(Μια ελεύθερη απόδοση της αλληγορίας του «Σπηλαίου» του Πλάτωνα)
Φαντάσου ανθρώπους που γεννήθηκαν και ζουν όλη τους τη ζωή μέσα σε μια υπόγεια κατοικία, όμοια με σπηλιά. Είναι αλυσοδεμένοι με δεσμά στα πόδια και στον αυχένα, ώστε να παραμένουν καρφωμένοι στο ίδιο σημείο μην έχοντας τη δυνατότητα, παρά να κοιτάζουν μόνο μπροστά. Δεν γνώρισαν άλλη ζωή και θεωρούν αυτή την κατάσταση φυσιολογική. Πίσω τους, κάπου ψηλά και μακριά καίει μια φωτιά. Οι δεσμώτες δεν μπορούν να δουν παρά μόνο τις σκιές που προβάλλονται από τη φωτιά στο τοίχωμα της σπηλιάς, το οποίο κοιτάνε αναγκαστικά και αποκλειστικά. Όπως στο σύγχρονο κινηματογράφο, παρακολουθούν τις σκιές των αντικειμένων που γι’ αυτούς είναι η μόνη πραγματικότητα. Τα «αφεντικά της σπηλιάς» έχουν φροντίσει, ώστε οι δεσμώτες να είναι πάντα απασχολημένοι με την ατέρμονη κίνηση των αντικειμένων και τους ήχους που φτάνουν παραμορφωμένοι στ΄ αυτιά τους από τον αντίλαλο της σπηλιάς.
Δεν είναι λογικό να νομίζουν ότι αυτό που ζουν είναι η πραγματικότητα, αφού είναι το μοναδικό που έχουν γνωρίσει;
Και φαντάσου τώρα να ερχόταν κάποιος και να έσπαγε τα δεσμά ενός δεσμώτη θέλοντας να τον απελευθερώσει από την άγνοιά του. Αν του ζητούσε να σταθεί όρθιος και να κοιτάξει προς την φωτιά, ο απελευθερωμένος δεσμώτης θα δυσανασχετούσε, γιατί θα τυφλωνόταν από το καθαρό φως. Θα τυφλωνόταν και δεν θα μπορούσε να δει καθαρά ούτε τα σκιώδη αντικείμενα που μέχρι τώρα γνώριζε. Και αν του έδειχνε και τα πραγματικά αντικείμενα που πρόβαλαν ως σκιές στο τοίχωμα και τον διαβεβαίωνε ότι τώρα βλέπει την αλήθεια, πως θα αντιδρούσε άραγε; Δεν θα βρισκόταν σε σύγχυση και αμηχανία; Δεν θα αισθανόταν ότι οι σκιές ήταν πιο γνώριμες από τα πρωτόγνωρα αντικείμενα που του δείχνουν; Δεν θα νόμιζε ότι ζει ένα όνειρο και ότι οι νέες εικόνες μάλλον είναι προβολές της φαντασίας του;
Και αν ο απελευθερωτής του τον έπιανε από το χέρι και του ζητούσε να περπατήσει μαζί του τον ανηφορικό δρόμο που οδηγεί στην έξοδο από τη σπηλιά, άραγε θα τον εμπιστευόταν;
Και πώς θα αντιδρούσε, όταν βγαίνοντας θα αντίκριζε για πρώτη φορά το φως του ήλιου; Όταν τα μάτια του θα καίγονταν και ένα πυκνό σκοτάδι θα κάλυπτε τα πάντα γύρω του και θα νόμιζε ότι τυφλώθηκε; Ίσως και να μετάνιωνε για την «παράτολμη απόδρασή» του και να ήθελε να ξαναγυρίσει στο ασφαλές ημίφως της σπηλιάς. Αλλά μετά από λίγο, όταν σιγά-σιγά θα συνήθιζε την καινούρια αυτή κατάσταση ένας νέος κόσμος θα του αποκαλυπτόταν.
Στην αρχή δεν θα μπορούσε να δει καθαρά ό,τι υπήρχε εκεί έξω. Έτσι πρώτα θα ξεχώριζε ευκολότερα τις σκιές, έπειτα τα είδωλα των όντων και των ανθρώπων πάνω στο νερό και στο τέλος τα ίδια τα όντα. Και όταν θα νύχτωνε, θα μπορούσε να διακρίνει και τον έναστρο ουρανό και να συνειδητοποιεί την απεραντοσύνη του νέου του κόσμου. Και όταν θα ερχόταν η ανατολή θα μπορούσε να δει τον ίδιο τον ήλιο και όχι την αντανάκλασή του πάνω στα νερά. Και θα μπορούσε να τον παρατηρεί και να σκέφτεται τι ακριβώς είναι και ποιος ο ρόλος του. Και να συνειδητοποιεί ότι αυτός είναι η αιτία όλης αυτής της ομορφιάς που αντικρίζει και που δεν θα μπορέσουν ποτέ να δουν οι συνδεσμώτες του στο σπήλαιο.
Θα χαμογελούσε, όταν θα θυμόταν ότι τότε συνήθιζαν ναθαυμάζουν και να επαινούν εκείνο το δεσμώτη που μπορούσε να αναγνωρίζει πιο γρήγορα τις σκιές που προβάλλονταν, και μάλιστα βράβευαν όποιον μπορούσε να μαντέψει ποια θα ήταν η επόμενη που θα εμφανιζόταν! Και πού να ήξεραν…!
Θα λυπόταν γι αυτούς που είναι καταδικασμένοι να ζουν στο ψέμα. Θα αισθανόταν καθήκον του να επιστρέψει κοντά τους και να τους αποκαλύψει όλη την αλήθεια που αντίκρισε.
Και τότε θα έμπαινε ξανά στην σπηλιά. Αλλά το ημίφως γι’ αυτόν θα ήταν τώρα πυκνό σκοτάδι. Δεν θα μπορούσε να συνηθίσει τη νέα κατάσταση και θα παραπατούσε και θα γινόταν πάλι τυφλός, αλλά τυφλός τώρα στο ψέμα και στη πλάνη.
Κάποιοι από τους δεσμώτες θα έκαναν κοροϊδευτικά σχόλια: «Μ’ αυτά που λέει ότι είδε είναι λογικό να παραπατά, αφού έχει χάσει τα λογικά του… Καλύτερα να μην τα δούμε ποτέ!» Αλλά αυτός θα πρέπει να μείνει ατάραχος. Γιατί πλέον το καθήκον του έχει προβάλει καθαρά.
Πρέπει να προσπαθήσει να τους απελευθερώσει. Να τους σπάσει τα δεσμά και να τους οδηγήσει στην έξοδο της σπηλιάς. Τότε σίγουρα θα καταλάβουν το λάθος τους. Κάποιοι όμως θα ενοχληθούν από τη στάση του και οι δεσμοφύλακες θα αναζητήσουν την ευκαιρία να τον κυνηγήσουν, να τον διαβάλουν και, αν μπορούν, ακόμα και να τον σκοτώσουν.
Αυτή είναι η μοίρα των φιλοσόφων. Δεν είναι γι’ αυτούς ο δρόμος της υποταγής της συνείδησης, όσο και αν είναι ασφαλής, ούτε κανείς μπορεί να τους φυλακίσει αληθινά. Γιατί οι ίδιοι σπάνε τα δεσμά της άγνοιας και αντικρίζουν τον αληθινό κόσμο των Ιδεών πέρα από τις αισθήσεις. Ολόκληρη η σπηλιά είναι ο κίβδηλος κόσμος των αισθήσεων, η πνευματική φυλακή των απαίδευτων ανθρώπων.
Ο φιλόσοφος είναι ο άνθρωπος που σπάει τα δεσμά και ανεβαίνει τον ανηφορικό δρόμο της «μύησης» στον κόσμο των Ιδεών. Η Φιλοσοφία είναι η μοναδική γνώση που μπορεί να τον οδηγήσει στην Αλήθεια.
Ο φιλόσοφος είναι παράλληλα ο αγωνιστής, για να μπορέσει η Αλήθεια το Δίκαιο και το Αγαθό να νικήσουν τα σκοτάδια της άγνοιας και να απελευθερώσουν τον κάθε άνθρωπο από τα δεσμά της ύλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου