Φαινομενικά οι τηλεπαθητικές εμπειρίες με τα τηλέφωνα είναι ένα κοινό φαινόμενο.
Πολλοί άνθρωποι έχουν διαπιστώσει ότι δίχως κάποιον προφανή λόγο, όταν αρχίζουν να σκέπτονται κάποιο ιδιαίτερο πρόσωπο, κατόπιν το τηλέφωνο χτυπά και το συγκεκριμένο άτομο επικοινωνεί μαζί τους. Εναλλακτικά, όταν το τηλέφωνο αρχίζει να κτυπά έχουν μια διαίσθηση για ποιος καλεί, η οποία αποδεικνύεται ορθή. Συνήθως τέτοιες κλήσεις προέρχοναται από ανθρώπους που γνωρίζει κανείς καλά.
Τέτοιες εμπειρίες ανήκουν στο κοινότερο είδος προφανούς τηλεπάθειας στη σύγχρονη εποχή μας (Sheldrake, 2001, 2003; Brown & Sheldrake, 2002). Το σημαντικό είναι σε αυτή την περίπτωση ότι οι ψυχικοί ερευνητές και οι παραψυχολόγοι δείχνουν να αγνοούν το φαινόμενο.
Θα μπορούσε η προφανής τηλεφωνική τηλεπάθεια να είναι μόνο θέμα σύμπτωσης; Μία κανονική ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι οι άνθρωποι έχουν συχνά τέτοιες σκέψεις για άλλους, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Κατά τύχη, πιθανώς, τέτοιες σκέψεις θα μπορούσαν να ακολουθούνται ενίοτε και από ένα τηλεφώνημα από το συγκεκριμένο. Εάν οι άνθρωποι θυμούνται μόνο τις φορές που είναι σωστοί και ξεχνούν τις περιπτώσεις στις οποίες έκαναν λάθος, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση της τηλεπάθειας από έναν συνδυασμό σύμπτωσης και επιλεκτικής μνήμης.
Εναλλακτική «κανονική» ερμηνεία παραμένει το γεγονός, ότι μπορεί κανείς να περιμένει μια κλήση σε κάποια ιδιαίτερη στιγμή από κάποιο ιδιαίτερο πρόσωπο, αλλά να μην έχει συνείδηση αυτής της προσδοκίας. Έτσι όταν έρχεται η κλήση δεν υπάρχει καμία ανάγκη να επικαλεσθεί κανείς την τηλεπάθεια επειδή το γεγονός μπορεί να ερμηνευθεί με την υπόθεση της ασυνείδητης προσδοκίας. Το πρόβλημα είναι ότι οι ασυνείδητες προσδοκίες είναι αόριστες και δεν μπορούν ως υποθέσεις να ελεγχθούν πειραματικά.
Αν οι προσδοκίες των τηλεφωνημάτων είναι ασυνείδητες, πώς μπορεί να αποδείξει κανείς την παρουσία τους στη δεδομένη στιγμή; Ο καλύτερος τρόπος να επιλυθούν κανείς τέτοια ζητήματα είναι να εκτελέσει κανείς πειράματα που μπορούν να αξιολογηθούν στατιστικά. Ο Ρούπερτ Σέλντρεϊκ και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν μια απλή διαδικασία, σύμφωνα με την οποία οι συμμετέχοντες δέκτες λαμβάνουν μια κλήση από τέσσερις διαφορετικούς «τηλεφωνητές» πομπούς.
Ξέρουν ποιοι είναι οι πιθανοί «τηλεφωνητές», αλλά δεν γνωρίζουν ποιος τους καλεί τη δεδομένη δοκιμή, επειδή ο «τηλεφωνητής» επιλέγεται τυχαία από τον υπεύθυνο διεξαγωγής του πειράματος. Οφείλουν να μαντέψουν ποιος τους καλεί, πριν εκείνος πει τίποτα, πριν καν σηκώσουν το ακουστικό. Στο επίπεδο της τύχης θα ήταν σωστή μια ορθή πρόβλεψη στις τέσσερις προσπάθειες, ή 25 τοις εκατό των προσπαθειών. Ωστόσο τα αποτελέσματα 850 τέτοιων προσπαθειών που διεξήχθησαν σε συνθήκες ελεγχόμενου πειράματος βρίσκονται πολύ πιο πάνω από το επίπεδο του τυχαίου.
Οι αδελφές Nolan
Είναι λοιπόν απλά θέμα σύμπτωσης; Οι Sheldrake & Smart (2003 a, b) στην περίπτωση των αδελφών Nolan επέλεξαν να ακολουθήσουν την απλή πειραματική διαδικασία που είχαν ακολουθήσει και σε πρηγούμενες περιπτώσεις, για να ελέγξουν αν οι άνθρωποι μπορούν πραγματικά να προβλέψουν ποιος καλεί, χωρίς να γνωρίζουν με οποιονδήποτε «κανονικό» τρόπο την ταυτότητά του.
Οι εθελοντές αυτής της πειραματικής διαδικασίας όπως ειπώθηκε και πιο πάνω λαμβάνουν μια τηλεφωνική κλήση σε προσχεδιασμένο χρόνο από τον έναν εκ τεσσάρων πιθανών ατόμων. Στο συγκεκριμένο πείραμα ο εθελοντής ή η εθελόντρια αναγνωρίζει ποιος είναι εκείνος που την καλεί, πριν σηκώσει το ακουστικό. Ο διευθύνων του πειράματος επιλέγει ποιος θα καλέσει τυχαία, με τη ρίψη ενός ζαριού και κατόπιν τον ειδοποιεί ότι έχει επιλεγεί να καλέσει σε μια δεδομένη στιγμή στο εγγύς μέλλον.
Όταν το τηλέφωνο χτυπά ο εθελοντής πρέπει να πει ποιος καλεί πριν σηκώσει το ακουστικό. Οι δοκιμασίες, φυσικά, πραγματοποιούνται με τηλέφωνα χωρίς συστήματα αναγνώρισης κλήσης. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, αν η τηλεπάθεια δεν έπαιζε κανέναν ρόλο, το ποσοστό επιτυχίας θα ήταν περίπου 1 στα 4, ή 25%. Στην πραγματικότητα σε σύνολο 850 προσπαθειών από 65 συμμετέχοντες, ο μέσος όρος επιτυχίας ήταν 42% (p= 1x10-26) (Sheldrake, 2003).
Το παρόν πείραμα πραγματοποιήθηκε σε μία προσπάθεια τεχνητής επανάληψης του φαινομένου της τηλεφωνικής τηλεπάθειας για την τηλεοπτική εκπομπή «Είστε Τηλεπαθητικοί;» της 20/20 Productions για το Channel Five Television στις 19 Ιουνίου, 2003. Η εθελόντρια και οι τέσσερις που την καλούσαν τηλεφωνικά ήταν αδελφές, οι οποίες είχαν συνεργαστεί για αρκετά χρόνια σε ένα γυναικείο μουσικό συγκρότημα, τις Nolan Sisters, δημοφιλείς στην Αγγλία της δεκαετίας του ‘80.
Στα περισσότερα από τα προηγούμενα πειράματα, εκείνοι που καλούσαν βρίσκονταν σε διαφορετικές τοποθεσίες, μακριά ο ένας από τον άλλον. Σε ένα εντελώς ξεχωριστό πείραμα και οι τέσσερις εθελοντές που έκαναν τις τηλεφωνικές κλήσεις βρίσκονταν στην ίδια τοποθεσία και κινηματογραφήθηκαν. Σε εκείνο το πείραμα, που πραγματοποιήθηκε στο Γουέικφηλντ, του Γιορκσάιρ, η εθελόντρια που θα προέβλεπε ποιος την καλούσε βρισκόταν 1,5 χλμ μακρυά από τους τέσσερις «τηλεφωνητές». Υπέθεσε σωστά σε 8 από τις 17 περιπτώσεις (47%; p = 0.04) (Sheldrake & Smart, 2003a), γεγονός που έδωσε και το ερέθισμα για τη διεξαγωγή του συγκεκριμένου πειράματος.
Μέθοδοι
Η μαγνητοσκόπηση και όλα τα πρακτικά ζητήματα επόπτευσε η τεχνική ομάδα τηςε 20/20 Productions. Παραγωγός ήταν η Kate O'Driscoll, και ερευνητές οι Simon Rockell και Hugo Godwin. Παραγωγοί και ερευνητές προσκάλεσαν τις αδελφές Nolan να λάβουν μέρος στο εγχείρημα και έκαναν όλες τις πρακτικές ρυθμίσεις για το πείραμα, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο την Κυριακή, 27 Απριλίου του 2003.
Ο Ρούπερτ Σέλντρεϊκ (Rupert Sheldrake) και οι πέντε αδελφές Nolan η Ανν, η Μωρήν, η Λίντα, η Ντενίζ και η Κολλήν συναντήθηκαν σε ένα υπόγειο μπαρ της οδού Poland, στο Soho, αργά το πρωί. Το μπαρ νοικιάστηκε ειδικά για αυτόν το λόγο, και δεν ήταν ανοικτό στο κοινό κατά τη διεξαγωγή του πειράματος.
Μπροστά στην κάμερα ο Σέλντρεϊκ, εξήγησε στις αδελφές Nolan τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιείτο το πείραμα. Όλοι οι συμμετέχοντες σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ήταν εξοικειωμένοι με το ζήτημα της τηλεφωνικής τηλεπάθειας και οι περισσότεροι είχαν την τηλεπαθητική εμπειρία οι ίδιοι. Μόνο η Ανν εκδήλωσε σκεπτικισμό για το όλο ζήτημα.
Ο Σέλντρεϊκ ζήτησε από τις αδελφές να επιλέξουν ποια θα έπαιζε τον ρόλο του δέκτη. Επέλεξαν την Κολλήν, την νεότερη από τις πέντε. Η Κολλήν μεταφέρθηκε με αυτοκίνητο σε ένα δωμάτιο νοικιασμένο για αυτόν τον σκοπό στο ξενοδοχείο Strand Palace, περίπου 1 χλμ μακριά. Για το πείραμα χρησιμοποιήθηκαν τηλεφωνικές συσκευές χωρίς αναγνώριση κλήσης. Το τηλέφωνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου διέθετε τη δική του αυτόνομη γραμμή και δεν περνούσε από το τηλεφωνικό κέντρο.
Κατά τη διάρκεια των προσπαθειών η Kate O'Driscoll και ο Hugo Godwin βρίσκονταν στο μπαρ του Soho, με τον Σέλντρεϊκ και τις τέσσερις αδελφές, ενώ ο Simon Rockell βρισκόταν μαζί με την Κολλήν στο ξενοδοχείο. Και στα δύο σημεία οι χειριστές της κάμερας οι ηχολήπτες και το υπόλοιπο προσωπικό ήταν οι μάρτυρες των όσων διαδραματίστηκαν. Να προσθέσουμε ότι δεν επιτράπηκε η χρήση κινητών τηλεφώνων σε όλη τη διάρκεια του πειράματος.
Πριν από κάθε προσπάθεια, οι τέσσερις πιθανές «τηλεφωνήτριες» και ο Σέλντρεϊκ κάθονταν σε ένα τραπέζι, στο οποίο υπήρχε ένα τηλέφωνο. Για κάθε μία από τις τέσσερις αδελφές οριζόταν ένας αριθμός από το 1 έως το 4, και ο Σέλντρεϊκ επέλεγε τυχαία με τη ρίψη ενός ζαριού, ειδικά αγορασμένου από το Λας Βέγκας. Εάν το ζάρι έφερνε αριθμούς 5 ή 6 ριχνόταν και πάλι.
Όταν επιλεγόταν μία από τιςτέσσερις ο Σέλντρεϊκ και οι υπόλοιπες τρεις αδελφές απομακρύνονταν σε άλλο χώρο, όπου συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων, προσπαθώντας να αποφύγουν οποιαδήποτε σκέψη για την Κολλήν. Οι εκάστοτε τρεις αδελφές που έμεναν έξω από τη διαδικασία βρίσκονταν διαρκώς μαζί με τον Σέλντρεϊκ και δεν έκαναν οποιαδήποτε τηλεφωνήματα.
Η επιλεγμένη «τηλεφωνήτρια» σκεπτόταν την Κολλήν και την καλούσε σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή με τη βοήθεια ενός ρολόγιού που βρισκόταν μπροστά της, στο τραπέζι. Στον προσυμφωνημένο χρόνο η «τηλεφωνήτρια» καλούσε τον αριθμό του δωματίου της Κολλήν στο Strand Palace Hotel. Η Κολλήν δε γνώριζε σε ποια στιγμή θα γινόταν το τηλεφώνημα. Όταν χτυπούσε το τηλέφωνό της, έλεγε ποιος την καλούσε πριν σηκώσει το ακουστικό. Τόσο η «τηλεφωνήτρια» όσο και η Κολλήν μαγνητοσκοπούνταν διαρκώς με βίντεο.
Οι προσπάθειες διεξάγονταν με μεσοδιάστημα περίπου 5 λεπτά κάθε φορά μεταξύ των ωρών 2.30μμ και 3.40 μμ. Όπως συμφωνήθηκε εκ των προτέρων, έγιναν δώδεκα προσπάθειες συνολικά.
Οι μαγνητοταινίες της Colleen σε όλη τη σειρά των προσπαθειών αξιολογήθηκαν «τυφλά» από τρίτο, την Pam Smart, που δεν ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια των πειραμάτων και δεν ήξερε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες. Είδε τη μαγνητοταινία της Κολλήν και από τον χρονοκώδικα της κάμερας στην ταινία σημείωνε ακριβώς πότε χτύπησε το τηλέφωνο και τι είπε η Κολλήν.
Διερεύνησε επίσης αν η Κολλήν έκανε την πρόβλεψή της πριν σηκώσει το ακουστικό. Ο απολογισμός της για τις προβλέψεις της Κολλήν, ήταν ακριβώς ο ίδιος με εκείνον που συνέταξε ο Σέλντρεϊκ κατά τη διάρκεια του πειράματος. Η Pam Smart επιβεβαίωσε επίσης πως η Κολλήν δεν έλαβε κανένα άλλο τηλεφώνημα κατά τη διάρκεια της πειραματικής συνεδρίας.
Αποτελέσματα
Από τις 12 δοκιμές, η Κολλήν προσδιόρισε σωστά ποιος καλούσε τις 6 (p = 0.05). Το χαμηλότερο ποσοστό επιτυχίας παρουσιάστηκε με την μεγαλύτερη αδελφή της, Ανν, που αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό το ζήτημα της τηλεφωνικής τηλεπάθειας. Με τη Λίντα, που περιέγραψε τον εαυτό της ως αγαπημένη αδελφή της Κολλήν, ήταν σωστή και στις δύο δοκιμές.
Με τις Ντενίζ και Μωρήν η επιτυχία της άγγιξε το 50%. Ωστόσο, είπε «Λίντα» τέσσερις φορές και τις δύο φορές ήταν λάθος, ενώ είπε «Μωρήν» πέντε φορές και έκανε τέσσερις φορές λάθος. Αν και είπε «Ανν» μόνο μιά φορά και «Ντενίζ» δύο φορές, ήταν σωστή και στις τρεις περιπτώσεις.
Στην αξιολόγηση των μαγνητοταινιών της Κολλήν, η Pam Smart σημείωσε ότι σε δύο περιπτώσεις (προσπάθειες 8 και 12) η Κολλήν σήκωσε το ακουστικό πριν κάνει την πρόβλεψή της, αντίθετα προς τις οδηγίες της. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της σύντομης χρονικής περιόδου που προηγήθηκε της πρόβλεψής της, οι αδελφές που την κάλεσαν δεν είπαν τίποτα.
Επειδή όμως θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι ανεπαίσθητα συνθήματα, όπως ο ρυθμός της αναπνοής για παράδειγμα, ήταν ευδιάκριτα στην Κολλήν, οι δύο συγκεκριμένες προσπάθειες αποκλείστηκαν. Στη μία περίπτωση είχε μαντέψει σωστά και στην άλλη λάθος. Αποκλείοντας και τις δύο, το αποτέλεσμά της παρέμεινε 5 στα 10, δηλαδή 50% όπως και προηγουμένως.
Συμπεράσματα
Το ποσοστό επιτυχίας –πάνω από το επίπεδο της τύχης- της Κολλήν δεν μπορεί να εξηγηθεί από την άποψη των «κανονικών» αισθητήριων ενδείξεων: δεν υπήρξε κανένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να δει ή να ακούσει ποια από τις αδελφές της την καλούσε από ένα υπόγειο 1 χλμ μακριά.
Το θετικό αποτέλεσμα θα μπορούσε απλά να έχει προκύψει κατά τύχη, αλλά οι πιθανότητες ενάντια σε αυτή την εξήγηση είναι 20:1. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ενδείξεις που προέκυψαν στην προκειμένη περίπτωση εδώ είναι σύμφωνες με προηγούμενα πειράματα στην τηλεφωνική τηλεπάθεια (Sheldrake & Smart, 2003a, b) και τα αναπαράγουν με πολύ μεγάλη προσέγγιση.
Θα μπορούσαν να υπάρχουν άλλες δύο «κανονικές» ερμηνείες για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η πρώτη είναι η εξαπάτηση. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι κάποια από τις αδελφές στο μπαρ του Σόχο έστελνε άμεσα ή έμμεσα μυστικά σήματα στην Κολλήν μέσω ηλεκτρονικών συσκευών, από κάποιο κρυμμένο κινητό τηλέφωνο που δεν κτυπάμεν αλλά δονείται.
Όμως, όλοι οι εμπλεκόμενοι βρίσκονταν υπό την άμεση παρατήρηση των υπευθύνων του πειράματος και όλες οι ταινίες της Κολλήν αξιολογήθηκαν τυφλά, χωρίς οποιοδήποτε σημάδι εξαπάτησης. Επιπλέον, οι αδελφές Nolan δε συμμετείχαν ποτέ πριν σε πείραμα τέτοιου είδους και δε γνώρισαν την ακριβή διαδικασία και τις προϋποθέσεις του πειράματος.
Είναι μάλλον απίθανο λοιπόν να προετοίμασαν κάποια στρατηγική εξαπάτησης εκ των προτέρων. Η δεύτερη «κανονική» ερμηνεία είναι ότι σε έρευνες αυτού του τύπου, εάν ο συμμετέχων γνωρίζει πότε ακριβώς αναμένεται η κλήση, ο συγχρονισμός των κλήσεων θα μπορούσε πιθανά να δώσει ενδείξεις για την ταυτότητα του επισκέπτη. Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι είναι συνήθως ακριβείς και άλλοι συνήθως αργοπορημένοι. Έτσι εάν η κλήση αργεί, ο δέκτης μπορεί να υποθέσει ποιος είναι ο «τηλεφωνητής» και μόνο από την αργοπορία του.
Τούτο το επιχείρημα δεν μπορεί να εξηγήσει τα αποτελέσματα του πειράματος με τις αδελφές Nolan. Οι «τηλεφωνήτριες» κάθονταν σε ένα τραπέζι υπό συνεχή παρατήρηση και καλούνταν να εκτελέσουν την κλήση σε συγκεκριμένο χρόνο, συνήθως σε δύο λεπτά από τη στιγμή που αποτραβιόταν ο Σέλντρεϊκ και οι υπόλοιπες τρεις αδελφές.
Δεν υπήρχε λοιπόν η δυνατότητα να αργοπορήσουν ή να ξεχάσουν την κλήση. Επιπλέον, η Κολλήν δεν ήξερε ακριβώς πότε θα γίνονταν οι κλήσεις, αν και γνώρισε ότι το μεσοδιάστημα κυμαινόταν περίπου σε 5 λεπτά. Ακόμα κι αν ήξερε ακριβώς πότε θα γινόταν η κλήση, δεν υπήρχε κάποιο ρολόι που θα της επέτρεπε να καθορίσει εάν κάποια κλήση ήταν ελαφρώς καθυστερημένη ή πρόωρη.
Επιπλέον, η εξέταση των συγχρονισμών στους οποίους άρχισε να κτυπά το τηλέφωνο της Κολλήν δεν παρουσιάζει κάποιο ευδιάκριτο ή αναγνωρίσιμο πρότυπο (Πίνακας 1). Υπήρξε ένα διάλειμμα μεταξύ των προσπαθειών 3 και 4, επειδή το συνεργείο της τηλεόρασης χρειάστηκε να ελέγξει ότι η μαγνητοσκόπηση προχωρούσε ικανοποιητικά.
Σε ορισμένες προσπάθειες (9, 11 και 12) οι κλήσεις δεν έγιναν στα συνηθισμένα μεσοδιαστήματα των πέντε λεπτών. Αυτό, όμως, δεν έγινε επειδή οι «τηλεφωνήτριες» επέλεξαν να κάνουν τις κλήσεις αργά, αλλά μάλλον επειδή οι προσπάθειες άρχισαν αργότερα εξαιτίας εγγενών του εγχειρήματος καθυστερήσεων. Η ερμηνεία της χρήσης συνειδητών ή ασυνείδητων ενδείξεων μέσω του λεπτομερούς συγχρονισμού των κλήσεων φαίνεται πολύ απίθανη.
Τα παραπάνω οδήγησαν τους Rupert Sheldrake, Pam Smart, Hugo Godwin και Simon Rockell στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου πειράματος υποστηρίζουν την υπόθεση της τηλεπαθητικής επικοινωνίας,όπως συνέβη και στα υπόλοιπα πειράματα που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση. Φυσικά απαιτούνται περαιτέρω πειράματα και στις μελλοντικές προσπάθειες οι ερευνητές θα επιθυμούσαν να αποκλειστεί παντελώς η δυνατότητα χρήσης κινητών τηλεφώνων.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει, παραδείγματος χάριν, με τη χρησιμοποίηση ενός κινητού τηλεφωνικού ανιχνευτή που θα αποκάλυπτε οποιαδήποτε κινητά τηλέφωνα στην περιοχή ήταν αναμμένα. Ωστόσο, η τηλεφωνική τηλεπάθεια και η στατιστική καταγραφή της είναι ένα σοβαρό βήμα προς την κατεύθυνση της πειραματικής έρευνας των δυνατοτήτων του ανθρώπινου νου.
Βιβλιογραφία
Rupert Sheldrake, Hugo Godwin and Simon Rockell. JSPR 68, 168-172 (2004)
Brown, D and Sheldrake, R. (2001) The anticipation of telephone calls: A survey in California. JP 65, 145-56.
Sheldrake, R. (2000) Telepathic telephone calls: Two surveys. JSPR 64, 224-32.
Sheldrake, R. (2003) The Sense of Being Stared At, And Other Aspects of the Extended Mind. London: Hutchinson.
Sheldrake, R. & Smart, P. (2003a) Videotaped experiments on telephone telepathy. JP 67, 187-206.
Sheldrake, R. & Smart, P. (2003b) Experimental tests for telephone telepathy. JSPR 67, 184-199.
Τέτοιες εμπειρίες ανήκουν στο κοινότερο είδος προφανούς τηλεπάθειας στη σύγχρονη εποχή μας (Sheldrake, 2001, 2003; Brown & Sheldrake, 2002). Το σημαντικό είναι σε αυτή την περίπτωση ότι οι ψυχικοί ερευνητές και οι παραψυχολόγοι δείχνουν να αγνοούν το φαινόμενο.
Θα μπορούσε η προφανής τηλεφωνική τηλεπάθεια να είναι μόνο θέμα σύμπτωσης; Μία κανονική ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι οι άνθρωποι έχουν συχνά τέτοιες σκέψεις για άλλους, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Κατά τύχη, πιθανώς, τέτοιες σκέψεις θα μπορούσαν να ακολουθούνται ενίοτε και από ένα τηλεφώνημα από το συγκεκριμένο. Εάν οι άνθρωποι θυμούνται μόνο τις φορές που είναι σωστοί και ξεχνούν τις περιπτώσεις στις οποίες έκαναν λάθος, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση της τηλεπάθειας από έναν συνδυασμό σύμπτωσης και επιλεκτικής μνήμης.
Εναλλακτική «κανονική» ερμηνεία παραμένει το γεγονός, ότι μπορεί κανείς να περιμένει μια κλήση σε κάποια ιδιαίτερη στιγμή από κάποιο ιδιαίτερο πρόσωπο, αλλά να μην έχει συνείδηση αυτής της προσδοκίας. Έτσι όταν έρχεται η κλήση δεν υπάρχει καμία ανάγκη να επικαλεσθεί κανείς την τηλεπάθεια επειδή το γεγονός μπορεί να ερμηνευθεί με την υπόθεση της ασυνείδητης προσδοκίας. Το πρόβλημα είναι ότι οι ασυνείδητες προσδοκίες είναι αόριστες και δεν μπορούν ως υποθέσεις να ελεγχθούν πειραματικά.
Αν οι προσδοκίες των τηλεφωνημάτων είναι ασυνείδητες, πώς μπορεί να αποδείξει κανείς την παρουσία τους στη δεδομένη στιγμή; Ο καλύτερος τρόπος να επιλυθούν κανείς τέτοια ζητήματα είναι να εκτελέσει κανείς πειράματα που μπορούν να αξιολογηθούν στατιστικά. Ο Ρούπερτ Σέλντρεϊκ και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν μια απλή διαδικασία, σύμφωνα με την οποία οι συμμετέχοντες δέκτες λαμβάνουν μια κλήση από τέσσερις διαφορετικούς «τηλεφωνητές» πομπούς.
Ξέρουν ποιοι είναι οι πιθανοί «τηλεφωνητές», αλλά δεν γνωρίζουν ποιος τους καλεί τη δεδομένη δοκιμή, επειδή ο «τηλεφωνητής» επιλέγεται τυχαία από τον υπεύθυνο διεξαγωγής του πειράματος. Οφείλουν να μαντέψουν ποιος τους καλεί, πριν εκείνος πει τίποτα, πριν καν σηκώσουν το ακουστικό. Στο επίπεδο της τύχης θα ήταν σωστή μια ορθή πρόβλεψη στις τέσσερις προσπάθειες, ή 25 τοις εκατό των προσπαθειών. Ωστόσο τα αποτελέσματα 850 τέτοιων προσπαθειών που διεξήχθησαν σε συνθήκες ελεγχόμενου πειράματος βρίσκονται πολύ πιο πάνω από το επίπεδο του τυχαίου.
Οι αδελφές Nolan
Είναι λοιπόν απλά θέμα σύμπτωσης; Οι Sheldrake & Smart (2003 a, b) στην περίπτωση των αδελφών Nolan επέλεξαν να ακολουθήσουν την απλή πειραματική διαδικασία που είχαν ακολουθήσει και σε πρηγούμενες περιπτώσεις, για να ελέγξουν αν οι άνθρωποι μπορούν πραγματικά να προβλέψουν ποιος καλεί, χωρίς να γνωρίζουν με οποιονδήποτε «κανονικό» τρόπο την ταυτότητά του.
Οι εθελοντές αυτής της πειραματικής διαδικασίας όπως ειπώθηκε και πιο πάνω λαμβάνουν μια τηλεφωνική κλήση σε προσχεδιασμένο χρόνο από τον έναν εκ τεσσάρων πιθανών ατόμων. Στο συγκεκριμένο πείραμα ο εθελοντής ή η εθελόντρια αναγνωρίζει ποιος είναι εκείνος που την καλεί, πριν σηκώσει το ακουστικό. Ο διευθύνων του πειράματος επιλέγει ποιος θα καλέσει τυχαία, με τη ρίψη ενός ζαριού και κατόπιν τον ειδοποιεί ότι έχει επιλεγεί να καλέσει σε μια δεδομένη στιγμή στο εγγύς μέλλον.
Όταν το τηλέφωνο χτυπά ο εθελοντής πρέπει να πει ποιος καλεί πριν σηκώσει το ακουστικό. Οι δοκιμασίες, φυσικά, πραγματοποιούνται με τηλέφωνα χωρίς συστήματα αναγνώρισης κλήσης. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, αν η τηλεπάθεια δεν έπαιζε κανέναν ρόλο, το ποσοστό επιτυχίας θα ήταν περίπου 1 στα 4, ή 25%. Στην πραγματικότητα σε σύνολο 850 προσπαθειών από 65 συμμετέχοντες, ο μέσος όρος επιτυχίας ήταν 42% (p= 1x10-26) (Sheldrake, 2003).
Το παρόν πείραμα πραγματοποιήθηκε σε μία προσπάθεια τεχνητής επανάληψης του φαινομένου της τηλεφωνικής τηλεπάθειας για την τηλεοπτική εκπομπή «Είστε Τηλεπαθητικοί;» της 20/20 Productions για το Channel Five Television στις 19 Ιουνίου, 2003. Η εθελόντρια και οι τέσσερις που την καλούσαν τηλεφωνικά ήταν αδελφές, οι οποίες είχαν συνεργαστεί για αρκετά χρόνια σε ένα γυναικείο μουσικό συγκρότημα, τις Nolan Sisters, δημοφιλείς στην Αγγλία της δεκαετίας του ‘80.
Στα περισσότερα από τα προηγούμενα πειράματα, εκείνοι που καλούσαν βρίσκονταν σε διαφορετικές τοποθεσίες, μακριά ο ένας από τον άλλον. Σε ένα εντελώς ξεχωριστό πείραμα και οι τέσσερις εθελοντές που έκαναν τις τηλεφωνικές κλήσεις βρίσκονταν στην ίδια τοποθεσία και κινηματογραφήθηκαν. Σε εκείνο το πείραμα, που πραγματοποιήθηκε στο Γουέικφηλντ, του Γιορκσάιρ, η εθελόντρια που θα προέβλεπε ποιος την καλούσε βρισκόταν 1,5 χλμ μακρυά από τους τέσσερις «τηλεφωνητές». Υπέθεσε σωστά σε 8 από τις 17 περιπτώσεις (47%; p = 0.04) (Sheldrake & Smart, 2003a), γεγονός που έδωσε και το ερέθισμα για τη διεξαγωγή του συγκεκριμένου πειράματος.
Μέθοδοι
Η μαγνητοσκόπηση και όλα τα πρακτικά ζητήματα επόπτευσε η τεχνική ομάδα τηςε 20/20 Productions. Παραγωγός ήταν η Kate O'Driscoll, και ερευνητές οι Simon Rockell και Hugo Godwin. Παραγωγοί και ερευνητές προσκάλεσαν τις αδελφές Nolan να λάβουν μέρος στο εγχείρημα και έκαναν όλες τις πρακτικές ρυθμίσεις για το πείραμα, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο την Κυριακή, 27 Απριλίου του 2003.
Ο Ρούπερτ Σέλντρεϊκ (Rupert Sheldrake) και οι πέντε αδελφές Nolan η Ανν, η Μωρήν, η Λίντα, η Ντενίζ και η Κολλήν συναντήθηκαν σε ένα υπόγειο μπαρ της οδού Poland, στο Soho, αργά το πρωί. Το μπαρ νοικιάστηκε ειδικά για αυτόν το λόγο, και δεν ήταν ανοικτό στο κοινό κατά τη διεξαγωγή του πειράματος.
Μπροστά στην κάμερα ο Σέλντρεϊκ, εξήγησε στις αδελφές Nolan τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιείτο το πείραμα. Όλοι οι συμμετέχοντες σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ήταν εξοικειωμένοι με το ζήτημα της τηλεφωνικής τηλεπάθειας και οι περισσότεροι είχαν την τηλεπαθητική εμπειρία οι ίδιοι. Μόνο η Ανν εκδήλωσε σκεπτικισμό για το όλο ζήτημα.
Ο Σέλντρεϊκ ζήτησε από τις αδελφές να επιλέξουν ποια θα έπαιζε τον ρόλο του δέκτη. Επέλεξαν την Κολλήν, την νεότερη από τις πέντε. Η Κολλήν μεταφέρθηκε με αυτοκίνητο σε ένα δωμάτιο νοικιασμένο για αυτόν τον σκοπό στο ξενοδοχείο Strand Palace, περίπου 1 χλμ μακριά. Για το πείραμα χρησιμοποιήθηκαν τηλεφωνικές συσκευές χωρίς αναγνώριση κλήσης. Το τηλέφωνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου διέθετε τη δική του αυτόνομη γραμμή και δεν περνούσε από το τηλεφωνικό κέντρο.
Πριν από κάθε προσπάθεια, οι τέσσερις πιθανές «τηλεφωνήτριες» και ο Σέλντρεϊκ κάθονταν σε ένα τραπέζι, στο οποίο υπήρχε ένα τηλέφωνο. Για κάθε μία από τις τέσσερις αδελφές οριζόταν ένας αριθμός από το 1 έως το 4, και ο Σέλντρεϊκ επέλεγε τυχαία με τη ρίψη ενός ζαριού, ειδικά αγορασμένου από το Λας Βέγκας. Εάν το ζάρι έφερνε αριθμούς 5 ή 6 ριχνόταν και πάλι.
Όταν επιλεγόταν μία από τιςτέσσερις ο Σέλντρεϊκ και οι υπόλοιπες τρεις αδελφές απομακρύνονταν σε άλλο χώρο, όπου συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων, προσπαθώντας να αποφύγουν οποιαδήποτε σκέψη για την Κολλήν. Οι εκάστοτε τρεις αδελφές που έμεναν έξω από τη διαδικασία βρίσκονταν διαρκώς μαζί με τον Σέλντρεϊκ και δεν έκαναν οποιαδήποτε τηλεφωνήματα.
Η επιλεγμένη «τηλεφωνήτρια» σκεπτόταν την Κολλήν και την καλούσε σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή με τη βοήθεια ενός ρολόγιού που βρισκόταν μπροστά της, στο τραπέζι. Στον προσυμφωνημένο χρόνο η «τηλεφωνήτρια» καλούσε τον αριθμό του δωματίου της Κολλήν στο Strand Palace Hotel. Η Κολλήν δε γνώριζε σε ποια στιγμή θα γινόταν το τηλεφώνημα. Όταν χτυπούσε το τηλέφωνό της, έλεγε ποιος την καλούσε πριν σηκώσει το ακουστικό. Τόσο η «τηλεφωνήτρια» όσο και η Κολλήν μαγνητοσκοπούνταν διαρκώς με βίντεο.
Οι προσπάθειες διεξάγονταν με μεσοδιάστημα περίπου 5 λεπτά κάθε φορά μεταξύ των ωρών 2.30μμ και 3.40 μμ. Όπως συμφωνήθηκε εκ των προτέρων, έγιναν δώδεκα προσπάθειες συνολικά.
Οι μαγνητοταινίες της Colleen σε όλη τη σειρά των προσπαθειών αξιολογήθηκαν «τυφλά» από τρίτο, την Pam Smart, που δεν ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια των πειραμάτων και δεν ήξερε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες. Είδε τη μαγνητοταινία της Κολλήν και από τον χρονοκώδικα της κάμερας στην ταινία σημείωνε ακριβώς πότε χτύπησε το τηλέφωνο και τι είπε η Κολλήν.
Διερεύνησε επίσης αν η Κολλήν έκανε την πρόβλεψή της πριν σηκώσει το ακουστικό. Ο απολογισμός της για τις προβλέψεις της Κολλήν, ήταν ακριβώς ο ίδιος με εκείνον που συνέταξε ο Σέλντρεϊκ κατά τη διάρκεια του πειράματος. Η Pam Smart επιβεβαίωσε επίσης πως η Κολλήν δεν έλαβε κανένα άλλο τηλεφώνημα κατά τη διάρκεια της πειραματικής συνεδρίας.
Αποτελέσματα
Από τις 12 δοκιμές, η Κολλήν προσδιόρισε σωστά ποιος καλούσε τις 6 (p = 0.05). Το χαμηλότερο ποσοστό επιτυχίας παρουσιάστηκε με την μεγαλύτερη αδελφή της, Ανν, που αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό το ζήτημα της τηλεφωνικής τηλεπάθειας. Με τη Λίντα, που περιέγραψε τον εαυτό της ως αγαπημένη αδελφή της Κολλήν, ήταν σωστή και στις δύο δοκιμές.
Με τις Ντενίζ και Μωρήν η επιτυχία της άγγιξε το 50%. Ωστόσο, είπε «Λίντα» τέσσερις φορές και τις δύο φορές ήταν λάθος, ενώ είπε «Μωρήν» πέντε φορές και έκανε τέσσερις φορές λάθος. Αν και είπε «Ανν» μόνο μιά φορά και «Ντενίζ» δύο φορές, ήταν σωστή και στις τρεις περιπτώσεις.
Στην αξιολόγηση των μαγνητοταινιών της Κολλήν, η Pam Smart σημείωσε ότι σε δύο περιπτώσεις (προσπάθειες 8 και 12) η Κολλήν σήκωσε το ακουστικό πριν κάνει την πρόβλεψή της, αντίθετα προς τις οδηγίες της. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της σύντομης χρονικής περιόδου που προηγήθηκε της πρόβλεψής της, οι αδελφές που την κάλεσαν δεν είπαν τίποτα.
Επειδή όμως θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι ανεπαίσθητα συνθήματα, όπως ο ρυθμός της αναπνοής για παράδειγμα, ήταν ευδιάκριτα στην Κολλήν, οι δύο συγκεκριμένες προσπάθειες αποκλείστηκαν. Στη μία περίπτωση είχε μαντέψει σωστά και στην άλλη λάθος. Αποκλείοντας και τις δύο, το αποτέλεσμά της παρέμεινε 5 στα 10, δηλαδή 50% όπως και προηγουμένως.
Συμπεράσματα
Το ποσοστό επιτυχίας –πάνω από το επίπεδο της τύχης- της Κολλήν δεν μπορεί να εξηγηθεί από την άποψη των «κανονικών» αισθητήριων ενδείξεων: δεν υπήρξε κανένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να δει ή να ακούσει ποια από τις αδελφές της την καλούσε από ένα υπόγειο 1 χλμ μακριά.
Το θετικό αποτέλεσμα θα μπορούσε απλά να έχει προκύψει κατά τύχη, αλλά οι πιθανότητες ενάντια σε αυτή την εξήγηση είναι 20:1. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ενδείξεις που προέκυψαν στην προκειμένη περίπτωση εδώ είναι σύμφωνες με προηγούμενα πειράματα στην τηλεφωνική τηλεπάθεια (Sheldrake & Smart, 2003a, b) και τα αναπαράγουν με πολύ μεγάλη προσέγγιση.
Θα μπορούσαν να υπάρχουν άλλες δύο «κανονικές» ερμηνείες για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η πρώτη είναι η εξαπάτηση. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι κάποια από τις αδελφές στο μπαρ του Σόχο έστελνε άμεσα ή έμμεσα μυστικά σήματα στην Κολλήν μέσω ηλεκτρονικών συσκευών, από κάποιο κρυμμένο κινητό τηλέφωνο που δεν κτυπάμεν αλλά δονείται.
Όμως, όλοι οι εμπλεκόμενοι βρίσκονταν υπό την άμεση παρατήρηση των υπευθύνων του πειράματος και όλες οι ταινίες της Κολλήν αξιολογήθηκαν τυφλά, χωρίς οποιοδήποτε σημάδι εξαπάτησης. Επιπλέον, οι αδελφές Nolan δε συμμετείχαν ποτέ πριν σε πείραμα τέτοιου είδους και δε γνώρισαν την ακριβή διαδικασία και τις προϋποθέσεις του πειράματος.
Είναι μάλλον απίθανο λοιπόν να προετοίμασαν κάποια στρατηγική εξαπάτησης εκ των προτέρων. Η δεύτερη «κανονική» ερμηνεία είναι ότι σε έρευνες αυτού του τύπου, εάν ο συμμετέχων γνωρίζει πότε ακριβώς αναμένεται η κλήση, ο συγχρονισμός των κλήσεων θα μπορούσε πιθανά να δώσει ενδείξεις για την ταυτότητα του επισκέπτη. Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι είναι συνήθως ακριβείς και άλλοι συνήθως αργοπορημένοι. Έτσι εάν η κλήση αργεί, ο δέκτης μπορεί να υποθέσει ποιος είναι ο «τηλεφωνητής» και μόνο από την αργοπορία του.
Τούτο το επιχείρημα δεν μπορεί να εξηγήσει τα αποτελέσματα του πειράματος με τις αδελφές Nolan. Οι «τηλεφωνήτριες» κάθονταν σε ένα τραπέζι υπό συνεχή παρατήρηση και καλούνταν να εκτελέσουν την κλήση σε συγκεκριμένο χρόνο, συνήθως σε δύο λεπτά από τη στιγμή που αποτραβιόταν ο Σέλντρεϊκ και οι υπόλοιπες τρεις αδελφές.
Δεν υπήρχε λοιπόν η δυνατότητα να αργοπορήσουν ή να ξεχάσουν την κλήση. Επιπλέον, η Κολλήν δεν ήξερε ακριβώς πότε θα γίνονταν οι κλήσεις, αν και γνώρισε ότι το μεσοδιάστημα κυμαινόταν περίπου σε 5 λεπτά. Ακόμα κι αν ήξερε ακριβώς πότε θα γινόταν η κλήση, δεν υπήρχε κάποιο ρολόι που θα της επέτρεπε να καθορίσει εάν κάποια κλήση ήταν ελαφρώς καθυστερημένη ή πρόωρη.
Επιπλέον, η εξέταση των συγχρονισμών στους οποίους άρχισε να κτυπά το τηλέφωνο της Κολλήν δεν παρουσιάζει κάποιο ευδιάκριτο ή αναγνωρίσιμο πρότυπο (Πίνακας 1). Υπήρξε ένα διάλειμμα μεταξύ των προσπαθειών 3 και 4, επειδή το συνεργείο της τηλεόρασης χρειάστηκε να ελέγξει ότι η μαγνητοσκόπηση προχωρούσε ικανοποιητικά.
Σε ορισμένες προσπάθειες (9, 11 και 12) οι κλήσεις δεν έγιναν στα συνηθισμένα μεσοδιαστήματα των πέντε λεπτών. Αυτό, όμως, δεν έγινε επειδή οι «τηλεφωνήτριες» επέλεξαν να κάνουν τις κλήσεις αργά, αλλά μάλλον επειδή οι προσπάθειες άρχισαν αργότερα εξαιτίας εγγενών του εγχειρήματος καθυστερήσεων. Η ερμηνεία της χρήσης συνειδητών ή ασυνείδητων ενδείξεων μέσω του λεπτομερούς συγχρονισμού των κλήσεων φαίνεται πολύ απίθανη.
Τα παραπάνω οδήγησαν τους Rupert Sheldrake, Pam Smart, Hugo Godwin και Simon Rockell στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου πειράματος υποστηρίζουν την υπόθεση της τηλεπαθητικής επικοινωνίας,όπως συνέβη και στα υπόλοιπα πειράματα που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση. Φυσικά απαιτούνται περαιτέρω πειράματα και στις μελλοντικές προσπάθειες οι ερευνητές θα επιθυμούσαν να αποκλειστεί παντελώς η δυνατότητα χρήσης κινητών τηλεφώνων.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει, παραδείγματος χάριν, με τη χρησιμοποίηση ενός κινητού τηλεφωνικού ανιχνευτή που θα αποκάλυπτε οποιαδήποτε κινητά τηλέφωνα στην περιοχή ήταν αναμμένα. Ωστόσο, η τηλεφωνική τηλεπάθεια και η στατιστική καταγραφή της είναι ένα σοβαρό βήμα προς την κατεύθυνση της πειραματικής έρευνας των δυνατοτήτων του ανθρώπινου νου.
Βιβλιογραφία
Rupert Sheldrake, Hugo Godwin and Simon Rockell. JSPR 68, 168-172 (2004)
Brown, D and Sheldrake, R. (2001) The anticipation of telephone calls: A survey in California. JP 65, 145-56.
Sheldrake, R. (2000) Telepathic telephone calls: Two surveys. JSPR 64, 224-32.
Sheldrake, R. (2003) The Sense of Being Stared At, And Other Aspects of the Extended Mind. London: Hutchinson.
Sheldrake, R. & Smart, P. (2003a) Videotaped experiments on telephone telepathy. JP 67, 187-206.
Sheldrake, R. & Smart, P. (2003b) Experimental tests for telephone telepathy. JSPR 67, 184-199.
Τηλεφωνική τηλεπάθεια - Tο πείραμα Nolan Sisters
Reviewed by Unknown
on
08:00
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου