Ο ελβετός συγγραφέας Αλέν ντε Μποτόν επιχειρεί να συγκεράσει τα θετικά στοιχεία της θρησκείας με τον φανατισμό αυτών που δεν πιστεύουν
Ο παιγνιώδης τίτλος στο ...
καινούργιο βιβλίο του Αλεν ντε Μποτόν, «Θρησκεία για άθεους» (εκδ. Πατάκης), δημιουργεί ερωτηματικά: μπορεί να υπάρχει θρησκεία για έναν συνειδητό άθεο, άνθρωπο που συνήθως χλευάζει την αφέλεια των πιστών, αλλά και την αδυναμία των οργανωμένων θρησκειών να ανταποκριθούν στα στοιχειώδη γεγονότα των επιστημονικών δεδομένων; Το σκεπτικό του συγγραφέα βασίζεται στη δυνατότητα να παραμένει κανείς φανατικά άθεος, αλλά να μπορεί να θεωρεί τις θρησκείες περιστασιακά χρήσιμες, ενδιαφέρουσες και παρηγορητικές. Παράλληλα, δεν αποκλείει ιδέες και πρακτικές των θρησκειών να μπορούν να εισαχθούν στον εγκόσμιο βίο.
Ενας άθεος μπορεί, σύμφωνα με τον Ντε Μποτόν, να απολαμβάνει το μεγαλείο των εικόνων του Τζιότο χωρίς υποχρεωτικά να υποκύπτει στη λατρευτική τους αξία (στη φωτογραφία το παρεκκλήσι Σκροβένι, στην Πάδοβα, με τοιχογραφίες του ιταλού ζωγράφου)
Ο ίδιος πιστεύει ότι «μπορεί ο Θεός να είναι νεκρός», αλλά το ότι ο άνθρωπος επινόησε τις θρησκείες υπάκουε σε δύο βασικές ανάγκες. Η πρώτη ήταν η ανάγκη να ζούμε αρμονικά σε κοινότητες παρά τις βαθιά ριζωμένες εγωιστικές και βίαιες παρορμήσεις. Η δεύτερη ήταν η ανάγκη να αντεπεξέλθουμε στα προβλήματα και στους πόνους που μας δημιουργούσε η πανταχού ελλοχεύουσα αποτυχία: στην εργασία, στις προσωπικές σχέσεις, αλλά και στην απώλεια αγαπημένων μας προσώπων, στη φθορά και στον θάνατο.
Ετσι λοιπόν ο Ντε Μποτόν ανακαλύπτει στις θρησκείες ένα θησαυροφυλάκιο ευφυών, όπως λέει, ιδεών, που μπορούν να χρησιμεύσουν για να καταπραΰνουμε ορισμένα από τα δεινά του βίου μας ή να δούμε με μία άλλη οπτική σκηνές της κοινωνικής μας ζωής. Εξάλλου και οι χριστιανοί το ίδιο δεν έκαναν; Δεν ενσωμάτωσαν στη λατρεία τους στοιχεία που δεν είχαν καμία σχέση με τις ιδέες τους; αναρωτιέται ο Ντε Μποτόν και αναφέρει ως ισχυρό παράδειγμα ότι πολλά από τα καλύτερα έθιμα των Χριστουγέννων δεν έχουν καμία σχέση με τη γέννηση του Ιησού.
Συναθροίσεις και πρότυπα
Ο συγγραφέας εξετάζει τις βασικές θρησκείες - κυρίως τον χριστιανισμό και δευτερευόντως τον βουδισμό και τον ιουδαϊσμό. Οι βασικές κατηγορίες που εξετάζει είναι αυτές της καλοσύνης, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της εκπαίδευσης, της τρυφερότητας, της απαισιοδοξίας, της προοπτικής. Αλλά ασχολείται και με τη σχέση των θρησκειών με την τέχνη, με την αρχιτεκτονική, καθώς και με το ζήτημα των οργανισμών. Σε κάθε ενότητα προσπαθεί να ανακαλύψει στοιχεία των θρησκειών που μπορούν να εκκοσμικευθούν και να αποτελέσουν στοιχεία συμπληρωματικά της πνευματικής και κοινωνικής φυσιογνωμίας ακόμη και ενός άθεου.
Η εξατομίκευση των πάντων έχει οδηγήσει την ανθρώπινη κοινότητα σε μια απάρνηση της κοινωνίας ως συνόλου. Ο Ντε Μποτόν βλέπει στη Θεία Λειτουργία όχι το μεταφυσικό της πράξης, αλλά τη δυνατότητα να συναθροίζονται οι άνθρωποι και να θεωρούν τους εαυτούς τους μέρος ενός συνόλου. Αν σήμερα η οικογένεια είναι το μικρότερο κύτταρο, ο χριστιανισμός έχει καταφέρει να βγάλει το άτομο από αυτήν και να το φέρει σε επαφή με άλλους. Και μάλιστα, επειδή σε ένα εκκλησίασμα υπάρχουν άπειρες ταξικές και άλλες διαφορές, κατορθώνει αυτή η συνάθροιση να τους ενώσει με τα δεσμά της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Παρατηρείται ότι στις φιλελεύθερες κοινωνίες αποφεύγονται τα πρότυπα. Κάθε άτομο, κάθε οικογένεια, ρυθμίζει τα πρότυπά της. Παρ’ όλα αυτά, θα πει ο Ντε Μποτόν, οι δρόμοι είναι γεμάτοι με διαφημίσεις και τα media προβάλλουν συνεχώς διάφορα πρότυπα. Θα αναρωτηθεί, γιατί να μην πάρουμε την ιδέα από τους καθολικούς, που έχουν διάφορες αρετές ως πρότυπα και μάλιστα τις εικονογραφούν στις εκκλησίες τους, και να φροντίσουμε να διαδίδουμε άλλα πρότυπα, όπως το θάρρος, η φιλία, η αφοσίωση, η αυτοπεποίθηση, ο σκεπτικισμός κ.ά.;
Απαισιοδοξία και ελπίδα
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια στην ανάπτυξή του είναι αυτό που αναφέρεται στην απαισιοδοξία. Η σκέψη του συγγραφέα ξεκινάει από τη ρήση του Μπλεζ Πασκάλ ότι«το μεγαλείο του ανθρώπου προκύπτει από τη γνώση ότι είναι αξιοθρήνητος». Ο Ντε Μποτόν υποστηρίζει ότι η απαισιοδοξία του Πασκάλ μπορεί να μας παρηγορήσει αποτελεσματικά μια και εκείνο που προκαλεί θλίψη δεν είναι η αρνητικότητα, αλλά η ελπίδα. Η ελπίδα για την καριέρα μας, την ερωτική μας ζωή, τα παιδιά μας, τους πολιτικούς, τον μέλλον του πλανήτη.
Η ασυμβατότητα ανάμεσα στις ελπίδες μας και σε αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ό,τι μας κάνει να νιώθουμε θυμωμένοι και απογοητευμένοι. Ο χριστιανισμός, λέει ο συγγραφέας, έχει λύσει αυτό το πρόβλημα. Ο εξοβελισμός της ελπίδας σε μια μακρινή σφαίρα, στην άλλη ζωή, έχει κάνει τους χριστιανούς να βλέπουν με καθαρή ματιά και χωρίς συναισθηματισμούς τη γήινη πραγματικότητα. Τελικά, σε αυτή τη φάση της κρίσης, οι θρησκευόμενοι καταλήγουν να είναι πολύ πιο αισιόδοξοι από τους άθεους.
Η απαισιόδοξη θεώρηση των πραγμάτων δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά μια ζωή στερημένη από χαρά. Οι απαισιόδοξοι μπορεί να έχουν πολύ μεγαλύτερη ικανότητα να εκτιμούν συγκριτικά με τους υπόλοιπους, αφού δεν αναμένουν ποτέ την αίσια κατάληξη και άρα μπορούν να εκπλαγούν από τις ταπεινές επιτυχίες που περιστασιακά εμφανίζονται στον ορίζοντά τους.
Μουσεία προς… διαρρύθμιση
Αναφορικά με την τέχνη ο Ντε Μποτόν, αφού παρατηρήσει ότι τα μουσεία και οι εκκλησίες έχουν πολλές ομοιότητες - εφόσον και τα δύο κατασκευάζονται μεγαλοπρεπή για να εγκιβωτίσουν τις μεγάλες αξίες -, σημειώνει ότι στα μουσεία, εκτός ορισμένων αφοσιωμένων οπαδών της τέχνης, οι επισκέπτες απλώς περιηγούνται σε ένα θησαυροφυλάκιο εξαιρετικών έργων τέχνης, ενώ στις εκκλησίες οι πιστοί έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν ουσιαστικά με το έργο τέχνης μέσω του νοήματος που εκπέμπει.
Για τον χριστιανισμό η τέχνη είναι ένας μηχανισμός με τον οποίο η μνήμη μας αναγκάζεται να σκεφτεί τι πρέπει να αγαπάμε και πού να στρέφουμε την ευγνωμοσύνη μας, όπως και τι να αποφεύγουμε και τι να φοβόμαστε. Η τέχνη χρειάζεται να μας κινητοποιεί, να μας ταράζει και να μας υπενθυμίζει κάποια πράγματα. Η χριστιανική τέχνη κατανοεί ότι οι εικόνες είναι σημαντικές εν μέρει επειδή μπορεί να προκαλέσουν συμπόνια, να διαλύσουν το εγώ μας στις εμπειρίες των άλλων, να ενδιαφερθούμε για την κοινότητα.
Ετσι, ο Ντε Μποτόν καταλήγει στην αμφιλεγόμενη πρόταση τα μουσεία μας να αναδιαρθρωθούν όχι κατά εποχές, αλλά κατά θεματικές κατηγορίες. Κατ’ αυτόν, οι έφοροι πρέπει να επιλέγουν και να ομαδοποιούν τα έργα τέχνης, έτσι ώστε να μας βοηθούν να ζούμε καλύτερα. Παραθέτει μάλιστα ένα σχεδιάγραμμα για το πώς θα μπορούσε να διαρρυθμιστεί η Τέιτ Μόντερν του Λονδίνου σε επίπεδα που θα έχουν έργα τέχνης κατά τις εξής κατηγορίες: αίθουσα αυτογνωσίας, αγάπης, φόβου, συμπόνιας, δοκιμασιών.
Ο Ντε Μποτόν γνωρίζει ότι ούτε οι θρησκευόμενοι θα ευχαριστηθούν από το βιβλίο του ούτε οι άθεοι. Οι πρώτοι θα πουν ότι δεν μπορείς από μια θρησκεία να παίρνεις επιλεκτικά ό,τι σε συμφέρει, γιατί δεν είναι μπουφές για να τσιμπάς μεζεδάκια. Οι δεύτεροι θα τον κατηγορήσουν ότι παραβλέπει την αδιαλλαξία πολλών θρησκειών, δίνοντάς τους ένα άτυπο συγχωροχάρτι. Ο ίδιος θα απαντήσει ότι μπορεί να αγαπά και να ακούει Μπαχ χωρίς να θρησκεύεται, όπως και να χαίρεται τις νωπογραφίες του Τζιότο χωρίς να ελκύεται από το θρησκευτικό μήνυμα.
Οι επιχειρηματολογίες του διακρίνονται σε αναλυτικές και επιφανειακές. Κατά τη γνώμη μου, αλλού ακροβατεί και επιχειρηματολογεί παραβλέποντας το σύνολο της έννοιας που διαπραγματεύεται, όπως στο θέμα των μουσείων, αλλού όμως τονίζει έννοιες και πράξεις των θρησκειών που η σημερινή κοινωνία μπορεί να εγκολπωθεί και να αφομοιώσει στις καθημερινές της πρακτικές, όπως η αλληλεγγύη, η τρυφερότητα και η καλοσύνη.
Η Γιορτή των Τρελών
Στις έρευνές του ο Ντε Μποτόν θα ανακαλύψει θρησκευτικά στοιχεία που απάδουν προς τη θρησκευτικότητα, αλλά που η ίδια η θρησκεία χρησιμοποιούσε ως ένα είδος εκτόνωσης και διατήρησης της ανθρώπινης ισορροπίας. Αναφέρει, για παράδειγμα, ότι ο μεσαιωνικός χριστιανισμός καθ’ όλο το έτος κήρυττε την εγκράτεια, την ευταξία, την ειλικρίνεια, τη σεξουαλική ευπρέπεια και μία ημέρα του χρόνου, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ξεκλείδωνε τον συλλογικό ψυχισμό απελευθερώνοντας όλα τα ανθρώπινα πάθη στην περίφημη festum fatuorum, τη Γιορτή των Τρελών.
Επί τέσσερις ημέρες γίνονταν πράγματα ασύλληπτα για τον χριστιανικό καθωσπρεπισμό: μέλη του κλήρου έπαιζαν ζάρια πάνω στην Αγία Τράπεζα, μουγκάνιζαν σαν γάιδαροι αντί να λένε «αμήν», έκαναν διαγωνισμούς αντοχής στο αλκοόλ, διακωμωδούσαν τα Ευαγγέλια, προσεύχονταν υπέρ των λαχανικών και κατουρούσαν από τα καμπαναριά. Και τέλος, «νυμφεύονταν» γαϊδάρους και συμμετείχαν σε σεξουαλικές πράξεις, ανεξαρτήτως φύλου, μέσα σε μία οργιώδη ατμόσφαιρα.
http://antichainletter.wordpress.com
http://katantia-katantia.blogspot.gr
Ο παιγνιώδης τίτλος στο ...
καινούργιο βιβλίο του Αλεν ντε Μποτόν, «Θρησκεία για άθεους» (εκδ. Πατάκης), δημιουργεί ερωτηματικά: μπορεί να υπάρχει θρησκεία για έναν συνειδητό άθεο, άνθρωπο που συνήθως χλευάζει την αφέλεια των πιστών, αλλά και την αδυναμία των οργανωμένων θρησκειών να ανταποκριθούν στα στοιχειώδη γεγονότα των επιστημονικών δεδομένων; Το σκεπτικό του συγγραφέα βασίζεται στη δυνατότητα να παραμένει κανείς φανατικά άθεος, αλλά να μπορεί να θεωρεί τις θρησκείες περιστασιακά χρήσιμες, ενδιαφέρουσες και παρηγορητικές. Παράλληλα, δεν αποκλείει ιδέες και πρακτικές των θρησκειών να μπορούν να εισαχθούν στον εγκόσμιο βίο.
Ενας άθεος μπορεί, σύμφωνα με τον Ντε Μποτόν, να απολαμβάνει το μεγαλείο των εικόνων του Τζιότο χωρίς υποχρεωτικά να υποκύπτει στη λατρευτική τους αξία (στη φωτογραφία το παρεκκλήσι Σκροβένι, στην Πάδοβα, με τοιχογραφίες του ιταλού ζωγράφου)
Ο ίδιος πιστεύει ότι «μπορεί ο Θεός να είναι νεκρός», αλλά το ότι ο άνθρωπος επινόησε τις θρησκείες υπάκουε σε δύο βασικές ανάγκες. Η πρώτη ήταν η ανάγκη να ζούμε αρμονικά σε κοινότητες παρά τις βαθιά ριζωμένες εγωιστικές και βίαιες παρορμήσεις. Η δεύτερη ήταν η ανάγκη να αντεπεξέλθουμε στα προβλήματα και στους πόνους που μας δημιουργούσε η πανταχού ελλοχεύουσα αποτυχία: στην εργασία, στις προσωπικές σχέσεις, αλλά και στην απώλεια αγαπημένων μας προσώπων, στη φθορά και στον θάνατο.
Ετσι λοιπόν ο Ντε Μποτόν ανακαλύπτει στις θρησκείες ένα θησαυροφυλάκιο ευφυών, όπως λέει, ιδεών, που μπορούν να χρησιμεύσουν για να καταπραΰνουμε ορισμένα από τα δεινά του βίου μας ή να δούμε με μία άλλη οπτική σκηνές της κοινωνικής μας ζωής. Εξάλλου και οι χριστιανοί το ίδιο δεν έκαναν; Δεν ενσωμάτωσαν στη λατρεία τους στοιχεία που δεν είχαν καμία σχέση με τις ιδέες τους; αναρωτιέται ο Ντε Μποτόν και αναφέρει ως ισχυρό παράδειγμα ότι πολλά από τα καλύτερα έθιμα των Χριστουγέννων δεν έχουν καμία σχέση με τη γέννηση του Ιησού.
Συναθροίσεις και πρότυπα
Ο συγγραφέας εξετάζει τις βασικές θρησκείες - κυρίως τον χριστιανισμό και δευτερευόντως τον βουδισμό και τον ιουδαϊσμό. Οι βασικές κατηγορίες που εξετάζει είναι αυτές της καλοσύνης, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της εκπαίδευσης, της τρυφερότητας, της απαισιοδοξίας, της προοπτικής. Αλλά ασχολείται και με τη σχέση των θρησκειών με την τέχνη, με την αρχιτεκτονική, καθώς και με το ζήτημα των οργανισμών. Σε κάθε ενότητα προσπαθεί να ανακαλύψει στοιχεία των θρησκειών που μπορούν να εκκοσμικευθούν και να αποτελέσουν στοιχεία συμπληρωματικά της πνευματικής και κοινωνικής φυσιογνωμίας ακόμη και ενός άθεου.
Η εξατομίκευση των πάντων έχει οδηγήσει την ανθρώπινη κοινότητα σε μια απάρνηση της κοινωνίας ως συνόλου. Ο Ντε Μποτόν βλέπει στη Θεία Λειτουργία όχι το μεταφυσικό της πράξης, αλλά τη δυνατότητα να συναθροίζονται οι άνθρωποι και να θεωρούν τους εαυτούς τους μέρος ενός συνόλου. Αν σήμερα η οικογένεια είναι το μικρότερο κύτταρο, ο χριστιανισμός έχει καταφέρει να βγάλει το άτομο από αυτήν και να το φέρει σε επαφή με άλλους. Και μάλιστα, επειδή σε ένα εκκλησίασμα υπάρχουν άπειρες ταξικές και άλλες διαφορές, κατορθώνει αυτή η συνάθροιση να τους ενώσει με τα δεσμά της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Παρατηρείται ότι στις φιλελεύθερες κοινωνίες αποφεύγονται τα πρότυπα. Κάθε άτομο, κάθε οικογένεια, ρυθμίζει τα πρότυπά της. Παρ’ όλα αυτά, θα πει ο Ντε Μποτόν, οι δρόμοι είναι γεμάτοι με διαφημίσεις και τα media προβάλλουν συνεχώς διάφορα πρότυπα. Θα αναρωτηθεί, γιατί να μην πάρουμε την ιδέα από τους καθολικούς, που έχουν διάφορες αρετές ως πρότυπα και μάλιστα τις εικονογραφούν στις εκκλησίες τους, και να φροντίσουμε να διαδίδουμε άλλα πρότυπα, όπως το θάρρος, η φιλία, η αφοσίωση, η αυτοπεποίθηση, ο σκεπτικισμός κ.ά.;
Απαισιοδοξία και ελπίδα
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια στην ανάπτυξή του είναι αυτό που αναφέρεται στην απαισιοδοξία. Η σκέψη του συγγραφέα ξεκινάει από τη ρήση του Μπλεζ Πασκάλ ότι«το μεγαλείο του ανθρώπου προκύπτει από τη γνώση ότι είναι αξιοθρήνητος». Ο Ντε Μποτόν υποστηρίζει ότι η απαισιοδοξία του Πασκάλ μπορεί να μας παρηγορήσει αποτελεσματικά μια και εκείνο που προκαλεί θλίψη δεν είναι η αρνητικότητα, αλλά η ελπίδα. Η ελπίδα για την καριέρα μας, την ερωτική μας ζωή, τα παιδιά μας, τους πολιτικούς, τον μέλλον του πλανήτη.
Η ασυμβατότητα ανάμεσα στις ελπίδες μας και σε αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ό,τι μας κάνει να νιώθουμε θυμωμένοι και απογοητευμένοι. Ο χριστιανισμός, λέει ο συγγραφέας, έχει λύσει αυτό το πρόβλημα. Ο εξοβελισμός της ελπίδας σε μια μακρινή σφαίρα, στην άλλη ζωή, έχει κάνει τους χριστιανούς να βλέπουν με καθαρή ματιά και χωρίς συναισθηματισμούς τη γήινη πραγματικότητα. Τελικά, σε αυτή τη φάση της κρίσης, οι θρησκευόμενοι καταλήγουν να είναι πολύ πιο αισιόδοξοι από τους άθεους.
Η απαισιόδοξη θεώρηση των πραγμάτων δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά μια ζωή στερημένη από χαρά. Οι απαισιόδοξοι μπορεί να έχουν πολύ μεγαλύτερη ικανότητα να εκτιμούν συγκριτικά με τους υπόλοιπους, αφού δεν αναμένουν ποτέ την αίσια κατάληξη και άρα μπορούν να εκπλαγούν από τις ταπεινές επιτυχίες που περιστασιακά εμφανίζονται στον ορίζοντά τους.
Μουσεία προς… διαρρύθμιση
Αναφορικά με την τέχνη ο Ντε Μποτόν, αφού παρατηρήσει ότι τα μουσεία και οι εκκλησίες έχουν πολλές ομοιότητες - εφόσον και τα δύο κατασκευάζονται μεγαλοπρεπή για να εγκιβωτίσουν τις μεγάλες αξίες -, σημειώνει ότι στα μουσεία, εκτός ορισμένων αφοσιωμένων οπαδών της τέχνης, οι επισκέπτες απλώς περιηγούνται σε ένα θησαυροφυλάκιο εξαιρετικών έργων τέχνης, ενώ στις εκκλησίες οι πιστοί έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν ουσιαστικά με το έργο τέχνης μέσω του νοήματος που εκπέμπει.
Για τον χριστιανισμό η τέχνη είναι ένας μηχανισμός με τον οποίο η μνήμη μας αναγκάζεται να σκεφτεί τι πρέπει να αγαπάμε και πού να στρέφουμε την ευγνωμοσύνη μας, όπως και τι να αποφεύγουμε και τι να φοβόμαστε. Η τέχνη χρειάζεται να μας κινητοποιεί, να μας ταράζει και να μας υπενθυμίζει κάποια πράγματα. Η χριστιανική τέχνη κατανοεί ότι οι εικόνες είναι σημαντικές εν μέρει επειδή μπορεί να προκαλέσουν συμπόνια, να διαλύσουν το εγώ μας στις εμπειρίες των άλλων, να ενδιαφερθούμε για την κοινότητα.
Ετσι, ο Ντε Μποτόν καταλήγει στην αμφιλεγόμενη πρόταση τα μουσεία μας να αναδιαρθρωθούν όχι κατά εποχές, αλλά κατά θεματικές κατηγορίες. Κατ’ αυτόν, οι έφοροι πρέπει να επιλέγουν και να ομαδοποιούν τα έργα τέχνης, έτσι ώστε να μας βοηθούν να ζούμε καλύτερα. Παραθέτει μάλιστα ένα σχεδιάγραμμα για το πώς θα μπορούσε να διαρρυθμιστεί η Τέιτ Μόντερν του Λονδίνου σε επίπεδα που θα έχουν έργα τέχνης κατά τις εξής κατηγορίες: αίθουσα αυτογνωσίας, αγάπης, φόβου, συμπόνιας, δοκιμασιών.
Ο Ντε Μποτόν γνωρίζει ότι ούτε οι θρησκευόμενοι θα ευχαριστηθούν από το βιβλίο του ούτε οι άθεοι. Οι πρώτοι θα πουν ότι δεν μπορείς από μια θρησκεία να παίρνεις επιλεκτικά ό,τι σε συμφέρει, γιατί δεν είναι μπουφές για να τσιμπάς μεζεδάκια. Οι δεύτεροι θα τον κατηγορήσουν ότι παραβλέπει την αδιαλλαξία πολλών θρησκειών, δίνοντάς τους ένα άτυπο συγχωροχάρτι. Ο ίδιος θα απαντήσει ότι μπορεί να αγαπά και να ακούει Μπαχ χωρίς να θρησκεύεται, όπως και να χαίρεται τις νωπογραφίες του Τζιότο χωρίς να ελκύεται από το θρησκευτικό μήνυμα.
Οι επιχειρηματολογίες του διακρίνονται σε αναλυτικές και επιφανειακές. Κατά τη γνώμη μου, αλλού ακροβατεί και επιχειρηματολογεί παραβλέποντας το σύνολο της έννοιας που διαπραγματεύεται, όπως στο θέμα των μουσείων, αλλού όμως τονίζει έννοιες και πράξεις των θρησκειών που η σημερινή κοινωνία μπορεί να εγκολπωθεί και να αφομοιώσει στις καθημερινές της πρακτικές, όπως η αλληλεγγύη, η τρυφερότητα και η καλοσύνη.
Η Γιορτή των Τρελών
Στις έρευνές του ο Ντε Μποτόν θα ανακαλύψει θρησκευτικά στοιχεία που απάδουν προς τη θρησκευτικότητα, αλλά που η ίδια η θρησκεία χρησιμοποιούσε ως ένα είδος εκτόνωσης και διατήρησης της ανθρώπινης ισορροπίας. Αναφέρει, για παράδειγμα, ότι ο μεσαιωνικός χριστιανισμός καθ’ όλο το έτος κήρυττε την εγκράτεια, την ευταξία, την ειλικρίνεια, τη σεξουαλική ευπρέπεια και μία ημέρα του χρόνου, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ξεκλείδωνε τον συλλογικό ψυχισμό απελευθερώνοντας όλα τα ανθρώπινα πάθη στην περίφημη festum fatuorum, τη Γιορτή των Τρελών.
Επί τέσσερις ημέρες γίνονταν πράγματα ασύλληπτα για τον χριστιανικό καθωσπρεπισμό: μέλη του κλήρου έπαιζαν ζάρια πάνω στην Αγία Τράπεζα, μουγκάνιζαν σαν γάιδαροι αντί να λένε «αμήν», έκαναν διαγωνισμούς αντοχής στο αλκοόλ, διακωμωδούσαν τα Ευαγγέλια, προσεύχονταν υπέρ των λαχανικών και κατουρούσαν από τα καμπαναριά. Και τέλος, «νυμφεύονταν» γαϊδάρους και συμμετείχαν σε σεξουαλικές πράξεις, ανεξαρτήτως φύλου, μέσα σε μία οργιώδη ατμόσφαιρα.
http://antichainletter.wordpress.com
http://katantia-katantia.blogspot.gr
Και οι άθεοι έχουν θρησκεία!!!
Reviewed by Unknown
on
12:40
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου