Η σιωπή ήταν βαθιά. Μια λάμπα πετρελαίου ίσα που έφεγγε μέσα στο γαλάζιο δωμάτιο. Ένα ξύλινο κρεβάτι, μια ντουλάπα κι ένα τραπέζι αποτελούσαν τη λιτή επίπλωσή του. Στον τοίχο, ένας καθρέφτης αντανακλούσε το χλομό φως.
Καθισμένοι σε καρέκλες, ο Αιδεσιμότατος Έρικ Σμιθ και η σύζυγός του κοίταζαν προσηλωμένοι τους επισκέπτες. Απέναντί τους, λοιπόν, ήταν οι αδελφές του μακαρίτη Πάστορα Χάρρυ Μπουλ, ο καταξιωμένος ερευνητής ψυχικών φαινομένων Χάρρυ Πράις και ο συντάκτης της εφημερίδας “Daily Mirror”, ονόματι Β. Γουόλ. Περίμεναν με έκδηλη αγωνία την εμφάνιση του φαντάσματος.
Το πνευματιστικό αυτό πείραμα πραγματοποιούνταν μεταξύ του μεσονυκτίου και τρίτης πρωινής ώρας της 12ης Ιουνίου του 1929 στο στοιχειωμένο Πρεσβυτέριο του Μπόρλεϊ. Είχε προηγηθεί μια σειρά παράξενων φαινομένων, που οδήγησε τους επισκέπτες να προβούν σε αυτό το ιδιότυπο πείραμα.
Καθώς περπατούσαν στον κήπο, λίγο νωρίτερα, ο Χάρρυ Πράις και ο Γουόλ είδαν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται πίσω από τους θάμνους αλλόκοσμες σιλουέτες με απροσδιόριστα σχήματα. Τη στιγμή, μάλιστα, που εισέρχονταν στο Πρεσβυτέριο, λίγο έλειψε να τραυματιστούν σοβαρά από μια πλάκα που ξεκόλλησε μυστηριωδώς από τη στέγη.
Ένα λεπτό αργότερα, ένα καντηλέρι κύλισε στη σκάλα και έγινε χίλια κομμάτια μπροστά στα πόδια τους. Κατόπιν, ένα κομμάτι ναφθαλίνης, που το πέταξε κάποιο αόρατο χέρι, χτύπησε τον Γουόλ στο μπράτσο. Ακολούθησε μια βροχή από χαλίκια που έπεφταν σωρηδόν από τον δεύτερο όροφο. Μόλις ο σφοδρός λιθοβολισμός έπαιρνε να καταλαγιάζει, όλα τα σήμαντρα τους Πρεσβυτερίου άρχισαν να ηχούν δυνατά, αλλά άναρχα και ασυντόνιστα. Ανατριχιαστικά…
Έτσι, λίγο αργότερα, συγκεντρωμένοι όλοι στο γαλάζιο δωμάτιο που περιγράψαμε παραπάνω, ανέμεναν τα μηνύματα του φαντάσματος από το υπερπέραν. Ξαφνικά, η φωνή του Χάρρυ Πράις έκοψε την παρατεταμένη σιωπή.
-Αν κάποιο πνεύμα επιθυμεί να παρουσιαστεί ενώπιόν μας απόψε, παρακαλώ να μας το γνωστοποιήσει.
Ευθύς αμέσως ακούστηκε ένα στριγκό τρίξιμο του τραπεζιού και ένα ξερό χτύπημα στον καθρέφτη. Το πνεύμα ήθελε να παρουσιαστεί.
Με τη μεγαλύτερη ευγένεια, ο Πράις το ρώτησε αν επιθυμούσε να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις, χρησιμοποιώντας τον συνηθισμένο κώδικα: τρία χτυπήματα για το “ναι” και ένα χτύπημα για το “όχι”. Πάραυτα, τρία χτυπήματα δόνησαν τον καθρέφτη.
Τότε, ο Πράις άρχισε να υποβάλει τις ερωτήσεις του:
Πρώτα, ρώτησε αν το πνεύμα ήταν ο μακαρίτης Χάρρυ Μπουλ, ο προηγούμενος Πάστορας του Πρεσβυτερίου του Μπόρλεϊ και αδελφός των δεσποινίδων, που παρευρίσκονταν στην πνευματιστική συνεδρίαση. Προς μεγάλη έκπληξη και συγκίνηση των γυναικών, τρία νέα χτυπήματα ακούστηκαν.
Ο Πράις συνέχισε:
-Τα βήματα που ακούγονται στο σπίτι είναι τα δικά σας;
-Ναι.
-Επιθυμείτε να τρομάξετε ή να βλάψετε κάποιον;
-Όχι.
-Βασανίζεστε από τύψεις για κάτι που είχατε πράξει στη ζωή σας;
-Όχι.
Συνεπώς, η συγκέντρωση αυτή ολοκληρώθηκε μετά από ορισμένες ερωτήσεις που έθεσαν οι δύο αδελφές του μακαρίτη Πάστορα. Ήταν μια ιστορική μέρα, όπως έγραφε η εφημερίδα “Daily Mirror”.
Όμως, είχαν ήδη προηγηθεί πολλές άλλες ιστορικότερες μέρες. Από τότε που χτίστηκε το Πρεσβυτέριο του Μπόρλεϊ, δεχόταν επισκέψεις πνευμάτων, που έρχονταν από τον άλλο κόσμο. Είχε χτιστεί το 1863 από τον Αιδεσιμότατο Χάρρυ Μπουλ, πατέρα του επόμενου Χάρρυ Μπουλ και δεκατριών άλλων παιδιών. Από τότε που ο νεαρός Μπουλ διαδέχτηκε τον πατέρα του το έτος 1892, τα φαντάσματα δεν έπαψαν στιγμή να τον επισκέπτονται.
Ο Πάστορας Μπουλ ο νεότερος ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικής μόρφωσης. Μα, συχνά τύχαινε να βλέπει παράξενες μορφές να περιφέρονται πίσω από τα δέντρα. Αυτό του κίνησε την περιέργεια και δεν άργησε να μάθει ολόκληρη την ιστορία του Πρεσβυτερίου.
Όπως έλεγαν, είχε χτιστεί στη θέση ενός μοναστηριού του 13ου αιώνα. Το μοναστήρι τούτο υπήρξε το θέατρο ενός φριχτού δράματος. Κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, ένας μοναχός ερωτεύθηκε μια νεαρή μοναχή ενός γειτονικού μοναστηριού και την απήγαγε ένα φεγγαρόλουστο βράδυ.
Κατάφεραν να διαφύγουν με μια άμαξα, αλλά δεν άργησαν να τους ανακαλύψουν και να τους πιάσουν. Και η τιμωρία ήταν πραγματικά σκληρή κι απάνθρωπη. Ο μοναχός αποκεφαλίστηκε και η αγαπημένη του θάφτηκε ζωντανή μέσα σ’ έναν τοίχο.
Αλλά υπήρχε και μια άλλη ιστορία, εξίσου τρομερή. Μια Γαλλίδα μοναχή εγκατέλειψε τη Μονή της Χάβρης, για να παντρευτεί έναν κάτοικο του Μπόρλεϊ. Μα, ο άντρας εκείνος τη στραγγάλισε και την έθαψε εκεί που θεμελιώθηκε κατόπιν το Πρεσβυτέριο.
Ο Πάστορας Χάρρυ Μπουλ δεν αγνοούσε αυτούς τους θρύλους. Κι όταν πέθανε το 1927, οι αδελφές του ήταν σίγουρες ότι το πνεύμα του θα ξαναερχόταν στο Μπόρλεϊ, όπου είχε ζήσει τόσα χρόνια. Οι γυναίκες ισχυρίζονταν πως ο Πάστορας τις είχε διαβεβαιώσει ότι μετά τον θάνατό του, θα έκανε τα πάντα για να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους του ζωντανούς.
Τον Οκτώβριο του 1928, έφτασε στο Πρεσβυτέριο ο νέος Πάστορας, ο Αιδεσιμότατος Έρικ Σμιθ, με τη νεαρή γυναίκα του. Η κυρία Σμιθ είχε προσλάβει μια 16χρονη υπηρέτρια, τη Μαρία, για να τη βοηθάει στις δουλειές. Η κοπέλα αυτή ήταν πάντοτε ζωηρή και πρόσχαρη και έλεγε πως δε φοβόταν τα φαντάσματα του Μπόρλεϊ. Περίεργη και αισιόδοξη εκ φύσεως, έβρισκε τα πάντα χαρωπά και διασκεδαστικά.
Μια μέρα, λοιπόν, η Μαρία ανήγγειλε γελώντας στα αφεντικά της ότι πολύ συχνά έβλεπε στον κήπο τη μορφή μιας μοναχής, που εξαφανιζόταν μόλις την πλησίαζε.
Μια άλλη φορά, πάλι, τους ανακοίνωσε πως είχε δει μια άμαξα παλαιού τύπου, που την έσερναν δυο άλογα. Αλλά η πιο παράδοξη οπτασία της ήταν ένας ακέφαλος μοναχός, που χανόταν πίσω από τους θάμνους, μόλις η αφελής υπηρέτρια έκανε να τον προσεγγίσει.
Όλες αυτές οι απόκοσμες εκδηλώσεις πολλαπλασιάστηκαν και ενισχύθηκαν, όταν ο Χάρρυ Πράις, ο διάσημος αυτός Άγγλος ερευνητής, και ο συντάκτης της εφημερίδας Β. Γουόλ έφτασαν στο Πρεσβυτέριο, για να δουν με τα μάτια τους τα φαντάσματα του Μπόρλεϊ.
Έτσι, ύστερα από την περίφημη πνευματιστική συνεδρίαση, ένα βράδυ που ο Πράις γευμάτιζε με τους Σμιθ, είδε ξαφνικά το νερό του να μεταβάλλεται σε μελάνι.
Όταν ο Αιδεσιμότατος Έρικ Σμιθ πήρε μετάθεση για άλλη ενορία, τη θέση του πήρε ο Πάστορας Λάιονελ Φόυστερ, που έφτασε στο Μπόρλεϊ στις 16 Οκτωβρίου του 1930 μαζί με την όμορφη σύζυγό του, τη Μαριάννα. Τα φαντάσματα ξεκίνησαν αμέσως τις εμφανίσεις τους.
Μια νύχτα, ο Πάστορας Φόυστερ ανέβηκε νωρίς να ξαπλώσει. Η γυναίκα του, που είχε καθυστερήσει στο ισόγειο, άκουσε μια περίεργη φωνή να την καλεί κατ’ επανάληψιν: “Αγαπημένη μου Μαριάννα… Αγαπημένη μου Μαριάννα…”
Όταν ανέβηκε στο επάνω πάτωμα, πιστεύοντας ότι την είχε καλέσει ο άντρας της, εκείνος τη διαβεβαίωσε ότι δεν είχε ανοίξει το στόμα του.
Και τα φαινόμενα μέρα με τη μέρα πύκνωναν. Τα μπουκάλια τινάζονταν στον αέρα, τα κούτσουρα κυλούσαν μόνα τους και έπεφταν μέσα στη φωτιά, βήματα άλλοτε γοργά και άλλοτε βαριά έσπαγαν τη γαλήνη, ενώ τα σήμαντρα ήταν στιγμές που δεν έπαυαν να αντηχούν τριγύρω, με έναν ρυθμό αλλόκοτο, δαιμονισμένο.
Κάποτε, ένας Καναδός οικογενειακός φίλος, που πήγε να τους επισκεφτεί, βρέθηκε με το πρόσωπό του μωλωπισμένο, καθώς τον είχαν χτυπήσει τα φαντάσματα, όπως διατράνωνε αποκαρδιωμένος.
Ένα άλλο βράδυ, ο Αιδεσιμότατος Φόυστερ είδε να εμφανίζεται μια επιγραφή στον τοίχο, που έγραφε: “Ανάψτε το φως! Προσευχηθείτε!” Ήταν άραγε η Γαλλίδα μοναχή που ζητούσε από τους ζωντανούς να προσευχηθούν για την ανάπαυση της ψυχής της;
Στις 27 Φεβρουαρίου του 1939, πάντως, το οίκημα του Μπόρλεϊ καταστράφηκε μυστηριωδώς από μια ανεξήγητη πυρκαγιά. Εν τω μεταξύ, είχε πάψει να είναι πλέον Πρεσβυτέριο και είχε πωληθεί σε κάποιον Γκρέγκσον. Ωστόσο, τα φαντάσματα ήταν πάντοτε εκεί.
Λίγους μήνες αργότερα, ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή της Ευρώπης από τα χιτλερικά στρατεύματα. Πολλοί πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στη Γηραιά Αλβιώνα. Το 1943, μερικοί Πολωνοί Αξιωματικοί που βρέθηκαν στο σημείο, επέμεναν κατατρομαγμένοι πως είχαν δει το φάντασμα της μοναχής.
Το στοιχειωμένο Πρεσβυτέριο του Μπόρλεϊ συμπαρέσυρε στη λησμονιά και όλα τα ανήσυχα φαντάσματά του, καθώς στα 1944-1945 αποφασίστηκε να γκρεμιστούν τα φοβερά χαλάσματά του. Εκείνα τα ερείπια, όσο στέκονταν όρθια μετά τη μυστηριώδη πυρκαγιά, σκόρπιζαν έναν άγριο τρόμο και όχι αδικαιολόγητα…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 25/06/1960…
Το στοιχειωμένο Πρεσβυτέριο του Μπόρλεϊ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου