Ο άνθρωπος που ορκίστηκε να ξεγελάει το κράτος μέχρι να πεθάνει -Όταν η φοροαπαλλαγή γίνεται σχέδιο ζωής

O Bρετανός που αφιέρωσε όλα τα χρόνια της ζωής του σε μια μόνιμη παρτίδα σκάκι με το κράτος / FACEBOOK

Ο Βρετανός Τέρι Μπολ έμαθε από μικρός ότι το κράτος είναι κάτι που σε εκμεταλλεύεται.

Κι εκείνος, αντί να το αποδεχθεί, αποφάσισε ότι ο σκοπός της ζωής του θα είναι να το ξεγελάει – όχι μία φορά, αλλά ξανά και ξανά.

Ήταν κάποτε ένα παιδί σε μια φτωχική γωνιά του μεταπολεμικού Μπλάκμπερν, που μοιραζόταν το κρεβάτι με τα αδέλφια του και έβλεπε τον πατέρα του να πουλάει φθηνά παπούτσια στη λαϊκή. Από εκείνη τη στοίβα ταμειακές αποδείξεις και σκονισμένα κουτιά, γεννήθηκε ένας άνθρωπος που θα περνούσε τα επόμενα 70 χρόνια της ζωής του σε μια μόνιμη παρτίδα σκάκι με το κράτος.

Ο Τέρι Μπολ έμαθε από μικρός, όπως λέει μιλώντας στην Guardian, ότι το σύστημα είναι κάτι που σε εκμεταλλεύεται, σε φορολογεί, σε τιμωρεί όταν κάνεις λάθος, αλλά σπάνια σε προστατεύει. Κι εκείνος, αντί να το αποδεχθεί, αποφάσισε ότι ο σκοπός της ζωής του θα είναι να το ξεγελάει – όχι μία φορά, αλλά ξανά και ξανά, μέχρι την τελευταία του μέρα.

Το ταλέντο του φάνηκε πρώτα στο εμπόριο

Το ταλέντο του φάνηκε πρώτα στο εμπόριο: άφησε το σχολείο στα 14, μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση, μετά τσακώθηκε με τον πατέρα του και άνοιξε δικά του μαγαζιά, χτίζοντας μια μικρή αυτοκρατορία φθηνών παπουτσιών. Έμαθε πώς λειτουργεί η αγορά, πώς γίνεται να αγοράζεις δευτεράς διαλογής ιταλικά και να τα πουλάς σαν θησαυρό σε λεωφορεία γεμάτα πελάτες από τον βορρά της Αγγλίας.

Έμαθε επίσης κάτι ακόμη: ότι τα σύνορα, οι τελωνειακοί, οι κανόνες, είναι εμπόδια που μπορείς να παρακάμψεις αν ξέρεις σε ποιον να μιλήσεις. Οι επαφές του με τη ναπολιτάνικη μαφία δεν ήταν «ρομαντική εγκληματικότητα», ήταν απλώς η πρακτική λύση ενός εμπόρου που ήθελε να φέρνει εμπόρευμα χωρίς να το πληρώνει χρυσάφι σε κάθε φραγμό. Κάπου εκεί γεννήθηκε ο πυρήνας του ανθρώπου που αργότερα θα είχε ως χόμπι τη φοροαποφυγή.

«Θα σας πάρω πίσω 20 εκατομμύρια»

Όσο μεγάλωνε πάντως, το κράτος δεν έμενε αδρανές. Καθώς άλλαζε η νομοθεσία για τους φόρους και τα εταιρικά χρέη, ο Τέρι άρχισε να πειραματίζεται με εταιρείες–φάντασμα, μεταφορές περιουσιακών στοιχείων, «φοίνικες» που καίγονται και ξαναγεννιούνται με νέο ΑΦΜ. Κάποια στιγμή, όμως, η τύχη του τού γύρισε την πλάτη: δικαστήρια, ήττες, χρέη, απαγόρευση να είναι διευθυντής εταιρείας, πτώχευση.

Όλα αυτά ο ίδιος δεν τα θυμάται ως «τιμωρία για παρανομία», αλλά ως προσωπική προδοσία. «Μου πήραν 600.000 λίρες», λέει σήμερα. «Κι εγώ είπα: θα σας πάρω πίσω 20 εκατομμύρια». Σ’ εκείνη τη φράση κρύβεται όλη η βεντέτα του: δεν τον ενδιαφέρει πια να πλουτίσει – τουλάχιστον όπως ισχυρίζεται. Τον ενδιαφέρει να ανταποδώσει, να νιώσει ότι παίρνει πίσω την αδικία με τόκο.

Η μεγάλη του έμπνευση ήρθε ένα ξημέρωμα, όταν διάβαζε – όπως άλλοι διαβάζουν μυθιστόρημα – τα ψιλά γράμματα της φορολογικής νομοθεσίας για τα άδεια εμπορικά κτίρια. Τα κενά γραφεία και καταστήματα φορολογούνται βαριά, ακόμη κι αν δεν έχουν ενοικιαστή, ροκανίζοντας τις τσέπες των ιδιοκτητών.

Κάπου εκεί, σε μια υποσημείωση, ο Τέρι ανακαλύπτει ότι οι γεωργικές και υδατοκαλλιεργητικές επιχειρήσεις εξαιρούνται. Κάποιος παλιός υπουργός είχε διευκρινίσει ότι στην κατηγορία «ιχθυοκαλλιέργεια» ανήκουν και τα μαλάκια πάσης φύσεως. Κι αφού τα σαλιγκάρια είναι μαλάκια, γιατί να μην είναι κι αυτά… «ψάρια»;

Καθαρή ευρηματικότητα

Από εκεί και πέρα η υπόθεση δεν είναι γεωργία, αλλά καθαρή ευρηματικότητα: άδεια γραφεία γεμάτα κουτιά με σαλιγκάρια, εταιρείες–κέλυφος που μισθώνουν τον χώρο, δήλωση ότι «εδώ λειτουργεί φάρμα», εξαιρέσεις από δημοτικά τέλη. Οι ιδιοκτήτες γλιτώνουν τεράστια ποσά, ο Τέρι παίρνει τη δική του προμήθεια, οι Aρχές κυνηγούν σκιές και ντοσιέ.

Το πιο σουρεαλιστικό στοιχείο δεν είναι η ίδια η τρύπα στον νόμο, αλλά το πώς ο ίδιος ο Τέρι την αγκαλιάζει σαν αποστολή ζωής. Στα 79 του, με το μητρώο του γεμάτο κλειστές εταιρείες και χρέη, δηλώνει με ικανοποίηση ότι «δεν έχει τίποτα στο όνομά του».

Κάθε φορά που ένας δήμος κατορθώνει να διαλύσει μία από τις εταιρείες–κέλυφος, εκείνος απαντά ανοίγοντας μία νέα. Κάθε φάκελος από την εφορία στην τσακισμένη καφέ αλληλογραφία στο γραφείο του είναι γι’ αυτόν περισσότερο τρόπαιο παρά απειλή. «Τι να μου πάρουν;» λέει. Η αίσθηση ατιμωρησίας, τροφοδοτημένη από χρόνια όπου όντως τη γλίτωσε, τον κάνει σχεδόν να διασκεδάζει με όλο αυτό το ατέρμονο αλλά εν ολίγοις μάταιο κυνηγητό.

Στα άκρα της νομιμότητας

Γύρω του έχει φτιάξει ένα μικρό σύμπαν από ανθρώπους που κινούνται, όπως κι αυτός, στα άκρα της νομιμότητας: πρώην μαφιόζους που κρύβονταν σε λανκασιριανές τροχοβίλες, συνεργάτες με περίεργες προφορές, δικηγόρους που ξέρουν πού να σπρώξουν μια υπογραφή για να χαθεί σε ένα κυκεώνα εταιρικών σχημάτων.

Όλους αυτούς δεν τους παρουσιάζει ως «συμμάχους στο έγκλημα», αλλά ως φίλους, ως ανθρώπους που το κράτος επίσης «έριξε», άρα άξιους να σταθούν δίπλα του σε αυτή τη διαρκή ανταρσία. Το όριο ανάμεσα στη φοροαποφυγή, τη φοροδιαφυγή και την καθαρή παρανομία δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα σε επίπεδο ηθικής· αυτό που μετράει είναι η αίσθηση ότι έχει βρει ξανά ένα «σχέδιο».

Ζει επειδή κάθε μέρα έχει έναν αντίπαλο

Στην καρδιά του υπάρχει μια πολύ ανθρώπινη, αν και διαστρεβλωμένη, ανάγκη: να μην βαρεθεί. Όταν μιλά για τους συνομήλικούς του, λέει ότι είναι «ήδη μισοπεθαμένοι, περιμένουν απλώς το τέλος». Εκείνος – πτωχευμένος στα χαρτιά, αλλά γεμάτος ιστορίες – νιώθει ότι ζει επειδή κάθε μέρα έχει έναν αντίπαλο: έναν δήμο, μια φορολογική αρχή, έναν λογιστή που προσπαθεί να καταλάβει τι συνέβη. Το να στήνει νέα σχήματα, να διαβάζει νομοθεσίες, να βάζει σαλιγκάρια σε κουτιά για να «νομιμοποιήσει» ένα κτίριο, είναι γι’ αυτόν κάτι ανάμεσα σε εμπορικό ένστικτο, τζόγο και χόμπι τρίτης ηλικίας.

Από μια απόσταση, η φιγούρα του είναι επικίνδυνη: ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη νοημοσύνη του στο να φθείρει τη συλλογική προσπάθεια, να αδειάζει τα ταμεία που πληρώνουν υπηρεσίες για όλους, να αποδείξει ότι «το κράτος δεν μπορεί να με αγγίξει». Από μια άλλη, όμως, είναι και τραγική: ένα παιδί της φτώχειας και της μικροεπιχειρηματικής κουλτούρας που δεν βρήκε ποτέ έναν τρόπο να αντιληφθεί την έννοια του κοινού καλού παρά μόνο ως αντίπαλο, κι έτσι γέρασε παίζοντας κρυφτό με τον νόμο και με τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο άνθρωπος που έβαλε στόχο της ζωής του να βρει το τέλειο σύστημα φοροαπαλλαγής δεν αναζητά πια πλούτο, αλλά επιβεβαίωση: ότι είναι ακόμη πιο έξυπνος από τους άλλους, ότι μπορεί να βρει το παράθυρο εκεί που όλοι βλέπουν τοίχο. Και όσο το καταφέρνει, έστω και για λίγο, νιώθει ότι κερδίζει – ακόμα κι αν, στο τέλος, το μόνο που θα μείνει πίσω του είναι μερικά άδεια γραφεία που κάποτε φιλοξένησαν κουτιά με σαλιγκάρια και μια στοίβα αποφάσεις δικαστηρίων με το όνομά του γραμμένο με μικρά, επίμονα γράμματα.

Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr


iefimerida
Ο άνθρωπος που ορκίστηκε να ξεγελάει το κράτος μέχρι να πεθάνει -Όταν η φοροαπαλλαγή γίνεται σχέδιο ζωής Ο άνθρωπος που ορκίστηκε να ξεγελάει το κράτος μέχρι να πεθάνει -Όταν η φοροαπαλλαγή γίνεται σχέδιο ζωής Reviewed by Unknown on 15:18 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.