Οι Φερές, η δεύτερη σε σημασία και μέγεθος πόλη της Θεσσαλίας, υπήρξε το λατρευτικό κέντρο μιας ιδιόμορφης θεάς, που ήταν ευρύτερα γνωστή στις επιγραφές με τα ονοματοποιημένα επίθετα Εν(ν)οδία θεά -θεός ή Εν(ν)οδία Φεραία και στις γραμματειακές πηγές Εν(ν)οδία ή Φεραία θεά.
Η θεά αυτή των Φερών αγνοείται από το έπος και τον Όμηρο. Το ίδιο αγνοείται από τον Ησίοδο, ο οποίος όμως παρουσιάζει την Εκάτη (Θεογονία, στ. 411-452) που είναι μια θεά παράλληλη με την Εν(ν)οδία. Η θεότητα αυτή παρέμεινε έξω από τις συναρτήσεις του πανελλήνιου θρησκευτικού συστήματος και αναπτύχθηκε αυτόνομα σε άλλους γεωγραφικούς και ανθρώπινους κύκλους, σύμφωνα με τις ανάγκες των λατρευτών της, διατηρώντας καθαρότερη την εικόνα των αρχικών και κύριων ιδιοτήτων της. Η αυτόνομη ανάπτυξη της θεότητας αυτής ήταν αρχικά δυνατή στο επίπεδο της πόλης-κράτους. Ο τόπος και ο χρόνος ήταν οι ουσιαστικοί παράγοντες, που συνέβαλαν στη διαμόρφωση και στην καθιέρωση της λατρείας και της προσωπικότητάς της. Η θέση, όπου είχε ιδρυθεί το αρχαιότερο και το σημαντικότερο ιερό της, από το οποίο ξεκίνησε η λατρεία της, δείχνει ποιες θα μπορούσαν να είναι οι αρχικές και κύριες λειτουργίες-δικαιοδοσίες της.
Το λίκνο της λατρείας της βρισκόταν έξω από την πόλη (προ πόλεως), δίπλα στο δρόμο, που από τη Λάρισα κατέληγε στις Φερές. Και το σημαντικότερο, το ιερό είχε ιδρυθεί πάνω σε τάφους πρωτογεωμετρικού νεκροταφείου και ακριβώς πριν από το Μακαλόρεμα, βόρεια του οποίου άρχιζε το μεγάλο μεταγενέστερο νεκροταφείο της πόλης, που διασχιζόταν από το δρόμο Φερών-Λάρισας. Στα υστεροαρχαϊκά χρόνια ιδρύθηκε στο ιερό της θεάς μνημειακός πώρινος δωρικός περίπτερος ναός. Γύρω στο 300 π.Χ. στην ίδια θέση κτίστηκε παρόμοιος μεγαλύτερος εκατόμπεδος ναός με 6x12 κίονες (διαστάσεων 16,30χ 32,60 μ.). Η λατρεία της Εν(ν)οδίας στο ιερό επιβεβαιώνεται όχι μόνο από το πλήθος των γυναικείων κοσμημάτων, από τα πήλινα γυναικεία ειδώλια, αλλά και από τις επιγραφές. Ένα δεύτερο ιερό της Εν(ν)οδίας αποκαλύφθηκε στο δυτικό νεκροταφείο της πόλης, ενώ ένα τρίτο πιθανότατα υπήρχε στο βόρειο νεκροταφείο των Φερών. Επίσης η θεά λατρευόταν στο λεγόμενο ιερό των «Έξι θεαινών», στον ανατολικό λόφο της ακρόπολης των Φερών, όπως συμπεραίνεται από τον αφιερωμένο στις έξι επίσημες θεές της πόλης μνημειακό μαρμάρινο βωμό. Τη θεά από τα γεωμετρικά χρόνια πιθανότατα αποκαλούσαν με το ονοματοποιημένο λατρευτικό επίθετο Εν(ν)οδία.
Όταν η λατρεία της διαδόθηκε εκτός Φερών (αρχικά στη Θεσσαλία) ονομαζόταν Εν(ν)οδία ή Εν(ν)οδία Φεραία. Από πολύ νωρίς (μαρτυρημένα ήδη από τα κλασικά χρόνια) η Εν(ν)οδία έγινε η εθνική θεσσαλική θεά. Εκτός Θεσσαλίας ονομαζόταν Εν(ν)οδία θεός ή Φεραία θεά. Στη γραμματεία είναι γνωστή στη Θεσσαλία και την Αθήνα, ενώ επιγραφικά είναι γνωστή σε 33 επιγραφές, οι οποίες βρέθηκαν στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Εύβοια. Η λατρεία της διαπιστώνεται επίσης από διάφορα άλλα μνημεία ή πιθανά ιερά και σε άλλα μέρη της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.
Όταν η λατρεία της διαδόθηκε εκτός Φερών (αρχικά στη Θεσσαλία) ονομαζόταν Εν(ν)οδία ή Εν(ν)οδία Φεραία. Από πολύ νωρίς (μαρτυρημένα ήδη από τα κλασικά χρόνια) η Εν(ν)οδία έγινε η εθνική θεσσαλική θεά. Εκτός Θεσσαλίας ονομαζόταν Εν(ν)οδία θεός ή Φεραία θεά. Στη γραμματεία είναι γνωστή στη Θεσσαλία και την Αθήνα, ενώ επιγραφικά είναι γνωστή σε 33 επιγραφές, οι οποίες βρέθηκαν στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Εύβοια. Η λατρεία της διαπιστώνεται επίσης από διάφορα άλλα μνημεία ή πιθανά ιερά και σε άλλα μέρη της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.
Η Εν(ν)οδία λατρευόταν στις Φερές και στο επίνειό τους, τις Παγασές, όπως επίσης στη Λάρισα, στην Κραννώνα, στον Άτραγα, στη Φάρσαλο, στο Φάκιο, στις Φθιώτιδες Θήβες, στην Ολοοσσώνα, στη Φάλαννα, στους Γόννους και στο Πύθιο. Στη Μακεδονία λατρευόταν στην Πέλλα, στη Βέροια, στην Εξοχή Εορδαίας και στην Αγία Παρασκευή Κοζάνης, στην Περσηίδα (σημ. χωριό DebreSte της επαρχίας Prilep της Δημοκρατίας των Σκοπιών) της Δερριόπου και ίσως στη Λητή της Μυγδονίας. Τέλος, η θεά ήταν γνωστή στους Ωρεούς της Εύβοιας και στην Αθήνα. Η έλλειψη ενός ουσιαστικού ονόματος της θεάς και η μεταγενέστερη θεοκρασία της με άλλες θεότητες, οδήγησαν την έρευνα σε διαφορετικούς δρόμους και εκτιμήσεις ως προς την ταυτότητα και τις λειτουργίες της. Η Εν(ν)οδία με βάση τις γραμματειακές πηγές ήταν το Θεσσαλικό αντίστοιχο της Εκάτης, μια διαφορετική θεσσαλική Εκάτη, κόρη πιθανότατα της φεραίας Δήμητρας και του Δία Καταχθόνιου (του τοπικού Δία Θαύλιου-Μειλίχιου-Άδμητου). Υποστηρίχθηκε από τον Wilamowitz ότι η Εν(ν)οδία καταγόταν από μια προθεσσαλική θεά, δηλαδή από μια αιολική δέσποινα, κάτι το οποίο είναι πολύ πιθανόν, αν αναλογιστούμε την ισχυρή τοπική και ακτινοβολούσα λατρεία της. Η θεά είναι πιθανόν ότι λατρευόταν εδώ πριν από την άφιξη των Θεσσαλών στη Θεσσαλία και στις Φερές, η οποία παραδίδεται ότι έγινε εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας (τέλη του 12ου αι. π.Χ.) (Θουκυδίδης, I, 12. Ηρόδοτος, VII, 176). Πρώτον, γιατί αυτό μπορεί να ισχυροποιηθεί από τα αρχαιολογικά δεδομένα, που βρέθηκαν στο μεγάλο ιερό της θεάς στις Φερές. Δεύτερον, γιατί οι σχετικοί μύθοι, που αναφέρονται στη θεά και στο μύθο της Άλκηστης, ανάγονται στα μυκηναϊκά χρόνια. Και τρίτον, γιατί στα χρόνια της ιωνικής αποίκησης της Μικράς Ασίας (ΙΙος-ΙΟος αι.π.Χ.), η Εν(ν)οδία αναφέρεται ήδη ως η εθνική θεά των Θεσσαλών (Πολύαινος, Στρατηγήματα, VIII, 43).
Δεν γνωρίζουμε ποιο ήταν το αρχικό όνομα της θεάς. Πιθανότατα όμως αποκαλείται ήδη από τα γεωμετρικά χρόνια με το λατρευτικό επίθετο Εν(ν)οδία, που μεταβάλλεται στη συνέχεια σε κύριο όνομα. Η ετυμολογία του ονόματος της είναι διαφωτιστική, τόσο για την ανίχνευση της γένεσης της λατρείας της, όσο και για την κατανόηση της ουσίας της, των αρχικών φύσεων-ιδιοτήτων, που περιέκλειε η προσωπικότητά της. Έτσι, η ετυμολογία του ονόματος της πιθανότατα σημαίνει τη θεά, που λατρευόταν δίπλα στο δρόμο (επί της οδού). Κατά συνέπεια ήταν η θεά των δρόμων και κατ’ επέκταση των τριστράτων, όπως και η Εκάτη (Σχόλιο Τζέτζη στην Αλεξάνδρα 1180 του Λυκόφρονα. Σχόλιο 35/36α στις Φαρμακεντριες του Θεόκριτου).
Η μελέτη των χάλκινων αναθημάτων του μεγάλου ιερού της Εν(ν)οδίας στις Φερές έδειξε ότι αυτά δεν ήταν μόνο θεσσαλικά, αλλά και διεθνή. Η μεγάλη σημασία του ιερού και της λατρείας της θεάς φανερώνεται επίσης, τόσο από το πλήθος και την ποικιλία των αναθημάτων του, όσο και από την παλαιότητά τους. Για τη σπουδαιότητα του ιερού ο Kilian σημειώνει με έμφαση ότι το ιερό της Εν(ν)οδίας συγκαταλέγεται, σύμφωνα με τη σύνθεση και τον πλούτο των αναθημάτων, ανάμεσα στα πρώιμα ιερά της ηπειρωτικής Ελλάδας, τα οποία είχαν την ακμή τους στην υστερογεωμετρική και στην ανατολίζουσα περίοδο. Η εξάπλωση της λατρείας της οφειλόταν κυρίως στους Φεραίους μετανάστες, που είχαν εγκατασταθεί για διάφορους λόγους σε άλλες πόλεις της Θεσσαλίας (εξόριστους, μετοίκους, παροικούντες ή ενόημουντες ή επιδημούντες), από Θεσσαλούς που είχαν εγκατασταθεί προσωρινά στις Φερές και γνώρισαν τη θεά ή που είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με τις Φερές και γνώρισαν τη θεά, καθώς και από Θεσσαλούς απόδημους (Φεραίους και λοιπούς), που είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία και αλλού (παρ οίκους, μετοίκους, εποίκους, εξόριστους, μισθοφόρους, εμπόρους, τεχνίτες, μεταφορείς). Προφανώς η πρωτοβουλία μεμονωμένων πλουσίων ή αφοσιωμένων λατρευτών οδήγησαν στην ίδρυση ιερών και στην άσκηση της λατρείας της θεάς. Είναι πρόδηλο ότι η αύξηση της στρατιωτικής και της πολιτικής δύναμης των Φερών από τα αρχαϊκά χρόνια και μετά, αλλά κυρίως στην περίοδο των τυραννιών του Λυκόφρονα, του Ιάσονα, του Αλεξάνδρου και των διαδόχων του (τέλος 5ου αι.-344 π.Χ.), επέδρασε ευνοϊκά στη διάδοση της λατρείας της.
Στις επιγραφές η Εν(ν)οδία είναι γνωστή με εννέα προσωνυμίες. Το επίθετό Φεραία που είναι εθνικό μαρτυρείται σε επιγραφή της Φάλαννας (3ος αι. π.Χ.)
Το επίθετο Όσια της θεάς, που μαρτυρείται σε επιγραφή του β ' τέταρτου του 3ου αι. π.Χ. και η οποία ήταν εντοιχισμένη σε θυμέλη (= χθόνιο βωμό) σε ιερό της στη Βέροια, δείχνει, όπως ορθά υποστηρίχθηκε, τη βασική υποχθόνια ιδιότητά της ως θεάς του Κάτω Κόσμου και βασίλισσας των νεκρών, καθώς και τη σχέση της με τα μιάσματα και τους καθαρμούς. Η Εν(ν)οδία Όσια είναι θεά των καθαρμών, των εξαγνιστικών ιεροπραξιών από τα μιάσματα (του φόνου, της γέννησης, του θανάτου και όχι μόνο), η οποία επόπτευε, εκτός των άλλων, τις νόμιμες και καθιερωμένες από τα πανάρχαια χρόνια τιμές προς τους νεκρούς. Το επίθετο όσιος (-α, -ον) αναφέρεται σε σχέση με τους καθαρμούς από το μίασμα του φόνου. Παράγεται από το ρήμα όσιόω, που σημαίνει καταρχήν καθαιρώ. Αυτό φαίνεται και από την αφιέρωση της θυμέλης (χθόνιου βωμού) στο ιερό της θεάς. Αυτή η δικαιοδοσία της θεάς επιβεβαιώνεται, τόσο από τη συλλατρεία της με τον Δία Θαύλιο, τον τιμωρό θεό των φόνων, (https://mythiki-anazitisi.blogspot.com/2017/07/blog-post_62.html) όσο και με τον Δία Μειλίχιο, το θεό των καθαρμών από το μίασμα των φόνων, δηλαδή τον εξαγνιστή θεό με την καθαρτήρια ιδιότητα, που έχει διαπιστωθεί στις Φερές και αλλού, αλλά και από τη σχέση της με τον Απόλλωνα Πύθιο Φοίβο-Ξάνθο, τον κατεξοχήν θεό των καθαρμών, καθώς και από το ιερό της ζώο, το σκυλί, που εχρησιμοποιείτο στους καθαρμούς, όπως αντίστοιχα συνέβαινε και για την Εκάτη.
Ως Πατρώα η θεά μαρτυρείται σε αναθηματικές επιγραφές των Παγασών, του επινείου των Φερών (α ' μισό του 4ου αι. π.Χ.), και του περραιβικού Πυθίου (1ος αι. π.Χ.). Η Εν(ν)οδία στο Πύθιο προσαγορευόταν με την προσωνυμία Πατρώα, όπως και ο Ποσειδώνας. Πρόκειται για τους πατρικούς, δηλαδή τους πατροπαράδοτους θεούς των λατρευτών τους, από δύο γενιές τουλάχιστον. Το ίδιο και η Εν(ν)οδία Πατρώα στις Παγασές ήταν η πατροπαράδοτη θεά των Φεραίων, των Παγασαίων και των άλλων Θεσσαλών, της οποίας η λατρεία μεταφέρθηκε ήδη από την κατάκτηση του επινείου αυτού από τους Φεραίους κατά την αρχαϊκή εποχή. Η μαρτυρία της Εν(ν)οδίας ως Πατρώας στο Πύθιο (αρχές 1ου αι. π.Χ.) δείχνει ότι η λατρεία στην πόλη αυτή, η οποία βρισκόταν πάνω σε κύρια οδική αρτηρία επικοινωνίας της Περραιβίας με την Κάτω Μακεδονία, ήταν πολύ παλαιότερη.
Ως Πατρώα η θεά μαρτυρείται σε αναθηματικές επιγραφές των Παγασών, του επινείου των Φερών (α ' μισό του 4ου αι. π.Χ.), και του περραιβικού Πυθίου (1ος αι. π.Χ.). Η Εν(ν)οδία στο Πύθιο προσαγορευόταν με την προσωνυμία Πατρώα, όπως και ο Ποσειδώνας. Πρόκειται για τους πατρικούς, δηλαδή τους πατροπαράδοτους θεούς των λατρευτών τους, από δύο γενιές τουλάχιστον. Το ίδιο και η Εν(ν)οδία Πατρώα στις Παγασές ήταν η πατροπαράδοτη θεά των Φεραίων, των Παγασαίων και των άλλων Θεσσαλών, της οποίας η λατρεία μεταφέρθηκε ήδη από την κατάκτηση του επινείου αυτού από τους Φεραίους κατά την αρχαϊκή εποχή. Η μαρτυρία της Εν(ν)οδίας ως Πατρώας στο Πύθιο (αρχές 1ου αι. π.Χ.) δείχνει ότι η λατρεία στην πόλη αυτή, η οποία βρισκόταν πάνω σε κύρια οδική αρτηρία επικοινωνίας της Περραιβίας με την Κάτω Μακεδονία, ήταν πολύ παλαιότερη.
Η Εν(ν)οδία ως Σταθμία μαρτυρείται σε αναθηματική επιγραφή της Λάρισας (3ος - α' μισό του 2ου αι. π.Χ.). Πιθανότατα θα μπορούσε να σημαίνει τη θεά, που λατρευόταν στα πρόθυρα και τα πρόπυλα, μια θεά δηλαδή των εισόδων, μια προπύλαια και αποτροπαϊκή θεότητα, Η Εν(ν)οδία μαρτυρείται ως Σταθμία σε επιγραφή της Λάρισας, του β' τέταρτου του 2ου αι. π.Χ. Με το ίδιο επίθετο προσαγορευόταν και η Αθηνά. Ο \Vilamowitz θεωρεί ότι η προσωνυμία Σταθμία της Εν(ν)οδίας, που παράγεται από τη λέξη σταθμός, δέχεται τόσες ερμηνείες, όσο πολυσήμαντη είναι η λέξη αυτή στα αρχαία ελληνικά. Το ανάθημα όμως στην Εν(ν)οδία Σταθμία, επειδή έγινε από την Αγάθιν Αφθονήτου, υστέρα από ευόδωση κάποιας ευχής για το παιδί της Φρυ[νο], θα μπορούσε να μας οδηγήσει στις λειτουργίες της θεάς ως κουροτρόφου (Κόριλλος) και ως αποτροπαϊκής (Αλεξεατίς), προστάτιδας των παιδιών από τις αρρώστιες, τα ατυχήματα και τις βλαβερές επενέργειες. Η θεά πιθανότατα λατρευόταν επί των σταθμών των θυρών ή προ των θυρών, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το σχόλιο (35/36α) των Φαρμακευτριών του Θεόκριτου. Ως γνωστόν, σταθμός σημαίνει την παραστάδα της θύρας, όπως και την ίδια τη θύρα. Επομένως, η Εν(ν)οδία Σταθμία, θα μπορούσε να είναι θεά προπυλαία-προθυραία, φύλακας των εισόδων, όπως ήταν και η Εκάτη.
Η Εν(ν)οδία μαρτυρείται με την προσωνυμία Αστική. Στην αρχαιότερη αναθηματική επιγραφή στην Ε ν(ν)οδία που βρέθηκε στη Λάρισα (γ' τέταρτο του 5ου αι. π.Χ.) η θεά αναφέρεται με την προσωνυμία Αστική. Η Εν(ν)οδία δηλαδή δεν ήταν μόνο μια λαϊκή θεά των δρόμων, των τριστράτων και της υπαίθρου, αλλά και μια θεά που λατρευόταν μέσα στις πόλεις (το «άστυ»). Κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται ότι λατρευόταν και επίσημα από τις πολιτικές αρχές των θεσσαλικών πόλεων, ως προστάτιδα του θεσμού της πόλης (Πολιάδα), του αστικού και του πολίτικου βίου, της αστικής τάξης και της δικαιοσύνης κτλ. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ακόμα ότι πρόκειται για τη θεά, που λατρευόταν σε ιερό μέσα στη Λάρισα (έναστεί) και μάλιστα στην «ελεύθερη αγορά» της, όπου ήταν ιδρυμένα τα επίσημα ιερά και τα δημόσια οικοδομήματα. Πιο πιθανόν όμως είναι ότι η λατρεία της Εν(ν)οδίας Αστικής εννοείται σε αντιδιαστολή κάποιας προγενέστερης λατρείας της θεάς, που υπήρχε έξω από την πόλη (προ πόλεως), σε περιοχή νεκροταφείου, που διασχιζόταν από δρόμο.
Η Εν(ν)οδία Μυκαϊκή, η θεά που μυκάται ή προκαλεί μυκηθμό, γνωστή από επιγραφή της Λάρισας (αρχές 2ου αι. π.Χ.), πιθανότατα σχετίζεται με τον Ποσειδώνα και τους σεισμούς. Η ερμηνεία της προσωνυμίας Μυκαϊκή δεν έχει επιχειρηθεί έως σήμερα, αλλά χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες. Το επίθετο Μυκητής (-άς) αποδίδεται στον Ποσειδώνα, όπως και το Μύχιος.Οι Ίωνες είχαν ως θρησκευτικό τους κέντρο το ιερό του Ποσειδώνα στο ακρωτήριο της Μυκάλης, όπου θυσίαζαν ταύρους. Στη Μυκάλη αναφέρεται ιερό του Διός Μυκαλέως (Σχόλιο στην Ιλιάδα, Β', στ. 498), στη Μυκαλησσό λατρεία της Δήμητρας Μυκαλησσίας (Παυσανίας, IX, 19, 5) και στη Θάσο λατρεία της Αθηνάς Μυκεσίας. Με τα ουσιαστικά μυκηθμός, μύκησις, μύκημα αποδιδόταν το φθέγμα των βοδιών, των προβάτων και των λιονταριών, ο ήχος της θάλασσας, των χειμάρρων στις χαράδρες των βουνών (Νόννος, VI, 252), των ανέμων στις σπηλιές, των κεραυνών του Διάς (Νόννος, VI, 231), και τέλος, ο ήχος του στομίου του Άδη, που έβγαζε φθέγμα κατά τις ορφικές δοξασίες (Πλάτων, Πολιτεία, 615d-e).Το επίθετο Μυκήτωρ μαρτυρείται για τον Ποσειδώνα Ενοσίχθονα, το θεό που προκαλεί τους σεισμούς, οι οποίοι συνοδεύονται από υπόγεια κλαγγή, υπόκωφο ήχο, βοή. Η προσωνυμία Μυκαϊκή της Εν(ν)οδίας πιθανότατα σημαίνει τη θεά που προκαλεί μυκηθμό ή που μυκάται. Είναι η θεά του Κάτω Κόσμου, που μαζί με τον Ποσειδώνα πιθανότατα ήταν υπεύθυνη για τους καταστροφικούς σεισμούς που συνοδεύονταν από υποχθόνιο θόρυβο. Η άποψη αυτή φαίνεται πιθανή, αν αναλογιστεί κανείς τη μεγάλη σεισμικότητα της Λάρισας και γενικά της Θεσσαλίας. Στις γραμματειακές πηγές ήρωες ή θεοί που μυκώνται ή προκαλούν μυκηθμό αναφέρονται συχνά: (Ο Ηρακλής) μυκάται δε Κήρας άνακαλών τάς Ταρτάρου (Ευριπίδης, Ηρακλής μαινόμενος, 870). Ο Διόνυσος για να γλυτώσει από τους Τιτάνες μεταμορφώθηκε σε ταύρο στομάτων δε νόθον μυκηθμόν άλλων. Η Ήρα όμως κάλυψε το μυκηθμό, για να σφάξουν οι Τιτάνες τον ταυροφυή θεό (Νόννος, VI, 197 κ.ε.: ζηλήμονι λαιμω τριχαλέον μνκημα δι’ ήέρος έβρεμεν/ μητρυή βαρύμηνις, ίσοφθόγγω δε θεαίνη, / αίθαίριον κελάδημα πύλαι κατάχιζον Όλυμπον). Επίσης, ο Δίας στην προσπάθειά του να συνευρεθεί με τη Σεμέλη τή μεν υπέρ λεχέων βοέην μνκώμενος ηχώ, / άνδρομέοις μελέεσσιν εχων κερόεσσαν όπωπήν, / ίσοφυες μίμημα βοοκραίρου Διονύσου (Νόννος, VII, 319-21). Το ίδιο και με την Ευρώπη (Νόννος, IXL, 244: ζηλήμονι λαιμω / νυμφίος Ευρώπης μυκήσατο, Ταύρος Όλυμπον). Σε μαγικό ύμνο της ύστερης αρχαιότητας προς τη Σελήνη (Εκάτη-Άρτεμη-Περσερφόνη), η θεά αναφέρεται ως ή ταύρων μύκημα κατά στομάτων άνιεΐσα.
Ως Εν(ν)οδία Κόριλλος, μαρτυρείται σε αναθηματική επιγραφή των Φερών (β ' μισό του 2ου αι. π.Χ.), ήταν μια κουροτρόφος θεότητα, προστάτιδα των κοριτσιών, των παιδιών και γενικότερα των γυναικών. Η προσωνυμία δεν συναντάται σε καμιά άλλη γυναικεία θεότητα. Το επίθετο αυτό της θεάς προέρχεται από το ουσιαστικό κόριλλα, υποκοριστικό της κόρης (αντί κόριον, κώριον, κορίσκη ή κοράσιον) δεν ήταν μόνο θεά της υπαίθρου, των δρόμων και του θανάτου, αλλά και θεά της ζωής ως κουροτρόφος και στοργική, προστάτιδα των παιδιών και των παρθένων.
Ως Αλεξεατίς η Εν(ν)οδία μαρτυρείται σε επιγραφή της Λάρισας (3ου αι. μ.Χ.). Η προσωνυμία έως τώρα δεν έχει ερμηνευθεί ικανοποιητικά ή θεωρήθηκε δυσεξήγητη. Υποστηρίχθηκε από τον Wilamowitz ότι είναι τοπική και ότι προέρχεται από μια κώμη Αλέξεια. Η άποψη αυτή όμως δεν φαίνεται πιθανή, παρόλο που η κατάληξη (-ατίς) οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα (π.χ. Λιμνάτις, Κνακεάτις, Κεδρεάτις, Θυρεάτις, προσωνυμίες που είναι γνωστές για την Άρτεμη στην Πελοπόννησο). Η Εν(ν)οδία κατάγεται από τις Φερές, γι’ αυτό αποκαλείται Φεραία θεά ή Εν(ν)οδία Φεραία. Δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι μπορεί να φέρει και άλλη εθνική προσωνυμία. Οδηγούμαστε έτσι στην άποψη ότι η προσωνυμία παράγεται από το ρήμα άλέγω, που σημαίνει αποτρέπω, προστατεύω, προφυλάσσω. Η Εν(ν)οδία Αλεξεατίς θα μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί ως θεά φύλακας των εισόδων και των προπύλων, αλεξιτήρια, αλεξίκακη, απωσίκακη, αποτροπαϊκή και προστατήρια. Η θεά μετά τον εξευμενισμό της, θα μπορούσε να αποτρέπει τα ατυχήματα, τις αρρώστιες, τους δαίμονες και γενικά τις κακοποιές, αόρατες και άγνωστες σκοτεινές δυνάμεις. Σε αντίθετη περίπτωση λόγω της οργής της, θα μπορούσε να απελευθερώσει και να οδηγήσει τα φαντάσματα και τους δαίμονες εναντίον των ανθρώπων κατά τα μεσονύχτια ή τα μεσημέρια, προκαλώντας τους φόβο, τρόμο και κακό.
Όμοιες ή άλλες ιδιότητες-λειτουργίες της Εν(ν)οδίας συμπεραίνονται επίσης από τη μελέτη των γραμματειακών πηγών. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η Εν(ν)οδία ήταν θεά του Κάτω Κόσμου, αφέντρα των δαιμόνων και των φαντασμάτων (Ευριπίδης, Ίων, στ. 1048-1052), θεά της μαγείας και κουροτρόφος, που όταν εξευμενιζόταν με ειδικές τελετές και καθαρμούς γινόταν μειλίχια, ευμενής, φιλική και προστάτιδα των ανθρώπων.
Η ανάλυση των πηγών αυτών δείχνει ότι η Εν(ν)οδία ήταν γνωστή στην Αθήνα, αλλά παραμένει το πρόβλημα, αν λατρευόταν στην πόλη και που. Ο Σοφοκλής αναφέρει ότι η Ένοδία θεός και ο Πλούτωνας ήταν οργισμένοι, γιατί ο Κρέοντας είχε δώσει διαταγή να ρίξουν γυμνό το πτώμα του Πολυνείκη στους δρόμους (πιθανότατα σε τρίστρατο), κρατώντας τον άταφο στον Επάνω Κόσμο, έρμαιο των σκυλιών και των ορνέων (:'Αντιγόνη, στ. 29-30, 205-206, 257-258, 697-698,1016-1018,1081-1083,1196-1200), επαυξάνοντας την τιμωρία του με τη στέρηση της ταφής και διαταράσσοντας έτσι την κοσμική τάξη. :Στις Ευμενίδες (στ. 723- 728) του Αισχύλου (458 π.Χ.) η θεά του θανάτου των Φερών χαρακτηρίζεται ως αρχαία. Πρόκειται για την τοπική θεά του γνωστού μύθου της Άλκηστης και του Άδμητου. Είναι δηλαδή η πατροπαράδοτη και πανάρχαια θεά των Φερών, που η λατρεία της πιθανότατα είχε διαδοθεί εκτός Φερών και Θεσσαλίας, πριν από τα κλασικά χρόνια, αφού είναι γνωστή στην Αθήνα ως αρχαία ήδη από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Ο Ευριπίδης στο έργο του Ίων (στ. 1048-1057) δηλώνει τις βασικές ιδιότητες της Εν(ν)οδίας, της κόρης της Δήμητρας, κάνοντας υπαινιγμό για το όνομά της με το ουσιαστικό εφόδων, καθώς και με το ρήμα δδωσον (όδόω = κατευοδώνω). Στο χωρίο αυτό η Εν(ν)οδία είναι η θεά των δρόμων και του θανάτου, η αφέντρα των φαντασμάτων και της μαγείας. Στην Ελένη (στ. 569-570) του Ευριπίδη, η Εκάτη και η Εν(ν)οδία αναφέρονται παράλληλα, ως θεότητες που έχουν στη δικαιοδοσία τους τα φαντάσματα. Ο Φιλόστρατος (IV, 13) αναφέρει μια θεά Ένοόία, που λατρευόταν σε μικρά ιερά στα νεκροταφεία και η οποία ήταν θεά του θανάτου και των τιμών προς τους νεκρούς. Η Ενοδία θεός, που αναφέρεται παράλληλα με την Άρτεμη από τον Σέξτο Εμπειρικό {Προς φυσικούς, Α', 185, 150-200 μ.Χ.), μπορεί να υποστηριχθεί ότι πιθανότατα είναι η θεσσαλική θεά Εν(ν)οδία, παρά η Άρτεμη Ενοδία ή η Εκάτη Ενοδία,
Η σημαντικότερη όμως γραμματειακή πηγή για την Εν(ν)οδία σε σχέση με τη μαγεία είναι ο Πολύαινος (Στρατηγήματα, VIII, 43). Σύμφωνα με το στρατήγημα αυτό η Χρυσάμη, η ιέρεια της θεσσαλικής θεάς Εν(ν)οδίας, κάνοντας χρήση φαρμάκων επιτυγχάνει την εξόντωση των αντιπάλων και την κατάληψη των Ερυθρών της Μ. Ασίας από τους Έλληνες, κατά την πρώτη ιωνική αποίκηση (1Ιος-ΙΟος αι. π.Χ.). Δηλαδή, η Εν(ν)οδία διαμέσου της Θεσσαλής ιέρειας της, της Χρυσάμης, η οποία πιθανότατα καταγόταν από το λατρευτικό κέντρο της θεάς, τις Φερές, γίνεται έπαρωγός άέθλων, όπως ίσως για τους Φεραίους τυράννους που τη λάτρευαν ιδιαίτερα. Μάλιστα, ο Αλέξανδρος των Φερών, τύραννος ωμός, θηριώδης και γνώστης της φαρμακίας, ο οποίος προπαγάνδιζε την Εν(ν)οδία ατα νομίσματά του, είχε για φύλακες στο παλάτι του τα γνωστά κατά την αρχαιότητα σκυλιά των Φερών, ζώα που ήταν ιερά για την Εν(ν)οδία. Για το ότι η θεά ήταν έπαρωγός άέθλων φαίνεται επίσης από το ανάγλυφο της Κραννώνας, που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Εδώ η Εν(ν)οδία παριστάνεται όρθια δαδοφόρος δίπλα στη δαιμονική της σκύλα, ευλογώντας με το δεξί της χέρι το νικηφόρο άλογο του αναθέτη.
Η Εν(ν)οδία στην τέχνη παριστάνεται επίσης ως έφιππη θεά, που φοράει πέπλο και ιμάτιο, κρατώντας δάδα ή δάδες. Τα ιερά ζώα της Εν(ν)οδίας, όπως διαπιστώνεται από την εικονογραφία της και τις πηγές, ήταν το θηλυκό σκυλί, το άλογο και ίσως ο ταύρος και το φίδι, ενώ τα ιερά φυτά της είναι η μυρτιά και το ρόδο.
Η σκύλα, που είναι το κύριο ιερό ζώο της Εκάτης, παρατηρείται και στην εικονογραφία της Εν(ν)οδίας. Σε ημιωβόλιο των Φερών, που μπορεί να χρονολογηθεί στα χρόνια του Ιάσονα, παριστάνεται στον εμπροσθότυπο κεφαλή της Εν(ν)οδίας προς τα δεξιά και στον οπισθότυπο ημικαθιστό σκυλί προς τα δεξιά. Οι Φερές ήταν γνωστές στην αρχαιότητα για μια ξεχωριστή ράτσα σκυλιών και μάλιστα αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος των Φερών είχε για φύλακά του ένα τέτοιο σκυλί. Η Εν(ν)οδία παριστάνεται δίπλα στη δαιμονική σκύλα στο ανάγλυφο της Κραννώνας. Στο ανάγλυφο της Πτολεμαΐδας η θεά συνοδεύεται από το ίδιο ζώο, ενώ στην ανάγλυφη στήλη της Λάρισας και στην πήλινη προτομή της Περσηΐδας το ζώο παριστάνεται δίπλα από τον ώμο της. Στο ανάγλυφο της Αγίας Παρασκευής παριστάνεται σκυλί ανάμεσα στα μπροστινά πόδια του αλόγου που ιππεύει η Εν(ν)οδία. Είναι γνωστός ο χθόνιος χαρακτήρας του ζώου ήδη από την ύστερη εποχή του Χαλκού. Ο Θεσσαλός ήρωας Αχιλλέας μαζί με τα τέσσερα άλογα θυσιάζει στην ταφή του Πατρόκλου και δύο από τους εννέα τραπεζήες σκύλους του νεκρού (Ιλιάδα, Ψ, στ. 173-174). Τη σχέση του σκυλιού με το θάνατο και τον Κάτω Κόσμο δείχνουν και τα γνωστά τέρατα της ελληνικής μυθολογίας (Σφίγγα, Κέρβερος, Σκύλα, Ύδρα, Όρθος) το σκυλί συνδέθηκε επίσης από πολύ νωρίς στην ελληνική θρησκεία με το θάνατο, την ιατρική και τους καθαρμούς. Για τους παραπάνω λόγους συνδέθηκε όχι μόνο με τις θεότητες του κυνηγιού, της γέννησης και της ιατρικής, αλλά και με τις θεότητες των δρόμων, της νύχτας, των καθαρμών, του θανάτου και της μαγείας.
Το άλογο: Η Εν(ν)οδία, η κατεξοχήν χθόνια θεά των Θεσσαλών, ίσως σε σχέση με τον Ποσειδώνα και τον Κάτω Κόσμο, είχε το άλογο ως ιερό της ζώο. Ως γνωστόν, το ζώο δεν σχετιζόταν μόνο με τον Κάτω Κόσμο και το θάνατο, αλλά και με το νερό και τον αέρα. Ακόμα το άλογο ήταν έμβλημα υψηλής κοινωνικής θέσης. Η Άρτεμη σχετίζεται επίσης με τα άλογα. Ιερό ζώο της Εκάτης αρχικά ήταν το μουλάρι (όρεύς) και αργότερα το άλογο. Η θεά ονομάζεται ίπποκνων στους μαγικούς πάπυρους της ύστερης αρχαιότητας. Η Θεσσαλία φημιζόταν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο για τα άλογά της, που εξάγονταν σε όλη την Ελλάδα ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή. Ξακουστά κοπάδια αλόγων είχε στις Φερές ο Άδμητος, ενώ θεσσαλικά άλογα είχαν στην Τροία ο Αχιλλέας και ο γιος του Αδμήτου, Εύμηλος.
Ο ταύρος: Στην εικονογραφία της θεάς έως τώρα δεν έχει διαπιστωθεί, αν ο ταύρος ήταν ένα από τα ιερά ζώα της, όπως συμβαίνει με την Εκάτη το στρατήγημα του Πολύαινου (VII, 43) με το φαρμακωμένο από το βότανο ταύρο από την ιέρεια της θεάς Χρυσάμη, η διαπιστωμένη συλλατρεία της Εν(ν)οδίας με τον Ποσειδώνα στη Λάρισα, καθώς και η προσωνυμία της Μυκαϊκή στην ίδια πόλη, οδηγούν στην άποψη ότι η Εν(ν)οδία σχετιζόταν με τον Ποσειδώνα, τους σεισμούς και τον Κάτω Κόσμο. Ο ταύρος ήταν το κύριο ιερό ζώο του Ποσειδώνα, η ίδια η ενσάρκωση του θεού. Έτσι, η ιερότητα του ταύρου για την Εν(ν)οδία οφείλεται πιθανότατα στη σχέση της με τον Ποσειδώνα.
Το φίδι: Το ζώο αυτό (πανάρχαιο χθόνιο σύμβολο) εμφανίζεται στην τέχνη ήδη στα μυκηναϊκά χρόνια και συνδέεται με το θάνατο, με τις δυνάμεις του Κάτω Κόσμου, αλλά και με την οικιακή λατρεία. Ο χθόνιος χαρακτήρας του είναι σαφής, με ευρύ κατά περίπτωση φάσμα ερμηνειών (ενσάρκωση του ίδιου του χθόνιου καταχθόνιου θεού ή ηρώα, δαίμονας-φύλακας του τάφου με αποτροπαϊκή λειτουργία, σύμβολο χθονίων δυνάμεων, ψυχή του νεκρού ή του ηρωοποιημένου νεκρού κτλ.)
Τα ιερά φυτά της Εν(ν)οδίας, όπως φαίνεται από την εικονογραφία της, ήταν η μυρτιά και το ρόδο. Το αειθαλές φυτό μυρτιά (μυρσίνη, μυρρίνη, μυρρινος, myrtus communis) ήταν κατεξοχήν χθόνιο φυτό. Αποτελούσε στόλισμα των τάφων, των επιτύμβιων στηλών και των βωμών, ενώ χρυσά ή επίχρυσα ή από άλλα μέταλλα στεφάνια μυρτιάς τοποθετούνταν ως κτερίσματα σε τάφους671. Το φυτό σχετίζεται κυρίως με τον Κάτω Κόσμο και το θάνατο, αλλά και με τη ζωή (συμπόσια). Δεν είναι τυχαία η συνήθεια να στέφεται κανείς με στεφάνι μυρτιάς, όταν έφευγε για μεγάλο ταξίδι
Τα ρόδα χρησιμοποιούνταν σε διάφορες γιορτές και ειδικότερα στις μυστικές λατρείες, καθώς και στη λατρεία των νεκρών.(http://mythiki-anazitisi.blogspot.com/2018/09/blog-post_56.html)
Οι περισσότεροι ερευνητές ταυτίζουν την Εν(ν)οδία ή Φεραία θεά με την Άρτεμη Εν(ν)οδία-Άρτεμη Φεραία, με τη Βριμώ των Φερών, με την Εκάτη ή την Περσεφόνη. Και αυτό έγινε, γιατί το πρόβλημα της Εν(ν)οδίας δεν αντιμετωπίστηκε από την έρευνα με συνθετικό τρόπο, εξαιτίας των αντιφατικοίν γραμματειακών πηγών, των δυσνόητων προσωνυμιών της, καθώς και των μεγάλων κενών στην ανασκαφική έρευνα των ιερών της. Η ύπαρξη αρκετών «Εκαταίων» στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, περιοχές όπου η θεά Εν(ν)οδία, το θεσσαλικό αντίστοιχο της Εκάτης, είχε ισχυρή λατρεία και παράλληλα η διαπίστωση της παντελούς σχεδόν απουσίας της λατρείας της Εκάτης στις περιοχές αυτές, οδηγούν στην άποψη ότι η Εν(ν)οδία παραστάθηκε και ως τρίμορφη από τα ελληνιστικά χρόνια. Η θεά στη Θεσσαλία σχετίστηκε στη λατρεία με το Δία, με τον Ποσειδώνα, τη Δήμητρα, την Άρτεμη των Φερών, με τον Απόλλωνα και τις Μοίρες, καθώς και με τον Ερμή. Από τη θεοκρασία της με την πανελλήνια θεά Άρτεμη δημιουργήθηκε στις Φερές η λατρεία της Άρτεμης των Φερών —Άρτεμης Φεραίας— Άρτεμης Εν(ν)οδίας, που η μέχρι τώρα έρευνα ταύτιζε με την Εν(ν)οδία. Η λατρεία αυτή διαδόθηκε εκτός Φερών ήδη από τα προκλασικά χρόνια. Μαρτυρείται επιγραφικά και αρχαιολογικά στην υπόλοιπη Θεσσαλία (Δημητριάδα, Φθιώτιδες Θήβες, Κραννώνα, Λάρισα, Άζωρο), στη νότια Ελλάδα (Οπούντας, Σικυώνα, Αργος, Νεμέα, Επίδαυρος), στην Αίγυπτο (Κόπτος), στη Μεγάλη Ελλάδα (Συρακούσες) και στην αποικία των Συρακουσών Ίσσα, στο ομώνυμο νησί της Αδριατικής. Η Εν(ν)οδία (εκτός Θεσσαλίας) συσχετίστηκε με την Εκάτη και έτσι δημιουργήθηκε η λατρεία της Ενοδίας Εκάτης, η οποία είναι γνωστή μόνο φιλολογικά στην Αθήνα και στη Ρώμη. Η Ενοδία Εκάτη δεν διαπιστώνεται επιγραφικά στη λατρεία, αλλά ούτε μπορεί να διακριθεί εικονογραφικά στην τέχνη.
Η Εκάτη με την προσωνυμία Ενοδία είναι γνωστή στο Άργος, στην Αίγινα, στην Κολοφώνα, στην Έφεσο, στο Βυζάντιο και στη Λάρδο της Ρόδου. Οι παραπάνω λατρείες, που χρονολογούνται από την υστεροελληνιστική εποχή και μετά, δεν φαίνεται να σχετίζονται άμεσα με τη θεσσαλική θεά Εν(ν)οδία. Η θεά αυτή των Φερών παρέμεινε αυτοτελής τουλάχιστον στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία έως και την ύστερη αρχαιότητα".
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η νεότερη έρευνα θεωρεί την Εν(ν)οδία ή Φεραία θεά ως μια αυτόνομη θεσσαλική θεά με αιολική καταγωγή, κυρίως έφιππη και φώσφορο, θεά των δρόμων και χθόνια. Θεά των οδοιπόρων, των δρόμων, των τρίστρατων και των προπύλων. Μία θεά αλεξιτήρια, αλεξίκακη, απωσίκακη, αποτροπαϊκή και προστατήρια. Όσια, αιολική δέσποινα θεά των καθαρμών, των εξαγνιστικών ιεροπραξιών από τα μιάσματα (του φόνου, της γέννησης, του θανάτου και όχι μόνο), η οποία επόπτευε, εκτός των άλλων, τις νόμιμες και καθιερωμένες από τα πανάρχαια χρόνια τιμές προς τους νεκρούς. Μία θεά της ζωής, κουροτρόφος και στοργική, προστάτιδα των παιδιών και των παρθένων. Η προθυραία θεά που μυκάται.
Η Εν(ν)οδία λατρεύτηκε, τιμήθηκε αλλά αφέθηκε σε έναν βαθύ ύπνο. Αν ξεχάστηκε είναι κάτι που δεν λέγεται με σιγουριά. Μέσα στις μνήμες μας σαφώς και παραμένει ζωντανή. Περιμένοντας ίσως κάποιους μυσταγωγούς που θα την ξυπνήσουν από τον βαθύ ύπνο της λησμοσύνης, καλώντας την μέσα σε ιερή σιγή, ολόκαρδα:
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η νεότερη έρευνα θεωρεί την Εν(ν)οδία ή Φεραία θεά ως μια αυτόνομη θεσσαλική θεά με αιολική καταγωγή, κυρίως έφιππη και φώσφορο, θεά των δρόμων και χθόνια. Θεά των οδοιπόρων, των δρόμων, των τρίστρατων και των προπύλων. Μία θεά αλεξιτήρια, αλεξίκακη, απωσίκακη, αποτροπαϊκή και προστατήρια. Όσια, αιολική δέσποινα θεά των καθαρμών, των εξαγνιστικών ιεροπραξιών από τα μιάσματα (του φόνου, της γέννησης, του θανάτου και όχι μόνο), η οποία επόπτευε, εκτός των άλλων, τις νόμιμες και καθιερωμένες από τα πανάρχαια χρόνια τιμές προς τους νεκρούς. Μία θεά της ζωής, κουροτρόφος και στοργική, προστάτιδα των παιδιών και των παρθένων. Η προθυραία θεά που μυκάται.
Η Εν(ν)οδία λατρεύτηκε, τιμήθηκε αλλά αφέθηκε σε έναν βαθύ ύπνο. Αν ξεχάστηκε είναι κάτι που δεν λέγεται με σιγουριά. Μέσα στις μνήμες μας σαφώς και παραμένει ζωντανή. Περιμένοντας ίσως κάποιους μυσταγωγούς που θα την ξυπνήσουν από τον βαθύ ύπνο της λησμοσύνης, καλώντας την μέσα σε ιερή σιγή, ολόκαρδα:
"Έλα, προθυραία θεά και να έχεις ευχάριστον διάθεσιν διότι εσένα προσκαλώ με άγια λόγια σεμνής ψυχής".
Θεά Εν(ν)οδία: Η προθυραία θεσσαλική δέσποινα των καθαρμών
Reviewed by olablogs
on
20:06
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου