Η Σαμοθράκη είναι το ψηλότερο ελληνικό νησί στο Αιγαίο -με την εξαίρεση των δύο μεγαλονήσων, της Κρήτης και της Εύβοιας. Το όνομα του βουνού είναι Σάος, αλλά οι ντόπιοι το ονομάζουν «Φεγγάρι» (όπως και την υψηλότερη κορυφή του), καθώς είναι «τόσο ψηλό που κρύβει το φεγγάρι». Εξάλλου, το όνομα του νησιού σημαίνει «ψηλή Θράκη» -από το αρχαιοελληνικό σάμος = υψηλή. Η Σαμοθράκη είναι παγκοσμίως γνωστή λόγω του διάσημου αρχαιοελληνικού αγάλματος της Νίκης, το οποίο βρέθηκε το 1863 στο νησί. Το άγαλμα, ύψους 2,75 μέτρων, εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Επιπλέον, στην αρχαιότητα, στο νησί λάμβαναν χώρα τα Καβείρια Μυστήρια, αποκρυφιστικές τελετές που το περιεχόμενο τους δεν έχει διαλευκανθεί απόλυτα μέχρι σήμερα.
Τα μυστήρια τελούνταν στο χώρο του «Ιερού των Μεγάλων Θεών», που αποτελεί τώρα το σημαντικότερο αρχαιολογικό τόπο στο νησί. Λέγεται πως στα Καβείρια Μυστήρια συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι γονείς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Φίλιππος Β' και η Ολυμπιάδα, και πως στο νησί πραγματοποιήθηκε η σύλληψη του μεγάλου στρατηλάτη. Στα Καβείρια Μυστήρια μπορούσαν να πάρουν μέρος ελεύθεροι πολίτες αλλά και δούλοι - σε αντίθεση με τα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου απαγορευόταν η συμμετοχή των δούλων.
Κατά τη ρωμαϊκή και ιδιαίτερα την αυτοκρατορική περίοδο, χάρη στο ενδιαφέρον των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και το σεβασμό τους προς τους Μεγάλους Θεούς, η ακτινοβολία της Σαμοθράκης είχε πια ξεπεράσει τα σύνορα του ελλαδικού χώρου και έγινε διεθνές θρησκευτικό κέντρο, όπου συνέρρεαν πλήθη προσκυνητών (αξιωματούχων και απλών πολιτών) απ' όλο το ρωμαϊκό κόσμο.
Βάθρα παραδείσου, δίπλα στον οικισμό Θέρμες.
Εκτός από το ιερό της Σαμοθράκης, στη μεγάλη ανάπτυξή της είχαν συμβάλει επίσης τα δυο λιμάνια που διέθετε η πόλη και τα οποία αποτελούσαν έναν από τους κυριότερους σταθμούς για τα πλοία που χρησιμοποιούσαν το θαλάσσιο δρόμο Τρωάδας-Μακεδονίας, ενώ πρόσφεραν παράλληλα στους κατοίκους της τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αξιόλογης εμπορικής δραστηριότητας. Επιπλέον η Σαμοθράκη είχε το μεγάλο προνόμιο, όπως και η Θάσος, να εκμεταλλεύεται τις φυσικές πηγές πλούτου όχι μόνο του νησιού αλλά και της περαίας της (της «Ηπείρου» ή «ιεράς χώρας» των Μεγάλων Θεών), όπου μάλιστα από την πρώιμη αρχαιότητα είχε ιδρύσει μια σειρά οικισμών που λειτούργησαν ταυτόχρονα ως αγροτικοί και εμπορικοί σταθμοί («εμπόρια»), όπως ήταν η Δρυς, τα Τέμπυρα, η Σάλη και το Χαράκωμα. Κατά τους πρώτους αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας, η Σαμοθράκη είχε κηρυχθεί «ελεύθερη πόλη» (civitas libera) αλλά έχασε ορισμένες κτήσεις της στην περαία. Ωστόσο, κατά την αυτοκρατορική περίοδο -ίσως από το 46 μ.Χ. που η Θράκη μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, οι Ρωμαίοι αναγνώρισαν τις παλιές κτήσεις της στη σαμοθρακική περαία ( την «Ήπειρο»), όπως μαρτυρούν οροθετικές επιγραφές του 1ου μ.Χ. αιώνα.
Η Σαμοθράκη κατοικήθηκε για πρώτη φορά από τους Πελασγούς και αργότερα από τους Θράκες. Η αρχαία πόλη, η Παλαιόπολη, βρίσκεται στα βόρεια του νησιού, ενώ παραμένουν τα επιβλητικά αρχαία τείχη της, χτισμένα σε Κυκλώπειο ύφος. Στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. το νησί αποικίσθηκε από Έλληνες της Σάμου. Καταλήφθηκε από τους Πέρσες το 508 π.Χ., αλλά αργότερα βρέθηκε κάτω από τον έλεγχο της Αθήνας. Στη συνέχεια και μέχρι το 168 π.Χ. βρισκόταν κάτω από μακεδονική κυριαρχία. Οι Βυζαντινοί ήταν οι επόμενοι κυρίαρχοι του νησιού μέχρι το 1204.Στο νησί εξορίστηκε, κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, και πέθανε ο χρονογράφος και άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας Θεοφάνης ο ομολογητής (760-817μ.Χ.). Αργότερα ήρθαν ως κυρίαρχοι οι Ενετοί και μετά η Γενουάτικη οικογένεια των Γκατιλούζι (εξελ. Γατελούζοι) το 1355.
Τα Γενουάτικα οχυρά παραμένουν, μάλιστα ο "Πύργος των Γκατιλούζι" αποτελεί ένα ακόμη πολύ σημαντικό μνημείο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέκτησε τη Σαμοθράκη το 1457 και όταν ο κάτοικοι του νησιού επαναστάτησαν το 1821, οι Τούρκοι σκότωσαν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού (Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης). Το νησί απελευθερώθηκε οριστικά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1913 -αν και πέρασε ένα μικρό διάστημα υπό βουλγαρική κατοχή κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όρος Σάος
Ο Σάος ή Φεγγάρι είναι βουνό της Σαμοθράκης με μέγιστο υψόμετρο 1.611 μέτρα. Καταλαμβάνει το μέγιστο τμήμα του νησιού της Σαμοθράκης. Είναι το ψηλότερο βουνό σε νησί του Αιγαίου (εξαιρουμένων των βουνών της Κρήτης και της Εύβοιας). Ο Σάος διαθέτει πολλές πηγές οι οποίες διατηρούν νερό και την καλοκαιρινή περίοδο. Στις πλαγιές του σχηματίζονται ρυάκια και καταρράκτες καθώς και μικρές λίμνες (γνωστές και ως 'βάθρες'). Οι βόρειες πλαγιές του καλύπτονται από δάση δρυός, και οι ρεματιές είναι κατάφυτες από πλατάνια και σκλήθρα. Οι κορυφές του βουνού είναι γυμνές και απόκρημνες. Η επίπονη ανάβαση του βουνού (τουλάχιστον 4-5 ώρες) μπορεί να επιχειρηθεί από τον οικισμό Θέρμα στα βόρεια του νησιού, ή από τη Χώρα της Σαμοθράκης στα Δυτικά. Σύμφωνα με την μυθολογία από την κορυφή του Σάου παρακολουθούσε ο Ποσειδώνας τον Τρωικό πόλεμο.
Το Ιερό των Μεγάλων Θεών
Το Ιερό των Μεγάλων Θεών είναι ναϊκό συγκρότημα στη Σαμοθράκη έκτασης περίπου 50 στρεμμάτων στο οποίο τελούνταν μυστηριακές τελετές οι οποίες χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ.με τις θεότητες που λατρεύονταν να είναι διαφορετικές από αυτές των Ολύμπιων θεών του δωδεκάθεου, και να σχετίζονται με τις χθόνιες θεότητες των Κάβειρων. Βρίσκονταν κοντά στην αρχαία πόλη της Σαμοθράκης -σημερινή Παλαιόπολη-, και δέχονταν αποστολές πρεσβευτών από άλλες πόλεις-κράτη στον χώρο κατά τη διάρκεια των εορτών. Υπήρξαν αρκετές διάσημες προσωπικότητες κατά την αρχαιότητα οι οποίες συμμετείχαν στα μυστήρια αυτά, όπως ο ιστορικός Ηρόδοτος, ο Σπαρτιάτης ηγεμόνας Λύσανδρος, και πολλοί Αθηναίοι, ενώ αναφορές στο ναϊκό συγκρότημα γίνονται από τον Πλάτωνα και τον Αριστοφάνη. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Φιλίππου Β´ της Μακεδονίας και την μετέπειτα ελληνιστική εποχή με την βασιλεία του Μεγάλου Αλέξανδρου, ο ναός αποτέλεσε ιερό των Μακεδόνων και κατά την περίοδο των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου το νησί αποτέλεσε σημείο σύγκρουσης ως προς την κυριότητα του. Παρέμεινε σημαντική θρησκευτική τοποθεσία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, με τον αυτοκράτορα Αδριανό να το επισκέπτεται και τον συγγραφέα Μάρκο Τερέντιο Βάρρωνα να περιγράφει τα μυστήρια, πριν αρχίσει να περνά στην αφάνεια κατά την ύστερη αρχαιότητα.
Θόλος της Αρσινόης (Αρσινόειον)
Η Ροτόντα της Αρσινόης είναι ένα οικοδόμημα, το οποίο, σύμφωνα με την αναθηματική επιγραφή που είναι χαραγμένη στο επιστύλιο του, αφιερώθηκε από την Αρσινόη, σύζυγο του Βασιλιά Λυσίμαχου στους Μεγάλους Θεούς και προοριζόταν για θυσίες και επίσημες συγκεντρώσεις στην ετήσια καλοκαιρινή γιορτή.
"H Αρσινόη (288 - 270 π.Χ.), αδελφή του Πτολεμαίου II, σύζυγος του Λυσιμάχου και αργότερα η 'Φιλάδελφος' σύζυγος του ίδιου του Πτολεμαίου, ανεζήτησε καταφύγιο στη Σαμοθράκη στην απελπισμένη κρίση του 280 π.Χ., όταν ο βασιλεύς Λυσίμαχος σκοτώθηκε στη μάχη. Η Αρσινόη αφιέρωσε το πιο εντυπωσιακό κτίριο στο ιερό, τη μεγάλη ροτόντα, στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο κυκλικό κτίριο της ελληνικής αρχιτεκτονικής."
Πύργοι Παλαιόπολης
Κοντά στον αρχαιολογικό χώρο της Παλαιόπολης, 4χλμ από τη Χώρα, σε ύψωμα με όμορφη θέα, στέκουν οι τρεις πύργοι των Γατελούζων, που θυμίζουν την εποχή που ο γνωστός γενοβέζικος οίκος έχτιζε κάστρα και πύργους στο νησί, για να διασφαλίσει την κυριαρχία του. Οι Γενουάτες (ή Γενοβέζοι) κυριάρχησαν στο νησί μετά το 1355 και αφού είχε προηγηθεί, από το 1204, η κατοχή του από τους Ενετούς. Οι Γενουάτες ηγεμόνες του νησιού ανήκαν στον οίκο των Γκατιλούζι (εξελ. Γατελούζοι). Είναι κατασκευασμένοι εν μέρει με αρχαία οικοδομικά υλικά από το γειτονικό αρχαιολογικό χώρο και έχουν τετράπλευρο σχήμα 10x11,7 μέτρα. Ο ένας από τους τρεις, ύψους 20μ., σώζεται σχεδόν ακέραιος με ενσωματωμένο γωνιόλιθο που φέρει ανάγλυφη επιγραφή με το οικόσημο των Gateluzzi.
Σαμοθράκη: Το νησί των μυστηριακών τελετών
Reviewed by Unknown
on
11:00
Rating: