Που να το φανταζόντουσαν οι Jackson Pollock, Willem de Kooning, Mark Rothko και οι υπόλοιποι εκφραστές του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού πως, παρά τη θέλησή τους, ενεργούσαν ως μυστικοί πράκτορες της CIA στον Ψυχρό Πόλεμο...
Η λεγόμενη Σχολή της Νέας Υόρκης, ίσως το πρώτο καλλιτεχνικό ρεύμα με αφετήρια την Αμερική, φαινομενικά αποτελούσε το πολιτισμικό αντίδοτο στο συντηρητισμό της μεταπολεμικής αμερικανικής κοινωνίας και το δόγμα του μακαρθισμού, αλλά, όπως αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ καλλιεργούσαν και προωθούσαν το ρεύμα αυτό για περισσότερα από 20 χρόνια.
Η σχέση αυτή μοιάζει τουλάχιστον παράξενη, αφού τις δεκαετίες του '50 και '60 η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικάνων απεχθάνονταν τη Μοντέρνα Τέχνη, με τον πρόεδρο Truman να δηλώνει χαρακτηριστικά (σε ελεύθερη μετάφραση): «Αν αυτό είναι τέχνη, εγώ είμαι Κινέζος.» Επίσης, στους κόλπους των avant-garde συγγραφέων, μουσικών, ζωγράφων και διανοούμενων οι περισσότεροι ήταν πρώην κομουνιστές, αναρχικοί, αλκοολικοί και γενικότερα περιθωριακοί για την αμερικανική κοινή γνώμη της εποχής McCarthy.
Από που κι ως που λοιπόν η CIA τους υποστήριζε; Ο λόγος είναι απλός: Η πολιτιστική προπαγάνδα στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου απαιτούσε από την Αμερική να βγάζει μια εικόνα προοδευτικής, ανοιχτόμυαλης και ανεκτικής κοινωνίας, κόντρα στις κατηγορίες των Σοβιετικών για την πολιτιστική έρημο του καπιταλισμού. Ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός έκανε τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό να μοιάζει πιο μονολιθικός, κατευθυνόμενος και αποστειρωμένος απ’ ότι ήδη ήταν. Η Αμερική έκανε ένα μεγάλο βήμα στη μάχη για τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων, αφού μετατόπιζε για πρώτη φορά την πολιτιστική κυριαρχία από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη.
Η στρατηγική αυτή, που ήταν γνωστή ως «το μακρύ λουρί,» είχε ως κέντρο το λεγόμενο Κογκρέσο Πολιτισμικής Ελευθερίας, μια ένωση από διανοούμενους και καλλιτέχνες με γραφεία σε 35 χώρες, που προωθούσε εκθέσεις και εκδηλώσεις, εξέδιδε καλλιτεχνικά περιοδικά όπως το Encounter και πρόσφερε καταφύγιο στους κατατρεγμένους καλλιτέχνες από το πρώην σοβιετικό μπλοκ. Ο οργανισμός στήθηκε το 1950 από τη CIA και είχε ως επικεφαλής έναν πράκτορά της, κάτι που φυσικά έπρεπε να μείνει μυστικό από τα μέλη του, τα οποία δεν είχαν την παραμικρή εκτίμηση για την κυβέρνηση και τη CIA, και μάλλον ήταν ιδεολογικά πιο κοντά στη Μόσχα απ’ ότι στη Ουάσινγκτον.
Οι μυστικές υπηρεσίες είχαν επίσης πράκτορες στα συμβούλια των μεγαλύτερων μουσείων της Αμερικής, όπως το ΜοΜΑ (Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης) που ανήκε στον εκατομμυριούχο Nelson Rockefeller. Ο πρώτος διοικητής του τομέα εξωτερικών υποθέσεων της CIA, Tom Braden, υπήρξε γραμματέας του συγκεκριμένου μουσείου το 1949 και πολλά χρόνια μετά, ξεκαθάρισε τον σκοπό της υπηρεσίας:
«Θέλαμε να ενώσουμε τους συγγραφείς, τους μουσικούς, τους καλλιτέχνες για να αποδείξουμε πως η Δύση και οι ΗΠΑ ήταν αφοσιωμένες στην ελευθερία της έκφρασης και στα πνευματικά επιτεύγματα, χωρίς κανένα αυστηρό περιορισμό στο τι να γράφεις, να λες, να κάνεις, να ζωγραφίζεις όπως γινόταν στη Σοβιετική Ένωση. Νομίζω πως ήταν ο πιο σημαντικός τομέας των μυστικών υπηρεσιών και νομίζω πως είχε έναν τεράστιο ρόλο στον Ψυχρό Πόλεμο.»
ΠΗΓΗ
Η σχέση αυτή μοιάζει τουλάχιστον παράξενη, αφού τις δεκαετίες του '50 και '60 η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικάνων απεχθάνονταν τη Μοντέρνα Τέχνη, με τον πρόεδρο Truman να δηλώνει χαρακτηριστικά (σε ελεύθερη μετάφραση): «Αν αυτό είναι τέχνη, εγώ είμαι Κινέζος.» Επίσης, στους κόλπους των avant-garde συγγραφέων, μουσικών, ζωγράφων και διανοούμενων οι περισσότεροι ήταν πρώην κομουνιστές, αναρχικοί, αλκοολικοί και γενικότερα περιθωριακοί για την αμερικανική κοινή γνώμη της εποχής McCarthy.
Από που κι ως που λοιπόν η CIA τους υποστήριζε; Ο λόγος είναι απλός: Η πολιτιστική προπαγάνδα στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου απαιτούσε από την Αμερική να βγάζει μια εικόνα προοδευτικής, ανοιχτόμυαλης και ανεκτικής κοινωνίας, κόντρα στις κατηγορίες των Σοβιετικών για την πολιτιστική έρημο του καπιταλισμού. Ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός έκανε τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό να μοιάζει πιο μονολιθικός, κατευθυνόμενος και αποστειρωμένος απ’ ότι ήδη ήταν. Η Αμερική έκανε ένα μεγάλο βήμα στη μάχη για τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων, αφού μετατόπιζε για πρώτη φορά την πολιτιστική κυριαρχία από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη.
Η στρατηγική αυτή, που ήταν γνωστή ως «το μακρύ λουρί,» είχε ως κέντρο το λεγόμενο Κογκρέσο Πολιτισμικής Ελευθερίας, μια ένωση από διανοούμενους και καλλιτέχνες με γραφεία σε 35 χώρες, που προωθούσε εκθέσεις και εκδηλώσεις, εξέδιδε καλλιτεχνικά περιοδικά όπως το Encounter και πρόσφερε καταφύγιο στους κατατρεγμένους καλλιτέχνες από το πρώην σοβιετικό μπλοκ. Ο οργανισμός στήθηκε το 1950 από τη CIA και είχε ως επικεφαλής έναν πράκτορά της, κάτι που φυσικά έπρεπε να μείνει μυστικό από τα μέλη του, τα οποία δεν είχαν την παραμικρή εκτίμηση για την κυβέρνηση και τη CIA, και μάλλον ήταν ιδεολογικά πιο κοντά στη Μόσχα απ’ ότι στη Ουάσινγκτον.
Οι μυστικές υπηρεσίες είχαν επίσης πράκτορες στα συμβούλια των μεγαλύτερων μουσείων της Αμερικής, όπως το ΜοΜΑ (Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης) που ανήκε στον εκατομμυριούχο Nelson Rockefeller. Ο πρώτος διοικητής του τομέα εξωτερικών υποθέσεων της CIA, Tom Braden, υπήρξε γραμματέας του συγκεκριμένου μουσείου το 1949 και πολλά χρόνια μετά, ξεκαθάρισε τον σκοπό της υπηρεσίας:
«Θέλαμε να ενώσουμε τους συγγραφείς, τους μουσικούς, τους καλλιτέχνες για να αποδείξουμε πως η Δύση και οι ΗΠΑ ήταν αφοσιωμένες στην ελευθερία της έκφρασης και στα πνευματικά επιτεύγματα, χωρίς κανένα αυστηρό περιορισμό στο τι να γράφεις, να λες, να κάνεις, να ζωγραφίζεις όπως γινόταν στη Σοβιετική Ένωση. Νομίζω πως ήταν ο πιο σημαντικός τομέας των μυστικών υπηρεσιών και νομίζω πως είχε έναν τεράστιο ρόλο στον Ψυχρό Πόλεμο.»
ΠΗΓΗ
Η Μοντέρνα Τέχνη ως όπλο της CIA
Reviewed by junior
on
23:00
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου