Το φθινόπωρο του 1931, το φάντασμα του εφοπλιστή Δ. Παν… είχε αναστατώσει την αθηναϊκή συνοικία γύρω από το Πρώτο Νεκροταφείο. Και όχι μόνο!
Είχαν δει τον βρυκολακιασμένο νεκρό ακόμη και άνθρωποι που δούλευαν στα καράβια του, όπως ο καπετάν Μιχάλης.
Σημειωτέον πως τούτος ο καπετάνιος ήταν ένας ατρόμητος και κοσμογυρισμένος θαλασσινός. Μέτριο ανάστημα, σφιχτοδεμένο σώμα, ευρύ στέρνο, ζωηρό και ειλικρινές βλέμμα, αδρά ηλιοκαμένη μορφή. Σωστός θαλασσόλυκος. Θετικός, ολιγόλογος, μετρημένος, με ασφαλή κρίση και απέραντη πείρα. Πνεύμα πρακτικό, που δεν άφηνε να επηρεαστεί από φαντασιοπληξίες.
Δεν υπήρχε θάλασσα που να μην την ταξίδεψε και κάβος που να μην έδεσε. Ο εφοπλιστής Δ. Παν… έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση και θαυμασμό γι’ αυτόν. Τον είχε στην υπηρεσία του χρόνια. Ο δεσμός που τους ένωνε ήταν δεσμός φιλικός. Κάτι περισσότερο, μάλιστα. Σχεδόν οικογενειακός.
Η οικογένεια του εφοπλιστή τον θεωρούσε άνθρωπο δικό της, της απολύτου εμπιστοσύνης της. Η γυναίκα του καπετάν Μιχάλη, η Διαμαντούλα, βρισκόταν μέρα και νύχτα στο σπίτι του εφοπλιστή. Η κυρία Παν…, άλλωστε, αγαπούσε τη Διαμαντούλα και την προστάτευε με στοργή. Αυτή παραβρέθηκε στις στερνές στιγμές του εφοπλιστή και παραστάθηκε στη χήρα του. Όταν ο προστάτης τους πέθανε, ο καπετάν Μιχάλης και η Διαμαντούλα τον έκλαψαν σαν πατέρα.
Ιδού, λοιπόν, τι αφηγήθηκε ο ατρόμητος ετούτος καπετάνιος:
“Γύρισα όλες τις θάλασσες, αντίκρισα του κόσμου τους κινδύνους και δε φοβήθηκα ποτέ. Ένας άνθρωπος, σαν και εμένα, που χρόνια και χρόνια παλεύει με τα κύματα, συνηθίζει πια στα δεινά και η ιδέα του κινδύνου δεν τον καταβάλει. Τι τα θες, όμως… Καμιά φορά, είναι μερικά πράγματα που σε κάνουν να λυγίζεις…
Άκουσα κι εγώ να λένε πως ο μακαρίτης είχε βρυκολακιάσει. Αλλά δεν έδωσα πίστη στις διαδόσεις. Γυναικοκουβέντες, είπα. Φλυαρίες του κοσμάκη που δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει. Όταν μου μιλούσαν γι’ αυτό, γελούσα και τους χλεύαζα. “Γυναίκες είστε”, τους έλεγα, “και πιστεύετε σε φαντάσματα; Βρυκόλακες στον εικοστό αιώνα; Συμβαίνουν τέτοια πράγματα στην εποχή μας; Μονάχα οι γυναίκες τα πιστεύουν ακόμα και μόνο οι χασομέρηδες κάθονται και συζητούν γι’ αυτά”.
Μα, σε λίγο, ήθελα-δεν ήθελα, αναγκάστηκα να ασχοληθώ σοβαρότερα με τις διαδόσεις τούτες, καθώς αυτή τη φορά, οι ίδιοι οι ναύτες μου ήταν που έβλεπαν τον βρυκόλακα!
Στο πλοίο μου είχε αρχίσει από μέρες να παρατηρείται κάποια ανησυχία. Οι ναύτες μου ήταν πολυταξιδεμένοι, έμπειροι, συνετοί, ζυμωμένοι στην αγωνία και σφυρηλατημένοι στα ζόρια των θαλασσών. Δε λιγοψυχούσαν εύκολα. Είχα σαλπάρει πολλές φορές μαζί τους.
Όλο μου το πλήρωμα φαινόταν τρομαγμένο. Τους ρωτούσα να μάθω τι συνέβαινε. Έκαναν τον σταυρό τους και δεν απαντούσαν τίποτε. Αναγκαστήκαμε να τιμωρήσουμε έναν από αυτούς, για να τους υποχρεώσουμε να μιλήσουν. Σε λίγο, άρχισε να βασιλεύει στο καράβι ένας αληθινός πανικός, σαν ρουφήχτρα κάτω από τα πόδια ενός λουόμενου.
Έβαλα τα δυνατά μου για να τους ησυχάσω. Στην αρχή, τους πήρα με το άγριο: “Θαλασσινοί είστε εσείς, μωρέ; Ντροπιάζετε το όνομα! Δεν πάτε καλύτερα να βάλετε φουστάνια;”
Είδα, όμως, ότι δε γινόταν τίποτα. Τότε, τους πήρα με το καλό. Προσπάθησα να τους πείσω πως ήταν η ιδέα τους. Πως, δηλαδή, είχαν ακούσει να μιλούν για τις διαδόσεις και ο φόβος είχε επιδράσει στη φαντασία τους. Αυτοί, όμως, επέμεναν και μου έλεγαν: “Ο βρυκόλακας είναι στο καράβι, καπετάνιε! Τον είδαμε με τα μάτια μας!”
Μάλιστα, οι πρώτοι που μου ανέφεραν συγκεκριμένα πράγματα ήταν ο Γιώργης, ο καμαρότος της Α’ Θέσης και ο μάγειρας του πλοίου.
Έπειτα, ο καμαρότος της Β’ Θέσης, ο οποίος ήρθε μια νύχτα στην καμπίνα μου, με ξύπνησε κατατρομαγμένος και μου ψέλλισε με φωνή λαχανιασμένη:
“Τον είδα! Είναι κάτω στο σαλόνι. Ήρθε από πίσω μου και με χτύπησε στην πλάτη. Πετάχτηκα σαν ελατήριο από τον τρόμο μου. Όλα αυτά είχαν γίνει εντελώς αθόρυβα, χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος. Απέναντί μας ήταν ο καθρέφτης. Τότε, παρατήρησα με φρίκη πως η σιλουέτα του δε διαφαινόταν καθόλου στον καθρέφτη, λες και ήταν αέρας. Έσκουξα γοερά, σαν να με έσφαζαν. Ο βρυκόλακας όρμησε να με αρπάξει απ’ τον λαιμό. Αλλά, ευτυχώς, πρόφτασα και οπισθοχώρησα. Έτσι, τα χέρια του δεν τυλίχτηκαν γύρω από τον σβέρκο μου, αλλά ίσα που άγγιξε το κορδόνι του φυλακτού μου. Τότε, έχασα τις αισθήσεις μου. Δεν ξέρω τι απέγινε έπειτα. Όταν συνήλθα, είχε γίνει άφαντος…”
Ο επόμενος που μου μίλησε για τον βρυκολακιάσμενο ήταν ο Ναύκληρος. Ένα βράδυ, ενώ ήμουν στη γέφυρα του καραβιού, άκουσα ξαφνικά θόρυβο και γρήγορες πατημασιές και τον είδα να ανεβαίνει τρεχάτος στο κατάστρωμα, αλαφιασμένος, παρανοϊκός. Ήταν τόσο χλομός, λες και η ζωή είχε γλιστρήσει από μέσα του. Μου ψιθύρισε στ’ αυτί, ενώ τα δόντια του κροτάλιζαν από την τρομάρα και η φωνή του τραύλιζε:
“Είναι εδώ, καπετάνιε! Τον είδα, τον αντίκρισα! Τον είδα, σου λέω! Πίστεψέ με! Τα μάτια του με κάρφωσαν στη θέση μου, η ανάσα του ζέχνει οχετό και σαπίλα. Ήταν όρθιος στην πλώρη και κοιτούσε κατά το πέλαγος. Η καρδιά μου σταμάτησε από τον τρόμο. Έσυρα το μαχαίρι μου και του κατάφερα μια γερή μαχαιριά, μα η λεπίδα δε συνάντησε ούτε σάρκες ούτε κόκαλα, παρά τον αέρα, τον κούφιο αέρα, καπετάνιε!”
Καθώς μου τα έλεγε όλα αυτά, είχε τραβήξει το πλατύ μαχαίρι του ασυνείδητα και χειρονομούσε σπασμωδικά. Ένιωσα τον πανικό και την απελπισία του. Δεν του είπα τίποτα. Βουβάθηκα. Τότε, φώναξα τον Δεύτερο Πλοίαρχο και του γύρεψα να τον συνοδέψει στην καμπίνα του και να τον βάλει να κοιμηθεί.
Η κατάσταση αυτή είχε αρχίσει να με ανησυχεί ιδιαιτέρως, αλλά, εν τούτοις, συνέχιζα να πιστεύω πως οφειλόταν σε μια ομαδική υποβολή, γέννημα ενός γνήσιου τρόμου, προερχόμενου από φήμες ζωηρές. Δεν μπορούσα να αποδεχτώ σε καμία περίπτωση πως υπάρχουν βρυκόλακες, οι οποίοι, μάλιστα, κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας.
Μικρό παιδί ακόμα, είχε τύχει να πάω νύχτα στο νεκροταφείο και ποτέ μου δε σκιάχτηκα. Ήξερα πως οι ζωντανοί είναι με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους νεκρούς. Τελεία και παύλα! Δε γνώρισα φόβο παρά μία και μόνη φορά και αυτή ήταν τότε που είδα ο ίδιος, με τα μάτια μου, τον μακαρίτη Δ. Παν…
Ήταν νύχτα. Ο καιρός σκοτεινός και ανταριασμένος. Η θάλασσα έβραζε. Τα κύματα έφταναν ως τις κουπαστές και συχνά-πυκνά το κατάστρωμα πλενόταν ολάκερο. Άλλοτε, πάλι, τα κύματα έσκαγαν έως επάνω, στη γέφυρα. Το σκαρί γερό, αλλά κλυδωνιζόταν πέρα-δώθε.
Το βράδυ αυτό φοβήθηκα να αφήσω τον Δεύτερο ή τον Τρίτο Καπετάνιο στο πηδάλιο. Όχι γιατί τα παιδιά δεν ήξεραν, αλλά γιατί εκείνη η φουρτούνα ήταν διαολεμένη. Το τιμόνι δε λάσκαρε απ’ τα χέρια μου όλη τη νύχτα. Μόλις πέρασαν τα μεσάνυχτα, το σκοτάδι πύκνωσε και ο αγέρας δυνάμωσε απότομα. Είχαμε μαζί μας ανασφάλιστο εμπόρευμα και έπρεπε να μεριμνήσω.
Όταν πλησιάζαμε πια στο Κάβο Ντόρο, κινδυνέψαμε να αφανιστούμε. Για να μην πέσουμε πάνω σε ξέρες, διέταξα τον τιμονιέρη, ένα σκυλί πραγματικό, να βάλει αριστερά το τιμόνι. Εκεί που του έδινα με το χωνί τη διαταγή, άκουσα μια φωνή, που λες και αναδυόταν από τα βάθη:
“Αριστερότερα, καπετάν Μιχάλη, αριστερότερα! Θα πέσουμε στις ξέρες και θα μας ρίξει η θάλασσα έξω!”
Βλαστήμησα μια βαριά βλαστήμια για την αυθάδεια αυτή. Εμένα που μ’ έφαγε η αλμύρα της θάλασσας, που τόσες φορές πέρασα, και με χειρότερους καιρούς, από αυτά τα νερά, να βρίσκεται άνθρωπος του καραβιού να με ορμηνέψει! Νόμισα πως ήταν ο Δεύτερος Καπετάνιος. Γύρισα να τον διαολοστείλω, αλλά έμεινα απολιθωμένος.
Εκεί, στις κουπαστές, στεκόταν ένας άνθρωπος, μια αλλόκοτη σκιά, που έμοιαζε με τον μακαρίτη. Τα μάτια του, βαθουλωμένα, πετούσαν σπίθες. Με κοίταζαν αγριεμένα, όπως κοίταζαν κάθε φορά που έβλεπαν κάποιον να κάνει κάτι αστόχαστο, καμιά ανοησία.
Τα ‘χασα. Μου έφυγαν τα γυαλιά από τα χέρια. Οι τρίχες του κεφαλιού μου ανασηκώθηκαν. Ένα ρίγος με διαπέρασε από το κεφάλι έως τα πόδια. Τα γόνατά μου λύθηκαν. Δεν ήξερα τι να κάνω. Εκείνος έμενε εκεί ασάλευτος, σαν να είχαμε την καλύτερη μπουνάτσα και με κάρφωνε κατάματα.
Κάτι γέλια μεγάλα, σαρδόνια, σαν να με κορόιδευαν, πλατάγισαν μέσα στο σκοτάδι, που με έκαναν να χάσω εντελώς τα λογικά μου. Μα τω Θεώ, σας λέω, κόντεψα να τρελαθώ μέσα σε μια στιγμή μονάχα. Την καρδιά μου την άκουγα να χτυπά τόσο δυνατά, λες και λειτουργούσε έξω από το στήθος μου. Τα μηλίγγια μου δονούνταν σαν να είχα 41 βαθμούς πυρετό. Στηρίχτηκα πάνω στην καφασωτή γέφυρα, για να μη σωριαστώ καταγής.
Σε μια απόκοσμη στιγμή, είδα τη φοβερή σκιά να ορμάει καταπάνω μου, έτοιμη να μου ριχτεί. Δεν ξέρω πώς κατόρθωσα να κάνω τον σταυρό μου. Μια στριγκιά κραυγή εξαπολύθηκε, σαν συριγμός φιδιού. Ένας συριγμός επιθετικός, νοσηρός και απελπισμένος. Κατόπιν, η σκιά εξατμίστηκε και την πήρε ο άνεμος που λυσσομανούσε.
Δεν ξέρω πόση ώρα έκανα να συνέλθω. Ήμουν σίγουρος πως είχα χάσει τα μυαλά μου. Μόλις κατάφερα να ανασυγκροτηθώ, φώναξα επάνω στη γέφυρα έναν γέρο ναυτικό που είχαμε στο πλοίο, τον γέρο-Θωμά τον Ντάουλα.
Του τα είπα όλα μονορουφηξιά. Τότε, ο γέροντας πήγε κι έφερε ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, με σκουρόχρωμη κεράτινη λαβή, σαν αυτά που συνηθίζουν να βαστούν οι Κρητικοί και το κάρφωσε πλάι μου. Είπε και κάτι λόγια, σαν ξόρκια μου ακούστηκαν ή σαν προσευχή. Δεν ξέρω… Δεν μπορούσα ακόμη να συνέλθω. Μα, ήμουν βέβαιος για ό,τι είδα. Βέβαιος και τρομοκρατημένος…
Τότε, θυμήθηκα τη μάνα μου, που μου έλεγε να μη βλαστημώ ποτέ τα θεία. Αλλά η ώρα η κακιά τα φέρνει όλα ανάποδα καμιά φορά…”
Συνεχίζεται…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 04/10/1931…
Το φάντασμα του Έλληνα εφοπλιστή (Μέρος Β)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου