Δεν είναι τυχαίο ότι πρόκειται για τον διασημότερο πίνακα του κόσμου, το εμβληματικό έργο και καμάρι του Λούβρου. Για όσους εξακολουθούν να απορούν γιατί αυτός ο μικρός σχετικά πίνακας του Ντα Βίντσι βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας αλλά και της περιέργειας όσων επισκέπτονται το διάσημο μουσείο, η απάντηση είναι απλή. Από τότε που ανακαλύφθηκε δε σταμάτησε να απασχολεί ερευνητές, ιστορικούς τέχνης, φιλότεχνους, αρχαιολόγους, ακόμα και διαρρήκτες για την αξία, το κάλλος και το μυστήριο που κρύβει πίσω από το χαμόγελό της για το οποίο οι ιστορικοί τέχνης διχάζονται με ορισμένους να θεωρούν πως ο Ντα Βίντσι χρησιμοποίησε ένα ανδρικό πρότυπο.
Στις 25 Αυγούστου 1935, ο αναπληρωτής διευθυντής του Μουσείου του Λούβρου Ζακ Ζογιάρ έκλεισε το Λούβρο για τρεις ημέρες και για 72 ώρες υπάλληλοι και εκπαιδευόμενοι συσκεύαζαν τους θησαυρούς του μουσείου. Στη συνέχεια έγινε κατηγοριοποίηση ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους: κίτρινος κύκλος για τα σημαντικά, πράσινος για τα σπουδαία και κόκκινος για τους παγκόσμιους θησαυρούς. Το κουτί με τη Μόνα Λίζα είχε τρεις κόκκινους κύκλους. Οι θησαυροί κρύφτηκαν σε εκατοντάδες πύργους της Γαλλίας. Με το τέλος του πολέμου έργα τέχνης επέστρεψαν στα μουσεία χωρίς να καταστραφεί ούτε ένα.
Το μουσείο του Λούβρου έχει ασφαλίσει τον πίνακα για 782.000.000 δολάριακαι σίγουρα πρόκειται για το πολυτιμότερο έργο τέχνης του κόσμου. Το φιλοτέχνησε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι από το 1503 έως το 1507 στη Φλωρεντία, αλλά γρήγορα πέρασε σε γαλλικά χέρια. Αγοράσθηκε από τον Γάλλο ηγεμόνα Φραγκίσκο Α’ για τον πύργο του στο Φοντενεμπλό, φιλοξενήθηκε στο ανάκτορο των Βερσαλιών από τον Λουδοβίκο τον 14ο, κόσμησε την κρεβατοκάμαρα του Μεγάλου Ναπολέοντα και από το 1804 εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου.
Η Λίζα Γκεραρντίνι, γεννήθηκε το 1479 και παντρεύτηκε τον έμπορο μεταξιού Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο, ο οποίος το 1503 ζήτησε από τον ντα Βίντσι να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της. Όταν χήρεψε, η Γκεραρντίνι αποσύρθηκε στο μοναστήρι όπου είχαν μονάσει και δύο από τις κόρες της. Ενταφιάστηκε εκεί όταν πέθανε, το 1542.
Τελευταίο «περιστατικό», ένα προσχέδιο γυμνού πορτραίτου που βρίσκεται στο Λούβρο έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον ερευνητών και επιστημόνων τον τελευταίο καιρό. Η γυναίκα που παρουσιάζεται στον πίνακα έχει ομοιότητες με την περίφημη Μόνα Λίζα και ήδη εγείρονται ερωτήματα για το εάν και ο πίνακας αυτός ανήκει στο μοναδικό Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Επιστήμονες και συντηρητές έργων τέχνης εξετάζουν εδώ και καιρό τον πίνακα που βρίσκεται στο Λούβρο (τον ονομάζουν Μόνα Βάνα). Το έργο τέχνης εκτιμάται ότι προήλθε από το στούντιο του σπουδαίου καλλιτέχνη και εφευρέτη της Αναγέννησης, ωστόσο μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν σημάδια εμπλοκής του ίδιου του Ντα Βίντσι.
Ο πίνακας συμπεριλαμβάνεται από το 1862 στη μεγάλη συλλογή του μουσείου της Αναγέννησης Κοντ, βόρεια της γαλλικής πρωτεύουσας. Τώρα, μετά από μήνες ελέγχου οι επιστήμονες εκτιμούν ότι το προσχέδιο αυτό είναι τουλάχιστον εν μέρει του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. «Ο πίνακας έχει μία ποιότητα στο πρόσωπο και τα χέρια που είναι αξιοθαύμαστη. Δεν είναι απλά μία πλαστογραφία», αναφέρει ο συντηρητής Ματιέ Ντελντίκ.
«Βλέπουμε κάτι το οποίο ενδεχομένως ο ντα Βίντσι να δούλευε παράλληλα με τη Μόνα Λίζα. Είναι σίγουρα προσχέδιο για κάποιον πίνακα», προσθέτει. Σημειώνεται ότι τα χέρια και το σώμα είναι σχεδόν πανομοιότυπα με τη Μόνα Λίζα και το σχέδιο έχει σχεδόν το ίδιο μέγεθος. Ένας από τους ειδικούς του Λούβρου επιβεβαίωσε ότι ο πίνακας έχει δημιουργηθεί όταν ζούσε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452—1519). Πρόσθεσε, ακόμη, ότι τα τεστ αποκαλύπτουν πως είναι μία υψηλού επιπέδου δουλειά και όχι κάποιο αντίγραφο χαμένου πίνακα. Πρόσθεσε, πάντως, ότι θα πρέπει να είμαστε «συνετοί» και να μη βιαστούμε να αποδώσουμε το έργο στον μεγάλο καλλιτέχνη.
Οι έρευνες επικεντρώνονται στο εάν ο πίνακας δημιουργήθηκε πριν ή μετά τη Μόνα Λίζα, η οποία εκτιμάται ότι δημιουργήθηκε μετά το 1503. Φυσικά και το μεγάλο ερώτημα παραμένει εάν η γυναίκα που εμφανίζεται στον πίνακα είναι η ίδια η Λίζα Γκεραρντίνι, η περίφημη Τζοκόντα. Σημειώνεται ότι έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής τουλάχιστον είκοσι πίνακες και σχέδια μίας «γυμνής» Μόνα Λίζα, ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να χρονολογηθούν.
Παράδοξες, και άλλες ιστορίες για τη Μόνα Λίζα
Ό,τι απέμεινε από τα οστά μιας όμορφης γυναίκας
Το 2015, έπειτα από έρευνα τεσσάρων ετών, οι Ιταλοί αρχαιολόγοι βρήκαν μόνο κομμάτια από οστά της Λίζας Γκεραρντίνι -της γυναίκας που πιστεύεται ότι ήταν το μοντέλο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι- κι όχι το κρανίο της, το οποίο θα μπορούσε να φωτίσει το αίνιγμα που κρύβεται πίσω από τον διάσημο πίνακα. Πλέον οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι δεν μπορούν να ισχυριστούν με βεβαιότητα ότι τα οστά που ξέθαψαν από ανασκαφές σε μια εκκλησία της Φλωρεντίας ανήκουν στη Λίζα Γκεραρντίνι. Ο θολωτός τάφος όπου είχαν ενταφιαστεί ο σύζυγος και πολλά παιδιά της έχει υποστεί τόσο μεγάλη καταστροφή -λόγω της υγρασίας- με συνέπεια να παραμείνουν ελάχιστα κομμάτια από τα λείψανα, από τα οποία δεν είναι δυνατόν να ληφθεί δείγμα DNA.
Μια σπάνια εικόνα της Μόνα Λίζα και του άδειου Λούβρου μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015.
Η Μόνα Λίζα έπινε νερό σαλιγκαριού για τα αφροδίσια
Πριν από λίγους μήνες, ο κριτικός τέχνης του Γκάρντιαν Τζόναθαν Τζόουνς υποστήριξε τη θεωρία γύρω από το κλίμα θανάτου και αρρώστιας που βλέπει στον πίνακα του Ντα Βίντσι, υποστηρίζοντας πως η Μόνα Λίζα είχε σύφιλη.
Η θεωρία του ξεκινά από μια καταγραφή της Λίζα Γκεραρντίνι στο καθολικό ενός μοναστηριού της πόλης να αγοράζει «νερό σαλιγκαριού» (acqua di chiocciole), ένα υλικό που, όπως γράφει ο Τζόναθαν Τζόουνς, που χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη θεραπεία αφροδίσιων νοσημάτων. Βέβαια, η εγγραφή αφορά μεταγενέστερη εποχή, δέκα χρόνια μετά το 1503, που η Λίζα Γκεραρντίνι πόζαρε για τον Ντα Βίντσι πράγμα που δεν πτοεί τον Τζόουνς και τη θεωρία του καθώς υποστηρίζει πως μπορεί να είχε επί πολλά χρόνια ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα. «Όταν πόζαρε για τον Λεονάρντο, η σύφιλη μάστιζε την Ευρώπη», γράφει. «Κάποιοι έλεγαν ότι την είχαν φέρει ναύτες του Κολόμβου από τον Νέο Κόσμο το 1492 και εξαπλωνόταν σαν φωτιά. Μπορεί να είναι ο πιο διάσημος πίνακας του Λεονάρντο ένας υπαινιγμός».
Ένας πίνακας που ξεφλουδίστηκε σαν… κρεμμύδι
To 2015, o Γάλλος επιστήμονας Πασκάλ Κοτ ισχυρίστηκε ότι ανακάλυψε ένα δεύτερο πορτρέτο που κρύβεται πίσω από αυτήν της Μόνα Λίζα, με τη μέθοδο της τεχνολογικής ανάλυσης φωτισμού και πως η κρυμμένη εικόνα δεν έχει καμία σχέση με το λεπτό εμβληματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα. Το μουσείο του Λούβρου δεν συμμερίζεται και δεν έχει σχολιάσει τους ισχυρισμούς του Κοτ, αλλά ο ιστορικός τέχνης Άντριου Γκράχαμ Ντίξον, ο οποίος ετοίμασε το ντοκιμαντέρ του BBC που ονομάζεται «Τα μυστικά της Μόνα Λίζα» και στο οποίο ο Κοτ διατυπώνει τους ισχυρισμούς του, υποστηρίζει ότι μια τέτοια ανακάλυψη θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορία της ζωγραφικής. «Αναμφίβολα αυτή είναι μια από τις ιστορίες του αιώνα», δήλωσε στο BBC και συμπλήρωσε ότι «υπάρχει απροθυμία των υπευθύνων στο Λούβρο να αλλάξουν το καθεστώς που ισχύει για τον πίνακα, όπως το να αλλάξουν το όνομα του πίνακα».
Στον Κοτ επετράπη η πρόσβαση στον πίνακα που πιστεύουν ότι έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στο 1503 και 1506, το 2004 και πρωτοστάτησε αναλύοντάς τον με μια τεχνική που ονομάζεται Layer Amplification Method και αναλύει τους πίνακες κατά στρώμα. Η τεχνική αυτή μοιάζει σαν να έχει ξεφλουδίσει κάποιος ένα κρεμμύδι. Μπορεί να δει όλα τα στρώματα της ζωγραφικής και να ανακατασκευάσει τη χρονολογία δημιουργίας ενός πίνακα. Ο Κοτ ισχυρίζεται ότι τα αποτελέσματα καταρρίπτουν πολλούς μύθους που αλλάζουν το όραμά μας για το αριστούργημα του Λεονάρντο για πάντα. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Κοτ είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενοι και διχαστικοί μεταξύ των εμπειρογνωμόνων τέχνης. Όμως ο ειδικός στον Ντα Βίντσι, καθηγητής στην Οξφόρδη Μάρτιν Κεμπ , πιστεύει ότι αυτή η θεωρία είναι εντελώς αστήρικτη και ότι δεν υπάρχουν διακριτικά σημάδια που να αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικά έργα. «Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι η Μόνα Λίζα, είναι Λίζα», δήλωσε.
Το μυστήριο γύρω από το πιο «ευτυχισμένο χαμόγελο» της τέχνης
Το αινιγματικό χαμόγελο της Τζοκόντας, που προβλημάτισε χιλιάδες καλλιτέχνες, επιστήμονες και απλούς φιλότεχνους, είναι απλώς η έκφραση μια «ευτυχισμένης» γυναίκας, υποστηρίζει μια μελέτη που δημοσιεύεται σήμερα στην επιστημονική επιθεώρηση Scientific Reports. Η γοητεία που ασκεί παγκοσμίως ο διάσημος πίνακας του Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519) οφείλεται «σε μεγάλο βαθμό στην ανεξιχνίαστη έκφραση του προσώπου της Τζοκόντας», υπενθυμίζουν οι ερευνητές, που υποστηρίζουν ότι κατάφεραν να λύσουν εν μέρει το μυστήριο.
Οι ερευνητές παρουσίασαν σε δώδεκα εθελοντές μια σειρά από ασπρόμαυρες εικόνες με αποτυπωμένο το χαμόγελο της Μόνα Λίζα με διάφορες παραλλαγές στην καμπύλη των χειλιών. Οι εικόνες ήταν ανάκατες: κάποιες έδειχναν το αυθεντικό χαμόγελο, τέσσερις με τις άκρες των χειλιών ελαφρώς ανυψωμένες, σε ένδειξη χαράς, άλλες τέσσερις με τις άκρες των χειλιών προς τα κάτω, που παραπέμπουν στη θλίψη κ.λπ. Και αυτό τριάντα φορές στη σειρά.
«Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι το έργο έχει περιγραφεί πολλές φορές από τους ιστορικούς της τέχνης, αναμέναμε ότι το πρωτότυπο θα ήταν πιο διφορούμενο», είπε ο Γιούργκεν Κορνμάιερ, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, στη Γερμανία. «Προς μεγάλη μας έκπληξη, οι συμμετέχοντες είπαν το πρωτότυπο χαμόγελο δείχνει ευτυχία σχεδόν στο 100% των δοκιμών», πρόσθεσε.
Η Μόνα Λίζα ήταν αγόρι και εραστής του Ντα Βίντσι
Μια θεωρία που διατυπώνεται από έναν Ιταλό ερευνητή, αναφέρει ότι η εικόνα της Μόνα Λίζα βασίζεται κυρίως σε έναν νεαρό άνδρα, ο οποίος ήταν μαθητευόμενος του Λεονάρντο και πιθανώς εραστής του.Ο Silvano Vinceti, επικεφαλής της Εθνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά, πιστεύει ότι η Μόνα Λίζα φέρει αρκετές εντυπωσιακές ομοιότητες με τον Gian Giocomo Caprotti, γνωστό και ως Salai. Επίσης, η εξέταση με υπέρυθρες ακτίνες του έργου σε σύγκριση με άλλα έργα δείχνουν μεγάλες ομοιότητες με άλλα έργα στα οποία πόζαρε ο Salai. Φαίνονται στη μύτη της Μόνα Λίζα, στο μέτωπο και το χαμόγελό της είπε ο Vinceti στην Telegraph.
Ανέφερε ότι μοιάζει με τα έργα στα οποία απεικονίζονται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Άγγελος, στα οποία παρουσιάζεται το νεαρό αγόρι. Ο Salai μαθήτευσε κοντά στον Leonardo σε ηλικία περίπου 10 ετών, το 1490, και ήταν γνωστός ως μικρός ταραχοποιός, με το ψευδώνυμό του να σημαίνει «μικρός διάβολος». Εργάστηκε με τον μεγάλο ζωγράφο της Αναγέννησης για δύο δεκαετίες, και ευρέως πιστεύεται ότι είχαν ερωτική σχέση.
Ο «ειδικός των ειδικών» Martin Kemp είπε ότι αυτή η θεωρία είναι «ένα συνονθύλευμα των γνωστών πραγμάτων, λιγότερο γνωστών και ζωηρής φαντασίας». Ο Vinceti υποστηρίζει ότι η Μόνα Λίζα είναι ανδρόγυνο πρότυπο, μισός άντρας και μισή γυναίκα. Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Leonardo άρχισε τη Μόνα Λίζα το 1503, ενώ ο Vinceti υποστηρίζει ότι μπορεί να είχε αρχίσει το αριστούργημα ενώ ζούσε στο Μιλάνο τη δεκαετία του 1490.
Η πιο παράξενη όλων των ιστοριών: η κλοπή της Μόνα Λίζα
Το μεσημέρι της 22ας Αυγούστου 1911 οι Γάλλοι πάγωσαν, όταν πληροφορήθηκαν ότι η Μόνα Λίζα είχε κλαπεί. Τις επόμενες μέρες το θέμα ήταν πρωτοσέλιδο στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου. Το περιστατικό αποκαλύφθηκε, όταν ο ζωγράφος Λουί Μπερού, που συνήθιζε να ζωγραφίζει αντίγραφα της Τζοκόντα και να τα πουλά στους επισκέπτες του Μουσείου, παρατήρησε με έκπληξη ότι ο πίνακας απουσίαζε από τη θέση του. Το ανέφερε στον αρμόδιο φύλακα, ο οποίος εντελώς βαριεστημένα του απάντησε ότι ίσως να βρισκόταν για συντήρηση. Ήταν Τρίτη και την προηγούμενη ημέρα (21 Αυγούστου) το Λούβρο ήταν κλειστό, λόγω της καθιερωμένης αργίας της Δευτέρας.
Όταν διαπιστώθηκε ότι η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν στις αίθουσες συντήρησης, σήμανε συναγερμός. Οι πόρτες του Μουσείου σφραγίστηκαν, τα σύνορα της Γαλλίας έκλεισαν και την υπόθεση ανέλαβε η αστυνομία, με επικεφαλής τον επιθεωρητή Λουί Λεπέν.
Μία από τις πρώτες ενέργειες της γαλλικής κυβέρνησης ήταν να θέσει σε διαθεσιμότητα τον διευθυντή του Λούβρου Τεοφίλ Ομόλ, ο οποίος πριν από λίγους μήνες κόμπαζε ότι κανείς δεν μπορεί να κλέψει τη Μόνα Λίζα από το Μουσείο του.
Λίγο αργότερα η κορνίζα του πίνακα βρέθηκε κάτω από μια σκάλα, ενώ οι έρευνες στράφηκαν στους κατώτερους υπαλλήλους του Μουσείου με τους γλίσχρους μισθούς, στους εμπόρους τέχνης του Παρισιού και στους νεαρούς καλλιτέχνες της αβάν-γκαρντ, που διάκειται εχθρικά στην παραδοσιακή τέχνη. Οι Παριζιάνοι από την πλευρά τους πίστευαν ότι πίσω από τη θρασύτατη κλοπή μπορεί να βρισκόταν κάποιος Αμερικανός μεγιστάνας ή ήταν έργο της Γερμανίας, που ήθελε να δυσφημήσει τη μεγάλη της αντίπαλο. Όταν το Λούβρο άνοιξε και πάλι τις πύλες του στις 29 Αυγούστου, χιλιάδες Γάλλοι περνούσαν μπροστά από την άδεια θέση της Τζοκόντα και έκλαιγαν γοερά, λες και είχαν χάσει ένα προσφιλές τους πρόσωπο.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1911 μία ακόμη έκπληξη περίμενε τους Παριζιάνους. Η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη του διακεκριμένου Γαλλο-πολωνού ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ και του ανερχόμενου Ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, ως υπόπτων για την κλοπή. Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα, καθώς δεν προέκυψε το παραμικρό στοιχείο εις βάρος του και ο Απολλιναίρ πέντε μέρες αργότερα. Ο Τύπος, όμως, είχε φροντίσει να τους χρίσει ενόχους: «Ο Απολλιναίρ είναι αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας», έγραφε η Paris Journal στις 13 Σεπτεμβρίου. Τρομοκρατημένος ο ποιητής πρόλαβε να γράψει στίχους στο κελί του, προτού πέσει σε βαθιά μελαγχολία. Η σύντομη κράτησή του και οι ανυπόστατες εις βάρος του κατηγορίες αμαύρωσαν σοβαρά τη φήμη και την αξιοπιστία του.
Τα επόμενα δύο χρόνια οι έρευνες περιέπεσαν σε τέλμα, παρότι οι κλέφτες επικηρύχθηκαν με μεγάλα ποσά από το κράτος και ιδιώτες. Πολλοί πίστευαν πως είχε καταστραφεί. Στις 29 Νοεμβρίου 1913, ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, επ΄αμοιβή.
Σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Τρίπολι – Ιτάλια» της Φλωρεντίας, ο Βιτσέντζο αποκάλυψε τον διάσημο πίνακα που βρισκόταν στον κρυφό πάτο ενός μπαούλου. Παρών ήταν και ο Τζιοβάνι Πότζι, διευθυντής της διάσημης πινακοθήκης της πόλης, «Ουφίτσι». Ο Βιντσέντζο συνελήφθη και αποκαλύφθηκε πως το πραγματικό όνομα του ήταν Βιτσέντζο Περούτζια. Ήταν τριάντα ετών με καταγωγή από το Κόμο και για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο. Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν ο αυθεντικός, ένα κύμα συμπάθειας σηκώθηκε υπέρ του Περούτζια.
Η κοινή γνώμη θεώρησε την πράξη του πατριωτική, αφού το βασικό του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην κοιτίδα της. Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Περούτζια αποκάλυψε ότι αφαίρεσε τη Μόνα Λίζα από τη θέση της μεταμφιεσμένος σε συντηρητή του Μουσείου. Την έκρυψε κάτω από τη φόρμα του (ο πίνακας έχει μέγεθος 0,53 x 0,77 μ.) και βγήκε από το μουσείο χωρίς να τον «ενοχλήσει» κανένας.
Oυρές στο Ουφίτσι για να δουν τη Μόνα Λίζα.
Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για ένα μήνα στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της Ιταλίας και εκατομμύρια Ιταλών θαύμασαν το αινιγματικό της χαμόγελο. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1913, 60.000 άνθρωποι την κατευόδωσαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Ταξίδεψε σε ειδικά φυλασσόμενο βαγόνι της ταχείας Μιλάνου – Παρισίων και από τις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε και πάλι στο Λούβρο, όπου εκτίθεται έως σήμερα, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.
ΠΗΓΗ
Στις 25 Αυγούστου 1935, ο αναπληρωτής διευθυντής του Μουσείου του Λούβρου Ζακ Ζογιάρ έκλεισε το Λούβρο για τρεις ημέρες και για 72 ώρες υπάλληλοι και εκπαιδευόμενοι συσκεύαζαν τους θησαυρούς του μουσείου. Στη συνέχεια έγινε κατηγοριοποίηση ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους: κίτρινος κύκλος για τα σημαντικά, πράσινος για τα σπουδαία και κόκκινος για τους παγκόσμιους θησαυρούς. Το κουτί με τη Μόνα Λίζα είχε τρεις κόκκινους κύκλους. Οι θησαυροί κρύφτηκαν σε εκατοντάδες πύργους της Γαλλίας. Με το τέλος του πολέμου έργα τέχνης επέστρεψαν στα μουσεία χωρίς να καταστραφεί ούτε ένα.
Το μουσείο του Λούβρου έχει ασφαλίσει τον πίνακα για 782.000.000 δολάριακαι σίγουρα πρόκειται για το πολυτιμότερο έργο τέχνης του κόσμου. Το φιλοτέχνησε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι από το 1503 έως το 1507 στη Φλωρεντία, αλλά γρήγορα πέρασε σε γαλλικά χέρια. Αγοράσθηκε από τον Γάλλο ηγεμόνα Φραγκίσκο Α’ για τον πύργο του στο Φοντενεμπλό, φιλοξενήθηκε στο ανάκτορο των Βερσαλιών από τον Λουδοβίκο τον 14ο, κόσμησε την κρεβατοκάμαρα του Μεγάλου Ναπολέοντα και από το 1804 εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου.
Η Λίζα Γκεραρντίνι, γεννήθηκε το 1479 και παντρεύτηκε τον έμπορο μεταξιού Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο, ο οποίος το 1503 ζήτησε από τον ντα Βίντσι να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της. Όταν χήρεψε, η Γκεραρντίνι αποσύρθηκε στο μοναστήρι όπου είχαν μονάσει και δύο από τις κόρες της. Ενταφιάστηκε εκεί όταν πέθανε, το 1542.
Τελευταίο «περιστατικό», ένα προσχέδιο γυμνού πορτραίτου που βρίσκεται στο Λούβρο έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον ερευνητών και επιστημόνων τον τελευταίο καιρό. Η γυναίκα που παρουσιάζεται στον πίνακα έχει ομοιότητες με την περίφημη Μόνα Λίζα και ήδη εγείρονται ερωτήματα για το εάν και ο πίνακας αυτός ανήκει στο μοναδικό Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Επιστήμονες και συντηρητές έργων τέχνης εξετάζουν εδώ και καιρό τον πίνακα που βρίσκεται στο Λούβρο (τον ονομάζουν Μόνα Βάνα). Το έργο τέχνης εκτιμάται ότι προήλθε από το στούντιο του σπουδαίου καλλιτέχνη και εφευρέτη της Αναγέννησης, ωστόσο μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν σημάδια εμπλοκής του ίδιου του Ντα Βίντσι.
Ο πίνακας συμπεριλαμβάνεται από το 1862 στη μεγάλη συλλογή του μουσείου της Αναγέννησης Κοντ, βόρεια της γαλλικής πρωτεύουσας. Τώρα, μετά από μήνες ελέγχου οι επιστήμονες εκτιμούν ότι το προσχέδιο αυτό είναι τουλάχιστον εν μέρει του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. «Ο πίνακας έχει μία ποιότητα στο πρόσωπο και τα χέρια που είναι αξιοθαύμαστη. Δεν είναι απλά μία πλαστογραφία», αναφέρει ο συντηρητής Ματιέ Ντελντίκ.
«Βλέπουμε κάτι το οποίο ενδεχομένως ο ντα Βίντσι να δούλευε παράλληλα με τη Μόνα Λίζα. Είναι σίγουρα προσχέδιο για κάποιον πίνακα», προσθέτει. Σημειώνεται ότι τα χέρια και το σώμα είναι σχεδόν πανομοιότυπα με τη Μόνα Λίζα και το σχέδιο έχει σχεδόν το ίδιο μέγεθος. Ένας από τους ειδικούς του Λούβρου επιβεβαίωσε ότι ο πίνακας έχει δημιουργηθεί όταν ζούσε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452—1519). Πρόσθεσε, ακόμη, ότι τα τεστ αποκαλύπτουν πως είναι μία υψηλού επιπέδου δουλειά και όχι κάποιο αντίγραφο χαμένου πίνακα. Πρόσθεσε, πάντως, ότι θα πρέπει να είμαστε «συνετοί» και να μη βιαστούμε να αποδώσουμε το έργο στον μεγάλο καλλιτέχνη.
Οι έρευνες επικεντρώνονται στο εάν ο πίνακας δημιουργήθηκε πριν ή μετά τη Μόνα Λίζα, η οποία εκτιμάται ότι δημιουργήθηκε μετά το 1503. Φυσικά και το μεγάλο ερώτημα παραμένει εάν η γυναίκα που εμφανίζεται στον πίνακα είναι η ίδια η Λίζα Γκεραρντίνι, η περίφημη Τζοκόντα. Σημειώνεται ότι έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής τουλάχιστον είκοσι πίνακες και σχέδια μίας «γυμνής» Μόνα Λίζα, ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να χρονολογηθούν.
Παράδοξες, και άλλες ιστορίες για τη Μόνα Λίζα
Ό,τι απέμεινε από τα οστά μιας όμορφης γυναίκας
Το 2015, έπειτα από έρευνα τεσσάρων ετών, οι Ιταλοί αρχαιολόγοι βρήκαν μόνο κομμάτια από οστά της Λίζας Γκεραρντίνι -της γυναίκας που πιστεύεται ότι ήταν το μοντέλο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι- κι όχι το κρανίο της, το οποίο θα μπορούσε να φωτίσει το αίνιγμα που κρύβεται πίσω από τον διάσημο πίνακα. Πλέον οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι δεν μπορούν να ισχυριστούν με βεβαιότητα ότι τα οστά που ξέθαψαν από ανασκαφές σε μια εκκλησία της Φλωρεντίας ανήκουν στη Λίζα Γκεραρντίνι. Ο θολωτός τάφος όπου είχαν ενταφιαστεί ο σύζυγος και πολλά παιδιά της έχει υποστεί τόσο μεγάλη καταστροφή -λόγω της υγρασίας- με συνέπεια να παραμείνουν ελάχιστα κομμάτια από τα λείψανα, από τα οποία δεν είναι δυνατόν να ληφθεί δείγμα DNA.
Μια σπάνια εικόνα της Μόνα Λίζα και του άδειου Λούβρου μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015.
Η Μόνα Λίζα έπινε νερό σαλιγκαριού για τα αφροδίσια
Πριν από λίγους μήνες, ο κριτικός τέχνης του Γκάρντιαν Τζόναθαν Τζόουνς υποστήριξε τη θεωρία γύρω από το κλίμα θανάτου και αρρώστιας που βλέπει στον πίνακα του Ντα Βίντσι, υποστηρίζοντας πως η Μόνα Λίζα είχε σύφιλη.
Η θεωρία του ξεκινά από μια καταγραφή της Λίζα Γκεραρντίνι στο καθολικό ενός μοναστηριού της πόλης να αγοράζει «νερό σαλιγκαριού» (acqua di chiocciole), ένα υλικό που, όπως γράφει ο Τζόναθαν Τζόουνς, που χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη θεραπεία αφροδίσιων νοσημάτων. Βέβαια, η εγγραφή αφορά μεταγενέστερη εποχή, δέκα χρόνια μετά το 1503, που η Λίζα Γκεραρντίνι πόζαρε για τον Ντα Βίντσι πράγμα που δεν πτοεί τον Τζόουνς και τη θεωρία του καθώς υποστηρίζει πως μπορεί να είχε επί πολλά χρόνια ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα. «Όταν πόζαρε για τον Λεονάρντο, η σύφιλη μάστιζε την Ευρώπη», γράφει. «Κάποιοι έλεγαν ότι την είχαν φέρει ναύτες του Κολόμβου από τον Νέο Κόσμο το 1492 και εξαπλωνόταν σαν φωτιά. Μπορεί να είναι ο πιο διάσημος πίνακας του Λεονάρντο ένας υπαινιγμός».
Ένας πίνακας που ξεφλουδίστηκε σαν… κρεμμύδι
To 2015, o Γάλλος επιστήμονας Πασκάλ Κοτ ισχυρίστηκε ότι ανακάλυψε ένα δεύτερο πορτρέτο που κρύβεται πίσω από αυτήν της Μόνα Λίζα, με τη μέθοδο της τεχνολογικής ανάλυσης φωτισμού και πως η κρυμμένη εικόνα δεν έχει καμία σχέση με το λεπτό εμβληματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα. Το μουσείο του Λούβρου δεν συμμερίζεται και δεν έχει σχολιάσει τους ισχυρισμούς του Κοτ, αλλά ο ιστορικός τέχνης Άντριου Γκράχαμ Ντίξον, ο οποίος ετοίμασε το ντοκιμαντέρ του BBC που ονομάζεται «Τα μυστικά της Μόνα Λίζα» και στο οποίο ο Κοτ διατυπώνει τους ισχυρισμούς του, υποστηρίζει ότι μια τέτοια ανακάλυψη θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορία της ζωγραφικής. «Αναμφίβολα αυτή είναι μια από τις ιστορίες του αιώνα», δήλωσε στο BBC και συμπλήρωσε ότι «υπάρχει απροθυμία των υπευθύνων στο Λούβρο να αλλάξουν το καθεστώς που ισχύει για τον πίνακα, όπως το να αλλάξουν το όνομα του πίνακα».
Στον Κοτ επετράπη η πρόσβαση στον πίνακα που πιστεύουν ότι έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στο 1503 και 1506, το 2004 και πρωτοστάτησε αναλύοντάς τον με μια τεχνική που ονομάζεται Layer Amplification Method και αναλύει τους πίνακες κατά στρώμα. Η τεχνική αυτή μοιάζει σαν να έχει ξεφλουδίσει κάποιος ένα κρεμμύδι. Μπορεί να δει όλα τα στρώματα της ζωγραφικής και να ανακατασκευάσει τη χρονολογία δημιουργίας ενός πίνακα. Ο Κοτ ισχυρίζεται ότι τα αποτελέσματα καταρρίπτουν πολλούς μύθους που αλλάζουν το όραμά μας για το αριστούργημα του Λεονάρντο για πάντα. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Κοτ είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενοι και διχαστικοί μεταξύ των εμπειρογνωμόνων τέχνης. Όμως ο ειδικός στον Ντα Βίντσι, καθηγητής στην Οξφόρδη Μάρτιν Κεμπ , πιστεύει ότι αυτή η θεωρία είναι εντελώς αστήρικτη και ότι δεν υπάρχουν διακριτικά σημάδια που να αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικά έργα. «Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι η Μόνα Λίζα, είναι Λίζα», δήλωσε.
Το μυστήριο γύρω από το πιο «ευτυχισμένο χαμόγελο» της τέχνης
Το αινιγματικό χαμόγελο της Τζοκόντας, που προβλημάτισε χιλιάδες καλλιτέχνες, επιστήμονες και απλούς φιλότεχνους, είναι απλώς η έκφραση μια «ευτυχισμένης» γυναίκας, υποστηρίζει μια μελέτη που δημοσιεύεται σήμερα στην επιστημονική επιθεώρηση Scientific Reports. Η γοητεία που ασκεί παγκοσμίως ο διάσημος πίνακας του Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519) οφείλεται «σε μεγάλο βαθμό στην ανεξιχνίαστη έκφραση του προσώπου της Τζοκόντας», υπενθυμίζουν οι ερευνητές, που υποστηρίζουν ότι κατάφεραν να λύσουν εν μέρει το μυστήριο.
Οι ερευνητές παρουσίασαν σε δώδεκα εθελοντές μια σειρά από ασπρόμαυρες εικόνες με αποτυπωμένο το χαμόγελο της Μόνα Λίζα με διάφορες παραλλαγές στην καμπύλη των χειλιών. Οι εικόνες ήταν ανάκατες: κάποιες έδειχναν το αυθεντικό χαμόγελο, τέσσερις με τις άκρες των χειλιών ελαφρώς ανυψωμένες, σε ένδειξη χαράς, άλλες τέσσερις με τις άκρες των χειλιών προς τα κάτω, που παραπέμπουν στη θλίψη κ.λπ. Και αυτό τριάντα φορές στη σειρά.
«Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι το έργο έχει περιγραφεί πολλές φορές από τους ιστορικούς της τέχνης, αναμέναμε ότι το πρωτότυπο θα ήταν πιο διφορούμενο», είπε ο Γιούργκεν Κορνμάιερ, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, στη Γερμανία. «Προς μεγάλη μας έκπληξη, οι συμμετέχοντες είπαν το πρωτότυπο χαμόγελο δείχνει ευτυχία σχεδόν στο 100% των δοκιμών», πρόσθεσε.
Η Μόνα Λίζα ήταν αγόρι και εραστής του Ντα Βίντσι
Μια θεωρία που διατυπώνεται από έναν Ιταλό ερευνητή, αναφέρει ότι η εικόνα της Μόνα Λίζα βασίζεται κυρίως σε έναν νεαρό άνδρα, ο οποίος ήταν μαθητευόμενος του Λεονάρντο και πιθανώς εραστής του.Ο Silvano Vinceti, επικεφαλής της Εθνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά, πιστεύει ότι η Μόνα Λίζα φέρει αρκετές εντυπωσιακές ομοιότητες με τον Gian Giocomo Caprotti, γνωστό και ως Salai. Επίσης, η εξέταση με υπέρυθρες ακτίνες του έργου σε σύγκριση με άλλα έργα δείχνουν μεγάλες ομοιότητες με άλλα έργα στα οποία πόζαρε ο Salai. Φαίνονται στη μύτη της Μόνα Λίζα, στο μέτωπο και το χαμόγελό της είπε ο Vinceti στην Telegraph.
Ανέφερε ότι μοιάζει με τα έργα στα οποία απεικονίζονται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Άγγελος, στα οποία παρουσιάζεται το νεαρό αγόρι. Ο Salai μαθήτευσε κοντά στον Leonardo σε ηλικία περίπου 10 ετών, το 1490, και ήταν γνωστός ως μικρός ταραχοποιός, με το ψευδώνυμό του να σημαίνει «μικρός διάβολος». Εργάστηκε με τον μεγάλο ζωγράφο της Αναγέννησης για δύο δεκαετίες, και ευρέως πιστεύεται ότι είχαν ερωτική σχέση.
Ο «ειδικός των ειδικών» Martin Kemp είπε ότι αυτή η θεωρία είναι «ένα συνονθύλευμα των γνωστών πραγμάτων, λιγότερο γνωστών και ζωηρής φαντασίας». Ο Vinceti υποστηρίζει ότι η Μόνα Λίζα είναι ανδρόγυνο πρότυπο, μισός άντρας και μισή γυναίκα. Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Leonardo άρχισε τη Μόνα Λίζα το 1503, ενώ ο Vinceti υποστηρίζει ότι μπορεί να είχε αρχίσει το αριστούργημα ενώ ζούσε στο Μιλάνο τη δεκαετία του 1490.
Η πιο παράξενη όλων των ιστοριών: η κλοπή της Μόνα Λίζα
Το μεσημέρι της 22ας Αυγούστου 1911 οι Γάλλοι πάγωσαν, όταν πληροφορήθηκαν ότι η Μόνα Λίζα είχε κλαπεί. Τις επόμενες μέρες το θέμα ήταν πρωτοσέλιδο στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου. Το περιστατικό αποκαλύφθηκε, όταν ο ζωγράφος Λουί Μπερού, που συνήθιζε να ζωγραφίζει αντίγραφα της Τζοκόντα και να τα πουλά στους επισκέπτες του Μουσείου, παρατήρησε με έκπληξη ότι ο πίνακας απουσίαζε από τη θέση του. Το ανέφερε στον αρμόδιο φύλακα, ο οποίος εντελώς βαριεστημένα του απάντησε ότι ίσως να βρισκόταν για συντήρηση. Ήταν Τρίτη και την προηγούμενη ημέρα (21 Αυγούστου) το Λούβρο ήταν κλειστό, λόγω της καθιερωμένης αργίας της Δευτέρας.
Όταν διαπιστώθηκε ότι η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν στις αίθουσες συντήρησης, σήμανε συναγερμός. Οι πόρτες του Μουσείου σφραγίστηκαν, τα σύνορα της Γαλλίας έκλεισαν και την υπόθεση ανέλαβε η αστυνομία, με επικεφαλής τον επιθεωρητή Λουί Λεπέν.
Μία από τις πρώτες ενέργειες της γαλλικής κυβέρνησης ήταν να θέσει σε διαθεσιμότητα τον διευθυντή του Λούβρου Τεοφίλ Ομόλ, ο οποίος πριν από λίγους μήνες κόμπαζε ότι κανείς δεν μπορεί να κλέψει τη Μόνα Λίζα από το Μουσείο του.
Λίγο αργότερα η κορνίζα του πίνακα βρέθηκε κάτω από μια σκάλα, ενώ οι έρευνες στράφηκαν στους κατώτερους υπαλλήλους του Μουσείου με τους γλίσχρους μισθούς, στους εμπόρους τέχνης του Παρισιού και στους νεαρούς καλλιτέχνες της αβάν-γκαρντ, που διάκειται εχθρικά στην παραδοσιακή τέχνη. Οι Παριζιάνοι από την πλευρά τους πίστευαν ότι πίσω από τη θρασύτατη κλοπή μπορεί να βρισκόταν κάποιος Αμερικανός μεγιστάνας ή ήταν έργο της Γερμανίας, που ήθελε να δυσφημήσει τη μεγάλη της αντίπαλο. Όταν το Λούβρο άνοιξε και πάλι τις πύλες του στις 29 Αυγούστου, χιλιάδες Γάλλοι περνούσαν μπροστά από την άδεια θέση της Τζοκόντα και έκλαιγαν γοερά, λες και είχαν χάσει ένα προσφιλές τους πρόσωπο.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1911 μία ακόμη έκπληξη περίμενε τους Παριζιάνους. Η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη του διακεκριμένου Γαλλο-πολωνού ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ και του ανερχόμενου Ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, ως υπόπτων για την κλοπή. Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα, καθώς δεν προέκυψε το παραμικρό στοιχείο εις βάρος του και ο Απολλιναίρ πέντε μέρες αργότερα. Ο Τύπος, όμως, είχε φροντίσει να τους χρίσει ενόχους: «Ο Απολλιναίρ είναι αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας», έγραφε η Paris Journal στις 13 Σεπτεμβρίου. Τρομοκρατημένος ο ποιητής πρόλαβε να γράψει στίχους στο κελί του, προτού πέσει σε βαθιά μελαγχολία. Η σύντομη κράτησή του και οι ανυπόστατες εις βάρος του κατηγορίες αμαύρωσαν σοβαρά τη φήμη και την αξιοπιστία του.
Τα επόμενα δύο χρόνια οι έρευνες περιέπεσαν σε τέλμα, παρότι οι κλέφτες επικηρύχθηκαν με μεγάλα ποσά από το κράτος και ιδιώτες. Πολλοί πίστευαν πως είχε καταστραφεί. Στις 29 Νοεμβρίου 1913, ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, επ΄αμοιβή.
Σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Τρίπολι – Ιτάλια» της Φλωρεντίας, ο Βιτσέντζο αποκάλυψε τον διάσημο πίνακα που βρισκόταν στον κρυφό πάτο ενός μπαούλου. Παρών ήταν και ο Τζιοβάνι Πότζι, διευθυντής της διάσημης πινακοθήκης της πόλης, «Ουφίτσι». Ο Βιντσέντζο συνελήφθη και αποκαλύφθηκε πως το πραγματικό όνομα του ήταν Βιτσέντζο Περούτζια. Ήταν τριάντα ετών με καταγωγή από το Κόμο και για ένα διάστημα είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο. Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν ο αυθεντικός, ένα κύμα συμπάθειας σηκώθηκε υπέρ του Περούτζια.
Η κοινή γνώμη θεώρησε την πράξη του πατριωτική, αφού το βασικό του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην κοιτίδα της. Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο Περούτζια αποκάλυψε ότι αφαίρεσε τη Μόνα Λίζα από τη θέση της μεταμφιεσμένος σε συντηρητή του Μουσείου. Την έκρυψε κάτω από τη φόρμα του (ο πίνακας έχει μέγεθος 0,53 x 0,77 μ.) και βγήκε από το μουσείο χωρίς να τον «ενοχλήσει» κανένας.
Oυρές στο Ουφίτσι για να δουν τη Μόνα Λίζα.
Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για ένα μήνα στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της Ιταλίας και εκατομμύρια Ιταλών θαύμασαν το αινιγματικό της χαμόγελο. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1913, 60.000 άνθρωποι την κατευόδωσαν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Ταξίδεψε σε ειδικά φυλασσόμενο βαγόνι της ταχείας Μιλάνου – Παρισίων και από τις 4 Ιανουαρίου 1914 εγκαταστάθηκε και πάλι στο Λούβρο, όπου εκτίθεται έως σήμερα, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.
ΠΗΓΗ
Μύθοι και παράξενες ιστορίες για την περίφημη Μόνα Λίζα
Reviewed by Unknown
on
00:00
Rating: