Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις."
Κ.Π. Καβάφης
"Ο όρος «βάρβαροι» παρουσιάστηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. όταν κατά τη διάρκεια του Β΄ ελληνικού αποικισμού, οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με ένα πλήθος διαφορετικών λαών.
Τότε συνειδητοποίησαν το κοινό στοιχείο που διέθεταν έναντι των λαών αυτών: την ελληνικότητά τους, όπως αυτή εκφραζόταν στην ποίηση και στη θρησκεία, στα ήθη και τις αντιλήψεις τους. Η επαφή με τους ξένους λαούς οδήγησε τους Έλληνες στην εκδήλωση του ελληνικού εθνικού αισθήματος που παρουσιάζεται στους ποιητές του 7ου αιώνα με την λέξη Πανέλληνες, καταργώντας έτσι την μέχρι τότε διάσπασή τους σε φύλα. Κατόπιν ο όρος παρέμεινε «Έλληνες». Οι λαοί που δε μιλούσαν ελληνικά, αλλά «ψέλλιζαν ακατανόητα» ονομάστηκαν από τους Έλληνες «βάρβαροι», χαρακτηρίζοντας έτσι μια γλωσσική και όχι φυλετική διαφορά". (WILCKEN ULRICH)
[I.Θ. Kακριδής, "Oι αρχαίοι Έλληνες και οι ξένες γλώσσες", στο Mελέτες και Άρθρα. Θεσσαλονίκη 1971, σ.13]
O Dihle, παρακολουθώντας την εξέλιξη της σημασίας της λέξης βάρβαρος μέσα στην πορεία της αρχαιοελληνικής ιστορίας και γραμματείας, εντοπίζει την αλλαγή στη σημασία της με το σημερινό, υποτιμητικό της πλέον, νόημα:
«Tα συγκλονιστικά συμβάντα του Πελοποννησιακού πολέμου και των αμέσως επόμενων δεκαετιών μετέβαλαν την αυτοσυνείδηση των Eλλήνων. Oι κύριες αιτίες γένεσης συναισθημάτων μνησικακίας απέναντι στους Πέρσες, τα οποία οι Έλληνες ήσαν ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να επεκτείνουν σε ολόκληρο τον κόσμο των βαρβάρων, ακόμη και στα συγγενικά τους φύλα της Mακεδονίας, ήταν η πρόσφατη προσάρτηση των ελληνικών πόλεων της Mικράς Aσίας στο περσικό κράτος το 378 π.X. και το διαρκώς αυξανόμενο βάρος της περσικής διπλωματίας. Kαι ανάλογη με αυτά τα συναισθήματα ήταν και η πρωτόγνωρη υπεροψία τους. […]
Eνώ οι γνώσεις και οι τέχνες των Eλλήνων άρχιζαν να αλλάζουν παντού τον κόσμο, ο ελληνικός πολιτισμός (από το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.X.) εξασθενούσε όλο και περισσότερο. H πολιτική πραγματικότητα χλεύαζε διαρκώς την ασφαλώς δικαιολογημένη περηφάνια των Eλλήνων για τα πολυάριθμα, αναγνωρισμένα από όλους, επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού που αποτελούσαν αντικείμενο μίμησης. Σε αυτό το φαινόμενο αντέδρασε μια πολιτική ρητορική, καλώντας τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν από κοινού τον Πέρση εχθρό, για να απελευθερώσουν τους αδελφούς στη Mίλητο και την Έφεσσο. Tη γνωρίζουμε από τα κείμενα των ιστορικών και των ρητόρων του 4ου αι. π.X.
Aυτό το έδαφος έθρεψε το συναίσθημα ότι οι Έλληνες ήταν εκ φύσεως ανώτεροι από τους βαρβάρους. Kανένας δεν επιχειρηματολόγησε υπέρ αυτής της αντίληψης τόσο επίμονα όσο ο Iσοκράτης (Πανηγυρικός), ο πιο επιφανής ρήτορας του 4ου αι. π.X. Aλλά εκείνοι που πάνω απ' όλα εκφράζουν εντελώς απροκάλυπτα την αντίληψη για την ανωτερότητα των Eλλήνων έναντι των μη Eλλήνων είναι οι φιλόσοφοι και κυρίως ο Aριστοτέλης και ο Πλάτων […].
Όταν ο Φίλιππος της Mακεδονίας υπέταξε την Eλλάδα και άρχισε να εξοπλίζεται για να πολεμήσει τους Πέρσες […], εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της ελληνικής ηθικής και πολέμιος του κόσμου των βαρβάρων. Eκείνη την εποχή εθεωρείτο αυτονόητο ότι ο μη "Έλλην" εχθρός έπρεπε αναγκαστικά να είναι βάρβαρος, ο οποίος όχι μόνο μιλούσε μία ακατανόητη γλώσσα, αλλά επιπλέον ήταν απολίτιστος και δίχως παιδεία. H λέξη βάρβαρος πήρε τη σημασία που διατηρεί τις ημέρες μας κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες του 4ου αι. π.X.» [A. Dihle, Oι Έλληνες και οι ξένοι, μτφρ. T. Σιέτη, εκδ. Οδυσσέας: Aθήνα 1997, σ.56, 58, 61]
"Ενδεικτικές γι' αυτό είναι οι χρήσεις της λέξης βάρβαρος. Ο όρος αυτός πριν τον Ηρόδοτο,αλλά και στις περισσότερες περιπτώσεις που παρουσιάζεται στο έργο του, δεν έχει υποτιμητική σημασία: πάρα πολύ συχνά δεν είναι παρά μια απλή εθνογραφική ή γεωγραφική ένδειξη. Ετυμολογικά δηλώνει αυτόν που λέει «βαρ-βαρ», με άλλα λόγια αυτόν που οι Έλληνες δεν τον καταλαβαίνουν. Ωστόσο μετά τους Μηδικούς πολέμους η λέξη αρχίζει να αποκτά μειωτική απόχρωση: η διαφορά ως προς τη γλώσσα (λόγος) μετατρέπεται σε μια διαφορά ως προς τη λογική ικανότητα (η άλλη σημασία της λέξης λόγος). Έτσι ο βάρβαρος γίνεται διανοητικά κατώτερος από τους Έλληνες. Επιπλέον ζει σε ένα αυταρχικό καθεστώς. Απ' αυτό μέχρι να σκεφτεί κανείς πως ο βάρβαρος έχει μια φυσική ροπή προς την υποταγή, δεν είναι μεγάλη η απόσταση. Αν ο «βάρβαρος» διαφέρει από τον Έλληνα, αυτό δεν αποκλείει σε ορισμένους συγγραφείς - κυρίως στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα - την ιδέα μιας ενότητας της ανθρωπότητας. Αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο στον Ηρόδοτο. Κατά τον Αντιφώντα επίσης «είμαστε όλοι όμοιοι από τη φύση, και οι Έλληνες και οι βάρβαροι»· «πράγματι, όλοι αναπνέουμε με το στόμα και με τα αυτιά»"
Νάστης αὖ Καρῶν ἡγήσατο βαρβαρόφωνων,
οἳ Μίλητον ἔχον Φθιρῶν τ' ὄρος ἀκριτόφυλλον
Μαιάνδρου τε ῥοὰς Μυκάλης τ' αἰπεινὰ κάρηνα·
ΟΜΗΡΟΣ. ΙΛΙΑΣ. Ζ.22
Δρῆσον δ' Εὐρύαλος καὶ Ὀφέλτιον ἐξενάριξε·
βῆ δὲ μετ' Αἴσηπον καὶ Πήδασον, οὕς ποτε νύμφη
νηῒς Ἀβαρβαρέη τέκ' ἀμύμονι Βουκολίωνι.
Μια πολύ ωραία έρευνα και προσέγγιση στο όρο Βάρβαρος έχει δώσει η φιλόλογος Ελένη Ζήτη:
Αργότερα την λέξη βάρβαρος υιοθέτησαν και οι Ρωμαίοι και με αυτόν τον όρο εννοούσαν κάθε ξένο o οποίος ήταν αμέτοχος του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και βίου. Από το ελληνικό «βάρβαρος» περνάμε στο λατινικό «barbarus». «Barbaricum», πάλι στα λατινικά, είναι η πολεμική κραυγή και επειδή αυτή είχε σχέση με δυνατούς και γενναίους άντρες οι οποίοι δεν δίσταζαν να ριψοκινδυνέψουν, τελικά σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες η λέξη «βάρβαρος» απέκτησε την έννοια του γενναίου: Βάρβαρος>Λατ. Barbarus>Γαλλ. Brave = γενναίος>Αγγλ. Brave>Iταλ. Bravo>Ισπαν. Bravo>Γερμ. Brav
Στα γαλλικά και στα αγγλικά «brave» είναι ο «γενναίος» όπως «bravo» στα ιταλικά και ισπανικά και «brav» στα γερμανικά. Επομένως, και οι λαοί τους οποίους και οι ίδιοι οι Λατίνοι αποκαλούσαν «βαρβάρους», όπως ήταν οι Γάλλοι Γαλάτες, οι Άγγλοι, οι Γερμανοί, χρησιμοποίησαν αυτήν την λέξη για να εκφράσουν κάτι θετικό: “τη γενναιότητα”.
Από εδώ προέρχεται και το αντιδάνειο στα ελληνικά «μπράβος», δηλαδή ο σωματοφύλακας, ο οποίος θα πρέπει να είναι δυνατός, γενναίος και ριψοκίνδυνος. Ακόμη και το αντιδάνειο «μπράβο» προέρχεται από αντιδάνειο εκ των ιταλικών. «Μπράβος»όπως αναφέραμε προηγουμένως είναι ο γενναίος στα ιταλικά. Αποκαλώντας επομένως οι Ιταλοί κάποιον «μπράβο», εννοούν ότι είναι γενναίος και στην κυριολεξία σημαίνει «γενναίε». Από εδώ και το ελληνικό «μπράβο» που σημαίνει «εύγε», «ωραία», «έξοχα»."
βῆ δὲ μετ᾽ Αἴσηπον καὶ Πήδασον, οὕς ποτε νύμφη
νηῒς Ἀβαρβαρέη τέκ᾽ ἀμύμονι Βουκολίωνι.
Βουκολίων δ᾽ ἦν υἱὸς ἀγαυοῦ Λαομέδοντος
πρεσβύτατος γενεῇ, σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ·
ποιμαίνων δ᾽ ἐπ᾽ ὄεσσι μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ,
ἡ δ᾽ ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε.
καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε μένος καὶ φαίδιμα γυῖα
Μηκιστηϊάδης καὶ ἀπ᾽ ὤμων τεύχε᾽ ἐσύλα.
Μετάφαση:
ο Ευρύαλος, στον Αίσηπον και Πήδασον εχύθη,
που ᾽χε γεννήσ᾽ η Ναϊάς, η νύμφη Αβαρβαρέη,
του αψόγου Βουκολίωνος, που τέκνον ήταν πρώτο
του θείου Λαομέδοντος από κρυφήν μητέρα·
25ως έβοσκε τα πρόβατα κοιμήθη με την νύμφη
και δύο τέκνα δίδυμα του γέννησεν εκείνη·
αυτών των δύο νέκρωσε τ᾽ ανδρειωμένα μέλη
ο Μηκιστηάδης κι έπειτα και τ᾽ άρματα τους πήρε.
Πως όμως προκύπτει το γυναικείο όνομα Βαρβάρα; Και ποια ήταν η νύμφη «Αβαρβαρέα» ή «Αβαρβαρέη»;
Ήταν το πανάρχαιο όνομα Ναϊάδος- Νύμφης. Από το όνομα «Αβαρβαρέη», προέρχεται το όνομα «Βαρβάρα». Όπως αφηγείται ο Όμηρος η Αβαρβαρέα γνωρίσθηκε με ένα νέο πολύ «καλής οικογενείας» («αμύμονα»), τον Βουκολίωνα, γιο της νύμφης Καλύβης και του Λαομέδοντα, γιο του Ίλου, ιδρυτή της Τροίας. Χαρακτηριστικοί είναι οι ειδυλλιακοί έρωτες τόσο του Λαομέδοντα με την Καλύβη όσο και του Βουκολίωνα με την Αβαρβαρέη που ο καρπός του θεωρείται εκ κλεψιγαμίας. Οι τελευταίοι συνεζεύχθηκαν σε ένα υπάιθριο ηλιόλουστο βοσκότοπο έξ ου και η Ναϊάδα καλείται «Χρυσή». Από την ένωσή τους απέκτησαν δύο δίδυμους γιους, τον Αίσηπο και τον Πήδασο, μετέπειτα ήρωες του Τρωικού Πολέμου, τους οποίους σκύλευσε ο Ευρύπυλος Βασιλιάς του Ορμενίου της Θεσσαλίας, και ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης. Ο μύθος της Αβαρβαρέης. ενισχύει την άποψη για τη φυλετική συγγένεια Ελλήνων και Τρώων, αφού οι τελευταίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και δεν ήταν βάρβαροι, αλλά πολιτισμένοι όπως οι Αχαιοί.
Σχόλια στην Αινειάδα (του Βιργιλίου), Maurus Servius Honoratus |
Κωνσταντίνος Ασώπιος, Περί ελληνικής συντάξεως |
Κωνσταντίνος Ασώπιος, Περί ελληνικής συντάξεως |
https://ift.tt/2RJL5up
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου