Ο μεγάλος λοιμός της Μασσαλίας, κατά τα έτη 1720 έως 1722, υπήρξε μια από τις τρομερότερες επιδημίες πανώλης που βασάνισαν και θέρισαν την ανθρωπότητα.
Οι αφορμές που την προκάλεσαν ήταν κυρίως η συχνή και αδιάκοπη επικοινωνία της πόλης αυτής με τα λιμάνια της Ανατολής, αλλά και η αδιανόητη βρόμα και ρυπαρότητα της ίδιας της Μασσαλίας.Μόλις παρουσιάστηκε η θανατηφόρα επιδημία, τα κρούσματα πολλαπλασιάστηκαν ευθύς αμέσως και σε λίγο, ο φρικτός λοιμός απλώθηκε και σε άλλες γειτονικές πόλεις.
Στην αρχή, η επιδημία προσέβαλε τις γυναίκες, τα παιδιά, τους εξαντλημένους και αδύναμους οργανισμούς. Οι Αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κρύψουν την κατάσταση. Τη νύχτα, κρυφά, πήγαιναν άνθρωποι όπου υπήρχαν ασθενείς ή νεκροί και τους μετέφεραν λάθρα στο νοσοκομείο ή στο νεκροτομείο και συγχρόνως, σφράγιζαν τα σπίτια τους. Μα, φυσικά, η φοβερή ασθένεια δεν μπόρεσε να κρατηθεί μυστική.
Τη χρονιά εκείνη είχαν σημειωθεί πολλές θύελλες, ενώ η σφοδρότερη ξέσπασε έναν μήνα μετά την εμφάνιση της επιδημίας. Ήταν μια αφάνταστα ισχυρή και καταστροφική καταιγίδα.
Σε πολλά μέρη έπεσαν βροντώδεις κεραυνοί. Πολλά σπίτια και πολλές εκκλησίες χτυπήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες. Ο τρόμος των κατοίκων κορυφώθηκε. Όσοι μπορούσαν, εγκατέλειψαν γρήγορα την πόλη. Κανείς δεν ήθελε να παραμείνει, άλλωστε, σε μια περιοχή, όπου την κατέτρωγε το αχόρταγο σαράκι της πανούκλας.
Έξαφνα, λίγες μέρες αργότερα, μια τρομερή είδηση κυκλοφόρησε στη Μασσαλία. Η τοπική Βουλή της Προβηγκίας διέταξε να αποκλειστεί όλη η περιοχή, ακόμα και τα προάστιά της, και να θεωρηθεί στρατιωτική ζώνη, λόγω της μάστιγας. Όποιοι τολμούσαν να διαφύγουν από τη ζώνη του περιορισμού, αντιμετώπιζαν την ποινή του θανάτου. Συνεπώς, οι κάτοικοι της πόλης, θέλοντας και μη, θα έμεναν αναγκαστικά στη μολυσμένη Μασσαλία, περιμένοντας το αναπόφευκτο τέλος τους.
Είχε παρατηρηθεί πως εκείνοι που τρέφονταν καλύτερα, ξεκουράζονταν περισσότερο και είχαν καλύτερη ψυχολογία, υπέστησαν λιγότερα δεινά.
Μα, η συντριπτική πλειοψηφία του λαού υπέφερε από εξάντληση, από έλλειψη ιατρικής βοήθειας και τροφίμων. Οι πλούσιοι Βενεδικτίνοι μοναχοί της Μονής του Αγίου Βικτωρίου, οι οποίοι διέθεταν μεγάλες ποσότητες τροφίμων στις αποθήκες τους, κλείστηκαν μέσα στο μοναστήρι τους, προστατεύοντας τον εαυτό τους και αδιαφορώντας για το εάν ο υπόλοιπος κόσμος ζούσε ή πέθαινε.
Η όψη της πόλης έμοιαζε με πένθιμη σκηνή αρχαίας τραγωδίας, ενώ τα σοκάκια της ανέδυαν μια μακάβρια δυσωδία. Στις έρημες πλατείες έκαιγαν πελώριες φωτιές, οι οποίες, αντί να περιορίσουν την εξάπλωση της επιδημίας όπως ήλπιζαν οι Αρχές, την αύξαναν, ενώ ταυτοχρόνως, προξενούσαν μια ανυπόφορη και αποπνικτική ζέστη.
Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσαν παρά μονάχα λιγοστοί ιατροί. Η εμφάνισή τους ήταν γελοία και συνάμα τρομακτική κι αλλόκοτη, λόγω των παράξενων κοστουμιών που είχαν επινοήσει, προκειμένου να προφυλαχθούν από τη φονική αρρώστια.
Βάδιζαν πάνω σε ψηλά ξύλινα πέδιλα και τύλιγαν επιδέσμους γύρω από τα ρουθούνια και το στόμα τους. Στο σώμα τους φορούσαν στενά πάνινα ρούχα, τα οποία τα είχαν προηγουμένως κερώσει κι έτσι, έμοιαζαν με αιγυπτιακές μούμιες.
Οι ιατροί της πανούκλας ήταν αποκρουστικοί στη θέα, αλλά ήταν οι μόνοι που πάσχιζαν να διορθώσουν το κακό, δίνοντας μια άνιση μάχη. Παρά τις τόσες προφυλάξεις, τα μέτρα τους δεν απέδωσαν.
Από τους σαράντα ιατρούς που στάλθηκαν από το Παρίσι στη Μασσαλία, οι τριάντα έχασαν τη ζωή τους. Για να σταλούν κι άλλοι, οι Αρχές έταζαν αδρότατα ποσά για αμοιβή και διαβεβαίωναν πως θα εξασφαλίζονταν οι οικογένειές τους, σε περίπτωση θανάτου τους, με μεγάλα χρηματικά επιδόματα ισοβίως.
Οι λιτανείες, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν έλειψαν και τότε. Αλλά, αντί να κάνουν καλό και να απαλύνουν τον πόνο των δύσμοιρων ανθρώπων, συντέλεσαν στη γρηγορότερη διάδοση της πανώλης, ενώ επέτειναν τον φόβο των Μασσαλιωτών.
Η πρώτη λιτανεία έγινε υπό τη μορφή παρέλασης ολόκληρου του Κλήρου μέσα από την πόλη. Δυο ιερείς, άτεγκτοι, απηνείς και αδυσώπητοι, κήρυξαν μεγαλοφώνως ότι ο Θεός είχε στείλει την πανούκλα, για να τιμωρήσει τους ασεβείς και ότι η επιδημία αυτή δεν ήταν τίποτε μπροστά στα βάσανα που περίμεναν τους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή!
Οι απλοϊκοί άνθρωποι ιδίως, οι εύπιστοι και οι αφελείς, κατατρόμαξαν. Ενώ, πριν, όσοι πέθαιναν, το αντιμετώπιζαν καρτερικά, ύστερα από αυτά τα κηρύγματα των ιερέων οι άρρωστοι κατελήφθησαν από τέτοια απελπισία, ώστε, μη μπορώντας να συγκρατηθούν πια, έπεφταν από τα παράθυρα.
Άλλοι, πάλι, οι οποίοι είχαν απομείνει ολομόναχοι στον κόσμο, καθώς όλοι οι δικοί τους είχαν χάσει τις ζωές τους, ξεχύνονταν έξαλλοι, αλλόφρονες και πανικόβλητοι στους δρόμους, με γοερά κλάματα και ουρλιαχτά, φορώντας μονάχα τα σάβανά τους.
Κατόπιν, ένα άλλο κακό ξέσπασε στην πόλη. Η Μασσαλία ήταν πια κατάμεστη από περιπλανώμενα φαντάσματα. Οι Μασσαλιώτες δεν είχαν πια το θάρρος να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους, τα οποία είχαν γεμίσει με τους νεκρούς αγαπημένους τους και επομένως, περιφέρονταν εδώ κι εκεί. Έμεναν εκτεθειμένοι τις νύχτες στις απότομες μεταβολές του προβηγκιανού κλίματος. Και το ψύχος, όπως τους έβρισκε εξαντλημένους και καταταλαιπωρημένους από τα συμπτώματα της θανατερής νόσου, τους έριχνε τη χαριστική βολή.
Του κάκου και εις μάτην τούτοι οι δυστυχείς εκλιπαρούσαν τους ιερείς να τους στεγάσουν τις νύχτες μέσα στους ναούς και στα μοναστήρια. Οι κληρικοί, αντιθέτως, τους έδιωχναν μακριά, από φόβο μήπως οι ετοιμοθάνατοι μιάνουν τις εκκλησίες. Το μόνο καταφύγιο τους ήταν τα υπόστεγα των μαγαζιών. Αλλά και από εκεί τους έδιωχναν οι ιδιοκτήτες.
Ούτε και στις πόρτες ακόμα δεν μπορούσαν να ακουμπήσουν τα θύματα της πανώλης. Ήταν αλειμμένες με ακαθαρσίες, για να μην πλησιάζουν οι άρρωστοι. Κι έτσι, αποδιωγμένοι από παντού, κοιμούνταν καταμεσής των δρόμων, νύχτες ολάκερες, οι ετοιμοθάνατοι πλάι στους νεκρούς, οι ψυχορραγούντες πλάι στα μισολιωμένα και κακοφορμισμένα πτώματα.
Η Δημοτική Αρχή της Μασσαλίας δε στάθηκε στο ύψος της αποστολής της. Τα μέσα της ήταν ανεπαρκή. Αλλά και το Παρίσι επέδειξε περισσή αδιαφορία. Εκτός από ένα χρηματικό βοήθημα και από τους ιατρούς, δεν έστειλε τίποτε άλλο στην κατατρεγμένη και μυριοβασανισμένη πόλη.
Εν τούτοις, ο Δήμος της Μασσαλίας έστησε μερικές πρόχειρες σκηνές έξω από την πόλη. Κανείς, όμως, δεν πήγαινε να μείνει σ’ αυτές, γιατί ήταν εκτεθειμένες στον άνεμο. Χτίστηκε κι ένα νοσοκομείο, αλλά όχι όσο εγκαίρως χρειαζόταν. Κατά τους τρεις μήνες που ήταν στη μεγαλύτερη έντασή της η επιδημία, όλοι οι ασθενείς κατέφευγαν στο μοναδικό παλιό ξενοδοχείο της πόλης.
Μα, για να μπει κανείς εκεί, έπρεπε να δώσει ολόκληρες μάχες στις εισόδους. Τόσος ήταν ο συνωστισμός! Και όσοι έμπαιναν, δεν έβγαιναν ζωντανοί.
Οι νοσοκόμοι, ξέροντας ότι ο θάνατος ήταν αναπόφευκτος για αυτούς τους ανθρώπους, τον επέσπευδαν με όποιον τρόπο μπορούσαν, προκειμένου να ληστέψουν τους νεκρούς. Από νοσηλευτές, μετατρέπονταν σε φονιάδες και ληστές!
Στο άσυλο των εγκαταλελειμμένων παιδιών είχαν συγκεντρωθεί περίπου τρεις χιλιάδες παιδιά. Οι υπάλληλοι, αντί να τα φροντίζουν και να ταΐζουν, τα άφηναν νηστικά, κλέβοντας τις μερίδες φαγητού τους και έτσι, όλα βρήκαν τον θάνατο από ασιτία.
Ο “Μαύρος Θάνατος”, όπως αποκλήθηκε ο φοβερός λοιμός της πανώλης στη Μασσαλία, που ξέσπασε στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή το έτος 1720, άφησε πίσω του πάνω από 100.000 νεκρούς.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 25/101928…
Ο “Μαύρος Θάνατος” στη Μασσαλία, το 1720…
Ο “Μαύρος Θάνατος” στη Μασσαλία, το 1720…
Reviewed by olablogs
on
08:24
Rating:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου