Νομίζω ότι το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο είναι η ανικανότητα του ανθρώπινου νου να συσχετίσει όλα όσα περιέχει. Ζούμε σε μια γαλήνια νησίδα άγνοιας καταμεσής στις μαύρες θάλασσες του απείρου και δεν είμαστε φτιαγμένοι για να περιπλανιόμαστε μακριά. Οι επιστήμες, που η καθεμία τους αγωνίζεται στο δικό της δρόμο, δε μας έχουν προκαλέσει και τόσο μεγάλη ζημιά ως τώρα. Κάποια μέρα, όμως, ο συνδυασμός των ως τώρα ασύνδετων γνώσεων θ’ ανοίξει μπροστά μας τρομακτικούς ορίζοντες από άλλες πραγματικότητες και θα μας αποκαλύψει τη φοβερή θέση που κατέχουμε ανάμεσά τους. Και τότε, είτε θα χάσουμε τα λογικά μας από την αποκάλυψη της αλήθειας είτε θα τραπούμε σε φυγή, μακριά από το θανάσιμα άπλετο φως της, αποζητώντας καταφύγιο στη γαλήνη και τη σιγουριά ενός καινούριου σκοτεινού Μεσαίωνα.
Δεν είν’ νεκρό εκείνο που αιώνια μπορεί να περιμένει
Μα με το διάβα των παράξενων αιώνων
ως κι ο θάνατος μπορεί να πεθαίνει.Howard Phillips Lovecraft
* Η ιστορία του επιθεωρητή Λεγκράς. Τα παλαιότερα περιστατικά που είχαν κάνει το θείο μου να δώσει τόσο μεγάλη σημασία στα όνειρα του νεαρού γλύπτη και στην ανάγλυφη πλάκα του Ουίλκοξ, αποτελούσαν το σκελετό του δεύτερου μέρους του χειρογράφου. Μια ακόμα φορά στο παρελθόν φαίνεται πως ο καθηγητής Άνγκελ είχε ξανασυναντήσει τη μορφή του κολασμένου δαίμονα που φιγουράριζε στην πλάκα μια ακόμα φορά είχε σταθεί με απορία μπροστά στα ιερογλυφικά και είχε ακούσει τις κακόηχες απειλητικές συλλαβές που μπορούν ν’ αποδοθούν μονάχα σαν «Κθούλου».
Η σύνδεση που έγινε στη μνήμη του ήταν μ’ ένα γεγονός τόσο συγκλονιστικό και φοβερό, που δεν ήταν καθόλου άξιος απορίας ο βομβαρδισμός ερωτήσεων που έκανε στον Ουίλκοξ. Η παλιότερη αυτή εμπειρία του συνέβη γύρω στα 1908, δεκαεφτά χρόνια νωρίτερα, όταν η Αμερικανική Αρχαιολογική Εταιρία οργάνωσε το ετήσιο συνέδριο της στο Σεντ Λιούις. Ο καθηγητής Ανγκελ, όπως άρμοζε στο κύρος και τα επιτεύγματά του, έπαιζε έναν πρωτεύοντα ρόλο σ’ όλες τις εργασίες και ήταν ένας από τους πρώτους συνέδρους που τον προσέγγισαν κάθε λογής ξένοι, που εκμεταλλεύτηκαν την παρουσία ειδικών για να θέσουν προβλήματα και να βρουν λύσεις σε πράγματα που τους απασχολούσαν.
Το κυριότερο πρόσωπο ανάμεσα σ’ αυτούς τους ξένους και για ένα διάστημα το κύριο αντικείμενο ενδιαφέροντος των συνέδρων ήταν ένας απολύτως συνηθισμένος μεσόκοπος κύριος που είχε έρθει από τη
Νέα Ορλεάνη με σκοπό να αποσπάσει κάποιες πληροφορίες που του ήταν αδύνατο να πάρει από την ίδια την πατρίδα του. Ονομαζόταν Τζον Ρέυμοντ Λεγκράς και ήταν επιθεωρητής της αστυνομίας. Μαζί του
κουβαλούσε και το αντικείμενο στο οποίο όφειλε την επίσκεψή του, ένα αλλόκοτο, χοντροκομμένο, αποκρουστικό, φανερά πανάρχαιο αγαλματίδιο, άγνωστης προέλευσης. Μη φανταστείτε πως ο επιθεωρητής Λεγκράς έτρεφε το παραμικρό ενδιαφέρον για την αρχαιολογία. Το αντίθετο, η σφοδρή επιθυμία του για διαφώτιση προερχόταν από εντελώς επαγγελματικά κίνητρα.
Το αγαλματίδιο, ή είδωλο, ή φετίχ, ή ό,τι κι αν ήταν τέλος πάντων, είχε κατασχεθεί λίγους μήνες πρωτύτερα στα βαλτώδη δάση νότια της Νέας Ορλεάνης, όπου η αστυνομία είχε κάνει έφοδο σε μια υποτιθέμενη τελετή βουντού. Οι τελετές όμως που ήταν συνδεδεμένες μ’ αυτή την τελετουργία ήταν τόσο φρικιαστικές που η αστυνομία δεν μπόρεσε παρά να αντιληφθεί πως είχε ανακαλύψει κάποια άγνωστη μέχρι στιγμής αίρεση, που ήταν όμως απίστευτα διαβολικότερη κι από την πιο σατανική αφρικανική αδελφότητα βουντού. Κανείς δεν μπόρεσε ν’ ανακαλύψει κάτι για την πραγματική της προέλευση, εκτός βέβαια από τα αλλοπρόσαλλα και δίχως νόημα παραμύθια που ξεφούρνιζαν οι συλληφθέντες. Απ’ αυτή την υπόθεση προερχόταν το ενδιαφέρον του αστυνομικού που έλπιζε πως, αν έβρισκε την αρχαία παράδοση της αίρεσης αυτής, θα μπορούσε να οδηγηθεί και στην πηγή της.
Ο επιθεωρητής Λεγκράς δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος για την αίσθηση που προκάλεσε το αντικείμενο που είχε μαζί του. Ένα απλό βλέμμα ήταν αρκετό για να πέσουν με τα μούτρα οι διακεκριμένοι επιστήμονες σε μια όλο ένταση μελέτη. Συγκεντρώνονταν γύρω του για να μπορέσουν να ρίξουν μια ματιά σ’ αυτό το αντικείμενο, που τους ήταν ολότελα άγνωστο και προφανώς τόσο ασύλληπτα αρχαίο, που άνοιγε μπροστά τους νέες οδούς ερευνών. Το τρομερό γλυπτό δεν μπορούσε να καταταχθεί σε καμιά από τις μέχρι τότε γνωστές σχολές, κι όμως, στο αναντικατάστατο αυτό κομμάτι πέτρας ήταν πασίδηλο πως είχαν χαραχτεί αιώνες, χιλιετηρίδες ολόκληρες.
Το άγαλμα, που ευλαβικά πέρασε από χέρι σε χέρι για προσεκτική μελέτη, ήταν εφτά ή οχτώ ίντσες ψηλό και σμιλεμένο με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Απεικόνιζε κάποιο τέρας, αόριστα ανθρωπόμορφο, με χταποδίσιο κεφάλι, το πρόσωπο του οποίου ήταν μια μάζα από λεπτά πλοκάμια. Το κορμί έδειχνε φολιδωτό και λαστιχοειδές οπλισμένο με πελώριες δαγκάνες στα μπροστινά και στα πίσω πόδια, ενώ έφερε δύο στενόμακρες υποτυπώδεις φτερούγες στην ράχη. Ήταν ένα πλάσμα, που φαινόταν να αποπνέει μια φοβερή και αφύσικη μοχθηρία και το κάπως πρησμένο κορμί του κούρνιαζε κακόβουλα σ ένα παραλληλόγραμμο ογκόλιθο ή βάθρο σκεπασμένο με ανακρυπτογράφητα σύμβολα.
Οι μύτες και οι φτερούγες άγγιζαν τις άκρες του μαύρου βάρθρου και το κορμί ήταν κουρνιασμένο στο κέντρο. Οι μακριές γαμψές δαγκάνες των αναδιπλωμένων και συσπειρωμένων ποδιών του γράπωναν την μπροστινή άκρη του βάθρου και έφταναν ως το ένα τέταρτο της απόστασης μέχρι την βάση του. Το χταποδίσιο κεφάλι του ήταν γερμένο μπροστά έτσι που οι άκρες των πλοκαμιών του άγγιζαν τη ράχη των πελώριων χεριών του που έσφιγγαν τ’ ανασηκωμένα του γόνατα.
Ξέχωρο, διαφορετικό, ακόμα και το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένο, αποτελούσε ένα μυστήριο. Κανένα στοιχείο της μεταλλειολογίας ή της γεωλογίας δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τη φύση του
πρασινόμαυρου σαπωνοειδούς υλικού με τις φωσφορίζουσες και χρυσές κηλίδες. Τα ιερογλυφικά στη βάση ήταν ακόμα ένα αίνιγμα, γιατί παρ’ όλο που στην περιοχή είχαν συγκεντρωθεί οι μισοί από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της γλωσσολογίας, ούτε ένας απ’ αυτούς δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει την παραμικρή συγγένεια με καμιά από τις γνωστές γλωσσικές ρίζες. Τόσο τα ιερογλυφικά όσο και το υλικό, αλλά και το είδωλο το ίδιο, ανήκαν σε μια διάσταση ανατριχιαστικά μακρινή και ξεχωριστή από την ανθρώπινη ιστορία, τουλάχιστον έτσι όπως την ξέρουμε, μια διάσταση αρχέγονων κι αφώτιστων κύκλων ζωής όπου ο κόσμος και οι ιδέες μας δεν παίζουν τον παραμικρό ρόλο.
Ενώ τα μέλη της εταιρίας κουνούσαν το κεφάλι τους σε νεύματα ομολογίας της ήττας τους, βρέθηκε ένας άνθρωπος στη συγκέντρωση που του φάνηκε ότι το αντικείμενο αυτό παρουσίαζε κάποια συγγένεια με κάτι άλλο και που με δυσκολία και απροθυμία αφηγήθηκε στην ομήγυρη την παράξενη ιστορία που γνώριζε. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο μακαρίτης πια Ουίλλιαμ Τσάνινγκ Γουέμπ, καθηγητής του Πρίνστον, στην έδρα της ανθρωπολογίας, και διάσημος εξερευνητής. Σαράντα οχτώ ολόκληρα χρόνια νωρίτερα, ο καθηγητής Γουέμπ βρισκόταν σε μια εξερευνητική αποστολή στην Ισλανδία και τη Γροιλανδία, σε αναζήτηση κάποιων πρωτόγονων, του ρουνικού αλφάβητου, επιγραφών που τελικά δεν είχε καταφέρει να ανακαλύψει.
Ψηλά στις ακτές της Δυτικής Γροιλανδίας είχε έρθει σε επαφή με μια φυλή εκφυλισμένων Εσκιμώων που η θρησκεία τους, ένα είδος περίεργης δαιμονολατρίας, ήταν τόσο απεχθής και αιμοδιψής που τον είχε κάνει να παγώσει. Ήταν μια θρησκεία για την οποία ακόμα και οι άλλες φυλές Εσκιμώων γνώριζαν ελάχιστα και το μόνο που μπορούσαν να πουν ήταν ότι προερχόταν από τα απροσμέτρητα βάθη των αιώνων, πολύ πριν φτιαχτεί ο κόσμος. Το τελετουργικό της, πέρα από ακατονόμαστες λειτουργίες και ανθρωποθυσίες, περιλάμβανε και κάποιες κληρονομικές επικλήσεις που απευθύνονταν σ’ έναν πανάρχαιο δαίμονα ήτορνασούκ.
Ο καθηγητής Γουέμπ είχε αποσπάσει από έναν ηλικιωμένου ανγκεκόκ ή μάγου-ιερέα μια φωνητική απόδοση των επικλήσεων, γράφοντας με λατινικούς χαρακτήρες τους ήχους, όσο καλύτερα μπορούσε να τους μεταφέρει. Αυτό που είχε όμως τη μεγαλύτερη σημασία ήταν το άγαλμα-φετίχ που αποτελούσε το επίκεντρο της θρησκείας αυτής, γύρω από το οποίο χόρευε η φυλή όταν το βόρειο σέλας φεγγοβολούσε ψηλά στους πάνω από τους λόφους. Το άγαλμα ήταν ένα πολύ χοντροκομμένο πέτρινο ορθογώνιο, με χαραγμένη επάνω του μια φριχτή μορφή που τη συνόδευαν μυστηριώδη πανάρχαια ιερογλυφικά. Απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, ήταν ένα αντικείμενο που παρουσίαζε σημαντική ομοιότητα με το κτηνώδες γλυπτό που είχαν μπροστά τους στο συνέδριο.
Τα νέα αυτά στοιχεία, που έγιναν δεκτά με αναταραχή και κατάπληξη από τα συγκεντρωμένα μέλη, αποδείχτηκαν δυο φορές πιο συναρπαστικά για τον επιθεωρητή Λεγκράς, που άρχισε τις απανωτές ερωτήσεις στον καθηγητή. Ο Λεγκράς είχε σημειώσει και καταγράψει μια προσευχή που ψιθύριζαν ομαδικά μέσα στα δάση τα μέλη της αίρεσης που είχε συλλάβει και πολιόρκησε στενά τον καθηγητή για να του αποσπάσει το κείμενο της επίκλησης που είχε ακούσει στους Εσκιμώους. Ακολούθησε μια εξαντλητική συγκριτική εξέταση των λεπτομερειών και μια στιγμή σιωπής και φόβου, όταν αστυνομικός και καθηγητής έμοιαζαν να συμφωνούν απολύτως ως προς τις φράσεις που χρησιμοποιούσαν στις τελετές τους δυο ομάδες ανθρώπων που τους χώριζαν ολόκληροι κόσμοι.
Αυτό που τελικά οι ιερείς των Εσκιμώοι της Γροιλανδίας και οι ιερείς των βαλτωμένων δασών της Λουϊζιάνας έψαλλαν στα κοινά τους είδωλα ήταν κάπως έτσι -οι λέξεις χωρίζονται μεταξύ τους υποθετικά, από τις παύσεις στη μελωδία των επικλήσεων- ήταν το εξής:
«Φ ‘νγκλούι μγκλου ‘ναφ Κθούλου Ρ’ λυέ βγκαχ’ναγκλ φταγκν».
Σ’ αυτό το σημείο ο Λεγκράς είχε προχωρήσει περισσότερο από τον Γουέμπ, γιατί κάποιοι από τους συλληφθέντες μιγάδες, μέσα στη φυλακή είχαν αποκαλύψει στους ανακριτές τι σήμαιναν αυτές οι λέξεις. Το κείμενο τους, όσο πιστά μπορεί να αποδοθεί, ήταν:
«Στον Οίκο του στη Ρ’λυέ ο νεκρός Κθούλου ονειρεύεται περιμένοντας».
Κατόπιν, ανταποκρινόμενος στη γενική απαίτηση, ο επιθεωρητής Λεγκράς διηγήθηκε στους συνέδρους την εμπειρία του με την αδελφότητα της αίρεσης των βάλτων και μπορώ να καταλάβω πως η ιστορία του θα επηρέασε βαθιά το θείο μου. Η αφήγησή του δικαίωνε τα πιο απλησίαστα όνειρα των φιλοσόφων και αποκάλυπτε ότι απόβλητα κοινωνικά στοιχεία και παρίες μπορούν να είναι προικισμένα με τέτοιο βαθμό συμπαντικής ενόρασης, που να καταπλήξουν τους πάντες με τις ικανότητές τους.
Την 1η Νοεμβρίου του 1907 η αστυνομία της Νέας Ορλεάνης δέχτηκε μια απελπισμένη έκκληση για βοήθεια από τα βαλτώδη, γεμάτα σκοτεινιά δάση και φαράγγια της νότιας περιοχής της πολιτείας της Λουιζιάνας. Οι κάτοικοι της περιοχής, πρωτόγονοι αλλά καλοκάγαθοι απόγονοι των πειρατών του Λαφίτ, βρίσκονταν υπό το καθεστώς ενός ανείπωτου τρόμου, εξαιτίας κάποιου άγνωστου και φρικτού πράγματος που τους είχε επιτεθεί μέσα στη νύχτα. Ήταν βουντού, φυσικά, αλλά βουντού μιας μορφής πολύ χειρότερης απ’ όλες όσες γνώριζαν. Γυναίκες και παιδιά είχαν εξαφανιστεί από το χωριό τους, από τη στιγμή που ο ήχος ενός ταμ ταμ είχε ακουστεί πέρα, μακριά, από τα μαύρα δάση όπου κανείς και τίποτα δεν κατοικούσε.Ακούγονταν τρελά ουρλιαχτά κι ανατριχιαστικές κραυγές, ψαλμωδίες που έκοβαν την αναπνοή, και στο βάθος τρεμόσβηναν διαβολικές λάμψεις από φλόγες, όπως λαχανιασμένος πρόσθεσε ο αγγελιοφόρος, ο κόσμος δεν μπορούσε πια ν’ αντέξει τέτοιο μαρτύριο.
Ένα απόσπασμα της αστυνομίας ξεκίνησε αργά το απόγευμα για την περιοχή, πάνω σε δυο άμαξες κι ένα αυτοκίνητο, με οδηγό τον τρομοκρατημένο αγγελιοφόρο. Έφτασαν μέχρι το τέλος του δρόμου και από κει συνέχισαν με τα πόδια, προχωρώντας για μίλια ολόκληρα, μέσα στη σιωπή, διασχίζοντας πυκνά δάση με μαύρα κυπαρίσσια, όπου το φως δεν εισχωρούσε ποτέ. Η πορεία τους δυσχεραινόταν από κοφτερές ρίζες και σιχαμερές δέσμες μούχλας που κρέμονταν μπροστά τους. Κάποια στιγμή έφτασαν στον καταυλισμό των ντόπιων, ένα άθλιο συνονθύλευμα από καλύβες, και σαν αστραπή τους περικύκλωσαν οι κάτοικοι κρατώντας αναμμένα δαδιά.
Από μακριά ακουγόταν αχνά το ρυθμικό χτύπημα του ταμ ταμ, και κάθε στιγμή που υποχωρούσε το σφύριγμα του ανέμου μέσα στα δάση, μια διαπεραστική κραυγή έφτανε μέχρι τ’ αυτιά τους. Μέσα στην πυκνή βλάστηση, πολύ πέρα από τον απέραντο λαβύρινθο του δάσους, τους φάνηκε πως ξεχώριζαν μια κοκκινωπή ανταύγεια. Οι ντόπιοι, που συγχύστηκαν ακόμα και στην ιδέα τού να μείνουν ξανά μόνοι τους, αρνήθηκαν πεισματικά να συνοδέψουν το απόσπασμα έστω και μια ίντσα προς την κατεύθυνση που τόσο τους τρόμαζε κι έτσι ο επιθεωρητής και οι συνάδελφοι του βυθίστηκαν χωρίς οδηγό στα βάθη των μαύρων αψίδων, της πυκνοδασωμένης φρίκης όπου κανείς τους δεν είχε ποτέ περπατήσει.
Μπήκαν σε μια περιοχή που ανέκαθεν είχε τη χειρότερη φήμη και που κανείς λευκός δεν είχε τολμήσει να διασχίσει. Οι φήμες έλεγαν ότι εκεί βρισκόταν μια κρυφή, απύθμενη λίμνη, κι ότι μέσα της κατοικούσε ένα τεράστιο, άμορφο και άσπρο πολύποδο πλάσμα και μάτια που έβγαζαν φλόγες. Οι ντόπιοι ενίσχυαν το μύθο με παραμύθια για φτερωτούς διαβόλους που τις νύχτες έβγαιναν από τις σπηλιές τους για να αποδώσουν τιμές στο διαβολικό πλάσμα. Έλεγαν πως η λίμνη με το πλάσμα βρισκόταν εκεί πριν από την εποχή του Ντ’ Ιμπερβίλ και του Λα Σαλ, πολύ πριν κι απ’ τους Ινδιάνους, κι ακόμα πριν γεννηθούν τα προϊστορικά ζώα και τα πουλιά του δάσους.
Ήταν η ενσάρκωση του χειρότερου εφιάλτη τους και, μια ματιά μόνο στο δαίμονα, σήμαινε θάνατο, η ύπαρξή του όμως έκανε τους ανθρώπους να ονειρεύονται απαίσια όνειρα κι έτσι ήξεραν πως έπρεπε να κρατηθούν μακριά από τα λημέρια του. Η τελετή βουντού που τόσο τους είχε αναστατώσει πρέπει να συνέβαινε στα όρια αυτής της απαγορευμένης περιοχής, αλλά αυτό ήταν αρκετό για να τρομάξει τους ιθαγενείς. Ίσως μάλιστα η τοποθεσία της τελετής να είχε ανάψει τη φαντασία τους περισσότερο από τις εξαφανίσεις και τους φοβερούς ήχους που άκουγαν.
Μόνο η ποίηση — ή η τρέλα — θα μπορούσε να αποδώσει τους ήχους αυτούς, που ο Λεγκράς και οι άνθρωποι του άκουγαν τώρα καθαρότερα, προχωρώντας με δυσκολία μέσα στη μαύρη χλόη, προς την κοκκινωπή ανταύγεια και τον υπόκωφο θόρυβο του ταμ ταμ. Υπάρχουν ήχοι που δεν μπορεί να προφέρει ένα ανθρώπινο ον και ήχοι που δεν μπορεί να αρθρώσει ένα ζώο, κι ήταν ανατριχιαστικό το γεγονός ότι αυτά που άκουγαν δεν μπορούσαν να βγαίνουν από το λαρύγγι ούτε του ενός ούτε του άλλου είδους. Μια κτηνώδης οργή, μια δαιμονική έκσταση, τίναζε τις κραυγές στα ύψη του πανδαιμόνιου, και τα αδιαπέραστα δάση τους παγίδευαν, στέλνοντας πίσω την ηχώ τους, λες και είχαν ανοίξει τα ίδια τα πηγάδια της κόλασης.
Κάποιες στιγμές, οι απερίγραπτοι, ζωώδεις αλαλαγμοί υποχωρούσαν και οι αστυνομικοί ξεχώριζαν κάτι σαν βραχνή χορωδία να ψάλλει μια συνεχόμενη τελετουργική φράση:
«Φ ‘νγκλούι μγκλου ‘ναφ Κθούλου Ρ’ λυέ βγκαχ’ναγκλ φταγκν».
Σε λίγο οι άντρες έφτασαν σε κάποιο είδους ξέφωτου, όπου η βλάστηση αραίωνε κι από κει αντίκρισαν το θέαμα. Τέσσερις παραπάτησαν, ένας λιποθύμησε και δυο άλλοι ούρλιαξαν από τρόμο, κι ευτυχώς που η απαίσια κακοφωνία των ψαλμωδιών έπνιξε τις κραυγές τους. Ο Λεγκράς έβρεξε με λίγα βαλτόνερα τον άντρα που είχε χάσει τις αισθήσεις του με νερό του βάλτου κι ολόκληρη η ομάδα, υπνωτισμένη από τρόμο, απέμεινε να κοιτάζει.
Καταμεσής του βάλτου στεκόταν ένα χορταριασμένο νησί, λίγο παραπάνω από ένα στρέμμα, άδεντρο και ξερό. Πάνω του ένα ημιανθρώπινο ξετρελαμένο κοπάδι πηδούσε και χόρευε σχηματίζοντας μια εικόνα τέτοιας φρίκης, που μόνο το πινέλο ενός Σαιμ ή ενός Ανγκαρόλα θα μπορούσαν ν’ αποδώσουν. Ολόγυμνα, αυτά τα υβριδικά εκτρώματα της φύσης ζάρωναν, στριφογύριζαν μούγκριζαν και στρίγκλιζαν γύρω από μια μεγάλη στρογγυλή φωτιά. Στη μέση της φωτιάς, αστράφτοντας στην ανταύγειά της, ορθωνόταν ένας τεράστιος μονόλιθος, δυόμιση μέτρα ψηλός. Στην κορυφή του, μικρό σε σύγκριση με το βράχο, αλλά πολύ περισσότερο τρομαχτικό, βρισκόταν το αποκρουστικό αγαλματίδιο. Και από δέκα ικριώματα, κυκλικά τοποθετημένα γύρω από τον ογκόλιθο, κρέμονταν ανάποδα τα νεκρά σώματα των δύστυχων ιθαγενών που είχαν εξαφανιστεί από το χωριό την περασμένη νύχτα. Γύρω από τα με περίεργο τρόπο, κατακρεουργημένα κορμιά τους χόρευαν ουρλιάζοντας οι «πιστοί», σε μια ατέλειωτη ταλάντωση ανάμεσα στα πτώματα και τη φωτιά, τη φωτιά και τα πτώματα.
Ίσως να ‘ταν η φαντασία, ίσως η ηχώ, πάντως ένας από τους αστυνομικούς πίστεψε πως άκουσε ολοκάθαρα μια τέλεια αντιφωνία στους ψαλμούς της τελετής, να φτάνει από μακριά, μέσα από τα δάση, από κάποιο σκοτεινό κι απροσδιόριστο σημείο. Ο άνθρωπος αυτός λέγεται Τζόζεφ Γκαλβέζ και πρόσφατα μου δόθηκε η ευκαιρία να τον συναντήσω και να τον ρωτήσω σχετικά, είχε, πράγματι, ζωηρή φαντασία. Ήταν σίγουρος όχι μόνο για τη φωνή, αλλά και άφησε να εννοηθεί πως από το σημείο αυτό κατάφερε να δει τεράστιες μαύρες φτερούγες και τη λάμψη από φλεγόμενα λαμπερά μάτια, καθώς και τον τεράστιο όγκο μιας ακαθόριστης φιγούρας να σαλεύει πίσω από τα μακρινά δέντρα. Υποθέτω πως είχε επηρεαστεί από τις ντόπιες δεισιδαιμονίες και τους θρύλους.
Για να λέμε την αλήθεια, το σοκ που μαρμάρωσε τους άντρες δεν κράτησε και πολύ. Γι’ αυτούς ερχόταν πρώτο το καθήκον και παρά το γεγονός ότι στο νησάκι θα πρέπει να βρίσκονταν περισσότεροι από εκατό μπάσταρδο-μιγάδες πιστοί, και μάλιστα σε έξαλλη κατάσταση, οι άντρες στηρίχτηκαν στη βοήθεια των όπλων τους και ρίχτηκαν αποφασιστικά ενάντια στο σιχαμερό τσούρμο.
Ακολούθησαν πέντε λεπτά απερίγραπτης σύγχυσης και χάους. Πυροβολισμοί, δυνατά άγρια χτυπήματα έπεφταν βροχή, στην γενική ανακατωσούρα κάποιοι κατάφεραν να το σκάσουν. Στο τέλος πάντως, ο Λεγκράς και οι άντρες του κατάφεραν να μετρήσουν σαράντα εφτά σιωπηλούς κρατουμένους, που τους έβαλαν με το ζόρι να ντυθούν και τους παρέταξαν σε σχηματισμό ανάμεσα σε δυο γραμμές αστυνομικών. Πέντε από τους πιστούς κείτονταν νεκροί κι άλλοι δυο, που είχαν βαριά τραυματιστεί, κουβαλήθηκαν σε πρόχειρα φορεία από τους συντρόφους τους. Φυσικά, ο Λεγκράς, με πολλή προσοχή, κατέβασε από το μονόλιθο το είδωλο και το πήρε μαζί του.
Στην ανάκριση που ακολούθησε, το μακρύ κι εξαντλητικό ταξίδι της επιστροφής, οι κρατούμενοι αποκαλύφθηκε πως στην πλειοψηφία τους ήταν μεικτής ράτσας, προέρχονταν από τις κατώτατες τάξεις και ήταν πνευματικά ασταθείς, με ανώμαλη ψυχοσύνθεση. Οι περισσότεροι ήταν ναυτικοί μιγάδες, κυρίως Ινδιάνοι της Καραϊβικής ή Πορτουγκέζοι Μπράβα από τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου και οι ανάκατοι λιγοστοί νέγροι και μουλάτοι έδιναν μια απόχρωση Βουντού στην ετερόκλητη ομάδα τους. Παρά την αγραμματοσύνη και τον εκφυλισμό τους τα λεγόμενα αυτών των πλασμάτων παρουσίαζαν μια εκπληκτική συνέπεια αναφορικά με την κεντρική ιδέα της αποκρουστικής λατρείας τους.
Όπως εξήγησαν λάτρευαν τους Μεγάλους Παλαιούς που έζησαν στη γη ατέλειωτους αιώνες πριν εμφανιστούν οι άνθρωποι, εκείνους που έφτασαν στον κόσμο μας από τον ουρανό. Οι Παλαιοί εκείνοι έχουν τώρα εξαφανιστεί, βρίσκονται βαθιά στα σπλάχνα της γης ή στις αβύσσους των ωκεανών, όμως, τα νεκρά τους σώματα μπόρεσαν να επικοινωνήσουν με τον πρώτο άνθρωπο, να μπουν στα όνειρά του και μέσα απ’ αυτόν να ιδρύσουν τη Λατρεία τους, που δεν έσβησε ποτέ. Αυτή ήταν η θρησκεία τους και, όπως εξήγησαν οι κρατούμενοι, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα, περιμένοντας τον Κθούλου, το Μεγάλο Ιερέα των Αρχαίων.
Ο Κθούλου κείτεται στο Ρ’λυέ το σκοτεινό του Οίκο, κάτω από τα νερά, και κάποτε θα αναστηθεί και θα πάρει ξανά τον κόσμο. Κάποια μέρα ο Κθούλου θα τους καλέσει και τότε όλοι οι πιστοί του, από τις πιο μακρινές και κρυφές γωνιές ολόκληρης της γης, θα είναι έτοιμοι για να τον ελευθερώσουν. Δεν ήταν διατεθειμένοι να πουν τίποτ’ άλλο. Είχαν όμως κάποιο μυστικό, που όλα τα βασανιστήρια του κόσμου δεν ήταν αρκετά για να τους το αποσπάσουν. Δεν είναι μόνο του το ανθρώπινο γένος ανάμεσα σ’ όλα τα όντα της γης και μέσα από το σκοτάδι βγαίνουν μερικές φορές πλάσματα για να χαιρετήσουν τους πιστούς. Όμως τα πλάσματα αυτά δεν είναι οι Μεγάλοι Αρχαίοι, αυτούς δεν τους έχει δει ποτέ κανείς.
Το άγαλμα ήταν πράγματι ο Μεγάλος Παλαιός Κθούλου, αλλά κανένας δε γνωρίζει αν και οι άλλοι Παλαιοί έχουν μορφή σαν τη δική του. Ούτε κανείς ήξερε να ερμηνεύσει τις γραφές στη βάση του αγάλματος, αλλά η εξήγησή τους περνούσε από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά. Η επίκληση αυτή δεν ήταν το μυστικό τους — το μυστικό λεγόταν ψιθυριστά και μόνο μεταξύ τους. Η επίκληση σήμαινε απλώς «Στον Οίκο του στη Ρ’λυέ ο νεκρός Κθούλου ονειρεύεται περιμένοντας».
Από τους σαράντα και παραπάνω αιχμαλώτους, το δικαστήριο κρέμασε μόνο δύο, όσους δηλαδή βρήκε αρκετά λογικούς για να τιμωρηθούν. Οι υπόλοιποι κλείστηκαν σε διάφορα άσυλα. Κανείς δεν παραδέχτηκε πως συμμετείχε στις ανθρωποθυσίες. Όλοι τους ισχυρίζονταν πως τους χωρικούς τους είχαν κατασπαράξει ΕΚΕΙΝΟΙ, με τα ΜΑΥΡΑ ΦΤΕΡΑ, που είχαν βγει από τις κρυψώνες τους μέσα από το δάσος, αλλά κανένα στοιχείο των αλλόκοτων αυτών συμμάχων δε βρέθηκε ποτέ, παρ’ όλες τις έρευνες που έγιναν.
Οι μόνες πληροφορίες που κατάφεραν οι αστυνομικοί ν’ αποσπάσουν ήρθαν από το στόμα ενός απίστευτα ηλικιωμένου μιγάδα ναύτη που ονομαζόταν Κάστρο και ισχυριζόταν πως στα μακρινά ταξίδια του είχε φτάσει σε παράξενα λιμάνια κι είχε έρθει σε επαφή με τους αθάνατους ιερείς της φρικιαστικής λατρείας, που ζούσαν στα βάθη της Κίνας. Αυτά που διηγήθηκε ο Κάστρο έκαναν ακόμα και τις χειρότερες υποθέσεις των θεολόγων να χλομιάζουν κι έδειχνε πόσο προσωρινή, ασήμαντη και διαβατική ήταν στην πραγματικότητα η ανθρώπινη ζωή πάνω στον πλανήτη.
Πριν από εκατομμύρια αιώνες, είπε, υπήρχαν όντα που βασίλευαν στη γη, στις δικές τους πόλεις, που, όπως του εκμυστηρεύτηκαν οι Κινέζοι ιερείς, στέκονταν ακόμα ερειπωμένες στους κυκλώπειους ογκόλιθους των ερημικών νησιών του Ειρηνικού. Τα όντα πέθαναν πολύ πριν ο πρώτος άνθρωπος εμφανιστεί στη γη, αλλά όταν τ’ αστέρια θα κάνουν τον κύκλο τους και θα επιστρέψουν στη σωστή τους θέση, Εκείνοι θα ξαναζωντανέψουν, γιατί Εκείνοι ήρθαν στ’ αλήθεια από τ’ αστέρια κι έφεραν μαζί τους τα είδωλα και τις εικόνες τους.
Δεν ήταν φτιαγμένοι από σάρκα και αίμα οι Μεγάλοι Παλαιοί, συνέχισε ο Κάστρο. Είχαν μορφή — αυτό έδειχναν και τα είδωλά τους — αλλά η μορφή τους δεν ήταν καμωμένη από ύλη. Όταν οι αστρικοί δρόμοι ήταν κατάλληλοι, ορμούσαν μέσα στο Σύμπαν περνώντας από Κόσμο σε Κόσμο, όταν όμως τ’ αστέρια ήταν σε λάθος θέση, δεν μπορούσαν να ζήσουν. Πέθαιναν, αλλά δεν πέθαιναν. Κείτονταν θαμμένοι στους λίθινους Οίκους, στη μεγάλη πόλη Ρ’λυέ, προστατευμένοι από τα μάγια του παντοδύναμου Κθούλου, περιμένοντας τη λαμπρή τους ανάσταση, τη στιγμή ακριβώς που η γη και τ’ άστρα θα ήταν έτοιμα γι’ Αυτούς.
Εκείνη όμως τη στιγμή ήταν που χρειάζονταν μια εξωτερική δύναμη για να τους βοηθήσει να ελευθερωθούν, γιατί τα μάγια του Κθούλου, αυτά που τους προστάτευαν, τους κρατούσαν και φυλακισμένους, ανίκανους για οτιδήποτε εκτός από το να παραμένουν σε αιώνιο ύπνο και αιώνια σκέψη, καθώς αμέτρητα εκατομμύρια χρόνια περνούσαν και περνούσαν… Ό,τι συνέβαινε στο Σύμπαν το γνώριζαν, γιατί μπορούσαν να ταξιδεύουν με τη σκέψη τους, κι έτσι μπορούσαν να συνεννοούνται μέσα στους τάφους τους. Κι έπειτα, μετά από τόσους και τόσους αιώνες, όταν εμφανίστηκαν οι άνθρωποι, οι Μεγάλοι Παλαιοί μίλησαν στους πιο ευαίσθητους ανάμεσά τους λαξεύοντας επιδέξια τα όνειρά τους, μια που τα ναρκωμένα θηλαστικά μονάχα έτσι μπορούσαν να αισθανθούν την Παρουσία τους.
Έτσι, συνέχισε ψιθυριστά ο Κάστρο, δημιουργήθηκαν οι πρώτες εστίες λατρείας, γύρω από τα Είδωλα που οι Μεγάλοι Παλαιοί τους αποκάλυψαν, τα ίδια Είδωλα που είχαν κουβαλήσει μαζί τους από τ’ αστέρια. Η Λατρεία δε θα σβήσει ποτέ, μέχρι που όλα τ’ άστρα να γυρίσουν στη σωστή τους θέση και οι μυστικοί ιερείς να σηκώσουν από τον τάφο του τον Κθούλου, που με τη σειρά του θ’ αναστήσει τους Ομοίους του και μαζί τους θα βασιλέψει στον κόσμο.
Θα ήταν εύκολο να καταλάβουν οι πιστοί του πότε θα πλησίαζε αυτή η μεγάλη στιγμή, γιατί τότε οι άνθρωποι θ’ άρχιζαν να μοιάζουν με τους Μεγάλους Παλαιούς. Θα γίνονταν αχαλίνωτοι και ασύδοτοι, πάρε από το καλό και το κακό, αδιαφορώντας για νόμους και ηθική και ξεσπώντας σ’ ένα ξέφρενο ξεφάντωμα μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από κραυγές και σκοτωμούς. Μετά οι λευτερωμένοι Παλαιοί θα τους δίδασκαν νέους τρόπους ν’ αλαλάζουν, να σκοτώνουν, και να ξεφαντώνουν και ολόκληρη η γη θα φούντωνε σ ένα ολοκαύτωμα έκστασης και κραιπάλης.
Στο μεταξύ η Λατρεία πρέπει να διατηρήσει ανέπαφη τη μνήμη Εκείνων, επαναλαμβάνοντας, σε κρυφές τελετές τις δικές τους συνήθειες, προαναγγέλλοντας έτσι την άφιξη τους. Στα πολύ παλιότερα χρόνια, κάποιοι εκλεκτοί είχαν συναντήσει τους Μεγάλους Παλαιούς μέσα στα όνειρά τους και είχαν συνομιλήσει μαζί τους, αλλά μετά κάτι απρόσμενο είχε συμβεί. Η μεγάλη πέτρινη πόλη της Ρ’λυέ, με τους πύργους και τους μονόλιθους, είχε βυθιστεί στα βάθη των ωκεανών και τα αβυσσαλέα νερά της θάλασσας, που είναι οπλισμένα με κάποια μυστική δύναμη, ισχυρότερη κι από τη δική τους, είχαν εμποδίσει τη φασματική επικοινωνία. Οι μνήμες όμως δεν έσβηναν και οι ιερείς λένε πως, όταν έρθει η ώρα, η πόλη θα αναδυθεί από το βυθό.
Όταν γκρεμίστηκε η πόλη, βγήκαν από τα βάραθρα της γης οι μαυροφτέρουγοι δαίμονες, μεταφέροντας ψιθυριστά μηνύματα και μυστικά στους πιστούς, από τα σκοτεινά υποθαλάσσια σπήλαια. Γι’ αυτούς όμως ο Κάστρο δεν ήθελε να μιλήσει περισσότερο, όσο κι αν τον πίεσαν, όσο κι αν προσπάθησαν να τον παραπλανήσουν. Κι ακόμα πιο πολύ αρνήθηκε να μιλήσει για το μέγεθος των Μεγάλων Παλαιών. Για την ίδια τη Λατρείας του Κθούλου, αποκάλυψε πως το κεντρικό της σημείο θα πρέπει να βρισκόταν στις απάτητες ερήμους της Αραβίας, στην μυθική Ιρέμ, τη Χαμένη Πόλη των Κιόνων. Η λατρεία αυτή δεν είχε καμιά σχέση με τις Αδελφότητες της Μαγείας στην Ευρώπη, και τα μέλη των αιρέσεων αυτών την αγνοούσαν. Ίχνος της δεν έμενε σε κανένα βιβλίο, παρ’ όλο που οι ιερείς της Κίνας είχαν αφήσει να εννοηθεί πως το «Νεκρονομικόν» του τρελού Αραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ περιείχε διπλά μηνύματα που μονάχα ο μυημένος μπορούσε να ερμηνεύσει ανάλογα. Ειδικά ο πολυσυζητημένο δίστιχο:
Δεν είν’ νεκρό εκείνο που αιώνια μπορεί να περιμένει
Μα με το διάβα των παράξενων αιώνων
ως κι ο θάνατος μπορεί να πεθαίνει.
Βαθύτατα επηρεασμένος, ο Λεγκράς είχε αναστατώσει τον κόσμο ψάχνοντας για ιστορικές διασυνδέσεις της Λατρείας. Μάταια. Ο Κάστρο είχε προφανώς δίκιο, η Λατρεία ήταν εντελώς μυστική. Οι ειδικοί στο πανεπιστήμιο της Τουλέην δεν μπορούσαν να τον διαφωτίσουν σχετικά με κάποια παρόμοια αίρεση ή θρησκεία και τώρα ο Λεγκράς είχε έρθει να συναντήσει τις μεγαλύτερες αυθεντίες στη χώρα και δεν είχε καταφέρει να μάθει τίποτα περισσότερο εκτός από την ιστορία του καθηγητή Γουέμπ για τη Γροιλανδία. Το τεράστιο ενδιαφέρον που προκάλεσε ο Λεγκράς και το άγαλμα στο συνέδριο των αρχαιολόγων φαίνεται καθαρά από τις εκτεταμένες ανταλλαγές απόψεων στην αλληλογραφία τους, αν και στις επίσημες ανακοινώσεις και τα πρακτικά του συνεδρίου ελάχιστες αναφορές υπάρχουν στο περιστατικό. Οι αρχαιολόγοι, που έχουν συνηθίσει να έρχονται αντιμέτωποι με τσαρλατάνους και απατεώνες, είναι πολύ προσεκτικοί στη δημοσιοποίηση τέτοιων στοιχείων. Για ένα διάστημα, ο Λεγκράς δάνεισε το άγαλμα στον καθηγητή Γουέμπ, μετά το θάνατο του όμως το πήρε πίσω και το έχει ακόμα στην ιδιοκτησία του.
Στο σπίτι του Λεγκράς μου δόθηκε η ευκαιρία να το δω από κοντά, πριν από λίγο καιρό. Είναι στ’ αλήθεια ένα τρομαχτικό αντικείμενο και, χωρίς καμιά αμφιβολία, πανομοιότυπο με το γλυπτό του νεαρού Ουίλκοξ. Δεν απορώ καθόλου με τον ενθουσιασμό του θείου μου, όταν άκουσε τις αφηγήσεις του νέου. Ήταν επόμενο να πάρουν φωτιά οι σκέψεις του, ειδικά μετά την ιστορία του Λεγκράς, τη στιγμή που ήρθε σε επαφή μ’ ένα νεαρό που είχε δει στα όνειρα του, όχι μόνο το ίδιο το άγαλμα, αλλά και με θαυμαστή ακρίβεια είχε αντιγράψει τα ιερογλυφικά του.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά είχε απομνημονεύσει μέσα στο όνειρο του τρεις από τις λέξεις της ίδιας επίκλησης που πρόφεραν, σε δυο διαφορετικά μέρη της γης, οι διαβολικοί Εσκιμώοι και οι δαιμονισμένοι κάτοικοι της Λουιζιάνας. Η συστηματική έρευνα στην οποία επιδόθηκε αμέσως ο θείος μου ήταν απολύτως φυσιολογική, αν κι εγώ υποπτευόμουν ότι ο Ουίλκοξ είχε συμπτωματικά πληροφορηθεί τις λεπτομέρειες της ιστορίας του Λεγκράς και είχε εφεύρει τα όνειρα για να περιπλέξει και να εντείνει το μυστηριώδες της όλης ιστορίας, πλέκοντας μια κακόγουστη φάρσα εις βάρος του θείου μου. Βέβαια, την υποψία μου αυτή την ανέτρεπαν οι αφηγήσεις παράλληλων ονείρων από διαφορετικούς ανθρώπους, την ίδια ακριβώς εποχή, αλλά η τετράγωνη λογική μου και η όλη απιθανότητα της υπόθεσης με έσπρωχναν στους πιο προσγειωμένους συλλογισμούς. Έτσι, αφού μελέτησα εξονυχιστικά όλα τα χειρόγραφα κι αφού έκανα μια λεπτομερέστατη συγκριτική μελέτη της ιστορίας του Λεγκράς με στοιχεία φιλοσοφικών, θεολογικών και ανθρωπολογικών επιστημών, ταξίδεψα στην Πρόβιντενς για να συναντήσω το γλύπτη και να τον επιπλήξω όπως του άξιζε για την αναστάτωση που είχε προξενήσει σ’ έναν τόσο αξιόλογο ηλικιωμένο άνθρωπο.
* Πολύ σύντομα είχα απολύτως πειστεί για την ειλικρίνειά του. Μιλούσε για κείνα τα όνειρα μ’ έναν τρόπο που δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Τόσο τα όνειρα εκείνα όσο και η μνήμη τους στο υποσυνείδητο του είχαν επηρεάσει βαθιά τα έργα του. Μου έδειξε ένα γλυπτό τόσο μακάβριο, που οι σκοτεινές, υποβλητικές γραμμές του έστειλαν ένα ρίγος κατευθείαν στην ψυχή μου. Ήταν το γλυπτό της ανάγλυφης πλάκας, που όπως ομολόγησε ο ίδιος δεν το είχε δει ποτέ του στην πραγματικότητα, κι όμως οι γραμμές του λες και δημιουργήθηκαν μόνες τους κάτω από τα χέρια του. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν το γιγαντιαίο αποκρουστικό πλάσμα που έβλεπε στο παραλήρημά του. Αργότερα ξεκαθάρισε απολύτως και το γεγονός ότι ο Ουίλκοξ είχε πλήρη άγνοια γύρω από το θέμα της μυστικής λατρείας, εκτός από κάτι ψήγματα λεπτομερειών που είχε μάθει από το θείο μου. Έπιασα τον εαυτό μου ν’ αγωνίζεται να βρει κάποια λογική εξήγηση για τις εμπειρίες του νέου.
Ο γλύπτης μιλούσε για τα όνειρά του μ’ ένα ύφος σχεδόν ποιητικό. Μου μετέφερε ζωηρά την εικόνα της υγρής κυκλώπειας πόλης, φτιαγμένης από τεράστιες, πράσινες, βλεννώδεις πέτρες, όλη της η γεωμετρία ήταν λάθος, μου εξήγησε. Ήταν σαν ν’ άκουγα με τ’ αυτιά μου το αδιάκοπο, σχεδόν πνευματικό κάλεσμα μέσα από τα σπλάχνα της γης, «Κθούλου φταγκν, Κθούλου φταγκν». Ήταν οι λέξεις της επίκλησης που καλούσε τον Κθούλου να σηκωθεί μέσα από τον αιώνιο ύπνο του, και παρ’ όλο τον ορθολογισμό μου, ταράχτηκα πολύ.
Ήμουν πια σίγουρος ότι ο Ουίλκοξ κάπου, κάπως, είχε ακούσει για τη Λατρεία και είχε ξεχάσει το γεγονός, που ανακατεύτηκε στο μυαλό του με τον κυκεώνα των παράξενων βιβλίων που διάβαζε και των δικών του προσωπικών φαντασιών. Κι αργότερα, οι λεπτομέρειες πέρασαν στο υποσυνείδητο του και εκφράστηκαν στα όνειρά του, στην ανάγλυφη πλάκα και στο τεράστιο γλυπτό που έστεκε μπροστά μου. Είχε πράγματι εξαπατήσει το θείο μου, αλλά από αθωότητα. Ο νεαρός ήταν στο κάτω κάτω λιγάκι αλλοπαρμένος και αρκετά κακότροπος, ένας χαρακτήρας που δε θα μπορούσα ποτέ να συμπαθήσω. Παρ’ όλα αυτά, ήμουν πια πρόθυμος να παραδεχτώ πως ήταν τόσο ειλικρινής όσο και γνήσια προικισμένος. Τον αποχαιρέτησα φιλικά και του ευχήθηκα όλη την επιτυχία που ταίριαζε σ’ ένα ταλέντο μεγάλο σαν το δικό του.
Το πρόβλημα της Λατρείας του Κθούλου δεν έπαψε να με γοητεύει. Πολύ συχνά φανταζόμουν τη δόξα και την αναγνώριση που με περίμενε αν κατάφερνα ν’ ανακαλύψω την αληθινή της προέλευση και τις διασυνδέσεις της. Πήγα στη Νέα Ορλεάνη, συζήτησα με τον Λεγκράς, συνάντησα κι άλλους από τους αστυνομικούς της μοιραίας εφόδου, είδα το φοβερό είδωλο και ανέκρινα ακόμα και μερικούς από τους κρατουμένους που ζούσαν ακόμα. Ο γέρο-Κάστρο, δυστυχώς, είχε πεθάνει από χρόνια.
Αυτά που άκουσα και συγκέντρωσα, αυτή τη φορά από πρώτο χέρι, παρ’ όλο που δε μου έμαθαν τίποτα περισσότερο από τα χειρόγραφα του θείου μου, κέντρισαν το ενδιαφέρον μου ακόμα περισσότερο. Ήμουν σίγουρος πως βρισκόμουν στα πρόθυρα της ανακάλυψης μιας πολύ πραγματικής, πολύ αρχαίας και πολύ απόκρυφης θρησκείας, που η μελέτη της θα με καθιέρωνε στον κλάδο μου σαν έναν εξέχοντα ανθρωπολόγο. Η στάση μου απέναντι στην όλη υπόθεση ήταν απολύτως ορθολογιστική — και σήμερα εύχομαι να είχε παραμείνει τέτοια. Όσο για τις συμπτώσεις ανάμεσα στα όνειρα τόσων ανθρώπων και τα αποκόμματα δημοσιεύσεων που αναφέρονταν σε ομαδικές κρίσεις υστερίας, όλα αυτά τα απέδιδα σε κάποιες ανεξήγητες διαστροφές.
Πάντως, τότε ήταν που άρχισα να υποψιάζομαι κάτι – κάτι που σήμερα γνωρίζω με βεβαιότητα- ο θείος μου δεν είχε πεθάνει από φυσικό θάνατο. Είχε πέσει νεκρός ανηφορίζοντας ένα δρομάκι που ξεκινούσε από την παραλία και περνούσε μέσα από δάση, σπρωγμένος από έναν απρόσεχτο Νέγρο ναύτη. Δεν μπορούσα να ξεχάσω τους πιστούς της Λουιζιάνας με το ανάμεικτο αίμα, που ήταν οι περισσότεροι ναυτικοί, και δε θα παραξενευόμουν καθόλου αν μάθαινα ότι οι αφοσιωμένοι σ’ αυτού του είδους τις τελετουργίες κατείχαν τη γνώση της δηλητηριασμένης βελόνας ή άλλες μυστικές δολοφονικές μεθόδους. Ο Λεγκράς και οι άνθρωποι του βέβαια δεν έπαθαν τίποτα δυσάρεστο, αλλά στη Νορβηγία, ένας ναύτης που είδε περισσότερα απ’ όσα έπρεπε είναι τώρα νεκρός. Κι αν οι εκτεταμένες έρευνες του θείου μου έφτασαν σε ακατάλληλα αυτιά; Νομίζω πως ο καθηγητής Άνγκελ πέθανε επειδή γνώριζε πολλά, ή τουλάχιστον επειδή ήταν έτοιμος να τα μάθει. Το τι θα συμβεί σε μένα είναι ακόμα άγνωστο, γιατί, τώρα ξέρω κι εγώ πολλά.
Τρέλα στη μέση της θάλασσας: Αν η τύχη αποφάσιζε να μου κάνει ένα μεγάλο δώρο, το καλύτερο που θα μπορούσε να μου συμβεί θα ήταν να σβηστεί ολοκληρωτικά από τη μνήμη μου αυτό που, εντελώς κατά τύχη, πήρε το μάτι μου σ’ ένα παλιό κομμάτι εφημερίδας που χρησίμευε για περιτύλιγμα. Δε θα μπορούσα να το έχω δει αλλιώς, γιατί ήταν ένα κομμάτι αυστραλέζικης εφημερίδας, του δελτίου του Σύντνευ Μπούλετιν με ημερομηνία 18 Απριλίου 1925. Ακόμα και το ειδικευμένο γραφείο Τύπου, που εξυπηρετούσε το θείο μου την εποχή των ερευνών του, δεν το είχε προσέξει.
Το μεγαλύτερο μέρος της ερευνητικής μου εργασίας ήταν τώρα αφιερωμένο σ’ αυτό που ο καθηγητής Ειντζελλ ονόμαζε «Λατρεία του Κθούλου». Βρισκόμουν για επίσκεψη στο Νιου Τζέρσεϊ, για να δω έναν πολύ καλλιεργημένο φίλο μου που ήταν επικεφαλής του μουσείου της περιοχής και διακεκριμένος μεταλλειολόγος. Μια μέρα, στο πίσω δωμάτιο του μουσείου, μελετούσα κάποια δείγματα ευρημάτων που ήταν πρόχειρα τυλιγμένα και ακουμπισμένα σε ράφια, όταν εντελώς τυχαία το μάτι μου έπεσε σε μια περίεργη φωτογραφία, σε μια σελίδα εφημερίδας που χρησίμευε σαν περιτύλιγμα κάποιων από τα ευρήματα. Ήταν το Δελτίο του Σύντνευ Μπούλετιν , όπως ανέφερα, και βρισκόταν εκεί γιατί ο φίλος μου είχε συνεργάτες που του έστελναν δείγματα από τις πιο μακρινές γωνιές της γης. Η φωτογραφία ήταν λεπτομέρεια ενός λιθοχαρακτικού, πανομοιότυπου μ’ αυτό που είχε στην κατοχή του ο Λεγκράς. Ξετύλιξα την εφημερίδα και εξέτασα με προσοχή το άρθρο που συνόδευε τη φωτογραφία. Ήταν σχετικά σύντομο, αλλά τα όσα ανέφερε είχαν τεράστια σημασία για την έρευνά μου. Το πήρα μαζί μου και ρίχτηκα στη δράση. Το κείμενο του ήταν το παρακάτω:
Ανεύρεση Μυστηριώδους Έρμαιου Σκάφους Στην Θάλασσα: Το Βίτζιλαντ κατέπλευσε στο λιμάνι μας ρυμουλκώντας ακυβέρνητο αλλά οπλισμένο νεοζηλανδέζικο σκάφος. Ένας επιζών και ένας νεκρός στο καταστρεμμένο πλοίο. Συναρπαστική ιστορία μάχης, πειρατείας και θανάτου στο πέλαγος. Ο επιζών ναυτικός αρνείται να αποκαλύψει λεπτομέρειες. Μυστηριώδες αγαλματίδιο στην κατοχή του. Διεξάγονται ανακρίσεις. Το φορτηγό Βίτζιλαντ, της εταιρίας Μόρισον, που απέπλευσε από το Βαλπαρέζο, έφτασε σήμερα το πρωί στο λιμάνι Ντάρλινγκ ρυμουλκώντας το καταστρεμμένο, αλλά πλήρως οπλισμένο ατμόπλοιο Αλχρτ, από τη Νέα Ζηλανδία. Το Βίτζιλαντ εντόπισε το Αλέρτ στις 12 Απριλίου, σε γεωγραφικό πλάτος 34° 21′ -γεωγραφικό μήκος 152° 17′, με έναν επιζώντα και ένα νεκρό επί του σκάφους. Το Βίτζιλαντ έφυγε από το Βαλπαρέζο στις 25 Μαρτίου και στις 2 Απριλίου είχε ξεφύγει κατά πολύ από την προκαθορισμένη πορεία του, λόγω των ισχυρών ανέμων και της θαλασσοταραχής που επικρατούσε. Στις 12 Απριλίου εντοπίστηκε το ναυάγιο. Το σκάφος φαινόταν εγκαταλειμμένο, αλλά βρέθηκαν σ’ αυτό δυο άντρες, που ο ένας τους βρισκόταν σε κατάσταση παραληρήματος και ο άλλος ήταν ήδη νεκρός για περισσότερο από μια βδομάδα.
Ο επιζήσας κρατούσε σφιχτά ένα αποκρουστικό πέτρινο αγαλματίδιο, άγνωστης προέλευσης, τριάντα πόντους ψηλό. Για το άγαλμα αυτό, η Βασιλική Ακαδημία του πανεπιστημίου του Σίντνεϊ και το μουσείο της οδού Κόλετζ δήλωσαν απόλυτη άγνοια. Ο επιζήσας ναυτικός ισχυρίζεται ότι το βρήκε σε μια από τις καμπίνες του πλοίου, σε ένα μικρό, συνηθισμένο εικονοστάσι. Το άγαλμα στηρίζεται σε μια σκαλιστή ορθογώνια βάση. Ο ναυτικός που επέζησε, αφού ανέκτησε τα λογικά του, διηγήθηκε μια εξαιρετικά μυστηριώδη ιστορία μακελειού και πειρατείας. Ονομάζεται Γκούσταβ Γιόχανσεν, είναι Νορβηγός και αρκετά έξυπνος και ήταν ο δεύτερος καπετάνιος της δικάταρτης σκούνας Έμμα που απέπλευσε από το Ωκλαντ για το Καϊάο του Περού, στις 20 Φεβρουαρίου, με ενδεκαμελές πλήρωμα.
Μια μεγάλη καταιγίδα την 1η Μαρτίου έριξε το Έμμα εκτός πορείας. Στις 22 Μαρτίου, και σε συντεταγμένες γεωγραφικό πλάτος 49° 51′, γεωγραφικό μήκος 128° 34′, το Έμμα συνάντησε το Αλέρτ, επανδρωμένο από ένα περίεργο κακομούτσουνο και εγκληματικό πλήρωμα, που το αποτελούσαν κυρίως μιγάδες και ιθαγενείς Κανάκος. Ο πλοίαρχος του Έμμα, ο καπετάνιος Κόλινς, έλαβε την απότομη και τελεσίδικη διαταγή να κάνει όπισθεν ολοταχώς και να μην πλησιάσει. Όταν αγνόησε τη διαταγή, το Αλέρτ, χωρίς καμιά άλλη προειδοποίηση, άνοιξε άγριο πυρ εναντίον της σκούνας, χρησιμοποιώντας τα βαριά μπρούντζινα κανόνια που αποτελούσαν μέρος του οπλισμού του.
Οι άντρες του Έμμα δε δείλιασαν, και παρ’ όλο που το δικάταρτο είχε ήδη αρχίσει να βυθίζεται από τα ρήγματα στην καρίνα, το πλήρωμά του κατάφερε να πλευρίσει το εχθρικό πλοίο και να πραγματοποιήσει ‘ρεσάλτο’. Ακολούθησε μάχη σώμα με σώμα στο κατάστρωμα και οι άντρες του Έμμα υποχρεώθηκαν να σκοτώσουν ολόκληρο το πλήρωμα του Αλέρτ που, αν και αδέξια, πολέμησε με αφάνταστη βαρβαρότητα,
σχεδόν με απόγνωση, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα αποτρόπαιες μεθόδους.
Τρεις άντρες από το πλήρωμα του Έμμα, ανάμεσά τους και ο καπετάνιος και ο πρώτος ύπαρχος, ο Γκριν, σκοτώθηκαν κατά την συμπλοκή. Οι υπόλοιποι οχτώ, κάτω από τις διαταγές του δεύτερου καπετάνιου, του Γιόχανσεν, κατέλαβαν το αιχμαλωτισμένο ατμόπλοιο και ακολούθησαν την προδιαγεγραμμένη πορεία του, για να διαπιστώσουν τους λόγους που οι άντρες του Αλέρτ τους απαγόρευαν να πλησιάσουν σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο. Την άλλη μέρα έφτασαν και αποβιβάστηκαν σ’ ένα μικρό νησί. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις συγκεκριμένες συντεταγμένες δεν έχει καταγραφεί πουθενά τέτοιο νησί.
Κι εκεί, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, που ο Γιόχανσεν δεν εννοεί να εξηγήσει, άλλοι έξι από τους άντρες σκοτώθηκαν. Το μόνο που λέει ο Νορβηγός είναι ότι γκρεμίστηκαν σε κάποιο είδος πέτρινου χάσματος. Πολύ αργότερα, ο ίδιος ο Γιόχανσεν, μαζί με το ναύτη που επέζησε, έφτασαν στο Αλέρτ και προσπάθησαν να επιστρέψουν, αλλά η φοβερή καταιγίδα της 2ας Απριλίου άφησε το πλοίο ακυβέρνητο. Από την ημερομηνία αυτή και μέχρι τη στιγμή της διάσωσής του, ο Νορβηγός ναυτικός δεν μπορεί να θυμηθεί σχεδόν τίποτα, ούτε καν το πότε ακριβώς εξέπνευσε ο Γουίλιαμ Μπράιντεν, ο τελευταίος από τους συντρόφους του. Τα αίτια του θανάτου του μένουν ανεξακρίβωτα και αποδίδονται μάλλον σε δυνατό σοκ, ή σε πολυήμερη έκθεση στις καιρικές συνθήκες.
Βάσει στοιχείων που προέκυψαν από τις έρευνες, το Αλέρτ ήταν αρκετά γνωστό εμπορικό σκάφος σ’ όλη την περιοχή, αν και η φήμη του κάθε άλλο παρά καλή ήταν. Το είχε στην ιδιοκτησία της μια μυστηριώδης ομάδα μιγάδων, που οι ντόπιοι τους έβλεπαν με μεγάλη περιέργεια να εξαφανίζονται κάθε τόσο μέσα στα δάση για μυστικές συνελεύσεις. Το ατμόπλοιο είχε φύγει από το Ντιούντεν, πολύ βιαστικά, ακριβώς την ημέρα της μεγάλης θύελλας και του σεισμού της 1ης Μαρτίου. Ο ανταποκριτής μας από το Ώκλαντ επισημαίνει ότι το Έμμα και το πλήρωμά του έχαιραν μεγάλης εκτίμησης και ο πλοίαρχος Γιόχανσεν ήταν παντού γνωστός σαν σοβαρός και αξιόλογος άνθρωπος. Το ναυαρχείο έχει διατάξει έρευνες σχετικά με την υπόθεση και θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να πειστεί ο Γιόχανσεν να δώσει περισσότερες εξηγήσεις.
Αυτό ήταν όλο κι όλο το άρθρο, μαζί με την αποκρουστική φωτογραφία του ειδώλου, αλλά καταλαβαίνετε τι ανεμοστρόβιλο σκέψεων δημιούργησε μέσα στο μυαλό μου. Νέα στοιχεία για τη λατρεία του Κθούλου έβγαιναν στο φως, με την πρόσθετη γνώση ότι η θρησκεία ήταν διαδεδομένη τόσο στη θάλασσα, όσο και στην ξηρά. Γιατί το πλήρωμα του Αλέρτ είχε διατάξει το Έμμα να οπισθοχωρήσει; Πού πήγαιναν αυτοί οι άντρες έχοντας στην κατοχή τους το αγαλματίδιο και ποιο ήταν το νησί που πάνω του είχαν χάσει τη ζωή τους έξι άντρες και για το οποίο ο Γιόχανσεν δεν άνοιγε το στόμα του; Τι είχε προκύψει από τις ανακρίσεις του ναυαρχείου και τι γνώριζαν στο Ντιούντεν, όπου είχε ναυτολογηθεί το Αλέρτ για τη Λατρεία; Και, πάνω απ’ όλα, τι κρυβόταν πίσω απ’ αυτή την ολοφάνερα σημαδιακή σύμπτωση ημερομηνιών που με τόση προσοχή συγκέντρωνε ο θείος μου;
Αυτές είναι οι συντεταγμένες που
«Στον Οίκο του στη Ρ’λυέ ο νεκρός Κθούλου ονειρεύεται περιμένοντας»
* Δεν έζησε πολύ μετά την επιστροφή του, μου είπε η γυναίκα του. Τα γεγονότα του ναυαγίου του 1925 τον είχαν τσακίσει. Σ’ εκείνη την ίδια δεν είχε εκμυστηρευτεί τίποτα περισσότερο απ’ όσα είχε πει και σ’ όλους τους άλλους, αλλά είχε αφήσει ένα μεγάλο χειρόγραφο «τεχνικών λεπτομερειών», γραμμένο στα αγγλικά, προφανώς σε μια προσπάθεια να προστατέψει τη γυναίκα του από τον κίνδυνο να το διαβάσει, έστω κι από περιέργεια. Ο Γιόχανσεν έκανε τον περίπατο του σ’ ένα στενό δρομάκι κοντά στις αποβάθρες όταν ξαφνικά, ένα χοντρό πακέτο από εφημερίδες που έπεσαν από μια σοφίτα, τον έριξε καταγής. Δυο μελαψοί ανατολίτες ναύτες έτρεξαν να τον βοηθήσουν να σηκωθεί, αλλά ήταν ήδη νεκρός πριν φτάσει το ασθενοφόρο. Οι γιατροί δεν βρήκαν καμία παθολογική αιτία, απέδωσαν το θάνατο του σε κάποια καρδιακή ανεπάρκεια και οργανική εξάντληση από τις κακουχίες που τον είχαν καταβάλει.
Ακούγοντας τη γυναίκα, αισθάνθηκα να με σφίγγει σαν μέγκενη ο τυφλός τρόμος που ξέρω πως δε θα μ’ αφήσει ποτέ πια να ησυχάσω, μέχρι να κλείσω κι εγώ τα μάτια μου για πάντα, είτε φυσιολογικά, είτε από κάποιο «ατύχημα». Έπεισα τη χήρα πως η σχέση μου με τον άντρα της ήταν τέτοια που μου έδινε το δικαίωμα να εξετάσω τις «τεχνικές λεπτομέρειες» που ανέφερε ο άντρας της, πήρα το χειρόγραφο και άρχισα να το διαβάζω στο πλοίο που με γύρισε στο Λονδίνο.
Ήταν απλοϊκό και μπερδεμένο — μια προσπάθεια ενός αγράμματου ναύτη να κρατήσει ένα «post facto» ημερολόγιο, αφηγούμενος, μέρα με τη μέρα, τα γεγονότα του τελευταίου, μοιραίου ταξιδιού του. Δε θα προσπαθήσω να το αντιγράψω εδώ, αλλά θα μεταφέρω τα βασικά του σημεία, για να σας εξηγήσω το γιατί, ύστερα από λίγο, ο θόρυβος των κυμάτων πάνω στο πλοίο μου έγινε τόσο ανυπόφορος που αναγκάστηκα να φράξω τ’ αυτιά μου με βαμβάκι.
Ο Γιόχανσεν, δόξα τω Θεώ, δεν τα έμαθε όλα, παρ’ όλο που τελικά είδε και την πόλη και το ΠΛΑΣΜΑ, εγώ όμως ποτέ ξανά δε θα κοιμηθώ γαλήνια, μια που πάντα θα στοιχειώνει το νου μου η σκέψη της φρίκης που καραδοκεί αδιάκοπα, έξω από τη ζωή, το χρόνο και το Διάστημα. Ποτέ δε θα πάψω να τρέμω στην ιδέα των ασύλληπτων τεράτων που ήρθαν από τους αρχαίους πλανήτες και τώρα κοιμούνται στα βάθη των ωκεανών, που βασιλεύουν στις καρδιές των πιστών μιας ακατονόμαστης θρησκείας, των πιστών που είναι έτοιμοι να ελευθερώσουν τους δαίμονες και να τους αμολήσουν ανελέητα στον κόσμο, τη στιγμή του επόμενου σεισμού, τη στιγμή που η πόλη τους θα αναδυθεί από τα βάραθρα στο φως του ήλιου.
Το ταξίδι του Γιόχανσεν άρχισε έτσι όπως ο ίδιος το περιέγραψε στην ανάκριση. Το ‘Εμμα, δίχως φορτίο, είχε φύγει από το Ώκλαντ στις 20 Φεβρουαρίου και είχε δεχτεί όλη την μανία των κυμάτων που είχε σηκώσει ο σεισμός, ο οποίος πρέπει να είχε κάνει ν’ αναδυθούν από τα νερά εκείνες οι φρικαλεότητες που στοίχειωναν τα όνειρα των ανθρώπων.
Όταν τελικά ανέκτησε τον έλεγχο του, το Έμμα συνέχισε το ταξίδι του ως τις 22 Μαρτίου ώσπου συνάντησε το Αλέρτ. Στο χειρόγραφο του πλοιάρχου μπορούσα να διακρίνω την πίκρα και την οργή για το βομβαρδισμό και την καταστροφή του Έμμα και τη σιχασιά και την αηδία του για τα ανθρωπόμορφα κτήνη που αποτελούσαν το πλήρωμα του ατμόπλοιου. Είχαν πάνω τους κάτι τόσο αποκρουστικό, που, στον ίδιο και τους συντρόφους του, η εξόντωση αυτών των πλασμάτων φαινόταν σχεδόν σαν ιερό καθήκον, κι ο Γιόχανσεν εκφράζει την αγανάκτησή του για την κατηγορία της βαναυσότητας που βάρυνε εκείνον και τους συντρόφους του, στη διάρκεια των ανακρίσεων.
Όταν πια κατέλαβαν το Αλέρτ και κάτω από τις διαταγές του Γιόχανσεν προχώρησαν μπροστά, από καθαρή περιέργεια. Σύντομα οι άντρες αντίκρισαν μια γιγαντιαία πέτρινη κολόνα που ορθωνόταν από τα βάθη της θάλασσας και, σε Νότιο Πλάτος 47° 9′ και Δυτικό Μήκος 126° 43′ έφτασαν σε μια ακτή από λάσπη, γλίτσα και κυκλώπεια κτίσματα σκεπασμένα από φύκια. Δε μπορεί παρά να επρόκειτο για την πιο απτή απόδειξη του υπέρτατου τρόμου της γης, την εφιαλτική νεκρή πόλη της Ρ’λυέ την πόλη των πτωμάτων, που χτίστηκε πριν από τη γέννηση των αιώνων, από τα γιγαντιαία, φρικιαστικά τέρατα που ήρθαν από τους μαύρους μακρινούς αστέρες.
Εκεί κοιμόταν ο Μεγάλος Κθούλου και οι ορδές των ομοίων του, βαθιά θαμμένοι σε πράσινους γλοιώδεις τάφους, στέλνοντας επιτέλους, ύστερα από αμέτρητες χιλιετίες, τα μηνύματά τους. Τα ίδια μηνύματα που τρύπωσαν στα όνειρα των ευαίσθητων ανθρώπων, το ίδιο κάλεσμα που, σαν αυτοκρατορική διαταγή, τραβούσε τους πιστούς σ’ ένα εφιαλτικό προσκύνημα παλιννόστησης. Τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα μπορούσε να υποψιαστεί ο Γιόχανσεν, κι όμως, τα είδε. Όλα.
Υποθέτω πως το μοναδικό κτίσμα που ορθώθηκε σ’ όλο του το μεγαλείο ήταν ο απαίσιος μονόλιθος όπου κατοικούσε ο Μεγάλος Κθούλου. Κάθε φορά που σκέφτομαι την έκταση των όσων ακόμα βρίσκονται εκεί κάτω, θέλω να βάλω αμέσως τέρμα στη δυστυχισμένη ζωή μου. Ο Γιόχανσεν και οι σύντροφοι του, εκστατικοί μπροστά στο τρομαχτικό μεγαλείο της γλοιώδους αυτής Βαβυλώνας, θα πρέπει να μάντεψαν αμέσως πως το θέαμα που αντίκριζαν δεν πρέπει ν’ ανήκε ούτε σε τούτον ούτε και σε κάποιον άλλο λογικό κόσμο. Σε κάθε γραμμή, κάθε λέξη του χειρογράφου, αντικατοπτριζόταν το δέος και ο τρόμος μπροστά στους γιγαντιαίους μονόλιθους, το ιλιγγιώδες ύψος του πέτρινου πύργου και την ανατριχιαστική ομοιότητα των κολοσσιαίων αγαλμάτων και των σκαλισμάτων του νησιού με το παράξενο είδωλο που βρέθηκε σ’ ένα είδος βωμού, μέσα στο Αλέρτ.
Χωρίς ποτέ στη ζωή του να έχει την παραμικρή ιδέα του τι σημαίνει φουτουρισμός, ο Γιόχανσεν έδωσε μια πλήρη περιγραφή του, μεταδίδοντας τις εντυπώσεις του από τη μισοβυθισμένη πόλη. Αντί να μιλήσει για συγκεκριμένα σχήματα ή κτίρια, επέμενε στην εικόνα ενός ανακατέματος από αφύσικες τεράστιες γωνίες και κεκλιμένες πέτρινες επιφάνειες, τόσο μεγάλες που αποκλειόταν να προορίζονται για οποιαδήποτε γήινη λειτουργία, και φορτωμένες αποκρουστικές εικόνες και ιερογλυφικά. Αναφέρομαι στις «γωνίες» γιατί μου θύμισαν αμέσως αυτό που μου είχε πει ο Γουίλκοξ, εξηγώντας τα φοβερά όνειρά του. Είχε μιλήσει για λάθος γεωμετρία, ανώμαλη, μη-ευκλείδεια, που αναφερόταν σε διαστάσεις και σφαίρες εντελώς ξένες σε μας. Και τώρα, ένας αμόρφωτος ναύτης κατέληγε στα ίδια συμπεράσματα, αντικρίζοντας την τρομαχτική πραγματικότητα.
Ο Γιόχανσεν με τους συντρόφους του αποβιβάστηκαν σε μια λασπερή παραλία στην άκρη της νεκρόπολης κι αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν τους τεράστιους και γλιστερούς ογκόλιθους που σχημάτιζαν ένα είδος σκάλας, υπερβολικά τεράστιας για να έχει φτιαχτεί από θνητούς, ή για χρήση από θνητούς. Ακόμα κι ο ήλιος έβγαζε μια λάμψη διεστραμμένη, καθώς το φως του αντανακλούνταν και φιλτραριζόταν μέσα στους μολυσμένους όγκους που αναδύονταν από τον ωκεανό. Απειλή και τρόμος πλανιόνταν στον αέρα, γύρω από τα λίθινα κατασκευάσματα με τις τρελές γωνίες και καμπύλες, επιφάνειες που η ανθρώπινη ματιά τις έβλεπε σαν κυρτές και μια στιγμή αργότερα τις αντιλαμβανόταν σαν κοίλες.
Είχαν αντικρίσει μέχρι τώρα μονάχα βράχια, γλοιώδη λάσπη και φύκια κι όμως αυτά και μόνο ήταν αρκετά για να τους τρομάξουν. Ο καθένας τους συνέχιζε την εξερεύνηση παρακινούμενος από το φόβο της κοροϊδίας των άλλων και με μισή καρδιά συμφώνησαν όλοι να προχωρήσουν, ψάχνοντας — μάταια, όπως αποδείχτηκε — για κάποιο αναμνηστικό αντικείμενο που να μπορούν να πάρουν μαζί τους. Ο Ροντρίγκεζ, ο Πορτογάλος, σκαρφάλωσε στους πρόποδες του ογκόλιθου και φώναξε στους από κάτω τι ανακάλυψε. Τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι, αντικρίζοντας με περιέργεια την τιτάνια σκαλιστή πόρτα, με το γνωστό πια γι’ αυτούς κεφαλόποδο είδωλο στο κέντρο της.
Κατάλαβαν πως επρόκειτο περί πύλης από τα ιερογλυφικά στην κορυφή της, το κατώφλι και τις λαβές της, αλλά τους ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν αν ήταν κανονική πόρτα, που άνοιγε προς τα έξω, ή συρόμενη, παράλληλη προς τον πύργο. Όπως θα ‘λεγε κι ο Γουίλκοξ, ήταν γεωμετρικά λάθος. Δεν μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος αν το έδαφος και η θάλασσα ήταν πράγματι οριζόντια σε σχέση με τη θεόρατη στήλη, κι έτσι η κάθε θέση φαινόταν ν’ αλλάζει κάθε δευτερόλεπτο.
Ο Μπράιντεν άρχισε να σπρώχνει τους ογκόλιθους που σχημάτιζαν την πύλη, χωρίς αποτέλεσμα. Έπειτα ο Ντόνοβαν άπλωσε τα χέρια του κι άρχισε σιγά σιγά να νιώθει τις άκρες, αγγίζοντας ξεχωριστά κάθε σημείο. Σκαρφάλωσε πάρα πολύ ψηλά, καλύπτοντας όσο μπορούσε τη λίθινη επιφάνεια αν βέβαια στ’ αλήθεια σκαρφάλωνε και δε σερνόταν με την κοιλιά, αφήνοντας τους υπόλοιπους ν’ αναρωτιούνται πώς γίνεται να υπάρχει στον κόσμο τόσο μεγάλη πύλη. Κι έπειτα, αργά και απαλά, η πόρτα άρχισε να οπισθοχωρεί ψηλά στην κορυφή και αντιλήφθηκαν πως στην πραγματικότητα ήταν κρεμαστή, αλλά προς τα μέσα.
Ο Ντόνοβαν γλίστρησε — ή ανέβηκε; — στις τεράστιες λαβές και ξαναβρήκε τους συντρόφους του. Οι άντρες του Έμμα απέμειναν να παρακολουθούν έντρομοι την πύλη, καθώς υποχωρούσε. Μέσα σ’ αυτή την πρισματική παραμόρφωση, τους φάνηκε πως κινιόταν απότομα κι ανώμαλα, κάπως διαγώνια, διαστρέφοντας όλους τους γνωστούς κανόνες της ύλης και της προοπτικής. Πίσω από το άνοιγμα φαινόταν μαύρο σκοτάδι, τόσο μαύρο που ήταν σαν συμπαγές. Πράγματι, το σκοτεινό κενό ανέδιδε μια αίσθηση παρουσίας, γιατί τμήματα των εσωτερικών τοιχωμάτων που θα ‘πρεπε λογικά να έχουν φανεί έμεναν ακόμα κρυμμένα.
Και στ’ αλήθεια υπήρχε μια παρουσία, κάτι σαν μαύρος καπνός· το ΠΛΑΣΜΑ προχωρούσε μπροστά, λεύτερο τώρα από μια φυλακή που το κρατούσε έγκλειστο αμέτρητους αιώνες, σκοτεινιάζοντας τον ίδιο τον ήλιο καθώς έβγαινε ορμητικά, τεντώνοντας προς το μαύρο ουρανό τις μεμβράνες από τις φτερούγες του.
Η δυσωδία που ερχόταν από το άνοιγμα ήταν ανυπόφορη κι έπειτα από λίγο ο Χόκινς άκουσε έναν απαίσιο γλιτσερό ήχο να φτάνει μέσα από το χάσμα. Όλοι σταμάτησαν ν’ αφουγκραστούν κι ήταν ακόμα στην ίδια θέση όταν ΕΚΕΙΝΟΣ εμφανίστηκε μπροστά τους, σπρώχνοντας το ζελατινώδη όγκο του μέσα από το μαύρο άνοιγμα της πύλης και βγαίνοντας ολόκληρο στο βαρύ μιασματικό αέρα της εφιαλτικής πόλης της τρέλας.
Ο κακομοίρης ο Γιόχανσεν σχεδόν ούτε την πένα δεν μπορεί να σύρει στο χαρτί καθώς συνεχίζει την περιγραφή του. Από τους έξι άντρες που πέθαναν πάνω στο νησί, οι δυο, όπως πιστεύει, έμειναν στον τόπο από καθαρό τρόμο μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα. Το ΠΛΑΣΜΑ ήταν έξω από κάθε περιγραφή, γιατί πώς να’ περιγράψει κανείς στη φτωχή ανθρώπινη γλώσσα μια τέτοια μνημειώδη μάζα αβυσσαλέας παράνοιας, μια τέτοια διαστροφή κάθε νόμου της ύλης, των δυνάμεων, ακόμα και της κοσμικής τάξης. Ένα βουνό που προχωρούσε παραπατώντας ή σερνόταν εκεί μπροστά τους. Θεέ μου, ήταν τώρα απολύτως φυσικό να τρελάθηκε την ίδια στιγμή, στην άλλη άκρη της γης, ένας απολύτως υγιής και προσγειωμένος αρχιτέκτονας και να γλίστρησε στα βάραθρα του ντελίριου ο φτωχός Ουίλκοξ τη στιγμή που η τηλεπάθειά τους μετέδιδε μια τέτοια φρικαλέα εικόνα.
Το ΠΛΑΣΜΑ των Ειδώλων, το πρασινόμαυρο, κολλώδες σπέρμα των άστρων, είχε ξυπνήσει και διεκδικούσε όσα του ανήκαν. Τ’ αστέρια είχαν γυρίσει πάλι στη σωστή τους θέση κι αυτό που με τις τελετουργίες της δεν είχε καταφέρει μια ολόκληρη κρυφή λατρεία, το κατάφερε κατά λάθος μια ομάδα από αθώους ναυτικούς. Μετά από αμέτρητα εκατομμύρια χρόνια, ο μεγάλος Κθούλου ήταν ελεύθερος ξανά, αχόρταγα πεινασμένος για απολαύσεις και για ό,τι είχε στερηθεί.
Τρεις άντρες αρπάχτηκαν από τα τεράστια, πλαδαρά νύχια πριν οποιοσδήποτε τολμήσει να κάνει βήμα. Ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή τους, αν υπάρχει ανάπαυση στο σύμπαν οι άντρες ήταν ο Ντόνοβαν, ο Γκερρέρα και ο Άνγκστρομ. Καθώς οι υπόλοιποι, άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί, διασχίζοντας ατέλειωτους γλιστερούς δρόμους, προσπαθούσαν να φτάσουν στο πλοίο, ο Πάρκερ γλίστρησε κι εξαφανίστηκε κι ο Γιόχανσεν θα μπορούσε να ορκιστεί πως, κυριολεκτικά, τον κατάπιε μια γωνία από ένα κτίριο που ένα δευτερόλεπτο πριν δε βρισκόταν σ’ αυτή τη θέση. Ο άτυχος ναυτικός χάθηκε μέσα σε μια γωνία που ήταν οξεία και συμπεριφερόταν σαν αμβλεία.
Τελικά, μονάχα ο Μπράιντεν κι ο Γιόχανσεν έφτασαν μέχρι τη βάρκα τους, κωπηλατώντας απελπισμένα για να πλησιάσουν το Αλέρτ. Πίσω τους το πελώριο τερατώδες ΠΛΑΣΜΑ τους ακολουθούσε γλιστρώντας βαριά στις γλοιώδεις πέτρες, αλλά κοντοστάθηκε στην άκρη του νερού, τσαλαβουτώντας διστακτικά στα ρηχά.
Ευτυχώς ο ατμός δεν είχε χάσει την πίεσή του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε μείνει κανείς στο σκάφος, και ύστερα από λίγες στιγμές αγωνιώδους προσπάθειας τροχών και μηχανών, το Αλέρτ ξεκινούσε. Πολύ αργά, μέσα στη φρίκη της απερίγραπτης σκηνής, άρχισε ν’ απομακρύνεται, παφλάζοντας στα μαύρα γεμάτα θάνατο νερά, ενώ στην ξηρά, στην έρημη αυτή απόκοσμη ακτή που δεν αποτελούσε τμήμα της γης, το τιτάνιο ΠΛΑΣΜΑ των μακρινών άστρων βρυχιόταν και ούρλιαζε όπως κάποτε ο Πολύφημος καταριόταν το φευγάτο πλοίο του Οδυσσέα.
Ύστερα, αγριεμένος και πιο θαρραλέος κι από το μυθολογικό Κύκλωπα, ο Μεγάλος Κθούλου γλίστρησε το λιπαρό κορμί του μέσα στο νερό και ρίχτηκε στο κυνήγι με φοβερές κινήσεις των μελών του, που ξεσήκωναν τα κύματα της θάλασσας. Ο Μπράιντεν γύρισε να κοιτάξει προς τα πίσω κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή έχασε τα λογικά του, ξεσπώντας σε παρανοϊκά γέλια, μέχρι που μια νύχτα, ενώ ο Γιόχανσεν παραληρούσε μόνος, τον βρήκε ο θάνατος στην καμπίνα του.
Ο Γιόχανσεν όμως δεν είχε ακόμα παραιτηθεί. Ήξερε πως ο ατμός δεν είχε φτάσει ακόμα στο σημείο υψηλής πίεσης και πως το ΠΛΑΣΜΑ δε θ’ αργούσε να τους φτάσει, κι έτσι πήρε την απόφασή του, απόφαση απόγνωσης. Ανέβασε τις μηχανές στο τέρμα, έτρεξε σαν αστραπή στο κατάστρωμα και γύρισε το πλοίο στην όπισθεν. Ένας φοβερός θόρυβος αφρών και μηχανής ακολούθησε, ο ατμός ανέβαινε όλο και περισσότερο, κι ο γενναίος Νορβηγός οδήγησε το πλοίο ίσια επάνω στο ζελατινώδες γλοιώδες τέρας, που έβγαινε πάνω από τα νερά, πάνω από τα βρόμικα κύματα, και τον ακολουθούσε σαν κατάρτι μιας δαιμονικής γαλέρας. Το απαίσιο καλαμαρίσιο κεφάλι με τα αεικίνητα πλοκάμια ακούμπησε σχεδόν στο ύψος του μπομπρέσου της πλώρης του γεροφτιαγμένου σκάφους, αλλά ο Γιόχανσεν, σταθερός, συνέχισε την αδυσώπητη επίθεση.
Ακούστηκε ένα φριχτό σκάσιμο, σαν να είχε τιναχτεί κάποια πυώδης κύστη, μια γλιστερή αηδία σαν σαπισμένου ψαριού, μια βρόμα από χίλιους ανοιγμένους τάφους κι ένας ήχος που ο Γιόχανσεν δεν μπορούσε να τον περιγράψει στο χαρτί. Για μια στιγμή το πλοίο πνίγηκε μέσα σ’ ένα εκτυφλωτικό πράσινο νέφος από αναβράζοντα οξέα που έτσουζε σου στράβωνε τα μάτια, κι έπειτα το μόνο που απέμεινε ήταν ένας δηλητηριώδης αφρός που έβγαζε ατμούς, όταν — Θεέ μεγαλοδύναμε — ο Γιόχανσεν είδε, μέσα απ’ αυτή τη σκόρπια, ζελατινώδη ουσία, το απόκοσμο πλάσμα επανασυνδεόταν αργά στην αποκρουστική απαίσια, προηγούμενη μορφή του, ενώ η απόσταση που το χώριζε από το ατμόπλοιο, που είχε πια αναπτύξει το μέγιστο των μηχανών του, μεγάλωνε κάθε δευτερόλεπτο.
(Σ.Α. Αυτή την σιχαμερή απόκοσμη και γλοιώδη γλίτσα, το μέγα καλαμαροχτάποδο Κθούλου υπάρχουν κι αυτοί που το λατρεύουν σήμερα σαν υπέρτατο θεό, διάβασε Cthulhu στα Κάρβουνα με σώς Μυημένων!όμως για να είμαστε ειλικρινείς τον ίδιο θεό σε όλες τις εκδόσεις του, κι μείς τον τιμάμε … με λαδολέμονο στην σχάρα.)
Αυτό ήταν όλο. Ύστερα, ο Γιόχανσεν το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτάζει σαν χαμένος το είδωλο μέσα στις καμπίνες και να φροντίζει για την τροφή τη δική του και του παρανοϊκού που ξεσπούσε σε γέλια δίπλα του. Δεν προσπάθησε να βάλει το σκάφος σε κάποια συγκεκριμένη πορεία μετά την απελπισμένη φυγή του, γιατί όλη αυτή η περιπέτεια είχε πάρει κάτι από τη γενναία του ψυχή. Στις 2 Απριλίου ήρθε η καταιγίδα και μαζί της τα σύννεφα που σκοτείνιασαν το μυαλό του. Στο χειρόγραφο του υπάρχει μια αίσθηση, σαν υπερφυσικός θρήνος πάνω από τα χάσματα της αιωνιότητας, μια ζάλη, σαν τρελό ταξίδι στην ουρά ενός κομήτη που διασχίζει τα σύμπαντα, σαν αβυσσαλέα τινάγματα από τις αβύσσους στο φεγγάρι κι από το φεγγάρι βαθιά στις αβύσσους, κι όλα του τα οράματα διατρέχονταν από την εκμηδενιστική παρουσία των τερατόμορφων μεγάλων αρχαίων, διεστραμμένων, ιλαρών αρχεγόνων θεών και των νυχτεριδόφτερων πράσινων δαιμόνων από τα Τάρταρα της κόλασης.
Μέσα στη μέση του ονείρου τον βρήκε η σωτηρία, το Βίτζιλαντ, το ναυαρχείο, οι δρόμοι του Ντιούντεν και το μακρύ ταξίδι πίσω στο παλιό του σπίτι στη Νορβηγία. Σε κανέναν δεν μπορούσε να μιλήσει, θα τον έπαιρναν σίγουρα για τρελό. Θα προσπαθούσε να μεταφέρει την εμπειρία του στο χαρτί, πριν τον βρει ο θάνατος, αλλά ακόμα κι η γυναίκα του δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα. Θα καλωσόριζε το θάνατο σαν
δώρο, φτάνει να μπορούσε να του σβήσει για πάντα τις μνήμες.
Αυτό ήταν το ντοκουμέντο που διάβασα και που τώρα το ‘χω φυλάξει στο μεταλλικό κουτί με την ανάγλυφη πλάκα και τις υπόλοιπες σημειώσεις του καθηγητή Αν-γκελ. Μέσα στο ίδιο κουτί θα κλειδώσω κι αυτή την αφήγηση, αυτή την τρομερά σκληρή δοκιμασία της πνευματικής μου διαύγειας, που μέσα της συνδέονται γεγονότα που ελπίζω ότι ποτέ κανείς δε θα μπορέσει να συνδέσει ξανά. Είδα την ανείπωτη φρίκη, τη χειρότερη που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο, κι ακόμα κι οι ουρανοί του καλοκαιριού και τα λουλούδια της άνοιξης θα ‘ναι για μένα από δω και μπρος σκέτο δηλητήριο. Δε νομίζω όμως ότι θα ζήσω πολύ. Θα φύγω, όπως ο θείος μου, όπως ο δύστυχος ο Γιόχανσεν. Ξέρω ήδη πολλά και η Λατρεία της Αδελφότηταςυπάρχει πάντα.
Ο Κθούλου ζει, φαντάζομαι, κι αυτός, καλά κλεισμένος μέσα στον πέτρινο τάφο που τον κράτησε κλεισμένο τόσους και τόσους αιώνες, από τότε που κι ο ήλιος ακόμα ήταν νέος. Η καταραμένη πόλη του έχει σίγουρα βυθιστεί πίσω στα βάθη του ωκεανού, γιατί το Βίτζιλαντ πέρασε ανενόχλητο από την ίδια ακριβώς περιοχή μετά τη θύελλα του Απρίλη. Οι ιερείς κι οι πιστοί του πάντως, πάνω στη γη, υπάρχουν πάντα, ουρλιάζουν, αλαλάζουν και σφάζουν αθώους, χορεύοντας γύρω από μονόλιθους με είδωλα στην κορυφή τους, σε μακρινά κι ερημικά μέρη σ’ όλο τον κόσμο. Η Επανάσταση του Παλιμπαιδισμού
Ο Κθούλου θα πρέπει να παγιδεύτηκε μέσα στον τεράστιο τάφο του, καθώς η πόλη βυθιζόταν, γιατί αλλιώς σήμερα ο κόσμος θα ούρλιαζε τυφλός από μανία και τρόμο. Ποιος μπορεί να γνωρίζει το τέλος; Ό,τι ανυψώθηκε μπορεί να βυθίστηκε, αλλά ό,τι βυθίστηκε μπορεί να υψωθεί και πάλι. Πάνω από τις εύθραυστες ανθρώπινες πόλεις πλανιέται η φθορά, ενώ η φρίκη κοιμάται και περιμένει στις σκοτεινές αβύσσους. Θα ‘ρθει η εποχή — αλλά δε θέλω να το συλλογίζομαι και δεν πρέπει να το συλλογίζομαι ! Ας ευχηθούμε ότι, αν αυτό το χειρόγραφο δε χαθεί μαζί μου, οι κληρονόμοι μου θα δείξουν περισσότερη φρονιμάδα από τόλμη και θα φροντίσουν να μην το αντικρίσει ποτέ άλλο μάτι.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Howard Phillips Lovecraft “Κάλεσμα του Κθούλου” Διάβασε επίσης …Φυσικός εξηγεί την «Μη Ευκλείδεια Γεωμετρία» στο «Κάλεσμα του Κθούλου»
“Η σκιά πάνω από το Ίνσμουθ” (Χ. Φ. Λάβκραφτ)
Ο Χ.Φ. Λάβκραφτ, ο Α. Μάχεν, η Χρυσή Αυγή…και Μη Πραγματικές, Πραγματικότητες
«Μπορεί να χρειαστεί να μάθουμε ότι το άπειρο στροβίλισμα του θανάτου και της γέννησης,
απ’ όπου δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε, είναι δική μας δημιουργία, δική μας αναζήτηση.»
Το Κάλεσμα του Κθούλου
Reviewed by Unknown
on
20:00
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου