Ως γνωστόν και όσο αφορά την Λητώ ο Πρόκλος λέγει πως :
«Η Λητώ είναι ζωογόνος πηγή που περιέχεται στην Δήμητρα. Για αυτό και “τὰ παρ᾽ ἡμῖν πάτρια τὴν αὐτὴν Δήμητρά τε καὶ Λητὼ θεραπεύουσιν” ταυτιζόμενες, καταδεικνύοντας την ένωση των θεαινών αυτών. Η θεός τούτη εκπέμπει όλο το ζωογόνο φως και φωτίζει τις νοητικές ουσίες των θεών και τους ψυχικούς διακόσμους, ενώ τελευταίον καταυγάζει σύμπαντα τον αισθητό ουρανό, “ἀπογεννήσασα τὸ περικόσμιον φῶς καὶ τούτου τὴν αἰτίαν ἱδρύσασα” στα παιδιά της, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, εναστράπτουσα νοητικό και ζοωγόνο φως προς τα πάντα. Αλλά και στις ψυχές δίνει την τελείωση της αρετής και την έλλαμψιν την ανάγουσα αυτές στην νοητική περιοχή του πατέρα, αναρπάζοντας τες από τις σκολίες ατραπούς της ύλης, από την πολύπλοκη κακία και από την εν τη γενέσει τραχύτητα. Σε αυτά προσβλέποντας και οι θεολόγοι την προσονομάζουν Λητώ, επειδή χρίζει στις ψυχές το “λείο” χαρακτήρα, την πηγή της εκούσιας ζωής και την χορηγία της θείας ραστώνης. Τούτα, στα αλήθεια, δίνει σε όσους αποτείνονται προς αυτή, άφατη ενέργεια, αβλαβή ζωή, πραότητα, αταραξία και νοητική γαλήνη. Είτε λοιπόν από το εθελούσιο αποκλήθηκε Λητώ (το “λῶ γάρ ἐστιν ῥῆμα δηλοῦν τὸ βούλομαι”), είτε από το “λείο”, ως “Λεητώ”, σε κάθε περίπτωση μέσα και από τα δύο τούτα το όνομα φανερώνει τις δυνάμεις της θεού. Οι “ἠναγκασμέναι”, πράγματι, ενέργειες της ψυχής οφείλονται στην υλική τραχύτητα, ενώ και η σκολιότητα της ζωής εν τη γενέσει ελαττώνει την εκούσια ζωή των ψυχών. Αντίθετα, η άνοδος προς τους θεούς κάνει τη ζωή ομαλή και ήμερη αντί για σκληρή και τραχιά, ελεύθερα επιθυμητή αντί για εξαναγκασμένη. Για τον λόγο αυτό και η θεός που είναι αιτία για όλα αυτά ονομάζεται Λητώ. Γιατί λοιπόν να ονομάζουμε Λητώ την ύλη, με την σκέψη ότι είναι ευχάριστη και χρησιμεύει ως εκμαγείο για όλα τα είδη, δεχόμενη σαν κάτοπτρο τις εμφανίσεις όλων των όντων, και σαν αιτία λήθης για όλους όσοι κοιτάζουν σε αυτή ;; Γιατί τον Απόλλωνα πρέπει να τον ονομάζουμε αρμονία βάσει του ότι έλαβε υπόσταση από τη Λητώ και τον Ζευς;; Κατά αυτόν τον τρόπο, δηλ., και ο θεός τούτος θα ήταν αδιαχώριστος από την ύλη και όχι αίτιος “τῆς ἐν τῷ παντὶ ἁρμονίας”. Πως είναι όμως δυνατόν άλλοτε να τον ταυτίζουμε με τον ίδιο τον δημιουργό και άλλοτε να μην τον διαχωρίζουμε από την ύλη ;; Το ορθό λοιπόν είναι να μην λέμε πως Λητώ είναι αυτή που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα, αλλά να την εννοούμε ως μητέρα και πηγή παντός ζωογονικού φωτός που με την θερμότητά του διαφυλάσσει τα πάντα, και τον Απόλλωνα πάλι, που είναι ξεχωριστός, να τον εννοούμε ως χορηγό της εναρμόνιας ζωής στο σύνολό της και όλων των εγκόσμιων Λόγων, με τους οποίους “ἀλύτως συνδέδεται τὸ πᾶν”. Ονομάζοντας άλλωστε τη μέγιστη τούτη θεά “Λητώ” ο Σωκράτης, με τη σκέψη πως το όνομα προέρχεται από τη “λήθη”, ήθελε να προφυλάξει την ανωριμότητα της νεανικής ηλικίας, και στην περίπτωση αυτής θα μπορούσε κατά κύριο λόγω να ειπωθεί και τούτο, λόγω του ότι εμβάλει στις ψυχές τη λήθη των κακών, της εν τη γενέσει αναστάτωσης και του κλυδωνισμού, πράγματα που ενόσω η ψυχή εξακολουθεί να θυμάται είναι αδύνατον να εγκατασταθεί στο νοητό. ”ἄγει γὰρ ἡ μνήμη πρὸς τὸ μνημονευτόν”, λέγει ο Πλωτίνος, και καθ΄ όσον ακριβώς τρόπο “ἡ Μνημοσύνη τὴν μνήμην τῶν νοητῶν ἀνεγείρει”, ομοίως και η Λητώ “τὴν λήθην δωρεῖται τῶν ἐνύλων”.»[1]
Βέβαια : «ὁ μὲν γὰρ Μινώταυρος τὰ ἐν ἡμῖν θηριώδη πάθη σημαίνει, ὁ δὲ μίτος θείαν τινὰ δύναμιν ἐξημμένην, ὁ δὲ λαβύρινθος τὸ σκολιὸν καὶ πολυποίκιλον τοῦ βίου» – Λέγει ο Ολυμπιόδωρος.
Αυτή, λοιπόν, η θεά που προΐσταται της εξόδου των λογικών & αΐδιων ψυχών εκ του/της λαβυρίνθου, «από τις σκολίες ατραπούς της ύλης, από την πολύπλοκη κακία και από την εν τη γενέσει τραχύτητα», η θεά που προΐσταται της νίκης των ψυχών επί της «σκληρής και τραχιάς ζωής», επί του Μινώταυρου, είναι η Δήμητρα ως Λητώ.
Μάλιστα ο Πρόκλος λέγει πως :
«η Λητώ περιέχεται μέσα στην Δήμητρα που μαζί με τον Ζευς έδωσε υπόσταση στην Κόρη και στην εγκόσμια Εκάτη, δεδομένου ότι ο Ορφέας και την Άρτεμη την αποκαλεί Εκάτη : “η θεϊκή λοιπόν Εκάτη, η κόρη της ομορφοπλέξουδης Λητώς, άφησε εκεί τα μέλη του παιδιού κι ανέβηκε στον Όλυμπο” λέγει ο Ορφέας στο απ. Νο.201.»[2]
Η Θεά που «δωρίζει στις ψυχές την λήθη των ένυλων», που «εμβάλει στις ψυχές τη λήθη των κακών, της εν τη γενέσει αναστάτωσης και του κλυδωνισμού, πράγματα που ενόσω η ψυχή εξακολουθεί να θυμάται είναι αδύνατον να εγκατασταθεί στο νοητό». Η θεά που «δίνει στις ψυχές την τελείωση της αρετής και την έλλαμψιν την ανάγουσα αυτές στην νοητική περιοχή του πατέρα».
Η θεά που λατρεύονταν στην Φαιστό – παλάτι του Ραδάμανθυ!
Βέβαια όπως είδαμε η Λητώ περιέχεται στην Δήμητρα που με τον Πηγαίο & νοητικό Ζεύς (Ιδαίο) δίνει υπόσταση στην Κόρη, αυτή είναι η Ρέα που ως Δήμητρα απογεννά στην Κρήτη (νοητό σύμπαν) τον Πηγαίο & νοητικό Ζευς (δημιουργό του Κόσμου), συντάσσεται δε και ενώνεται με αυτόν στην Αυσονία(Ιταλία) ή νοητικό σύμπαν και απογεννά την υπερκόσμια Αρχή της ζωογονίας ή αλλιώς την Κορική Αρτέμιδα. Περί αυτής λέγει ο Πρόκλος :
«Ο Ορφέας, λέγοντας ότι η Δήμητρα ταυτίζεται με την Ρέα, αναφέρει ότι όταν βρίσκεται ψηλά, αχώριστη με τον Κρόνο, είναι Ρέα, ενώ προβάλλουσα και γεννούσα τον Ζευς είναι Δήμητρα : “Ρέα πρωτύτερα ήταν, σαν έγινε του Διός μάνα όμως έγινε Δημήτηρ” αναφέρεται στο ορφικό απόσπασμα Νο.106 Ο Ησίοδος εξάλλου, στην «Θεογονία, σ. 454», λέει τη Δήμητρα κόρη της Ρέας, και είναι προφανές ότι οι θεολόγοι των Ελλήνων συμφωνούν. Είτε δηλ. από την Κρόνια ένωση προχώρησε στον κατώτερο Κόσμο είτε είναι της Ρέας η πρώτη κόρη, το ίδιο γίνεται. Καθώς λοιπόν τέτοιος είναι ο χαρακτήρας της Δήμητρας, καθώς έλαβε την κατεξοχήν σεβάσμια και ηγεμονική βαθμίδα ως κλήρο από την καθολική ζωογόνο Ρέα και καθώς συνέχει τις ενδιάμεσες κορυφές της σύνολης ζωογονίας, πληροί όλα τα υπερκόσμια με τους αγωγούς της ολοκληρωμένης ζωής εκπορεύοντας προς τα πάντα τη ζωή αμερίστως, ενοειδώς και αδιαχωρίστως. Προ όλων αυτών όμως μας φανερώνει τον δημιουργό νου καθαυτόν και του δίνει τη δύναμη για την δημιουργία της ζωής των πάντων. Όπως δηλαδή ο Κρόνος χορηγεί σε αυτόν εκ των άνω την αιτία της ύπαρξης και της ουσίας, έτσι και η Δήμητρα εκ των άνω, από τους γόνιμους κόλπους της, διοχετεύει τη ζωογονία προς τον δημιουργό. Η ίδια, κατέχοντας το μέσο κάθε ζωογόνου θεότητας, κυβερνά όλες τις πηγές που υπάρχουν σε αυτήν, και περιέχει τον ένα και μοναδικό σύνδεσμο των πρωταρχικών και μαζί των έσχατων δυνάμεων της ζωής. Συσπειρώνει τις κατώτερες πηγές και εξασφαλίζει τη σταθερή τους συνοχή, και οδηγεί προς τα επάνω τις ενιαίες αιτίες των υπέρτερων προς την κατεύθυνσή της δημιουργίας των όλων. Με τον τρόπο αυτό ως ζωογόνος αποβαίνει συνολικά μια και μαζί επταδική : ως προς την εξηρημένη ένωση, αφενός, προϋπάρχουσα της επτάδας, ως προς τη συμπαρατασσόμενη με άλλα, αφετέρου, συνάγοντας σε ένα και μοναδικό νοητικό κέντρο τις εντός της τριαδικές πηγές, και περιέχοντας την Εστία και την Ήρα. Την Ήραν από τα δεξιά να εκχέει όλο τον Κόσμο των ψυχών, και την Εστία από τα αριστερά να εκπέμπει όλο το φώς της αρετής. Για τούτο είναι δικαιολογημένο να αποκαλείται από τον Πλάτωνα, στον “Κρατύλο, 404.b”, μητέρα και χορηγός της τροφής : μητέρα επειδή περιέχει την αιτία της Ήρας, και χορηγός της τροφής επειδή περιέλαβε εκ των προτέρων εντός της την Εστία.»[3]
Μάλιστα αφενός :
«Ο δημιουργικός νους συζευγνύεται με τις ζωογόνες αιτίες κατά τρείς τρόπους. Συνδέεται με τις πριν από αυτόν πηγές, και συνυπάρχει ομοφυώς με τις συστοιχές του, ενώ συνεργεί με τους υποδεέστερους του Κόσμους. Με την πρότερή του Δήμητρα συνευρίσκεται στη βάση της επιστροφής, με την ύστερή του Κόρη – Περσεφόνη στη βάση της πρόνοιας και με την ομόλογή του Ήρα στη βάση του έρωτα. Εξ ου και λέγεται ότι ο Ζευς είναι ερωτευμένος με την Ήρα : “Όπως τώρα ερωτεύτηκα εσένα” λέει ο Ζευς στον 328ο στίχο της Ξ’ ραψωδίας της Ομηρικής Ιλιάδος. Αυτή μάλιστα είναι και η νόμιμη σύζυγος ενώ οι άλλες δυο φαίνονται παράνομες. Τούτη λοιπόν η θεά, η Ήρα, παράγει αφ’ εαυτού της, μαζί με τον δημιουργό και ταυτόχρονα πατέρα, όλα τα γένη των ψυχών, τα υπερκόσμια και τα εγκόσμια, τα ουράνια και τα υποσελήνια, τα θεϊκά και τα αγγελικά και τα δαιμονικά και τα μεριστά. Υπό μια έννοια εξάλλου διαχωρίζεται από τον δημιουργό, υπό μιαν άλλη πάλι είναι ενωμένη με αυτόν. Διότι, αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον “Φίληβο, 30.d” ότι ο Ζευς έχει “νου βασιλικό” επειδή η Ήρα έχει συζευχθεί με αυτόν ή περιέχεται σε αυτόν. Έτσι στον 213ο στοίχο της Ξ’ ραψωδίας της Ομηρικής Ιλιάδος λέγεται ότι “στου μεγάλου Διός την αγκαλιά κοιμάται”. Πράγματι ο Ζευς, συνέχει ενοποιητικά την πατρική και τη μητρική αιτία του Κόσμου, και η πηγή των ψυχών λέγεται ότι ενυπάρχει στον Ζευς, κατά τον ίδιο τρόπο ακριβώς πάλι που στη νόηση του Διός πρώτη μετέχει η Ήρα. Άλλωστε όπως λέγει και ο ομηρικός Ζευς, στον στ. 547 της Α’ ραψωδίας της Ιλιάδος, “κανένας άλλος θεός δεν γνωρίζει τον νου μου πριν από την Ήρα”. Έτσι λοιπόν, «διὰ ταύτην οὖν τὴν ἄφραστον τῶν θεῶν κοινωνίαν” (επαφή), ο Κόσμος μετέχει στις νοητικές ψυχές, και έλαβαν υπόσταση οι νόες που εποχούνται των ψυχών και μαζί με αυτές πληρούν τη σύνολη δημιουργία. Για τούτα δίνει τη μαρτυρία του και ο Σωκράτης του πλατωνικού “Κρατύλου”, που ομολογεί το όνομα της Ήρας όχι από κάπου αλλού παρά από τον έρωτα, καθώς είναι εραστή του Διός.»[4]
Αφετέρου :
«τις ζωογονικές τούτες τρεις μονάδες παραδίδει κατά σειρά στον “Κρατύλο, 404.b–c” ο Πλάτων, τη Δήμητρα, την Ήρα και την Περσεφόνη, αυτή δηλαδή που λέγεται μητέρα του δημιουργού, αυτή που λέγεται αδελφή του δημιουργού και αυτή που λέγεται κόρη του αντίστοιχα. Και οι τρείς μάλιστα τίθενται ως κοινωνοί της όλης δημιουργίας, η πρώτη με χαρακτήρα εξηρημένο και νοητικό, η δεύτερη με χαρακτήρα αρχής και ηγετικό και η τρίτη ως πηγή και ταυτόχρονα αρχή. Η τελευταία από τις παραπάνω θεές έλαχε τριπλή δύναμη και περιέλαβε τρεις μονάδες θεών, κατά τρόπο αδιαίρετο και ενιαίο. Προσονομάζεται επίσης Κόρη, “διὰ τὴν καθαρότητα τῆς οὐσίας καὶ τὴν ἄχραντον ἐν ταῖς ἀπογεννήσεσιν ὑπεροχήν”. Η ηγεμονία της διακρίνεται σε ανώτερη, ενδιάμεση και κατώτερη. Στο κορυφαίο της σημείο ονομάζεται από τον Ορφέα Άρτεμη, στο κέντρο της Περσεφόνη και στο τέλος του θεϊκού Κόσμου Αθηνά. Στην ύπαρξη της που υπερβαίνει τις άλλες δυνάμεις του ζωογονικού τούτου Κόσμου εγκαθίσταται η αρχή της Εκάτης, στην ενδιάμεση και γεννητική των όλων δύναμη ενυπάρχει η ψυχική δύναμη και στη νοητική της επιστροφή η αρετή. Στην επάνω λοιπόν και υπερκόσμια περιοχή η Κόρη “τὴν τριπλῆν ταύτην ἑνοειδῶς προτείνει τὴν τῶν θεῶν διακόσμησιν”, και μαζί με τον Ζευς απογεννά τον αμερίστως εξάρχοντα της μεριστής δημιουργίας Ζαγρέα Διόνυσο, ενώ στην κάτω περιοχή μαζί με τον Πλούτωνα γίνεται θεατή με ξεχωριστό τρόπο κατά την ενδιάμεση ιδιότητά της. Τούτη δηλαδή είναι που προχωρεί σε όλα τα μέρη, που χορηγεί τη ζωοποιία στα έσχατα. Για αυτό και αποκαλείται Περσεφόνη κατά κύριο λόγο επειδή συνευρίσκεται με τον Πλούτωνα και μαζί με αυτόν δίνει κοσμική τάξη στα τελευταία μέρη του σύμπαντος. Στα άκρα λέγεται ότι είναι παρθένα και ότι παραμένει άχραντος, ενώ στο μέσο “ζεύγνυσθαι τῷ Ἅιδῃ καὶ συναπογεννᾶν τὰς ἐν τοῖς ὑποχθονίοις Εὐμενίδας”. Ονομάζεται λοιπόν αυτή Κόρη και κατά τρόπο διαφορετικό από την υπερκόσμια και ηγεμονική. Η Ενάδα δηλαδή συνέχει τις τρείς ζωογονικές αρχές, ενώ η μεσότητα περιέχει εντός της τους ιδιαίτερους χαρακτήρες των άκρων. Για τούτο στη μαζί με τον Πλούτωνα Περσεφόνη θα βρει κανείς τον χαρακτήρα της Εκάτης, ή της Αθηνάς, με την διαφορά ότι τα άκρα θα είναι σε αυτή απόκρυφα, ενώ εμφανής θα είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της μεσότητας και προσδιοριστικός της Aρχικής ψυχής, πράγμα που στην εκεί περιοχή υπάρχει ηγεμονικώς, στην εδώ όμως εγκοσμίως.»[5]
Δηλαδή ο δημιουργός νους:
- με την πρότερή του Δήμητρα συνευρίσκεται στη βάση της επιστροφής • με την ύστερή του Κόρη – Περσεφόνη στη βάση της πρόνοιας • με την ομόλογή του Ήρα στη βάση του έρωτα (παράγουν τις ψυχές) –
Ζευς + Ήρα (παράγει αφ’ εαυτού της, μαζί με τον δημιουργό και ταυτόχρονα πατέρα, όλα τα γένη των ψυχών :
- τα υπερκόσμια και τα εγκόσμια • τα ουράνια και τα υποσελήνια • τα θεϊκά και τα αγγελικά και τα δαιμονικά και τα μεριστά.
Δηλ, ”διὰ ταύτην οὖν τὴν ἄφραστον τῶν θεῶν κοινωνίαν”, ο Κόσμος μετέχει στις νοητικές ψυχές, και έλαβαν υπόσταση οι νόες που εποχούνται των ψυχών και μαζί με αυτές πληρούν τη σύνολη δημιουργία.
Οι 3εις ζωογονικές μονάδες :
- Δήμητρα – μητέρα του δημιουργού Ζευς • Ήρα – αδελφή του δημιουργού Ζευς • Κόρη Περσεφόνη – κόρη του δημιουργού Ζευς
Κοινωνοί της καθολικής δημιουργίας
- Δήμητρα – εξηρημένως και νοητικά • Ήρα – αρχικώς και ηγεμονικικώς • Περσεφόνη – Πηγαίως και αρχικώς
Υπερκόσμια Δημιουργική τριάδα:
- “μικρός” ή υπερκόσμιος Ζεύς Αρχή = Νους καθολικός
- Ζεύς ενάλιος ή Ποσειδών = καθολική Ψυχή
- Ζεύς καταχθόνιος ή Πλούτων ή Άδης = Καθολική Φύση
- Υπερκόσμιος Ζεύς Αρχή + Κόρη => ο αμερίστως εξάρχων της μεριστής δημιουργίας Ζαγρέας (ΟΧΙ ο Βάκχος).
- Ζεύς ενάλιος ή Ποσειδών
- Ζεύς καταχθόνιος ή Πλούτων ή Άδης + Κόρη Περσεφόνη => 7 Υποχθόνιες Ευμενίδες και <ἐννέα γλαυκώπιδας ἀνθεσιουργούς>.
Υπερκόσμια τριπλή ζωογονική Αρχή, ή Κόρη ή Άρτεμις Κορική :
- Άρτεμις (Εκάτης αρχή, Ενάδα-Θεός[Μονή] της υπερκόσμιας ζωογονικής Αρχής)
- Περσεφόνη (Εγκόσμια Ψυχή, δύναμη-ζωή[δημιουργία] της υπερκόσμιας ζωογονικής Αρχής)
- Αθηνά (Αρετή, επιστροφή[νους] της υπερκόσμιας ζωογονικής Αρχής)
Υπάρχει δηλ. πρόοδος της Ρέας => Δήμητρα => Λητώ
Είναι η Πότνια του Λαβυρίνθου η οποία αναφέρεται στην πινακίδα KN Gg(1) 702 (103) εκ της Κνωσού. Χρονολογείται ως LM IIIA2, δηλ. 1320-1280 π.Χ. και αναφέρει με γραμμική Β’:
- pa-si-te-o-i / me-ri *209VAS 1
- da-pu2-ri-to-jo , / po-ti-ni-ja ‘me-ri’ *209VAS 1
Δηλ. :
- Στους Πασίθεους μέλι 209 αμφορέας 1
- Στην Λαβυρίνθου Πότνια μέλι 209 αμφορέας 1
Λογικό βέβαια που την τιμούμε προσφέροντάς της μέλι, άλλωστε κατά πως λέγει ο Πρόκλος :
«Η Δήμητρα, όπως περιέχει κάθε ζωή, έτσι ακριβώς παρέχει και κάθε τροφή. Ως υπόδειγμα της μάλιστα έχει την Νύχτα (πράγματι, στο ορφικό απόσπασμα Νο.99, λέγεται ότι είναι των θεών η θεία τροφός), εκείνη όμως είναι με τρόπο νοητό. Διότι για τους νοητικούς Κόσμους των θεών το νοητό είναι τροφή κατά τον χρησμό των Θεών (Χαλδαικό Λόγιο, 19). Η Δήμητρα, μάλιστα, ήταν η πρώτη που μοίρασε τις δύο τροφές που βρίσκονται στους θεούς, όπως λέγεται στο ορφικό απόσπασμα Νο.107 : “επινόησε προπομπούς, συνοδούς και ακολούθους, επινόησε την αμβροσία και του ερυθρού νέκταρος το ποτό, επινόησε το λαμπρό έργο των βουερών μελισσών”. Όχι μόνο λοιπόν τη ζωή αλλά και την της ζωής τελεσιουργία απογεννά η δέσποινά μας Δήμητρα, από τα επάνω μέχρι τα τελευταία. Διότι και η αρετή είναι η τελείωση των ψυχών. Έτσι, κατ’ εικόνα της αΐδιας αυτής διπλής δημιουργίας, και οι μητέρες που γεννούν μέσα στον χρόνο γεννούν το βρέφος και ταυτόχρονα δημιουργούν με φυσικό τρόπο το γάλα ως τροφή για το νεογέννητο – πράγμα που δεν κάνουν ούτε πριν ούτε μετά.»[6]
Ευστάθιος Δ. Κεφάλας (Αμφικτύων) – 1/6/2015[1] Βλ. Πρόκλος, στο «Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 178.1 – 178.280» :
in Cra 178.1 ` to in Cra 178.28 Οτι ἡ Λητὼ πηγή ἐστιν ζωογόνος ἐν τῇ Δήμητρι περιεχομένη· διὸ καὶ τὰ παρ᾽ ἡμῖν πάτρια τὴν αὐτὴν Δήμητρά τε καὶ Λητὼ θεραπεύουσιν τὴν ἕνωσιν ἐνδεικνύμενα τῶν θεαινῶν. πᾶν δὲ τὸ ζωογόνον φῶς ἐκπέμπει αὕτη ἡ θεός, φωτίζουσα τάς τε τῶν θεῶν νοερὰς οὐσίας καὶ τοὺς ψυχικοὺς διακόσμους, καὶ τελευταῖον τὸν αἰσθητὸν οὐρανὸν πάντα καταλάμπει ἀπογεννήσασα τὸ περικόσμιον φῶς καὶ τού του τὴν αἰτίαν ἱδρύσασα ἐν τοῖς παισὶν Ἀπόλλωνι καὶ Ἀρτέμιδι, πᾶσι τὸ νοερὸν καὶ ζωογόνον φῶς ἐναστράπτουσα. ἀλλὰ καὶ ταῖς ψυχαῖς τὴν τῆς ἀρετῆς τελεσιουργίαν ἐνδίδωσιν καὶ τὴν ἔλλαμψιν τὴν ἀνάγουσαν αὐτὰς εἰς τὸ νοερὸν τοῦ πατρός, τῶν τε σκολιῶν ἀτραπῶν τῆς ὕλης ἀναρπάζουσα καὶ τῆς πολυπλόκου κακίας καὶ τῆς ἐν τῇ γενέσει τραχύτητος, πρὸς ἅ μοι δοκοῦσι καὶ οἱ θεολόγοι βλέποντες <Λητὼ> προσειπεῖν αὐτήν, διά τε τὸ <λεῖον> τοῦ ἤθους πορίζειν ταῖς ψυχαῖς καὶ τὸ τῆς ἑκουσίου ζωῆς παρεκτικὸν καὶ τῆς θείας ῥᾳστώνης χορηγόν· ταῦτα γὰρ ἐνδίδωσι τοῖς εἰς αὐτὴν ἀνατεινομένοις ἄφατον ἐνέργειαν <καὶ> ζωὴν ἀπήμονα καὶ πραότητα καὶ ἀταραξίαν καὶ γαλήνην νοεράν. εἴτ᾽ οὖν ἀπὸ τοῦ ἐθελουσίου <Λητὼ> κέκληται (λῶ γάρ ἐστιν ῥῆμα δηλοῦν τὸ <βούλομαι>), εἴτ᾽ ἀπὸ τοῦ <λείου Λεητώ> τις οὖσα, πάντως που δι᾽ ἀμφοῖν τὰς τῆς θεοῦ δυνάμεις ἐνδείκνυται τὸ ὄνομα· αἱ γὰρ ἠναγκασμέναι τῆς ψυχῆς ἐνέργειαι διὰ τὴν τραχύτητα συμβαίνουσι τὴν ἔνυλον, καὶ ἡ σκολιότης τῆς ἐν γενέσει ζωῆς τὴν ἑκούσιον ζωὴν ἐλαττοῖ τῶν ψυχῶν, ἡ δ᾽ εἰς τοὺς θεοὺς ἄνοδος λείαν καὶ ἥμερον ἀντὶ σκληρᾶς καὶ τραχείας καὶ βουλητὴν ἀντὶ ἀναγκαίας αὐταῖς παρέχεται ζωήν, καὶ ἡ τούτων αἰτία θεὸς <Λητὼ> διὰ τοῦτο προσαγορεύεται. τί οὖν δεῖ <Λητὼ> καλεῖν τὴν ὕλην, ὡς εὐτράπελον καὶ ἐμμαγεῖον πᾶσι προκειμένην τοῖς εἴδεσιν, οἷον κάτοπτρον πάντων τὰς ἐμφάσεις δεχομένην, ὡς λήθης δὲ αἰτίαν τοῖς εἰς αὐτὴν ὁρῶσι; τί δὲ τὸν Ἀπόλλωνα ὡς ἐκ Λητοῦς ὑποστάντα καὶ Διὸς <ἁρμονίαν> δεῖ λέγειν; οὕτως γὰρ ἂν καὶ ὁ θεὸς οὗτος ἀχώριστος εἴη τῆς ὕλης καὶ οὐχὶ αἴτιος τῆς ἐν τῷ παντὶ ἁρμονίας. καίτοι πῶς δυνατόν, ποτὲ μὲν αὐτὸν τῷ δημιουργῷ τὸν αὐτὸν ποιεῖν ποτὲ δὲ τῆς ὕλης ἀχώριστον; ἄμεινον οὖν λέγειν τὴν μὲν Λητὼ οὐχ ὑποδοχὴν τοῦ Ἀπόλλωνος, ἀλλὰ μητέρα καὶ πηγὴν αὐτὴν νοεῖν παντὸς ζωογονικοῦ φωτὸς θέρμῃ τὰ πάντα σῴζοντος, τὸν δ᾽ Ἀπόλλωνα, χωριστὸν ὄντα, χορηγὸν πάσης τῆς ἐναρμονίου ζωῆς καὶ πάντων τῶν ἐγκοσμίων λόγων, οἷς <ἀλύτως συνδέδεται> τὸ πᾶν· ἐπεὶ καὶ Λητὼ καλεῖν τὴν μεγίστην ταύτην θεὸν ὡς ἀπὸ τῆς <λήθησ> ὁ μὲν Σωκράτης ( p 406 a ) ἴσως διὰ τὸ τοῦ νέου ἀτελὲς ἐφυλάξατο, λέγοιτο δ᾽ ἂν καὶ τοῦτο ἐπ᾽ αὐτῆς κυρίως, λήθην τῶν κακῶν ταῖς ψυχαῖς ἐμποιούσης καὶ τῆς ἐν τῇ γενέσει ταραχῆς καὶ κλύδωνος, ὧν ἔτι μνήμην φέρουσαν τὴν ψυχὴν ἀδύνατον ἐνιδρυθῆναι τοῖς νοητοῖς· <ἄγει γὰρ ἡ μνήμη πρὸς τὸ μνημονευτόν>, φησὶ <Πλωτῖνος>, καὶ ὥσπερ ἡ Μνημοσύνη τὴν μνήμην τῶν νοητῶν ἀνεγείρει, οὕτως καὶ ἡ Λητὼ τὴν λήθην δωρεῖται τῶν ἐνύλων.
[2] Βλ. Πρόκλος, στο «Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 179.39 – 179.44» :
in Cra 179.39 ` to in Cra 179.44 καὶ ἡ Λητὼ περιέχουσα ἐν τῇ Δήμητρι τῇ καὶ τὴν Κόρην ὑποστησάσῃ τῷ Διὶ καὶ τὴν ἐγκόσμιον Ἑκάτην, ἐπεὶ καὶ τὴν Ἄρτεμιν Ἑκάτην <Ὀρφεὺς> (frg 201) κέκληκεν, <ἡ δ᾽ ἄρα δῖ᾽ Ἑκάτη παιδὸς μέλη αὖθι λιποῦσα Λητοῦς εὐπλοκάμοιο κόρη προσεβήσατ᾽ Ὄλυμπον>·
[3] Βλ. Πρόκλος «Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 167.1 – 167.36» :
in Cra 167.1 ` to in Cra 167.36 Οτι τὴν Δήμητρα <Ὀρφεὺς> μέν, τὴν αὐτὴν λέγων τῇ Ῥέᾳ εἶναι, λέγει ὅτι ἄνω μὲν μετὰ Κρόνου οὖσα ἀνεκφοίτητος Ῥέα ἐστίν, προβάλλουσα δὲ καὶ ἀπογεννῶσα τὸν Δία Δημήτηρ. λέγει γάρ (frg 106). <Ῥείη τὸ πρὶν ἐοῦσα, ἐπεὶ Διὸς ἔπλετο μήτηρ, Δημήτηρ γέγονε>. Ἡσίοδος (Theog. 454) δὲ θυγατέρα τῆς Ῥέας λέγει τὴν Δήμητρα, καὶ συμφωνοῦσι δηλονότι οἱ θεολόγοι· εἴτε γὰρ ἀπὸ τῆς Κρονίας ἑνώσεως εἰς τὴν δευτέραν προῆλθεν διακόσμησιν, εἴτε καὶ παῖς ἐστιν τῆς Ῥέας ἡ πρωτίστη, τὸ αὐτὸ γίνε ται. τοιαύτη οὖν οὖσα ἡ Δημήτηρ καὶ πρεσβυτάτην καὶ ἡγεμονικωτάτην τάξιν ἀπὸ τῆς ὅλης ζωογόνου Ῥέας λαχοῦσα καὶ τὰ μέσα κέντρα συνέχουσα τῆς ὅλης ζωογονίας, πληροῖ πάντα μὲν τὰ ὑπερκόσμια τῶν τῆς ζωῆς τῆς παντελοῦς ὀχετῶν, ἀμερίστως καὶ ἑνοειδῶς καὶ ἀδιακρίτως πᾶσιν ἐπιρρέουσα τὸ ζῆν· πρὸ δὲ τούτων αὐτὸν ἡμῖν ἐκφαίνει τὸν δημιουργικὸν νοῦν καὶ τὴν δύναμιν αὐτῷ τῆς τῶν ὅλων ζωοποιίας ἐνδίδωσιν. ὥσπερ γὰρ ὁ Κρόνος αὐτῷ τὴν τοῦ εἶναι καὶ τὴν τῆς οὐσίας αἰτίαν χορηγεῖ ἄνωθεν, οὕτως καὶ ἡ Δημήτηρ ἄνωθεν ἀπὸ τῶν ἑαυτῆς κόλπων τῶν γονίμων προχέει τὴν ζωογονίαν τῷ δημιουργῷ· αὐτὴ δὲ τὸ μέσον ἔχουσα πάσης ζωογόνου θεότητος, ὅλας κυβερνᾷ τὰς ἐν αὐτῇ πηγὰς καὶ τὸν ἕνα περιέχει σύνδεσμον τῶν τε πρωτίστων καὶ τῶν ἐσχάτων τῆς ζωῆς δυνάμεων, καὶ συνελίσσει μὲν τὰς δευτέρας πηγὰς καὶ συνέχει μονίμως, προάγει δὲ τὰς τῶν προτέρων ἑνοειδεῖς αἰτίας εἰς τὴν τῶν ὅλων ἀπογέννησιν, καὶ οὕτως ἡ σύμπασα ζωογόνος μία τέ ἐστιν καὶ ἑβδομαδική· κατὰ μὲν τὴν ἐξῃρημένην ἕνωσιν προϋπάρχουσα τῆς ἑβδομάδος, κατὰ δὲ τὴν συντεταγμένην εἰς ἓν νοερὸν κέντρον συνάγουσα τὰς ἐν αὐτῇ τριαδικὰς πηγάς, καὶ τὴν Ἑστίαν περιέχουσα καὶ τὴν ῞Ηραν· τὴν μὲν ῞Ηραν ἀπὸ τῶν δεξιῶν προχέουσαν ὅλον τὸν τῶν ψυχῶν διάκοσμον, τὴν δ᾽ Ἑστίαν ἀπὸ τῶν ἀριστερῶν πᾶν τὸ τῆς ἀρετῆς φῶς προϊεμένην. διὸ καὶ εἰκότως παρὰ <Πλάτωνι> (Crat. p 404.b) μήτηρ τε ἅμα καλεῖται καὶ τῆς ἐδωδῆς χορηγός, ὡς μὲν τὴν αἰτίαν τῆς ῞Ηρας περιέχουσα μήτηρ, ὡς δὲ τὴν Ἑστίαν ἐν ἑαυτῇ προειληφυῖα τῆς ἐδωδῆς χορηγός.
[4] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 169.1 – 26» :
in Cra 169.1 ` to in Cra 169.26 Οτι τριπλῆ ἐστιν ἡ τοῦ δημιουργικοῦ νοῦ πρὸς τὰς ζωογόνους αἰτίας σύζευξις· καὶ γὰρ ταῖς πρὸ αὐτοῦ συνάπτεται πηγαῖς καὶ ταῖς συστοίχοις ἑαυτοῦ σύνεστιν ὁμοφυῶς καὶ ταῖς καταδεεστέραις ἑαυτοῦ συνεργεῖ διακοσμήσεσι. τῇ μὲν γὰρ πρὸ αὐτοῦ Δήμητρι ἐπιστρεπτικῶς συγγίνεται, τῇ δὲ ὑστέρᾳ Κόρῃ προνοητικῶς, τῇ δὲ συστοίχῳ ῞Ηρᾳ ἐρασμίως· διὸ καὶ ἐρᾶν ὁ Ζεὺς λέγεται τῆς ῞Ηρας· <ὡς σέο νῦν ἔραμαι> ( Hom. Ξ 328 )· καὶ ἔστιν αὕτη μὲν ἔννομος, αἱ δὲ ἄλλαι δύο ἔκνομοι δοκοῦσιν. πάντα οὖν τὰ γένη τῶν ψυχῶν ἀφ᾽ ἑαυτῆς ἡ θεὸς αὕτη παράγει μετὰ τοῦ δημιουργοῦ καὶ πατρός, τά τε ὑπερκόσμια καὶ ἐγκόσμια τά τε οὐράνια καὶ τὰ ὑπὸ σελήνην τά τε θεῖα καὶ τὰ ἀγγελικὰ καὶ δαιμονικὰ καὶ μεριστά· καὶ τρόπον μέν τινα διῄρηται τοῦ δημιουργοῦ, τρόπον δέ τινα ἥνωται αὐτῷ· <νοῦν> γὰρ ἔχειν <βασιλικὸν> ὁ Ζεὺς λέγεται ἐν <Φιλήβῳ> ( p 30 d ), ἐπειδὴ καὶ ἡ ῞Ηρα συνέζευκται αὐτῷ ἢ περιέχεται ἐν αὐτῷ· καθ᾽ ὃ εἴρηται ( Hom. Ξ 213 ) <Ζηνὸς γὰρ τοῦ ἀρίστου ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις>. τὴν γὰρ πατρικὴν αἰτίαν τοῦ κόσμου καὶ τὴν μητρικὴν ἑνο ειδῶς συνέχει ὁ Ζεύς, καὶ ἡ πηγὴ τῶν ψυχῶν ἐν τῷ Διὶ λέγεται εἶναι, ὥσπερ πάλιν ἡ νόησις τοῦ Διὸς ὑπὸ πρώτης μετέχεσθαι τῆς ῞Ηρας· οὐδεὶς γάρ, φησὶν ὁ Ζεὺς παρ᾽ <Ὁμήρῳ> (Α 547), τὸν ἐμὸν νοῦν πρὸ τῆς ῞Ηρας ἄλλος θεὸς γινώσκει. διὰ ταύτην οὖν τὴν ἄφραστον τῶν θεῶν κοινωνίαν μετέχει μὲν ψυχῶν νοερῶν ὁ κόσμος, ὑπέστησαν δὲ νόες ἐποχούμενοι ταῖς ψυχαῖς καὶ πληροῦντες μετ᾽ αὐτῶν τὴν ὅλην δημιουργίαν.
[5] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 171.1 – 37» :
in Cra 171.1 ` to in Cra 171.37 Τρεῖς ταύτας ζωογονικὰς μονάδας ἐφεξῆς <νῦν> ( p 404 bc ) ὁ Σωκράτης παραδίδωσι, τὴν Δήμητρα τὴν ῞Ηραν τὴν Περσεφόνην, τὴν μὲν μητέρα τοῦ δημιουργοῦ λεγομένην τὴν δὲ ἀδελφὴν τὴν δὲ θυγατέρα· πάσας δὲ κοινωνοὺς τῆς ὅλης δημιουργίας, τὴν μὲν ἐξῃρημένως καὶ νοερῶς τὴν δὲ ἀρχικῶς καὶ ἡγεμονικῶς τὴν δὲ πηγαίως ἅμα καὶ ἀρχικῶς. τούτων δὲ τῶν θεαινῶν ἡ τελευταία τριπλᾶς ἔλαχεν δυνάμεις καὶ θεῶν περιείληφε μονάδας τρεῖς ἀμερίστως καὶ ἑνοειδῶς· προσαγορεύεται δὲ καὶ Κόρη διὰ τὴν καθαρότητα τῆς οὐσίας καὶ τὴν ἄχραντον ἐν ταῖς ἀπογεννήσεσιν ὑπεροχήν. ἔχει δὲ πρώτην τε καὶ μέσην καὶ τελευταίαν ἡγεμονίαν, καὶ κατὰ μὲν τὴν ἀκρότητα ἑαυτῆς Ἄρτεμις καλεῖται παρ᾽ <Ὀρφεῖ> (frg 201), κατὰ δὲ τὸ μέσον κέντρον Περσεφόνη, κατὰ δὲ τὸ πέρας τῆς διακοσμήσεως Ἀθηνᾶ· καὶ κατὰ μὲν τὴν ὕπαρξιν τὴν ὑπερανέχουσαν τῶν ἄλλων δυνάμεων τοῦ ζωογονικοῦ τούτου τριπλοῦ διακόσμου ἵδρυται ἡ τῆς Ἑκάτης ἀρχή, κατὰ δὲ τὴν μέσην δύναμιν καὶ γεννητικὴν τῶν ὅλων ἡ ψυχική, κατὰ δὲ τὴν νοερὰν ἐπιστροφὴν ἡ τῆς ἀρετῆς. ἄνω μὲν οὖν καὶ ἐν τοῖς ὑπερκοσμίοις ἡ Κόρη τὴν τριπλῆν ταύτην ἑνοειδῶς προτείνει τὴν τῶν θεῶν διακόσμησιν, καὶ μετὰ τοῦ Διὸς ἀπογεννᾷ τὸν τῆς μεριστῆς δημιουργίας ἀμερίστως προεστηκότα Διόνυσον, κάτω δὲ μετὰ τοῦ Πλούτωνος κατὰ τὸ μέσον διαφερόντως ἰδίωμα θεωρεῖται· τοῦτο γάρ ἐστιν καὶ τὸ προϊὸν πανταχοῦ καὶ τοῖς ἐσχάτοις χορηγὸν τῆς ζωοποιίας. διὸ καὶ Περσεφόνη καλεῖται μάλιστα τῷ Πλούτωνι συνοῦσα καὶ μετ᾽ αὐτοῦ διακοσμοῦσα τὰ τελευταῖα τοῦ παντός, καὶ κατὰ μὲν τὰ ἄκρα παρθένος εἶναι λέγεται καὶ ἄχραντος μένειν, κατὰ δὲ τὸ μέσον ζεύγνυσθαι τῷ Ἅιδῃ καὶ συναπογεννᾶν τὰς ἐν τοῖς ὑποχθονίοις Εὐμενίδας. καλεῖται μὲν οὖν αὕτη καὶ Κόρη, τρόπον δ᾽ ἄλλον τῆς ὑπερκοσμίου καὶ ἡγεμονικῆς· ἡ μὲν γὰρ ἑνάς ἐστιν συνεκτικὴ τῶν τριῶν ζωογονικῶν ἀρχῶν, ἡ δὲ μεσότης ἐν ἑαυτῇ τὰς ἰδιότητας ἔχουσα τῶν ἄκρων· διὸ καὶ τὸ τῆς Ἑκάτης, εἴτ᾽ οὖν Ἀθηνᾶς, εὕροις ἂν ἐν τῇ Περσεφόνῃ τῇ μετὰ τοῦ Πλούτωνος, ἀλλὰ τὰ μὲν ἄκρα κρυφίως ἐν αὐτῇ, τὸ δὲ τῆς μεσότητος ἴδιον προφαίνεται καὶ τὸ τῆς ἀρχικῆς ψυχῆς ἀφοριστικόν, ὅπερ ἐκεῖ μὲν ἡγεμονικῶς ἦν, ἐνταῦθα δὲ ἐγκοσμίως.
[6] Βλ. Πρόκλος «Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 168.1 – 168.17» :
in Cra 168.1 ` to in Cra 168.17 Οτι ἡ Δημήτηρ, ὥσπερ πᾶσαν ζωὴν προχέει, οὕτως καὶ πᾶσαν τροφήν· ἔχει δὲ παράδειγμα τὴν Νύκτα (<θεῶν> γὰρ <τροφὸς ἀμβροσίη Νὺξ> λέγεται (Orph. frg 99)), ἀλλ᾽ ἐκείνη μὲν νοητῶς· καὶ γὰρ τροφὴ τὸ νοητόν ἐστιν κατὰ τὸ <λόγιον> (or chald p 19 1) ταῖς νοεραῖς διακοσμήσεσι τῶν θεῶν· ἡ δὲ Δημήτηρ πρώτη καὶ τὰς διττὰς τροφὰς διεῖλεν ἐν τοῖς θεοῖς, ὥς φησιν <Ὀρφεύς> (frg 107)· <μήσατο γὰρ προπόλους καὶ ἀμφιπόλους καὶ ὀπαδούς, μήσατο δ᾽ ἀμβροσίην καὶ ἐρυθροῦ νέκταρος ἀρδμόν, μήσατο δ᾽ ἀγλαὰ ἔργα μελισσάων ἐριβόμβων>. οὐ μόνον οὖν τὴν ζωήν, ἀλλὰ καὶ τὴν τῆς ζωῆς τελεσιουργίαν ἀπογεννᾷ ἡ δέσποινα ἡμῶν Δημήτηρ ἀπὸ τῶν ἄνω μέχρι τῶν ὑστάτων· καὶ γὰρ καὶ ἡ ἀρετὴ τελειότης τῶν ψυχῶν. κατ᾽ εἰκόνα οὖν τῆς ἀιδίου ταύτης διττῆς ἀπογεννήσεως καὶ αἱ ἐν χρόνῳ τίκτουσαι μητέρες ἅμα τε τὸ βρέφος ἔτεκον καὶ ἅμα τὸ γάλα τροφὴν τῷ τεχθέντι προβάλλουσι φυσικῶς, καὶ οὔτε πρὶν οὔτε ὕστερον.
Η πότνια θεά του λαβυρίνθου
Reviewed by olablogs
on
21:07
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου