμένα ελαφάκια που σπαρτάριζαν. Μα, ο γέρο-Νικόλας τους εξήγησε, πάντα με ένα χαμόγελο άσβεστο στα χείλη, πως επρόκειτο για τον θόρυβο που έκαναν οι φτερούγες χιλιάδων νυχτερίδων, που φώλιαζαν στο εσωτερικό του Λαβυρίνθου την ημέρα, κρεμασμένες ανάποδα απ’ τους κρύους βράχους των σπηλαιωδών διαδρόμων και έφευγαν κοπαδιαστά, καθώς προσέγγιζαν οι άνθρωποι στα λημέρια τους.
Ο δημοσιογράφος Κώστας Στούρνας, ο ηλικιωμένος οδηγός, ο γιος του Μανωλιός και οι δυο Κρητικοπούλες βρέθηκαν σε λίγο στον “Θάλαμο των Νυχτερίδων”, ένα ευρύχωρο υπόγειο άνοιγμα, από όπου ξεκινούσαν πολλές στοές προς άλλες γωνιές του Λαβυρίνθου, όπου φώλιαζαν αναπαυτικά οι νυχτερίδες.
Όπως φωτιζόταν το εσωτερικό του θαλάμου από τις τρεμουλιάρικες φλογίτσες των κεριών τους, μπορούσαν να δουν αρίφνητα τέτοια πλάσματα, κρεμασμένα εδώ κι εκεί, παντού.
Έπεφταν πολλές νυχτερίδες μαζί στον αέρα, άνοιγαν τα φτερά τους και πετούσαν, ξεσηκώνοντας έναν δαιμονισμένο θόρυβο, που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο. Είχε κάτι το άγριο και το πένθιμο συνάμα. Θαρρείς πως ο άγριος βοριάς του χειμώνα βογκούσε εκεί μέσα με όλο του το μένος.
Ο Μανωλιός, ο γιος του γέρο-Νικόλα, γράπωσε ένα μικρό νυχτεριδάκι από το σβέρκο, έτσι ώστε ακόμη κι αν άνοιγε το κόκκινο σαν αίμα στόμα του με τη σειρά των σουβλερών δοντιών, να μη μπορεί να γυρίσει να τον δαγκώσει. Το θέαμα της νυχτερίδας που προσπαθούσε να απαλλαγεί από τα δάχτυλα του συντρόφου τους τους διασκέδασε για κάμποσα λεπτά της ώρας, έως ότου κι εκείνος την άφησε ελεύθερη και έγινε άφαντη με έναν επιδέξιο ελιγμό κι ένα ανάλαφρο θρόισμα μες στο σκοτάδι.
Ύστερα από λίγο συνέχισαν την πορεία τους. Εντυπωσιάζονταν σε κάθε αμφίρροπο βήμα τους από τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο ελίσσονταν οι υπόγειες στοές, ιδίως στους κόμβους όπου διασταυρώνονταν δύο, τρεις ή και περισσότερες ακόμη. Έβλεπαν με έκπληξη ότι η πραγματική συνέχεια του διαδρόμου δεν ήταν σε κανένα από τα πολλά ανοίγματα των σπηλαίων, που έχασκαν ολόμαυρα μπροστά τους, αλλά αντιθέτως βρίσκονταν σε κάποια αραχνιασμένη γωνιά, πίσω από καμιά πέτρα, σκεπασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε θα έπρεπε να ερευνήσει καλά όλο εκείνο το μέρος ο παραπλανημένος επισκέπτης για να ανακαλύψει ότι υπάρχει κάποιο άνοιγμα και κάποια άλλη αρχή στοάς.
Αυτή η σπαζοκεφαλιά επαναλαμβανόταν σε κάθε διχάλα, σε κάθε σταυροδρόμι. Ο Λαβύρινθος έμοιαζε με ένα αφύσικο αίνιγμα και όποιος δεν ήταν αρκετά ψύχραιμος, εύκολα θα μπορούσε να απελπιστεί και να λιποψυχήσει.
Έπρεπε να μπουσουλήσει, να συρθεί, να γδαρθεί, να παρακάμψει, να αφουγκραστεί, να αγγίξει, προκειμένου να μη χάσει τη στράτα του και μείνει αιώνια αιχμάλωτος στα άδυτα διαμερίσματα του φοβερού σπηλαίου της Μεσσαράς, αυτής της γήινης κόλασης, όπου άλλοτε, στα χρόνια τα αρχαία, δέσποζε εκεί μέσα το φοβερό θεριό, ο αδηφάγος Μινώταυρος, έως ότου τον δαγκώσει κάποιο φαρμακερό ερπετό ή πεθάνει από την πείνα.
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 28/10/1932…
Ο Λαβύρινθος της Κρήτης και τα μυστήριά του (Μέρος Γ)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου